Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2020

Φάλτσα Χριστούγεννα

Τώρα οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Εμείς επίσης.

Γράφω στις 21 Δεκεμβρίου – χειμερινό ηλιοστάσιο. Στο πλανητικό μας σύστημα γίνονται παράξενα πράγματα – μόνο που αυτά είναι προβλέψιμα.

Εξηγεί ο σύγχρονος παντογνώστης, η Google: «Την επίσημη έναρξη του χειμώνα και το σπάνιο «πάντρεμα» των Δία και Κρόνου στον ουρανό της Γης τιμά η Google με το σημερινό της doodle.

Η εβδομάδα ξεκινάει με δύο αστρονομικά φαινόμενα, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και τη Μεγάλη Σύζευξη του Δία και του Κρόνου που θα φαίνονται σαν ένα μεγάλο αστέρι στο νυχτερινό ουρανό».

Αυτό που δεν ήταν προβλέψιμο είναι πως ο κορωνοϊός μεταλλάχθηκε και τώρα μεταδίδεται πιο εύκολα. Δεν ξέρουμε αν είναι και πιο επικίνδυνος – οι ειδικοί στην Μεγάλη Βρετανία, όπου πρωτοεμφανίστηκε, το ψάχνουν.

Εμείς, lockdown στην Αγγλία.

Από τα πολλά lockdown έχει γεμίσει απαγορευτικές πινακίδες το κεφάλι μας. Μόνο στο πλανητικό μας σύστημα ισχύουν πάντα, χωρίς πινακίδες, οι νόμοι του Νεύτωνα. Αλλά και αυτοί μία απάτη είναι, γιατί πίσω τους, στο αχανές σύμπαν, ισχύουν οι νόμοι του Αϊνστάιν.

Λοιπόν οι μέρες θα αρχίσουν να μεγαλώνουν, όπως κάθε χρόνο. Γι αυτό και τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ακριβώς επάνω στην γιορτή του «Ανίκητου Θεού Ήλιου» (Sol Invictus) ή του Μίθρα, που ήταν θεότητα ηλιακή. Γιατί αλλιώς μας τα λένε οι Ευαγγελιστές για την Γέννηση. «Ποιμένες αγραυλούντες… κλπ.» Άλλωστε και την Παναγία την θυμήθηκαν τριακόσια χρόνια μετά – όταν ο «ανταγωνισμός» παρουσίασε μία μητρική θεότητα.

Νέα θρησκεία τότε ο Χριστιανισμός, έπρεπε να εξουδετερώσει τα αντίπαλα δόγματα. Πάντως φέτος, με την «Μεγάλη Σύζευξη», έχει ένα περίλαμπρο «Αστέρι των Μάγων». 

Μπορεί κάτι να σημαίνει αυτό – για όσους πιστεύουν. Εγώ πιστεύω περισσότερο στο εμβόλιο και ελπίζω να έρθει σύντομα – και κυρίως να μοιραστεί σωστά.

Όσο για το Τραπέζι των Χριστουγέννων τελικά αποφασίσαμε, παρόλο που θα είμαστε μόνο τρεις, να γεμίσουμε μία μικρή γαλοπούλα. Δεδομένου ότι το ενδιαφέρον στο έδεσμα, είναι η γέμιση. 

Αχ, το Τραπέζι των Χριστουγέννων… Κάποτε, θυμάμαι, φτάσαμε τους δέκα οκτώ – κι έπρεπε να ανοίξουμε τις πρόσθετες συρόμενες τάβλες και να φέρουμε καρέκλες από την κουζίνα για να καθίσουμε όλοι.

Με τα χρόνια λιγοστεύαμε. Άλλοι έφυγαν, ή πέθαναν, άλλοι χώρισαν, άλλοι μετανάστευσαν…

Χθες είδα, στην «Καθημερινή» μία υπέροχη «γελοιογραφία» του Χαντζόπουλου. Μία ηλικιωμένη γυναίκα στο παράθυρο μιλάει στο τηλέφωνο και ρωτάει: «Για πόσα άτομα λένε;» «Εννέα». «Ωχ Παναγία μου. Και πού θα βρω άλλους οκτώ;».

Κάποτε πλημμυρίζαμε από ευχετήριες κάρτες. Τόσο που για χρόνια τις χρησιμοποιούσαμε σαν διακόσμηση για το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο, που το ονομάζαμε «Καρτόδεντρο». Φέτος ευχετήρια κάρτα ήρθε μόνο μία. Από μακρινούς συγγενείς στην Αγγλία, που τηρούνε πάντα το έθιμο.

Να δούμε, θα έρθουν παιδιά για τα κάλαντα; Lockdown και εκεί… Πέρυσι, θυμάμαι, ήρθε μόνον ένα ζευγάρι. Και ήταν απίθανα φάλτσοι. 

Φάλτσα Χριστούγεννα, φέτος… Να είμαστε του χρόνου ζωντανοί και να τα γιορτάσουμε όπως πρέπει.

Χρόνια πολλά, αναγνώστες!


Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020

85 + 1 Χριστούγεννα

Από τα Χριστούγεννα της ζωής μου, τρία έχουν αποτυπωθεί στην μνήμη μου. Αυτά τα τρία είναι σχεδόν ίδια και συμπυκνώνουν όλη την ουσία της γιορτής, όπως την είχα φανταστεί κι όπως ήθελα να τη ζήσω. Τα υπόλοιπα ήταν από συμπαθητικά ως αδιάφορα.

Φυσικά τα πρώτα δέκα δεν τα συζητάμε. Βρέφος ήμουν όταν πέρασε η  πρώτη πενταετία και το μόνο που θυμάμαι, στο τέλος της, ήταν ένα δώρο του νονού μου (που ποτέ δεν γνώρισα): ένα τεράστιο φρούριο (που το έλεγα «φλούριο») με πύργους και πυργίσκους, τείχη και κανόνια, τάφρο και γέφυρα που σηκωνόταν με τροχαλίες. Όλη η γειτονιά στην Κατοχή έπαιζε με αυτό το οχυρό. Τα γειτονόπουλα έφερναν τα στρατιωτάκια τους και οι μάχες ήταν σφοδρές. Περίεργο, μέσα στον πόλεμο να παίζουμε πόλεμο… Ακόμα και στα Δεκεμβριανά, όταν σφύριζαν οι όλμοι πάνω από τα κεφάλια μας.

Η Κατοχή πέρασε, αλλά τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν. Μια οικογένεια τριών ατόμων  όπου η μητέρα ήταν διαρκώς άρρωστη και ο πατέρας απών, πώς και τι να γιορτάσει;

Δεκαοκτώ χρόνων έφυγα για την Γερμανία. Ούτε κι εκεί βέβαια στην αρχή έκανα Χριστούγεννα. Αντίθετα με τους Γάλλους, που συνηθίζουν να γλεντάνε στα «ρεβεγιόν» οι Γερμανοί κλείνονται οικογενειακά στα σπίτια τους. (Το γλέντι τους – τρικούβερτο – το κάνουν την Πρωτοχρονιά). Μάλιστα τον πρώτο χρόνο έμεινα και νηστικός. Δεν ήξερα πως την παραμονή το βράδυ κλείνουν τα πάντα.

Για να γιορτάσω στην Γερμανία Χριστούγεννα, έπρεπε να αποκτήσω οικογένεια, έστω και …δανεική. Την απέκτησα αργότερα. Και τα τρία Χριστούγεννα που πέρασα μαζί της, έμοιαζαν υπερβατικά. Όσα έζησα μετά, μου φαίνονταν απλώς …γήινα.

Δεν ήταν μεγάλη η οικογένεια: η φίλη μου, με την οποία συζούσαμε τρία χρόνια, η μητέρα της (ο πατέρας είχε χαθεί στον πόλεμο) και ένας εξάδελφος.

Το τελετουργικό περιλάμβανε συγκέντρωση γύρω από το ωραίο δέντρο (κάθε χρόνο διαφορετικό – η μητέρα ήταν καλλιτέχνης) άνοιγμα των δώρων (σε πακέτα κάτω από το δέντρο), ρεσιτάλ παλιών Χριστουγεννιάτικων τραγουδιών (όλοι καλλίφωνοι) ένα ελαφρό δείπνο με κρασί και μετά – το καλύτερο: περπάτημα μέσα στο χιόνι προς κάποιο ναό, για να ακούσουμε την μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων.

Το χιόνι ήταν πάντα βαθύ (το Μόναχο έχει υψόμετρο 730 μέτρα και οι Άλπεις του κλείνουν τον Νοτιά και τους Μεσογειακούς ανέμους) και το περπάτημα επίπονο. Χρατς – χρουτς τα βήματα και οι γαλότσες να βυθίζονται ως το γόνατο.

Αλλά στο τέλος του μας περίμενε ένα ορατόριο του Μπαχ, μία λειτουργία του Σούμπερτ ή του Μότσαρτ… Οι εκκλησίες έβαζαν τα δυνατά τους, οι χορωδίες τους προβάρανε πολλούς μήνες και ως σολίστες είχανε τους καλύτερους λυρικούς καλλιτέχνες από τις τρεις όπερες της πόλης.

Ναι εκεί, στις μπαρόκ εκκλησίες με τα αγγελάκια-συννεφάκια στην οροφή και την Παρθένο να κρατάει το Θείο Βρέφος αγκαλιά στον θόλο, ένιωσα πιστός, ανοιχτός στα θαύματα. Ήταν το χιόνι, το κρασί, η μουσική;

Μετά από αυτά τα Χριστούγεννα, δεν κατάφερα ποτέ πια να ανέβω στα επουράνια. Γιόρτασα Χριστούγεννα και στο Λονδίνο, με σημαιοστολισμένη την Regent Street και στο Παρίσι με φωταγωγημένα τα Ηλύσια Πεδία.  Αλλά όλες οι υπόλοιπες Χριστουγεννιάτικες γιορτές τις ζωής μου, με γεμιστές γαλοπούλες και ωραία κρασιά, απλώς με γεμίζανε με οδυνηρή νοσταλγία. Για χιόνι και Μπαχ…

Έστω: αν περάσουν χωρίς μεγάλες αβαρίες οι φετινές γιορτές, μπούμε σε ένα νέο έτος πιο φωτεινό, η επιστήμη κάνει το καθήκον της, τα εμβόλια λειτουργήσουν με προοπτική ένα εκτυφλωτικά λαμπρό καλοκαίρι – τότε ίσως τα φτωχικά εφετινά Χριστούγεννα (τέσσερεις άνθρωποι με ένα κοτόπουλο) να κλέψουν την δόξα των παλιών, με ένα τίτλο: Πώς γλυτώσαμε την πανδημία…

Υ.Γ. Κατά λάθος δημοσιεύτηκε εδώ το κείμενο που είχα γράψει για την άλλη Κυριακή με θέμα το εμβόλιο. Όσοι πρόλαβαν να το διαβάσουν θα το συναντήσουν την άλλη Κυριακή - ίσως χάσουν αυτό.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2020

Το γρουσούζικο 2020

Τι να το γράψω εγώ – με πρόλαβαν πολλοί άλλοι: Το 2020 ήταν η χειρότερη χρονιά των τελευταίων αιώνων. Ίσως η χειρότερη χρονιά της ανθρώπινης ιστορίας, αν μετρήσουμε ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες.

Μήπως προτρέχω; Έχει ακόμα ημέρες αυτός ο χρόνος. Μπορεί να γίνει και χειρότερος. Καλύτερος, δεν φαντάζομαι... Το εμβόλιο θα ανήκει στο 2021.

Άντε μετά να γιορτάσεις εθνική επέτειο. Το έθνος, σαν πληγωμένο ζώο, θα γλύφει τις πληγές του.

Δεν χάσαμε μόνο ανθρώπους και αγαθά. Χάσαμε κάτι πιο ουσιαστικό. Την εμπιστοσύνη στη ζωή. Την προοπτική του μέλλοντος. Η ανθρωπότητα προόδευε, προόδευε, πλούτιζε, βελτίωνε το προσδόκιμο επιβίωσης, νικούσε επιδημίες και αρρώστιες, πήγαινε βόλτες στο διάστημα – και ξαφνικά χάνει τα πάντα. Ο καθένας μας δεν ξέρει αν θα έχει αύριο.

Θα μου πείτε: η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μας πρόδωσαν. Κατάφεραν, σε χρόνο ρεκόρ, να νικήσουν τον κορωνοϊό.

Ναι – αυτό είναι το μόνο φωτεινό σημάδι. Αλλά δεν βιάζομαι. Το ματς τώρα αρχίζει. Σε δύο ημίχρονα απεριόριστου χρόνου. Θα περάσουν μήνες για να χαλαρώσει ο φόβος μέσα μας. Και χρόνια για να ξεπεράσουμε το σοκ.

Λέγανε για τον Κώστα Μητσοτάκη πως ήταν άτυχος. Και πραγματικά, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του. Όμως η μεγάλη ατυχία – κοτζάμ πανδημία – έπληξε τον γιό του.

Ωστόσο για μας είναι ευτύχημα που βρέθηκε στο τιμόνι, μέσα την θύελλα, ένας λογικός και συνεπής άνθρωπος. Που έχει τις προϋποθέσεις να πολεμήσει, ακόμα και να αντιστρέψει την κακοτυχία. Σκέπτομαι με φρίκη τι θα είχε συμβεί αν μας είχε χτυπήσει δύο χρόνια νωρίτερα κι έπρεπε να την αντιμετωπίσει το ποικιλόχρωμο «ρεμπέτ ασκέρι» του ΣΥΡΙΖΑ.

Λάθη έκανε κι ο Κυριάκος – ποιος δεν θα έκανε – αλλά πολύ λιγότερα από άλλους καπετάνιους. 

Όμως, χάρη σε αυτόν,  έχουμε – πραγματική Συνείδηση του Έθνους – την εκπληκτική μας νέα πρόεδρο, η οποία έχει ανεβάσει το επίπεδο και την ποιότητα της ελληνικής φωνής, σε υψίπεδα ως τώρα άγνωστα.

Για την Ελλάδα η πανδημία, εκτός από τραγωδία είναι και μία ευκαιρία. Ένα έθνος φοβικό μπροστά σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση, συντηρητικό και οπισθοδρομικό, αναγκάζεται να ανοιχτεί, να τολμήσει, να καινοτομήσει.

Τριάντα χρόνια αγωνίζομαι για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Το έτος 2000 είχα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο: «Ψηφιακή Ζωή». Ήταν μία εισαγωγή στο μέλλον, μία περιήγηση στα θαύματα της νέας τεχνολογίας. Η αποτυχία του υπήρξε παταγώδης. Οι βιβλιοπώλες μου έλεγαν ότι κανένας πελάτης δεν έδειχνε ενδιαφέρον. «Τι μας νοιάζει εμάς η ψηφιακή τεχνολογία;» έλεγαν.

Τώρα, την εφαρμόζουν. Ακόμα και για να βγουν από το σπίτι τους. Και, αναγκαστικά, θα την εφαρμόσουν πολύ περισσότερο στους μήνες που έρχονται. «Ουδέν κακόν αμιγές…».

Αν φερθούμε έξυπνα (και ευτυχώς υπάρχουν ευφυείς και γνώστες άνθρωποι στην κυβέρνηση) θα χρησιμοποιήσουμε την θύελλα της πανδημίας σαν προωθητική δύναμη. Για να ταράξουμε τον νήδυμον ύπνον της αυταρέσκειας του έθνους.

Η πανδημία μας έμαθε πολλά θετικά: Την σημασία της πειθαρχίας. Την σημασία της κρατικής περίθαλψης (η ώρα του ΕΣΥ). Την ποιότητα των επιστημόνων μας. Την αξία και τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Και ένα αρνητικό: Την υστέρηση, την μούχλα και τον συντηρητισμό της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας. 

Ας ευχηθούμε πως θα έρθει σύντομα το τέλος της επώδυνης αυτής περιπέτειας, για να δώσει τη θέση της σε ένα καινούργιο και λαμπερό ξεκίνημα. Έτσι που να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από το 1821, με μία νέα επανάσταση. 


Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2020

Η ιστορία μιας γάτας

Μπήκαμε στον Δεκέμβριο. Καιρός να ξεχάσουμε κρίσεις και πανδημίες και να αφηγηθούμε ιστορίες. Ο τελευταίος μήνας του χρόνου, που ταυτίζεται με το μεγάλο αφήγημα του Χριστιανισμού, είναι εποχή για παραμύθια και διηγήσεις. Πάντα  φαντάζομαι τον Δεκέμβριο σαν ένα μεγάλο αναμμένο τζάκι, με ένα παππού που ξετυλίγει την  «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε της μπάτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει».

Παππούς δεν έγινα, παρά μόνο στην ηλικία και το παραμύθι που θα πω είναι μία εντελώς αληθινή ιστορία. Δανείστηκα τον τίτλο από τον μακρινό μου πρόγονο τον Ροΐδη (το μεγάλο πορτραίτο στο πατρικό μου λένε πως απεικονίζει την μητέρα του: «Νόνα Κορηώ» μας την έλεγαν παιδιά – Κοραλία ήταν το πραγματικό της όνομα).

Αντίθετα με την γάτα του Ροΐδη, που είχε ωραία ζωή και κακό τέλος, η γάτα της δικής μου ιστορίας ήταν άτυχη και πολύ δυστυχισμένη.

Εμφανίστηκε μία μέρα, ξαφνικά, ανάμεσα στις αδέσποτες που τάιζα στο εξοχικό μας. Δεν την είχα ξαναδεί ως τότε. Ήταν κάτασπρη, με λίγο καφέ στα πίσω πόδια και την ουρά και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Αυτά τα μάτια της χάρισαν και το όνομά της. Μία φίλη μας, Ιταλίδα,  όταν τα είδε έμεινε έκπληκτη από το χρώμα τους και το προσδιόρισε στην δική της γλώσσα: «Azzurro!» που πάει να πει Ιταλικά «γαλάζιο». Έτσι η γατούλα βαφτίστηκε «Ατσούρο». 

Το Ατσούρο είχε τελείως άλλη συμπεριφορά από τις αδέσποτες που τριγύριζαν στον κήπο περιμένοντας το συσσίτιο. Ενώ οι άλλες, αν τύχαινε κατά λάθος να βρεθούν μέσα στο σπίτι, πάθαιναν πανικό και άρχιζαν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους ή να πηδάνε στα κλειστά παράθυρα, το Ατσούρο, από την πρώτη μέρα μπήκε μέσα στο σπίτι, πήδηξε επάνω στο πάσο της κουζίνας και περίμενε να το σερβίρουν. Και μάλιστα όχι με ότι και ότι. Δεν γύρισε ούτε να μυρίσει τις φτηνές κονσέρβες των αδέσποτων και τελικά, με αρκετή συγκατάβαση δέχθηκε να φάει ένα ακριβό πατέ.

Στην αρχή νόμισα πως το είχε σκάσει από κάποιο κοντινό σπίτι όπου ήταν επίσημη γάτα του σπιτιού και σύντομα θα ξαναγύριζε. Όμως ούτε τυπική σπιτόγατα ήταν. Ένιωθε άνετα μέσα στο σπίτι αλλά ποτέ, σε όλη της τη ζωή, δεν πήδηξε στα γόνατά μου. Αν την χάιδευες δεχόταν με συγκατάβαση το χάδι, γουργούριζε πολύ διακριτικά, αλλά φαινόταν ότι δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνουν οι πολλές οικειότητες. 

Ξαφνικά μια μέρα το Ατσούρο χάθηκε. Δεν ήρθε ούτε για φαί. Ούτε την επόμενη   . Τελικά το ανακάλυψε η γυναίκα μου, μισοπεθαμένο, έξω από το σπίτι. Είχε πιαστεί το δεξί μπροστινό της πόδι σε δόκανο (είναι δρυμός η περιοχή και κυκλοφορούν αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες). Στην προσπάθειά της να το ελευθερώσει διέλυσε όλους τους μυς και είχε μείνει το κόκκαλο. Από την αιμορραγία είχε πια χάσει τις αισθήσεις της και ήταν ετοιμοθάνατη.

Την κουβαλήσαμε στον κτηνίατρο, περισσότερο για ευθανασία. Όμως εκείνος δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα. «Το πόδι δεν σώζεται με τίποτα» μας είπε, «αλλά αν το ακρωτηριάσω από την άρθρωση θα μάθει να κινείται μια χαρά».

Κατά την διάρκεια της επέμβασης, η γάτα πέθανε δύο φορές και χρειάστηκε να γίνει ανάνηψη. Τελικά επέζησε και ως ΑΜΕΑ κέρδισε μία θέση στο σπίτι της πόλης όπου δεν υπάρχουν δόκανα και άγρια ζώα.

Έζησε έτσι τρίποδη δώδεκα χρόνια ακόμα. (Δεν ξέρουμε πόσων ετών ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκε – πάντως ήταν πλήρως ανεπτυγμένη – έστω και μικρόσωμη). Εξακολουθούσε να είναι μία ιδιότυπη προσωπικότητα. Ήξερε πάντα τι ώρα τρώμε και έπαιρνε εγκαίρως θέση δίπλα στην καρέκλα μου. Αν της άρεσε το φαΐ έτρωγε περισσότερο από μένα. Όλα τα χρόνια που έζησε κοντά μας ήταν άρρωστη: υπέφερε από χρόνια βρογχίτιδα (φοβερές κρίσεις που κάθε φορά νόμιζα πως ήρθε το τέλος) πεπτικά, έντερικά. Το πόδι που της έλειπε δεν την ενοχλούσε καθόλου και μπορούσε να γίνει πολύ επιθετική, παρά την αναπηρία της. Χάδια πολλά δεν δεχόταν – αλλά βλέπαμε μαζί τηλεόραση (έπρεπε να της κάνω οπωσδήποτε δίπλα μου θέση). Στο τέλος είχε πάθει άνοια και ακράτεια. Όταν την πήγαμε στον κτηνίατρο να την κοιμίσουμε, πέθανε σχεδόν πριν από την ένεση.

Ήταν μία γενναία γάτα.


Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2020

Γιατί ζηλεύω τους «Ψεκασμένους»…

Επειδή είναι τόσο σίγουροι για τα πάντα. Είναι βαθύτατα πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει καν ο κορωνοϊός – άρα δεν ανησυχούν, ούτε παθαίνουν τρόμο, αν κατά λάθος αγγίξουν κάποιον που δεν έπρεπε. Εμείς φοράμε συνεχώς άβολες μάσκες, απολυμαίνουμε τα χέρια μας μέχρι να χρειαστούμε δερματολόγο, κρατάμε αποστάσεις με αποτέλεσμα να χάνουμε την σειρά μας στην ουρά… Ξυπνάμε τη νύχτα από εφιάλτες – βλέπουμε στο όνειρό μας ΜΕΘ και πνιγόμαστε.

Μακάριοι οι «ψεκασμένοι». Αυτοί ξέρουν τα πάντα. Μπορεί βέβαια κάποια στιγμή να αρρωστήσουν και να αλλαξοπιστήσουν. Σπάνιο να συμβεί αυτό. Αλλά μέχρι τότε, βρε αδερφέ, θα έχουν ζήσει καλύτερα από μας. Και αν περάσουν την αρρώστια στο πόδι, (πιθανότητες μεγάλες) θα μας κοροϊδεύουνε: Τι έγινε; Μία γριπούλα πάθαμε.

Σε πλησιάζουν περίεργα και πονηρά: «Εσύ θα κάνεις το εμβόλιο;» Τους διαβεβαιώνεις πως ναι, θα το κάνεις. «Και δεν φοβάσαι;»

«Τι να φοβηθώ, βρε παιδιά; Το τσιπ του Μπιλ Γκαίητς; Τον παρακολουθώ από χρόνια αυτόν, καλός άνθρωπος είναι, φιλάνθρωπος, δισεκατομμύρια ξοδεύει για τους φτωχούς και τους άρρωστους στην Αφρική – γιατί να μας βάλει τσιπ. Άσε που δεν περνάει το τσιπ μέσα από την βελόνα…»

Κουνάει το κεφάλι ο άλλος, ο ψεκασμένος, οικτίροντας την αφέλειά σου. Κακομοίρη άνθρωπε, πιστεύεις όλα τα παραμύθια για τους δήθεν φιλάνθρωπους: τον Γκαίητς, τον Σόρος, τον Μπάφετ. Το αίμα θα σου πιούνε αυτοί. Εκείνος να κάνει εμβόλιο; Απα πα πα!

Όπως έγραψε και μία «έγκριτη εφημερίς»: «Εμβόλιο; Ο Εβραίος κτηνίατρος θα σου χώσει την βελόνα…». (Ναι, ο Μπουρλά, ο Διευθύνων της Pfizer, είναι εβραίος και αρχικά είχε σπουδάσει κτηνιατρική στην Θεσσαλονίκη… Τι διαβολικές συμπτώσεις! Τα συμπεράσματα βγαίνουν εύκολα. Άρα…).

Να λοιπόν γιατί τους ζηλεύω τους «ψεκασμένους». Έχουνε βεβαιότητες. Την σήμερον ημέρα η σιγουριά είναι το πιο πολύτιμο αγαθό. Ξέρουν τι είναι σωστό και τι ολέθριο. Στον δικό τους κόσμο δεν έχει «μήπως». Όλα είναι ξεκάθαρα. Η μεγάλη συνομωσία των κακών είναι εκεί και βυσσοδομεί εναντίον μας. Ποιοι είναι οι κακοί; Εδώ μπορείτε να βάλετε όποιον σας φαίνεται ύποπτος. Αλλά και αυτόν που δεν φαίνεται – διότι και αυτό είναι ύποπτο. Εβραίοι, Μασόνοι, QAnon, (νέο φρούτο αυτό: δίκτυο πλουσίων που κάνουν απαγωγές παιδιών και άλλες εγκληματικές πράξεις) όλοι αυτοί κρυφά και σιωπηλά ελέγχουν τα πάντα.

Μόλις άκουσα και νέες φήμες. Πως και όταν ανέβει στην προεδρία ο Μπάιντεν δεν θα κάνει αυτός κουμάντο. Πίσω του θα υπάρχει δίκτυο μυστικό με επικεφαλής την (συμπαθέστατη σε μένα ) αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις η οποία είναι (λέει) πράκτωρ των «Αδελφών Μουσουλμάνων»! Πού βρέθηκαν αυτοί στην Καλιφόρνια;

Ανάμεσα σε μας, τους τρομαλέους μασκοφόρους που απολυμαίνουμε τα πάντα και κρατάμε τις αποστάσεις, οι «ψεκασμένοι» ξεχωρίσουν σαν την μύγα μες το γάλα. Είναι λεβέντες, ατρόμητοι και δυναμικοί. Ότι πρέπει για παρέα. Έμβλημά τους ο Πολάκης – που με το ένα χέρι χειρουργεί και με το άλλο πίνει τσικουδιά.

Φυσικά δεν είναι εύκολο να γίνεις «ψεκασμένος». Χρειάζεται ειδικό (πολύ χαμηλό) IQ, δείκτης ευπιστίας υψηλός (που να πιστεύει ακόμα και τις προεκλογικές υποσχέσεις του Τσίπρα: πως ξηλώνουμε τα μνημόνια με ένα και μόνο άρθρο και πως μοιράζουμε εκατομμύρια από ένα μπαλκόνι τη Θεσσαλονίκης).

Όχι, για να καταπιείς όλες τις συνομωσίες που κυκλοφορούν και να τις χωνέψεις πρέπει να έχεις γερό στομάχι και την ζωτικότητα του Ντόναλντ Τράμπ. Ο αρχιψεκασμένος! Που όσο ήταν στα πάνω του όλα τα κατάφερνε και νεκρούς ανάσταινε. Τώρα βέβαια σκοτείνιασαν λίγο τα πράγματα αλλά δεν έχει λήξει ακόμα το έργο. 

Παρόλο που, στραβομουτσουνιάζοντας, αποδέχθηκε την ήττα του, στα τρίτα υπόγεια του Λευκού Οίκου μέχρι και πραξικόπημα λένε πως σχεδιάζουν μερικοί πιστοί.

Οπότε να δείτε πως θα πάρουν πίσω το αίμα τους οι ψεκασμένοι…


Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2020

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας…

 -          Πώς περνάς τις ώρες της καραντίνας;

-          Διαβάζοντας

-          Διαβάζεις τι; Εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία; Και τι βιβλία; Μυθιστορήματα –αστυνομικά, περιπετειώδη, ιστορικά, αισθηματικά – δοκίμια , μελέτες…

-          Από όλα. Αλλά κυρίως συμπληρώνω κενά. Διάβαζα ήδη πριν να πάω σχολείο.  Τα βιβλία που έχω διαβάσει ως την εφηβεία ήταν εκατοντάδες. Κυκλοφορούσα κρατώντας μπροστά μου ένα ανοιχτό βιβλίο και το καταβρόχθιζα. Εκτός από την οικογενειακή συλλογή είχα κατασπαράξει τις βιβλιοθήκες γνωστών μου: της καθηγήτριας των γαλλικών, του σχολείου όπου φοιτούσα και μερικών φίλων. Τα σχολικά μαθήματα δεν με απασχολούσαν καθόλου – είχα την ικανότητα να τα μαθαίνω από την παράδοση.

Μετά τα δεκαπέντε άρχισαν να με απασχολούν και άλλα πράγματα: τα πρώτα πάρτι, ταξίδια, εκδρομές, Το αδηφάγο και μανιακό διάβασμα υποχώρησε. Το αποτέλεσμα: Έμειναν πολλά κενά. Παράδειγμα: είχα διαβάσει, παιδί ακόμα, τον «Τομ Σώγιερ» αλλά δεν είχα διαβάσει την συνέχειά του, τον «Χωκ Φιν» (όπως μεταφράζουν ελληνικά τον Huckleberry Finn»). Τον διάβασα τώρα, μετά από 80 χρόνια και κατάλαβα γιατί ο Χεμινγκουέι είχε πει ότι: «όλη η Αμερικανική λογοτεχνία ξεκινάει από αυτό το βιβλίο». Ο Τόμ Σόγιερ είναι ένα υπέροχο παιδικό ανάγνωσμα, αλλά ο Χωκ Φιν είναι αριστούργημα. Στα οκτώ χρόνια που πέρασαν ανάμεσα στα δύο βιβλία, ο Μαρκ Τουαίν ωρίμασε και κατέβηκε σε μεγάλο βάθος – χωρίς να χάσει το κέφι του.

Έπειτα: ξαναδιαβάζω κλασικά βιβλία που όταν τα πρωτοδιάβασα δεν ήμουν έτοιμος να τα αφομοιώσω – όπως την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ. Ως έφηβος την βρήκα βαρετή – σήμερα απλώς αποκαλύπτομαι.

Αλλά τώρα κυρίως απασχολούμαι με τις στοίβες των βιβλίων που μου στέλνουν εκδότες και συγγραφείς. Ποτέ δεν κατάφερνα να προλάβω τον ποταμό που ερχόταν και συνεχώς πλημμύριζε το σπίτι. Πριν από δέκα μήνες χάρισα 208 τόμους πολύτιμων βιβλίων στην Εθνική Βιβλιοθήκη (σαν αρχή για μία έκθεση που θα αντιμετώπιζε «το βιβλίο σαν έργο τέχνης»). Έφυγαν τα διακόσια βιβλία και την άλλη μέρα η γυναίκα μου έψαχνε να βρει από πού έλειπαν. Οι βιβλιοθήκες δεν είχαν κανένα κενό. Τις είχα γεμίσει με τους σωρούς που υπήρχαν στα τραπέζια, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες.

Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του πρέσβη Βασίλη Παπαδόπουλου: «Διπλωματία και Ποίηση – η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη» (Ίκαρος) δείχνει, ιχνηλατώντας και τα γραφτά του ποιητή και τα σημειώματα του διπλωμάτη, πόσο δύσκολα ισορροπούσε ανάμεσα στις δύο του ιδιότητες και πόσο του κόστισε αυτή η αντιπαράθεση.

Αλλά το βιβλίο που διαβάζω τώρα είναι μία μεγάλη έκπληξη από τον χαλκέντερο μελετητή της φιλοσοφίας και της Ελλάδας – τον Στέλιο Ράμφο. Θαυμάζω σε αυτόν τον άνθρωπο όχι μόνο την ευρυμάθεια και την βαθειά σκέψη – αλλά κυρίως την γενναιότητα να επιστρέφει, να αναθεωρεί και συχνά να αντιφάσκει, να συγκρούεται με τον παλαιότερο εαυτό του. Συνέπεια; Μα μόνον οι βλάκες παραμένουν πεισματικά συνεπείς. Η ζωντανή σκέψη εξελίσσεται, αλλάζει, βελτιώνεται, ανοίγει νέες προοπτικές.

Διαβάζω τώρα το τελευταίο του βιβλίο. Τίτλος: «Η Ελλάδα των ονείρων». Υπότιτλος (σημαντικός): «Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό». (Αρμός). Πρόκειται για ένα είδος εθνικού ονειροκρίτη 560 σελίδων. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι μέσα στα συναξάρια και τους «Βίους» των Αγίων εμπεριέχονται όνειρα προφητικά ή οραματικά. Ο συγγραφέας έχει συλλέξει δεκάδες τέτοιες αφηγήσεις που κυκλοφόρησαν ευρύτατα (και κυκλοφορούν ακόμα) από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους. Αναλύοντας αυτά τα όνειρα, συναντά κοινά σημεία που αποτελούν εκφράσεις του «συλλογικού μας φαντασιακού».

Τα κοινά αυτά σημεία τα έχει συναντήσει ο Ράμφος και σε άλλες αναλύσεις την νεοελληνικής νοοτροπίας: «Προκειμένου να απαλλαγούν από την απειλητική αβεβαιότητα της ιστορίας… προτιμούσαν την επανάληψη από την ενεργό δράση». «Ένας είναι ο ασύνειδος σκοπός: να μην αλλάξει κατ’ ουσίαν τίποτα». Ενώ «το ιδανικό θα ήταν: «να βιώνουμε την αιωνιότητα ως αέναη μεταβολή και όχι σαν τυποτελετουργική αναπαραγωγή ή ανασύνταξη του ίδιου».

Η άποψη αυτή για την στατικότητα και ουσιαστική ακινησία της ελληνικής κοινωνίας επανέρχεται σε όλα τα τελευταία βιβλία του Ράμφου (όπως το «Αδιανόητο τίποτα»). Εδώ τεκμηριώνεται με ένα πρωτότυπο και …ονειρικό τρόπο. 

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020

Η παρά λίγο ζωή

Ακούω την είδηση για το εμβόλιο της Pfizer και της Biontech SE για τον κορονοϊό. Δεν ξέρουμε ακόμα πόσο ισχύει – πόσο οριστική είναι – αλλά φωτίζει έστω και για λίγο, το σκοτάδι του φόβου και της κατάθλιψης που μας πλακώνει όλους (εκτός από τους μακάριους, στην άνοιά τους, «ψεκασμένους»).

Και με βάζει τώρα σε μία νέα αγωνία: Θα το προλάβω;

Δεν υπάρχει πιο μαύρη ειρωνεία από το να πεθαίνεις, ενώ δίπλα σου εμβολιάζονται άλλοι που δεν θα πεθάνουνε – τουλάχιστον από την ίδια αιτία. 

Κι αν πας πίσω, γυρίζοντας την ιστορία ανάποδα, αρχίζεις και σκέπτεσαι: πόσοι νέοι άνθρωποι πέθαναν γιατί δεν είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη, πόσα παιδιά διότι δεν υπήρχε το εμβόλιο της ευλογιάς, της διφθερίτιδας, της πολιομυελίτιδας... Τα θύματα του «Μαύρου Θανάτου, της πανώλης… Οι μεγάλοι φθισικοί του 19ου αιώνα, η Κυρία με τις Καμέλιες (ή «Τραβιάτα»), οι τρόφιμοι του «Μαγικού Βουνού» (Thomas Mann) οι λεπροί που στοίχειωναν τον Μεσαίωνα και με τα καμπανάκια τους έδιωχναν μακριά τον κόσμο… όλοι αυτοί πέθαναν, ενώ σήμερα θα ζούσαν!

Α ναι, στις αρχές του 20ου αιώνα το προσδόκιμο επιβίωσης των ανθρώπων ήταν το μισό από σήμερα. Κι αν πιστέψουμε τους μελλοντολόγους, σε δύο ή τρεις γενιές θα κατακτήσουμε την αθανασία. Διαβάστε τον Γιουβάλ Νώε Χαράρι.

Τι θα την κάνουμε;

Μήπως την πάθουμε σαν τον Τιθωνό;

Ο Τιθωνός, αν δεν ξέρετε την ιστορία του, γιος του Βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς και αδελφός του Πρίαμου ήταν ο πιο ωραίος άντρας της εποχής του. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς και τρελαινόταν στην ιδέα πως, ενώ αυτή ήταν αθάνατη, εκείνος ήταν θνητός και κάποτε θα τον έχανε. Έπεσε στα πόδια του Δία (κάτι ήξερε αυτός από έρωτες) και παρακάλεσε να τον κάνει τον εραστή της αθάνατο. Ο Δίας της έκανε τη χάρη. Όμως εκείνη είχε κάνει το λάθος και μαζί με την αθανασία, δεν είχε ζητήσει την αιώνια νεότητα. Ο Τιθωνός γέρασε, γέρασε τόσο που έγινε ένα κουρέλι. Παρακαλούσε να πεθάνει αλλά ήταν αδύνατο…

Δεν θα πεθαίνουμε λοιπόν – αλλά πώς θα ζούμε; Σαν αιώνια γερόντια;

Και έπειτα το κόστος. Την αθανασία θα την χαίρονται μόνον οι πλούσιοι – οι πολύ πλούσιοι. Η συνεχής συντήρηση του σώματος, η αντικατάσταση των οργάνων, η άμυνα εναντίον όλων των ασθενειών, θα κοστίζει πολύ.

Να την η νέα ταξική διαφορά. Οι φτωχοί θα πεθαίνουν όπως τώρα. Θα φθονούν τους πλούσιους και ίσως κάποτε ξεσηκωθούν εναντίον τους. Και οι «αθάνατοι» θα είναι μεν απρόσβλητοι από τις ασθένειες και την φθορά της σάρκας – αλλά όχι από τα όπλα των επαναστατών. Οι νέοι πόλεμοι θα είναι θνητοί εναντίον αθανάτων, που με την σειρά τους έτσι θα γίνονται κι αυτοί πάλι θνητοί.

Αλλά αυτά εμείς δεν θα τα δούμε. Ας βγει τώρα το εμβόλιο της Pfizer να ξενοιάσουμε από τον Κορωνοϊό, να περάσουμε ένα ωραίο καλοκαίρι (τα μπάνια του λαού!» που έλεγε ο αείμνηστος Ανδρέας) κι ας αφήσουμε τις μελλοντικές γενιές να τα βρούνε μεταξύ τους…


Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

Τι έγινε η «Βιβλιονέτ;»

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε στο Ελληνικό Διαδίκτυο ένα πρόγραμμα με όνομα «Βιβλιονέτ». Πολύ χρήσιμο σε όσους ασχολούνται με το βιβλίο: μελετητές, εκδότες, συγγραφείς, και αναγνώστες. Εκεί μπορούσες να βρεις όλα τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην αγορά, όλους τους συγγραφείς (με σύντομο βιογραφικό) και την παραγωγή του καθενός. Παλαιότερα ανήκε στο (μακαρία τη λήξει) ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίο). Όταν το ΕΚΕΒΙ καταργήθηκε, η υπηρεσία Βιβλιονέτ μετά από λίγο καιρό έπαψε να λειτουργεί. Μας έλειψε: δεν ήταν τέλεια αλλά ήταν απαραίτητη.

Σε κάποια νοσταλγική αναζήτηση (έψαχνα πληροφορίες για κάποια παλιότερη έκδοση και από συνήθεια πληκτρολόγησα «Βιβλιονέτ») ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου. Και μάλιστα με νέα, σύγχρονη μορφή.

Φαινόταν ότι άλλαξε φορέα και απέκτησε ωραιότερη εμφάνιση αλλά – δυστυχώς – στην αρχή νόμισα ότι έχασε εντελώς το περιεχόμενό της. Αν συνδεθείς ηλεκτρονικά με τη Βιβλιονέτ, είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάτι. Εκτός από την νέα ταυτότητά της, που είναι η εξής:

«Η ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ αποτελεί τη βιβλιογραφική βάση δεδομένων η οποία καταγράφει ανελλιπώς από το 1998 όλη την ελληνική εκδοτική παραγωγή και διατίθεται δωρεάν από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού». 

Από ότι αναφέρει στην αρχική δικτυακή της σελίδα, περιέχει 246.851 τίτλους, 122.514 δημιουργούς και 124.888 παρουσιάσεις και κριτικές. Ήδη αυτοί οι αριθμοί με τρόμαξαν. 122.000 συγγραφείς δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα! Αναφέροντας ακόμα και τον εκδότη ενός μονόφυλλου, απλώς δημιουργείς χάος!

Μη δοκιμάσετε πάντως να αναζητήσετε κάποιο συγκριμένο βιβλίο. Υπάρχουν σελίδες με «Νέες εκδόσεις», και η «Σύνθετη αναζήτηση», που θα τις ενεργοποιήσετε μέσα από το Google. Στις νέες εκδόσεις υπάρχουν πράγματι μερικές νέες εκδόσεις. Η «Σύνθετη Αναζήτηση» (βιβλίου η συγγραφέως – η πιο χρήσιμη) δεν λειτουργεί καθόλου.

Μπαίνοντας στις ιστοσελίδες της στην κατηγορία «δημιουργοί» σε ένα τεράστιο κατάλογο όπου το 99% των ονομάτων μου ήταν εντελώς άγνωστο,  έφτασα μέχρι τα ψηφία «ΔΕ….». (Μετά εισέπραξα ένα επίμονο «σφάλμα» – στα Αγγλικά: «error»). Ούτε μπόρεσα να προχωρήσω στις «Παρουσιάσεις και κριτικές».

Είναι σαφές ότι η ιστοσελίδα είναι «υπό κατασκευήν» (under construction). Γιατί δεν κλείνουν την πρόσβαση, μέχρι να τελειώσει; Προς το παρόν το μόνο που προσφέρει είναι δωρεάν… χάος και σύγχυση.

Με την ευκαιρία αυτή θυμήθηκα και το «Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού». Δώρο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον φίλο του καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη. Στεγάζεται στην τεράστια βίλα του Πρόδρομου Μποδοσάκη, στο Παλαιό Ψυχικό, την οποία ο Έλληνας Κροίσος κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο. 

Όταν ιδρύθηκε, το Ίδρυμα είχε φιλόδοξους στόχους: να ακολουθήσει το πρότυπο του Βρετανικού Συμβουλίου (British Council) και να διαδώσει τον ελληνικό Πολιτισμό σε όλο τον κόσμο. Μετά τον θάνατο του Γεωργάκη απέκτησε μία σειρά από σημαντικούς προέδρους – ο τελευταίος, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Στην αρχή είχε οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις – είχα λάβει και εγώ μέρος σε μία συζήτηση που είχε γίνει στο Λονδίνο. Παλιότερα είχε παραρτήματα σε πολλές μεγάλες πρωτεύουσες. Τώρα, προφανώς για λόγους οικονομικούς, οι έδρες των παραρτημάτων του βρίσκονται στις πόλεις: Αλεξάνδρεια, Βελιγράδι, Βερολίνο, Βουκουρέστι, Μόσχα, Οδησσό και Τεργέστη. Πεπραγμένα δεν εμφανίζονται πουθενά στις διαδικτυακές σελίδες του. Σήμερα πρόεδρος του ιδρύματος είναι ο κύριος Νίκος Α. Κούκης, τέως «υπεύθυνος λυκείου» των εκπαιδευτηρίων Δούκα.

Είναι εμφανές ότι το Υπουργείο Πολιτισμού (που κακώς – κάκιστα –κατάργησε  το ΕΚΕΒΙ – το μοναδικό μας Κέντρο Βιβλίου) μην έχοντας τι να κάνει την άκρως απαραίτητη Βιβλιονέτ, την μετέφερε στο άλλο προβληματικό του παιδί, το ΕΙΠ, το οποίο όμως δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την τεχνογνωσία για να την χειριστεί.

Δύο μέρες ολόκληρες πάλευα για να βγάλω κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα από τις ιστοσελίδες της Βιβλιονέτ. Και να πει κανείς ότι είμαι αρχάριος – 35 χρόνια εργάζομαι με υπολογιστές… Κατάφερα τελικά να βρω αυτό που ήθελα σχεδόν τυχαία – εκεί που δεν το περίμενα.

Για να δούμε: θα αποκτήσουμε πάλι ένα χρήσιμο και εύχρηστο βιβλιογραφικό αρχείο;

 

Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2020

Ντροπή μας για τους γιατρούς!

Στην εφημερίδα «Καθημερινή», στις 22. 10. δημοσιεύτηκε μία επιστολή που έστειλε ο γιατρός, Δ/ντης ΕΣΥ, Τηλέμαχος Δασκάλου. Πριν την αναδημοσιεύσω αυτούσια εδώ, εξακρίβωσα την ορθότητα των στοιχείων που αναφέρει:

«Κύριε Διευθυντά

Ως γιατρός του ΕΣΥ με προϋπηρεσία είκοσι πέντε χρόνων, συμβουλεύω τους νέους γιατρούς να φύγουν από την Ελλάδα και να εργαστούν στο εξωτερικό για τους εξής λόγους: α) διότι ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β΄ το 2010 ήταν 1740 ευρώ και το 2020, στην εποχή του Κορωνοϊού, είναι 1200 ευρώ, β) διότι ενώ αποκαταστάθηκαν όλα τα Ειδικά Μισθολόγια με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας στα προ των μνημονίων επίπεδα, η απόφαση εφαρμόστηκε για όλους, εκτός των γιατρών του ΕΣΥ, γ) διότι η αμοιβή της εικοσιτετράωρης (!) εφημεριακής εργασίας για έναν Επιμελητή Β΄ είναι 138 ευρώ προ φόρων, δ) διότι δεν υπάρχουν κίνητρα  για ανέλιξη βαθμολογική και μισθολογική, ε) διότι οι εργασιακές συνθήκες στο ΕΣΥ  είναι τουλάχιστον τριτοκοσμικές και στ) διότι η τραγική υποστελέχωση σε προσωπικό προκαλεί στους εργαζόμενους αφόρητη πίεση, ιδίως την τρέχουσα περίοδο λόγω πανδημίας, με αποτέλεσμα την εκδήλωση προβλημάτων υγείας. Νέοι γιατροί, φύγετε, λοιπόν, και μην έχετε τύψεις για τίποτε, αφού τελικά δεν έχουν οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι».

Από αρμόδια κυβερνητικά στόματα ακούω για προσλήψεις πότε 4000 και πότε 6000 γιατρών και νοσηλευτών, για οχύρωση και ενίσχυση του ΕΣΥ, για μεγάλες δωρεές που εμπλουτίζουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη…

Πήρα την επιστολή και την έδειξα σε φίλους γιατρούς του ΕΣΥ. «Έτσι είναι τα πράγματα;» Ρώτησα. «Ακριβώς έτσι», μου απάντησαν. Και μου έπεσαν τα μούτρα!

Αν είναι έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε μετά την δημοσίευση αυτής της επιστολής, να μην ένιωθαν πολύ υπερήφανοι οι κύριοι Κικίλιας και Κοντοζαμάνης…

Οι νέοι αυτοί γιατροί έχουν σπουδάσει έξη χρόνια στο Πανεπιστήμιο και άλλα τέσσερα ως έξη μετά, για την ειδικότητα. Αυτό, εφόσον βρήκαν αμέσως θέση για την εξειδίκευση και δεν περίμεναν σειρά μερικά χρόνια. Αρχίζουν την σταδιοδρομία τους στα 32 με 36 – σε  ηλικία που άλλα επαγγέλματα έχουν πλησιάσει την κορυφή. Η δουλειά τους είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Και αμείβονται – για μία ευαίσθητη και κρίσιμη εργασία – όσο ένας καλός πωλητής.

Αντί να τους χειροκροτούμε από τα μπαλκόνια, ίσως θα έπρεπε να βγάλουν δίσκο και να τους ενισχύσουμε με το κατά δύναμιν. Μία οικογένεια, έστω και με ένα παιδί, δεν ζει εύκολα με 1200 ευρώ τον μήνα. Και μετά αγανακτούμε με το brain drain και τους θαυμάζουμε όταν διαπρέπουν στην αλλοδαπή. Εδώ σκοτώνονται στις εφημερίες. Όχι καιρό για έρευνα δεν έχουν – ούτε να δουν τα παιδιά τους.

Επίσης η απαραίτητη συνεχής μετεκπαίδευση και ενημέρωση δεν παρέχεται από το κράτος αλλά από την ιδιωτική πρωτοβουλία (φαρμακευτικές εταιρίες). Και αυτή υπόκειται σε περιορισμούς και απαγορεύσεις.

Φυσικά υπάρχουν και οι «μεγαλογιατροί» με τις βίλες, τις πισίνες και τα σκάφη. Είναι λίγοι. Συνήθως είναι χειρουργοί. Και είναι φυσικό να εκμεταλλεύονται την κρίσιμη ειδικότητά τους, όταν το κράτος περιμένει και από αυτούς να χειρουργούν (συχνά 2 και 3 επεμβάσεις την ημέρα) με 1200 το μήνα. Θα έπρεπε να υπάρχει μία άλλη κλίμακα. Δεν τραβάνε το ίδιο ζόρι ο καρδιοχειρουργός που κάνει ένα πολύωρο πενταπλό μπάι πας και ο εργαστηριακός γιατρός (μικροβιολόγος) που βασίζεται στους αυτόματους αναλυτές… 

Πάντως, πάνω από όλα, το ΕΣΥ, είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές του. Αυτή την άγρια εποχή, περιμένουμε από αυτούς τα πάντα. Μήπως θα έπρεπε να τους στηρίξουμε λίγο περισσότερο;


Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2020

Το μπαλάκι

Ελάχιστο τένις έχω παίξει – άθλιο, και προ αμνημονεύτων χρόνων.

Τώρα όμως παίζω κάθε μέρα.

Όχι, δεν ζήλεψα την δόξα του Τσιτσιπά.

Άλλωστε η έκφραση «παίζω» είναι λανθασμένη. Το σωστό θα ήταν: «με παίζουν».

Είμαι το μπαλάκι!

Από ότι έχω δει στα σοβαρά ματς, τα μπαλάκια τα αλλάζουν κάθε τόσο.

Εμένα, δεν με αλλάζει κανείς.

Το ματς παίζεται συνεχώς και αδιαλείπτως. Μέρα και νύχτα.

Οι δύο παίκτες είναι εμμονικοί και ακούραστοι.

Από την μία μεριά ο Covid-19 με φοβερό backhand.

Από την άλλη ο Ερντογκάν που διαπρέπει στο forehand.

Κι εγώ στη μέση. Πάω κι έρχομαι συνεχώς.

Σε αυτό το ματς δεν κερδίζει κανείς. Δεν υπάρχει διαιτητής ούτε βαθμολογία.

Games, sets, breaks, τίποτα.

Παίζουν συνέχεια και χωρίς όριο.

Κι εγώ πονάω, γιατί με χτυπάνε αλύπητα.

Χράτς! Απέτυχε το εμβόλιο της Οξφόρδης!

Χρούτς! Γεωτρήσεις κοντά στο Καστελόριζο!

Και δεν μπορώ πια ούτε να σκεφθώ τη ζωή μου, το μέλλον μου, τις προοπτικές μου. Γιατί όποιος κι αν νικήσει τελικά – ο χαμένος θα είμαι εγώ.

Θα ήθελα πολύ να χάσουν και οι δύο – αλλά στο τένις δεν γίνεται αυτό. Και στη ζωή πολύ σπάνια.

Χρατς! Ο Χάρτης της Γαλάζιας Πατρίδας!

Χρουτς! Η Ρεμντεσιβίρη δεν βοηθάει στην θεραπεία!

Τι προοπτικές έχω; Λέω να κάνω «αυτό» και μετά ανατριχιάζω – κι αν πάθω την κακή λοίμωξη και βρεθώ διασωληνωμένος;

Λέω: μήπως το «άλλο»; Και αν τελικά ορμήξει ο Τούρκος και γίνει πόλεμος;

Κι εν τω μεταξύ εισπράττω τα χτυπήματα. Φαπ από εδώ: 550 κρούσματα! Lock down. 

Φαπ από κει: το Oruc Reis μπήκε πάλι στα χωρικά μας ύδατα!

Όλη μου η ζωή χτυπήματα και τρομάρα.

Οι θεατές παρακολουθούν το ματς ασύσπαστοι. Οι Ευρωπαίοι με λυπούνται αλλά δεν επεμβαίνουν. (Ο καθένας έχει τους λόγους του) . Μόνος του ο Μακρόν, τι να κάνει;

Ο Πορτοκαλής Παράφρων ούτε ξέρει ότι υπάρχω…

Είμαι ο απλός Έλληνας πολίτης – μπαλάκι του τένις ανάμεσα σε δύο παίκτες που εποφθαλμιούν κάτι δικό μου: ο Ένας το χώμα μου, ο Άλλος το πτώμα μου.

Έχω ζαλιστεί από την πίεση των κακών δύο. Και η μέρα μου και η νύχτα μου έχουν γεμίσει εφιάλτες.

Πού είναι ένας Τσιτσιπάς να με σώσει;


Κυριακή, Οκτωβρίου 18, 2020

Γιατί «μπλογκ»;

Έστω και με καθυστέρηση δύο ετών από την αρχή της στήλης και δεκαπέντε από την έναρξη του μπλογκ, οφείλω μία απάντηση.

Όπως ήδη ξέρουν πολλοί, το όνομά blog είναι σύνθετο από δύο αγγλικές λέξεις: web που σημαίνει δίκτυο και log που σημαίνει ημερολόγιο. Ένα δικτυακό ημερολόγιο, με άλλα λόγια. Το ξεκίνημά του έγινε κάπου στο γύρισμα του αιώνα – και τώρα υπάρχουν εκατομμύρια μπλογκ στο διαδίκτυο. Δεν έκαναν μόνο τον κάθε άνθρωπο συγγραφέα – τον έκαναν και εκδότη. Διότι αυτό που γράφει, δεν του κοστίζει, δημοσιεύεται και μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε. Και, όπως και στα βιβλία, υπάρχουν μπλογκ που έχουν ελάχιστους αναγνώστες και άλλα έχουν χιλιάδες ή και εκατομμύρια.

Και το περιεχόμενο; Μπορεί να περιέχει ποιήματα, διηγήματα, τις σκόρπιες σκέψεις ή εμπειρίες του συγγραφέα – μπορεί όμως και να ειδικεύεται σε κάποιο θέμα που τον ενδιαφέρει: υπάρχουν μπλογκ μόδας, μαγειρικής, πολιτικής, μουσικής, παιχνιδιών, αθλητικά, κηπουρικά, ταξιδιωτικά και σε όποιο άλλο θέμα μπορείτε να φανταστείτε. Μερικά έχουν τεράστια επίδραση στον κλάδο που διάλεξαν – σε σημείο οι μπλόγκερς να πληρώνονται για να γράφουν. 

Ναι, τα μπλογκ μπορούν εξελιχθούν σε επάγγελμα και πηγή εισοδήματος. Εκτός από την χρηματοδότησή τους από τους ενδιαφερόμενους του θεματικού τους χώρου, αν έχουν αρκετούς αναγνώστες μεταβάλλονται και σε διαφημιστικό μέσο. Μόλις περάσεις μερικές χιλιάδες πιστούς, η Google (και οι άλλες εταιρίες που φιλοξενούν μπλογκ) σου στέλνει μήνυμα με πρόταση για πληρωμένες διαφημίσεις.

Να μην μιλήσουμε για τα μπλογκ που έγιναν Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ανταγωνιζόμενα εφημερίδες και περιοδικά. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το Huffington Post που το ξεκίνησε η συμπατριώτισσά μας Αριάνα Στασινοπούλου- Huffington. Βέβαια από προσωπικό μπλογκ εξελίχθηκε σε καθημερινή εφημερίδα με συνεργάτες κάθε είδους. Κάποια στιγμή πουλήθηκε για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. 

Ναι, λοιπόν, το μπλογκ είναι μαζί ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, ένα χόμπι, μία επιχείρηση, που αφορά εκατομμύρια ανθρώπους – δημιουργούς ή αναγνώστες. 

Υπάρχουν εκεί έξω στο διαδίκτυο άπειροι υποψήφιοι αναγνώστες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα (ήταν η 2α Ιανουαρίου του 2006) όταν ανέβασα στο Ιντερνέτ το πρώτο μου μπλογκ. Παρασύρθηκα από το παράδειγμα του μέγιστου επινοητή του Διαδικτύου, (World Wide Web), Sir Tim Berners Lee που ακριβώς εκείνη την ημέρα είχε δημοσιεύσει το πρώτο δικό του.  Γιατί όχι κι εγώ; είπα, αφού το διάβασα.

Αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση είναι ότι λίγες ώρες αργότερα, όταν ξανάνοιξα τον υπολογιστή, είδα ότι είχα μερικές δεκάδες σχόλια. Πού το βρήκαν, πού το πήραν μυρωδιά τόσοι άνθρωποι;

Μερικούς μήνες αργότερα έπαψα να απορώ όταν οι αναγνώστες έγιναν χιλιάδες (είναι το μόνο μέσο που δεν μπορεί να πει ψέματα για την κυκλοφορία του) και οι σχολιαστές εκατοντάδες. Μετά μερικούς μήνες το έκλεισα και άνοιξα άλλο με το όνομα του γάτου μου Don (Doncat) που συνεχίζεται ως τώρα, με λιγότερη όμως επιτυχία, γιατί κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο να διαβάζω 500 σχόλια την ημέρα, άρχισα να βάζω φίλτρα και τελικά έκοψα εντελώς τα σχόλια. Το Doncat όμως παραμένει και συνεχίζει. Είναι αυτό που διαβάζετε στο «Βήμα».

Απίθανη εμπειρία για ένα συγγραφέα blog η άμεση επικοινωνία με το κοινό. Ο συγγραφέας βιβλίων περιμένει τις εντυπώσεις μερικών φίλων και την γνώμη των κριτικών (αν γράψουν) και δεν μαθαίνει τίποτα από τις απόψεις του κοινού. Ενώ το μπλογκ μετατρέπει την συγγραφή και έκδοση σε …θέατρο. Φαίνονται αμέσως στα σχόλια οι αντιδράσεις του κοινού.

Αυτή είναι η ιστορία των μπλογκ (και αυτού του συγκεκριμένου που διαβάζετε). Ένα επίτευγμα του διαδικτύου που δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό είδος και έκανε κάθε πολίτη υποψήφιο εκδότη. Σκέφθηκα, μετά από τις 1031 αναρτήσεις που έχω γράψει μέχρι σήμερα, να αφιερώσω και μία στο ίδιο το είδος… 


Κυριακή, Οκτωβρίου 11, 2020

Μπορεί μία νεκρή γλώσσα να ζωντανέψει;

Δεν έχω γνωρίσει Έλληνα που να έμαθε να μιλάει και να γράφει Αρχαία Ελληνικά, στο γυμνάσιο ή στο λύκειο.

Ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων έχουμε κληρονομήσει την ένδοξη Ελληνική Γλώσσα. Η οποία, σύμφωνα με τον Υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη, δεν είναι «μία νεκρή γλώσσα, αλλά η γλώσσα του μέλλοντος».

Διάβασα πρόσφατα στην «Καθημερινή» ένα άρθρο του με αυτόν τον τίτλο, για την αξία και παγκόσμια σημασία των αρχαίων Ελληνικών. Πράγματι, αρχαία μαθαίνουν οι περισσότεροι ξένοι που σπουδάζουν σε κλασικό γυμνάσιο ή λύκειο. Αυτοί που δεν τα μαθαίνουν είναι οι Έλληνες – ακόμα κι αν σπουδάσουν σε κλασικό τμήμα.

Θυμάμαι – με δέος – τις πρώτες ημέρες όταν γράφτηκα στην Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου στο Μόναχο. Οι Γερμανοί συνάδελφοι φοιτητές, μόλις έμαθαν ότι ήμουν Έλληνας, άρχισαν να μου μιλάνε …Ελληνικά. Αρχαία Ελληνικά, βέβαια, με την σωστή προφορά (αυτήν που εμείς ονομάζουμε Ερασμιακή). Φυσικά, δεν καταλάβαινα λέξη. Αναγκάστηκα να ξαναμελετήσω Αρχαία.

Στο απολυτήριο του Γυμνασίου (δεν υπήρχε τότε Λύκειο – το Γυμνάσιο ήταν εξατάξιο) είχα είκοσι στα Αρχαία. Ποια αρχαία; Αυτά τα γελοία που μαθαίνουμε εμείς… γραμματική και συντακτικό. Στο κλασικό τμήμα, όπου φοιτούσα, είχαμε επί έξη χρόνια, κάθε μέρα, μία ώρα μάθημα. Αν επρόκειτο για ξένη γλώσσα θα την ξέραμε τέλεια. Όπως οι Γερμανοί συμφοιτητές μου που είχαν μάθει τα Αρχαία σαν ζωντανή γλώσσα. Μου έγραφαν επιστολές, και επιγράμματα (με σωστό μέτρο!). Και τα μιλούσαν άνετα!

Αμφιβάλω αν ένας απόφοιτος της Φιλοσοφικής οποιουδήποτε Ελληνικού όχι βέβαια Λυκείου, αλλά ακόμα και ΑΕΙ, θα ήταν σε θέση να μιλήσει στα Αρχαία ή να γράψει δύο σελίδες πρωτότυπο κείμενο, χωρίς λάθη.

Αλλά ακόμα και αν βρισκόταν ένας τέτοιος φωστήρας – και πάλι τα αρχαία θα του ήταν παγκοσμίως άχρηστα. Γιατί στην  Ελλάδα επιμένουμε να προφέρουμε τα αρχαία κείμενα με νεοελληνική προφορά, ενώ όλη η οικουμένη χρησιμοποιεί την «Ερασμιακή». Άρα, πλήρης αδυναμία προφορικής συνεννόησης.

Δηλαδή, στο μόνο πράγμα που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) η παιδεία μας να υπερέχει, υστερεί τραγικά. Οι «Παίδες Ελλήνων ίτε!» δεν μαθαίνουν σωστά αρχαία!

Φυσικά αυτά πάνε μαζί: δεν έχουμε ούτε σοβαρές εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων (κάτι παλιές του Ι. Συκουτρή και του Κ. Δ. Γεωργούλη), δεν έχουμε διδακτικά βιβλία πέρα από τον Τζάρτζανο… Όλοι οι σοβαροί μας φιλόλογοι, που θέλουν να μελετήσουν ένα αρχαίο κείμενο καταφεύγουν στις ξένες εκδόσεις. Loeb, Budé, Teubner, ή Οξφόρδης.

Θα συμβούλευα το Υπουργείο Παιδείας να μοιράσει στους φιλολόγους μας το θαυμάσιο βιβλίο της Ιταλίδας ελληνίστριας Andrea Marcolongo: «Η Υπέροχη Γλώσσα – 9 λόγοι για ν’ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά», μήπως και κάποτε αγαπήσουν τα αρχαία – αντί να τα διδάσκουν σαν αγγαρεία. (Μεταξύ άλλων πολλών, έμαθα από αυτό το βιβλίο ότι η αρχαία ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που διαθέτει ευκτική ρηματική έγκλιση – για να εκφράσει την επιθυμία).

Σκεφθείτε: ένα βιβλίο για τα αρχαία ελληνικά, που έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ!

ΟΙ Εβραίοι ξαναζωντάνεψαν μία νεκρή γλώσσα, σχεδόν τόσο αρχαία όσο η δική μας, και την χρησιμοποιούν ως κύρια καθημερινή καθομιλούμενη αλλά και λόγια. Δεν το προτείνω – πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο.

Αυτοί όμως που οραματίζονται τα αρχαία ως «γλώσσα του μέλλοντος» θα πρέπει να μας πούνε αν προτείνουν να υιοθετήσουμε νέο τρόπο ζωντανής διδασκαλίας και μαζί την προφορά των αρχαίων μας προγόνων. Αλλιώς δεν έχει νόημα να μαθαίνουμε αρχαία, όταν ολόκληρη η ανθρωπότητα τα προφέρει αλλιώς. Δεν πάει να είμαστε οι «γνήσιοι» απόγονοι. Δεν θα μας καταλαβαίνει κανείς!

Δεν είναι δυνατόν σε όλη την υφήλιο τα πρόβατα στο αρχαίο ελληνικό χορικό να βελάζουν: «μπεεε… μπεεε…» και στα «νεοελληνικά αρχαία» να λένε: «βηηη… βηηη…»…

Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2020

Νοσταλγία φυγής

Με ρώτησαν σε μία πρόσφατη συνέντευξη τι είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο.

Αυθόρμητα απάντησα: το ταξίδι.

Και ποιο ταξίδι; Όχι το οργανωμένο, προγραμματισμένο, με κλεισμένα ξενοδοχεία, εισιτήρια και ημερομηνίες.

Αλλά το αλήτικο, ελεύθερο, που για αλλού ξεκινούσες κι αλλού κατέληγες.

Το ταξίδι με αυτοκίνητο. Είτε το δικό μου, με τον κλασικό τρόποι: Πάτρα – Ανκόνα και μετά για ένα μήνα απρογραμμάτιστη περιήγηση στην Ευρώπη. Μέχρι Λονδίνο και μέχρι Όσλο έφτανα. 

Είτε με δανεικό, σαν δοκιμαστής αυτοκινήτων (έκανα κάποτε κι αυτή τη δουλειά). Πετούσα μέχρι το εργοστάσιο, έπαιρνα το όχημα (συνήθως καινούργιο μοντέλο) και το επέστρεφα μετά δύο ή τρεις εβδομάδες.

Κατεύθυνση; Τελείως τυχαία. Φτάναμε σε σταυροδρόμι και ρίχναμε κορώνα γράμματα. Όπου συναντούσαμε μαζί φαγητό και πείνα, τρώγαμε. Όπου ανακαλύπταμε συμπαθητικό πανδοχείο, κοιμόμαστε. Μπαίναμε σε πόλη, βλέπαμε τις αφίσες και πηγαίναμε θέατρο, μπαλέτο, συναυλία.  

Ένα μήνα έκλεινε η εταιρία για διακοπές – ένα μήνα αλητεύαμε.

Μέχρι που ήρθε ο κορονοϊός και, σε συνδυασμό με την ηλικία, μου στέρησαν τα ταξίδια.

Τώρα βλέπω …ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ (ευτυχώς υπάρχει η ΕT2, η Βουλή και τα ξένα κανάλια) και καθηλώνομαι στην οθόνη.

Τα χωρίζω σε δύο κατηγορίες: αυτά που αφορούν τόπους που έχω επισκεφθεί και τα άλλα που δείχνουν μέρη στα οποία δεν θα περπατήσω ποτέ μου.

Με τα πρώτα συγκινούμαι – με τα δεύτερα αγανακτώ. 

Πού θα ξαναπήγαινα;

Πρώτη σε ομορφιά και γοητεία η Κωνσταντινούπολη. Φυσικά η παλιά πόλη: Το Σουλεϊμανιέ Τζαμί, (η ανάλαφρη απάντηση του μεγάλου Σινάν στην Αγία Σοφιά), η σκεπαστή αγορά (Καπαλί Τσαρσί), το παζάρι των μπαχαρικών (Μισρ Τσαρσί), η θέα από το Καφέ Λοτί (ψηλά στο μυχό του Κεράτιου), η Μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί – αν προλάβετε τα ψηφιδωτά), η Γέφυρα του Γαλατά (κι η ωραία θέα της Αγίας Σοφίας), η πλατεία αποβάθρα του Εμινονού και το Γενί Τζαμί, το Τοπ Καπί… Οι άλλες ομορφιές της είναι γαστρονομικές – η καλύτερη κουζίνα που έχω απολαύσει  (μέχρι και οι Γάλλοι την δέχονται ως παγκοσμίως πρώτη – μαζί βέβαια με την δική τους…). 

Δεύτερη: Η Γρανάδα στην Ανδαλουσία. Η πρωτεύουσα της αραβικής Ισπανίας, κορύφωση ενός πολιτισμού που κράτησε σχεδόν οκτακόσια χρόνια και για το τέλος του οποίου (με την «Ανακατάληψη» από τους Χριστιανούς το 1492) ο Λόρκα έγραψε πως ήταν «η μεγαλύτερη πολιτιστική απώλεια στην ιστορία». Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ομορφιά των παλατιών, των εσωτερικών κήπων, τις κρήνες, την ποίηση των ajulehos (πλακάκια). Το περπάτημα στους κήπους που ενώνουν το παλάτι με το θερινό ενδιαίτημα των Ηγεμόνων, το Generalife με τις αυλές, τα ποταμάκια, τους καταρράκτες και τα σιντριβάνια, είναι ο πιο παραδείσιος περίπατος που μπορεί να κάνει κανείς σε αυτή τη γη. Κατεβαίνοντας στην πόλη, το Albaicin, η παλιά αραβική συνοικία, σε βοηθάει να καταλάβεις τις σκάλες και τις συγχορδίες του φλαμένκο.

Τρίτη: Η Γαλλική Βρετάνη το φθινόπωρο: Η περιοχή που ελέγχεται συνεχώς από το φεγγάρι, έχοντας τις μεγαλύτερες παλίρροιες στη γη. Η σκοτεινή, μελαγχολική Βρετάνη με τα μυστηριώδη μεγαλιθικά της μνημεία, τον σκούρο ωκεανό και τους τεράστιους φάρους.

Το θέαμα, όταν στην άμπωτη αποσύρεται η θάλασσα, αφήνοντας βάρκες, καΐκια κι ολόκληρα ατμόπλοια ξαπλωμένα στην άμμο του βυθού – κι όταν με βροντερή δύναμη έρχεται η πλημμυρίδα και τα ανασηκώνει, είναι μαγικό. Η παλίρροια εμφανίζει και εξαφανίζει μικρά νησιά που μπορείς να τα φτάσεις περπατώντας – αλίμονο μόνο αν δεν τα εγκαταλείψεις γρήγορα. 

Όποτε τα ονειρεύομαι όλα αυτά, ξυπνάω με οξεία νοσταλγία.

 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27, 2020

Αγαπούν τα κράτη τους συγγραφείς;

Έχω ξαναγράψει γι αυτό το θέμα – χωρίς να πάρω ποτέ απάντηση. Ποιο θέμα; Η χρήση από κρατικούς οργανισμούς ή από κρατικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, κειμένων από βιβλία συγγραφέων, χωρίς ούτε καν να ζητήσουν την άδειά τους (ή των κληρονόμων τους) και χωρίς φυσικά να πληρώσουν δικαιώματα για την χρήση αυτή.

Η πειρατική αυτή πράξη τεκμηριώνεται και νομικά. Το σχετικό άρθρο του οργανισμού πνευματικής ιδιοκτησίας (ΟΠΙ):  «Επιτρέπεται, χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή σε εκπαιδευτικά βιβλία, που χρησιμοποιούνται ως βιβλία διδασκαλίας για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση εγκεκριμένα από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή από άλλο αρμόδιο υπουργείο κατά το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα, έργων του λόγου ενός ή περισσοτέρων συγγραφέων νομίμως δημοσιευμένων, που αποτελούν μικρό τμήμα της συνολικής δημιουργίας του καθενός από αυτούς. Η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο την έντυπη αναπαραγωγή».

Δεν γνωρίζω αν η διάταξη αυτή είναι σύμφωνη με την σύμβαση της Βέρνης/ Παρισίων κι αν δεν καταπατάει πνευματικά, ηθικά αλλά και συνταγματικά δικαιώματα.

Φέτος προέκυψε νέα εφαρμογή αυτού του νόμου – αυτή την φορά από την «αδελφή» Κύπρο. Στο βιβλίο της Β’ Γυμνασίου περιλαμβάνεται ένα πολυσέλιδο κείμενο από το βιβλίο μου «Η Τέλεια Διαδρομή» (εκδόσεις Opera – υπάρχει και πλήρης βιβλιογραφική αναφορά στο τέλος του κειμένου) χωρίς να ζητηθεί σχετική άδεια αναδημοσίευσης.

(Όποιος θέλει να διαβάσει το κείμενο θα το βρει, με όλα τα άλλα του βιβλίου, στο Διαδίκτυο στην θέση: http://archeia.moec.gov.cy/sm/13/vivlio_mathiti_b_gymn_2014.pdf).

Δεν είναι η πρώτη φορά. Από αναφορές τρίτων ξέρω ότι έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά κείμενά μου σε διδακτικά βιβλία – του Ελληνικού Κράτους αυτή τη φορά.

Είναι και θέμα  αξιοπρέπειας. Τι θα πάθαινε το εκάστοτε κράτος αν απλώς υποχρέωνε τους ανθολόγους  που μαζεύουν τα κείμενα (οι οποίοι βέβαια πληρώνονται) να παρουσιάζουν και μία άδεια χρήσης – από τον συγγραφέα, τον εκδότη ή τον ατζέντη του. Ας αφήσουμε το θέμα πληρωμής δικαιωμάτων…

Αλλά υπάρχουν και άλλα. Προ καιρού με ειδοποίησαν ότι ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΤ είχε βασιστεί σε κείμενό μου από το βιβλίο μου: «Το Φως των Ελλήνων». Ο γνωστός που με ειδοποίησε μου είπε ότι είχε αναγγελθεί και επανάληψη της μετάδοσης – κι έτσι μπόρεσα να την ακούσω και εγώ. Πράγματι το κείμενο ήταν δικό μου. Αναζήτησα την κυρία Χ. που είχε κάνει την εκπομπή και η αντίδρασή της ήταν κάπως έτσι: «Έχετε δίκιο, αλλά στην Κρατική Ραδιοφωνία δεν ζητάμε άδειες, ούτε πληρώνουμε δικαιώματα».

Φαίνεται ότι και εδώ ισχύει ο πειρατικός νόμος – παρόλο που η ΕΡΑ δεν είναι …εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Είναι που είναι πένητες οι Έλληνες συγγραφείς, το κράτος αντί να τους ενισχύει, τους αγνοεί και ουσιαστικά τους εκμεταλλεύεται!

Αυτή τη στιγμή η Εταιρία Συγγραφέων – το πιο σοβαρό και μεγαλύτερο σωματείο  του κλάδου (ιδρυτής και πρώτος επίτιμος πρόεδρος ο Οδυσσέας Ελύτης) κυριολεκτικά λιμοκτονεί. Με τις απαγορεύσεις του κορονοϊού δεν μπορεί ούτε εκδηλώσεις να κάνει, ούτε καν μία γενική συνέλευση για να εισπράξει τις συνδρομές των μελών της. Δεν έχει χρήματα να πληρώσει ούτε την μοναδική της υπάλληλο, ούτε το ρεύμα και το τηλέφωνο. Κάποτε το κράτος της έδινε μία επιχορήγηση που σύντομα καταργήθηκε.

Αγαπητή κυρία Μενδώνη γνωρίζω ότι το υπουργείο Πολιτισμού είναι φτωχό. Αλλά το κράτος χρωστάει πολλά στους συγγραφείς που τους καταπατά επί χρόνια (νομίμως!) τα δικαιώματα. Δώστε μία έκτακτη ενίσχυση στην Εταιρία Συγγραφέων να βγει από το αδιέξοδο!

Πάντως το δικό μας κράτος δεν μοιάζει να αγαπάει τους συγγραφείς του…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 20, 2020

Η Μόρια στη ζωή μου

Δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ, η Μόρια.

Από την αρχή, εδώ και χρόνια, στοιχειώνει τις νύχτες μου. Φυσικά, τρέχοντας για τις δουλειές της μέρας, την ξεχνάω. Και ξαφνικά, εκεί που ξαπλώνω να χαλαρώσω, να ξεκουραστώ, σαν μαυρόασπρο φιλμ στην τηλεόραση βλέπω μπροστά μου όλες τις εικόνες που έχει συλλέξει η μνήμη μου. Αυτή η μνήμη που έχει κολλήσει εκεί από χρόνια, από την αρχή, όταν ήταν μονάχα μερικές εκατοντάδες άνθρωποι.

Και τώρα τους βλέπω στα ρείθρα του δρόμου, έχοντας χάσει στην πυρκαγιά και τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, σαν χαμένες ψυχές που δεν βρίσκουν που να φωλιάσουν.

Πώς το αφήσαμε να θεριέψει έτσι αυτό το κακό; Τι περιμέναμε να γίνει και τόσα χρόνια δεν κάναμε τίποτα; Περιμέναμε να εξαφανιστούν από μόνοι τους, να εξαερωθούν, να χαθούν στον ορίζοντα;

Δεν με ενδιαφέρει αν είναι πρόσφυγες ή μετανάστες, αν είναι χριστιανοί ή μουσουλμάνοι – άνθρωποι είναι, μανάδες με παιδάκια, νέοι χωρίς προοπτική, γέροντες που για να φύγουν στην ηλικία τους, έζησαν πολύ άσκημες στιγμές.

Πού είναι οι ανθρωπιστές, οι αλληλέγγυοι, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, πού είναι η Εκκλησία του Ιησού που κήρυξε την Αγάπη προς όλους και του Απόστολου Παύλου που έγραφε: « Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».

Αποτυχία όλων μας. Από τον μεμονωμένο ντόπιο πολίτη, μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση, το κράτος, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών – όλων μας!

Ξέρω: υπάρχουν πολλές δικαιολογίες. Μερικοί μετανάστες είναι επιθετικοί και οχληροί, άλλοι (απελπισμένοι από την δική μας αδράνεια) έφτασαν να βάλουν φωτιά στη Μόρια για να αλλάξουν την τύχη τους. Όμως και γι΄ αυτούς έχουμε ευθύνη – κι ας μην το δεχόμαστε.

Σίγουρα δεν φταίμε εμείς που βρέθηκαν στο δρόμο μας, ούτε που έγιναν παιχνίδι στα χέρια μεγάλων δυνάμεων, τρόποι εκβιασμού και πειθαναγκασμού. Αλλά από την στιγμή που μας ήρθαν, σαν ακάλεστοι επισκέπτες, τους χρεωθήκαμε. Και αφήσαμε την Μόρια να μεγαλώσει, να γιγαντωθεί σαν κακό απόστημα που κατατρώει όλο τον οργανισμό.

Και για χρόνια κάναμε πως δεν βλέπαμε και δεν ακούγαμε. Αφού δεν μπορούσαμε να τους δώσουμε αυτό που επιθυμούσαν – την έξοδο στην Ευρώπη – αποφασίσαμε να μην τους δώσουμε τίποτα. Μία τουαλέτα για 80 άτομα. Ζωή αβίωτη, λες και θα τους πείθαμε να απαυδήσουν και να φύγουν. Να πάνε που;

Στην Ευρώπη δεν τους θέλουν. Στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν τους θέλουν. Εδώ δεν υπάρχει Μέρκελ που είπε το γενναίο: “Wir schaffen das”. (Θα τα καταφέρουμε). Και οι Γερμανοί το δέχτηκαν.

Σε μας ήρθε και η πανδημία και την ακολούθησε η φωτιά…

Οι εικόνες από την Μόρια με καταδιώκουν. Ταράζουν τον ύπνο και την ανάπαυση, δημιουργούν πλέγμα ενοχής ακόμα και σε μένα, που απλώς συμπονώ. Μπλέκονται με άλλες εικόνες από στρατόπεδα συγκεντρώσεως, από Γκούλαγκ ως Μάουτχαουζεν.

Δεν έχω άλλο τρόπο να εκφράσω των λύπη και την απελπισία μου, παρά μόνο γράφοντας αυτό το μπλογκ. Αν ήμουν νεότερος θα πήγαινα εκεί να δώσω ένα χέρι. Αλλά τι να με κάνουν, ογδονταπεντάχρονο συμπαραστάτη; Βάρος θα ήμουν.

Κι έτσι έμειναν οι νύχτες αϋπνίας, που τους αφιερώνω.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 13, 2020

19 λόγοι μελαγχολίας

1. Το ότι την γειτόνισσα μας την κυβερνάει ο Ερντογκάν και όχι ο Κεμάλ ή – έστω – ο  Τουργκούτ  Οζάλ .

2. Το γεγονός ότι υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που πιστεύουν ότι ο κορωνοϊός είναι (εδώ διαλέγετε: μύθος, πλεκτάνη, συνομωσία, τεχνολογία, κλπ) πάντως όχι πραγματική ασθένεια.

3. Και τα έχουν βάλει με τις μάσκες – που καλά θα ήταν να τις φορούσαμε όλοι με αυτή τη ρύπανση.

4. Το ότι έχουν δαιμονοποιήσει τον Μπιλ Γκαίητς (μακάρι να είχαμε και άλλους σαν κι αυτόν) που έχει δώσει το 95% της περιουσίας του στο ίδρυμά του, και έχει εξαλείψει την ελονοσία και άλλες αρρώστιες από την Αφρική.

5. Το ότι επίσης υπάρχουν χιλιάδες Έλληνες που ομνύουν ακόμα στην δικτατορία (του προλεταριάτου). Μα δεν τους έχει πει κανείς ότι το Τείχος κατέρρευσε;

6. Και ότι άλλες (ευτυχώς λιγότερες) χιλιάδες Έλληνες νοσταλγούν την άλλη δικτατορία.

7. Το ότι μερικές χιλιάδες Έλληνες ψήφισαν «Ελληνική Λύση» (μαζί με κηραλοιφές και αυτόγραφες επιστολές του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού).

8. Το ότι οι πιθανότητες να πεθάνω από τον Covid-19 είναι αυξημένες λόγω της ηλικίας μου. Τι ρατσισμός είναι αυτός;

9. Το ότι, τώρα που γράφω, ο Κασιμάτης δεν επέστρεψε ακόμα στην στήλη του (σελ. 2 της Καθημερινής). Ωραία, έκανε μία επιπολαιότητα (δύο πράγματα δεν θίγουμε στην σάτιρα: την εξωτερική εμφάνιση και το φύλο) αλλά ζήτησε συγγνώμη και αυτός και η εφημερίδα!

10. Το ότι ο Τσίπρας αποκάλεσε απατεώνα τον Μητσοτάκη, ξεχνώντας πόσα ψέματα είχε ξεφουρνίσει στα χρόνια που κυβερνούσε. Ποιος δεν θυμάται το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»; Λέει ο λαός: «Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα!».

11. Οι ευφυείς που ξέθαψαν το χειρότερο ρεάλιτι – Big Brother – από τα αζήτητα. Πόσο κουτόχορτο αντέχει ο έρημος ο τηλεθεατής; Και πόση χυδαιότητα;

12. Και όμως το βλέπουν! Το βλέπουν!

13. Το ότι υπάρχει πιθανότητα να επανεκλεγεί ο Τραμπ. Αδιανόητο! «Ο Καραγκιόζης Πλανητάρχης».

14. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν ότι η Μέρκελ έχει τριάμισι εκατομμύρια Τούρκους ψηφοφόρους στην χώρα της και ακροβατεί για να μην βουλιάξει το κόμμα της.

15. Αυτοί που κάποτε ζητούσαν να φύγουμε από το Ευρώ (υπάρχουν ακόμα μερικοί). Αλλά αν είχαμε τότε φύγει από το Ευρώ, πού θα ήμασταν τώρα;

16. Ίσως πιο κάτω κι από την Τουρκική Λίρα…

17. Η χειρότερη κατάρα για τον Ερντογάν είναι να βρει επιτέλους πετρέλαιο και να αποπειραθεί να το αντλήσει. Με τις σημερινές τιμές, η χρεωκοπία της χώρας του είναι σίγουρη.

18. Τι είπατε; Να μην είμαι μελαγχολικός; Με έξαλλο Τούρκο γείτονα, κορωνοϊό σε πλήρη δράση, πλημμύρα προσφύγων και μεταναστών (που τους λυπάμαι και τους φοβάμαι μαζί) και – το χειρότερο: πιθανόν επικείμενο Τραμπ πρόεδρο, πού να βρω παρηγοριά;

19. Α, ναι, ξέχασα τον Μακρόν. Τι έλεγε η παλιά γραμματική; Μακρόν προ βραχέος περισπάται. Για να δούμε…


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 06, 2020

Περί αντιγραφών και συμπτώσεων

Θυμάμαι τον σοφό δάσκαλο, τον μουσικολόγο Μίνω Δούνια στο μάθημα Ιστορίας της Μουσικής (κατ’ επιλογήν πρόσθετο μάθημα στην δεκαετία του 50, στο Κολλέγιο Αθηνών) που προσπαθούσε να μας εξηγήσει ότι στα χρόνια της Ars Nova, της Αναγέννησης και του Μπαρόκ δεν υπήρχε copyright στην μουσική. Ο καθένας «έκλεβε» μελωδίες από παλιότερους ή και σύγχρονους συνθέτες και τις επεξεργαζόταν στην δική του μουσική. «Τότε» έλεγε ο Δούνιας «σημασία δεν είχε τόσο η inventio (εύρεση) αλλά η elaboratio (επεξεργασία) μίας μουσική φράσης». Κι εμείς αγανακτούσαμε: πώς ήταν δυνατόν ο Μπαχ να χρησιμοποιούσε τόσο συχνά μελωδίες του Βιβάλντι.

Η ιδέα των πνευματικών δικαιωμάτων είναι σχετικά πρόσφατη. Μετά τον 18ο αιώνα οι δημιουργοί έπαψαν να είναι υπάλληλοι της εκκλησίας (όπως ο Μπαχ) ή αυλικοί κάποιου ευγενούς (όπως ο Χάιντν) και έπρεπε να κερδίζουν το ψωμί τους με την δουλειά τους. Σε αυτό τους βοήθησαν  πρώτα η εφεύρεση της τυπογραφίας και μετά των τεχνικών αναπαραγωγής εικόνας και ήχου.

Κι έτσι ύστερα από πολλές συζητήσεις, συγκρούσεις, αναθεωρήσεις φθάσαμε κάποτε στην σύμβαση της Βέρνης (αναθεώρηση Παρισιού) που προστατεύει τα άυλα αγαθά – ανάμεσα σε αυτά και τα προϊόντα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ακριβώς όμως επειδή είναι άυλα είναι και τόσο δύσκολη η εφαρμογή του νόμου.


Το 1984 εκδόθηκε ένα βιβλίο μου με τίτλο «Ο Έλληνας Βούδας». Παλαιός μελετητής την βουδιστικής σκέψης, μου κόστισε πολλά χρόνια δουλειά και ταξίδια. Το θέμα του ήταν α) η επιρροή του Ελληνικού (κυρίως Ελληνιστικού) πολιτισμού στην δημιουργία των πρώτων αγαλμάτων του Βούδα που είχαν μορφή Απόλλωνα (ο ίδιος ο Βούδας είχε απαγορεύσει να του κάνουν άγαλμα, εντολή που οι μαθητές του τήρησαν για 500 χρόνια) και β) η επίδραση του Ινδικού πολιτισμού στους Έλληνες φιλοσόφους που συνόδεψαν το Μέγα Αλέξανδρο στην Ινδία. Μεταξύ τους ήταν και ο Πύρρων που επιστρέφοντας ίδρυσε την Σχολή των Σκεπτικών από την οποία κατάγονται και οι άλλες ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές (Στωικοί και Επικούρειοι) αλλάζοντας εντελώς την μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας.. Ο Πύρρων είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα τον Νίτσε που τον αποκάλεσε: «Έλληνα Βούδα».

Από ότι ξέρω, στο βιβλίο μου αυτό ήταν η πρώτη φορά που η στροφή στην Μετά-Αριστοτελική φιλοσοφία αποδόθηκε στην επίδραση της ανατολικής σκέψης με παράθεση δειγμάτων παράλληλων κειμένων.



Τριάντα ένα χρόνια μετά (2015) κυκλοφορεί στις Η.Π.Α. το βιβλίο του καθηγητή Christopher I. Beckwith με τον ίδιο τίτλο (The Greek Buddha – υπότιτλος: «η συνάντηση του Πύρρωνα με τον πρώιμο Βουδισμό στην Κεντρική Ασία») και το ίδιο θέμα. Στο δικό μου βιβλίο στο θέμα του Πύρρωνα αφιερώνω 56 σελίδες (το υπόλοιπο αφορά την τέχνη) ενώ το αμερικανικό βιβλίο έχει 275, όλες δικές του. Και προφανώς, λόγω ακαδημαϊκής ιδιότητας, (έκδοση Princeton!) λόγω βιβλιοθηκών και ειδίκευσής του στον Ανατολικό πολιτισμό, έχει προχωρήσει το θέμα στην ίδια κατεύθυνση με μένα, επιβεβαιώνοντας και διευρύνοντας τα δικά μου ευρήματα. Η κριτική το αποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Η ανακάλυψη πλέον του ανήκει…

Το μόνο δυσάρεστο είναι πως σε μία ελάχιστη υποσημείωση για το δικό μου βιβλίο, (στην τεράστια βιβλιογραφία δεν αναφέρομαι) διαστρέφει εντελώς την άποψή μου, πιθανόν για να διαφέρει από την δική του.

Αυτά είναι τα τυχερά του να εργάζεσαι σε ένα μικρό κράτος του οποίου η διάσημη γλώσσα είναι άγνωστη. Είναι η δεύτερη φορά που μου συμβαίνει – και δεν έχω τρόπο να διαμαρτυρηθώ, όπως οι συνάδελφοι που παραιτήθηκαν από την Εταιρία Συγγραφέων διότι κατηγορήθηκαν για αντιγραφή…


Κυριακή, Αυγούστου 30, 2020

Λύσσα!

Αν ήμουν νεότερος θα είχα από καιρό μεταναστεύσει σε κάποια χώρα του Βορρά. Χώρα με ανθρώπους φλεγματικούς, λιγόλογους, αργούς αλλά σταθερούς και ψύχραιμους. Η Ελλάδα είναι σίγουρα πανέμορφος τόπος – αλλά οι Έλληνες πια δεν αντέχονται. Τουλάχιστον δεν τους αντέχω εγώ. Ίσως γιατί γέρασα.

Για παράδειγμα: ένας τοίχος, απέναντι. Δέκα φορές μέχρι σήμερα τον έχω ξαναβάψει. Ζήτημα είναι αν μένει καθαρός και φρεσκοβαμμένος για δύο ή τρεις μέρες. Ξαφνικά με τεράστια (συνήθως ανορθόγραφα) γράμματα θα καταγράψει το πάθος κάποιου νεοέλληνα: «Λίτσα σε αγαπώ!» «Φασίστες δολοφόνοι!» «Γαύροι ξεφτίλες!» και άλλα, μόνο για θεατές άνω των 18 ετών.

Αυτή η φανατίλα που μολύνει τους τοίχους παραμορφώνοντας τις πόλεις μας, είναι απαράδεκτη. Είναι μία πληγή των τελευταίων ετών. Θυμάμαι τους ίδιους δρόμους όταν τους περπατούσα ως μαθητής. Πεντακάθαροι – όπως τα συγυρισμένα σπίτια που έβλεπα μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα.

Και έχουν το θράσος να μιλάνε για γκράφιτι. Μα τα γκράφιτι είναι έργα τέχνης. Τα δικά μας είναι μουντζούρες. Αλλά δείχνουν το μίσος του νέου Ρωμιού προς το καθαρό και το καλαίσθητο. Και την αντίδρασή του προς οτιδήποτε δεν του αρέσει: από ποδοσφαιρική ομάδα μέχρι πολιτική παράταξη.

Τώρα τελευταία οι οθόνες των τοίχων προβάλλουν την μεσαιωνική μας υστέρηση. Διαβάζω: «Κάτω οι μάσκες!» Σωστά. «Η Μάσκα φυλακίζει την πίστη!» λέει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. «Δεν θέλω μασκαράδες στην λειτουργία μου!» λέει ο επίσκοπος στην Κέρκυρα.

Κι εμείς δεν θέλουμε μία εκκλησία παλαιοντολογική! Είναι τραγικό πως το πιο καθυστερημένο και αγράμματο μέρος του λαού μας – αυτοί που τους ονομάζουμε «ψεκασμένους» – συγκεντρώνονται  γύρω από την εκκλησία. Που οι ηγέτες της είτε καλλιεργούν αυτές τις ηλίθιες συνωμοσιολογίες, είτε τις ασπάζονται και τις διακηρύττουν.

Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Φταίει το κράτος που τους ανέχεται. Δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι; Από τους φόρους όλων μας δεν πληρώνονται; Γιατί τους επιτρέπει το κράτος να υπονομεύουν την επίσημη κρατική πολιτική και να βάζουν σε κίνδυνο την ζωή των πιστών; Για να θέσει σε αναγκαστική αργία μερικούς από τους αρχιερείς – να καταλάβουν την θέση τους!

Τουλάχιστον ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε το καλό παράδειγμα και φόρεσε μάσκα. Είχε προηγηθεί και ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Άραγε θα τους ακολουθήσει κι ο υπόλοιπος κλήρος;

Κάθε τι που συμβαίνει εδώ γίνεται με πάθος. Τι λέω πάθος: λύσσα! Συγκλονίζει τη ζωή μας… Και αλλού επισυμβαίνουν διάφορα δυσάρεστα. Αλλά όχι με τόση μανία.

Καλό είναι το πάθος και οι νερόβραστοι άνθρωποι, σίγουρα βαρετοί. (Γι αυτό μας αγαπούν οι Σουηδέζες). Αλλά τι μας φταίνε οι τοίχοι;

Πού να πάμε και στα «εθνικά θέματα». Αλήθεια, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχω ακούσει παρόμοια έκφραση. Μάλλον τα έχουν ξεπεράσει εδώ και πολλά χρόνια. Εδώ τα θέματα αυτά συντηρούνται βέβαια και από τους καλούς μας γείτονες αλλά και εμείς δεν τα αφήνουμε ήσυχα. Προχθές δέχθηκα επίθεση για το Μακεδονικό. (Νόμιζα πως είχε κλείσει). Κάθε χρόνο ξεθάβουμε το Γράμμο. Κι αν δεν μας φτάνουν τα δικά μας για να τσακωθούμε, δανειζόμαστε και ξένα. Πρόσφατα στο Facebook μου επιτέθηκαν οπαδοί του αυταρχικού Ορμπάν!

Τι ονειρεύομαι;

Κάπου ψηλά, στα Νορβηγικά φιόρντ, να παρακολουθώ τα χρώματα που αλλάζει το Βόρειο Σέλας. Ή στην καταπράσινη Ιρλανδία, με την μαύρη της μπύρα και τους μεγάλους ποιητές. Με γέροντες ναυτικούς, να πίνουμε και να λέμε θαλασσινές και άλλες ιστορίες. Η Χώρα να συνορεύει μόνο με τον Ωκεανό…

Στην επόμενη ζωή μου, αυτά. Προς το παρόν πρέπει να ξαναβάψω αυτόν τον τοίχο. Με ειδική, «αντί-γκράφιτι» μπογιά, αυτή τη φορά.

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2020

Η εμφάνιση και η αντιστροφή του υπεράνθρωπου

Πέρασα τις δέκα ημέρες των διακοπών μου διαβάζοντας ένα βιβλίο 2300 σελίδων, που όλοι το ξέρετε, αλλά ελάχιστοι το γνωρίζετε. Πρόκειται για την τελευταία, πιθανότατα μόνη πλήρη μετάφραση και έκδοση του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) ο «Κόμης Μοντεχρήστος» στα Ελληνικά, σε δύο τόμους, με σημειώσεις, σχόλια και βιβλιογραφία, από τις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ. Εξαίρετος μεταφραστής και σχολιαστής, ο άγνωστός μου Ωρίων Αρκομανής (μου μυρίζει ψευδώνυμο).

Την ιστορία του Κόμη Μοντεχρήστου την γνωρίζετε φαντάζομαι όλοι: από τις διάφορες κουτσουρεμένες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν ακόμα, από τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», από τις 45 κινηματογραφικές ταινίες (ρεκόρ!) που γυρίστηκαν με θέμα το μυθιστόρημα. Ωστόσο παραθέτω μία πρόχειρη περίληψη:

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Εδμόνδος Νταντές 18 λαμπερός ύπαρχος στο εμπορικό πλοίο «Φαραώ»,  έχει πολλούς εχθρούς. Τον φθονούν για την μετεωρική του άνοδο, για την πεντάμορφη αρραβωνιαστικιά του, την εύνοια του πλοιοκτήτη. Τον εμπλέκουν σε μία συνομωσία και καταλήγει στα μπουντρούμια του κάστρου του Ιφ όπου και μένει 14 χρόνια χωρίς να δικαστεί. Καταφέρνει μέσα από σήραγγες να επικοινωνήσει με τον συγκρατούμενο του Αβά Φαρία, ο οποίος πέρα από πανεπιστήμων και παντογνώστης, εμφανίζεται και ως κάτοχος μίας αμύθητης περιουσίας – ενώ όλοι τον θεωρούν τρελό.

Ο Φαρίας πεθαίνει και ο Νταντές παίρνει την θέση του μέσα στο σάβανο και με κίνδυνο της ζωής του κερδίζει την ελευθερία του.

Ο Νταντές εξαφανίζεται και την θέση του παίρνει ο μυστηριώδης Κόμης Μοντεχρήστος. Είναι σοφός με όλη την γνώση που του μεταλαμπάδευσε ο Αβάς, (μιλάει όλες τις γλώσσες, ως και «ρομέικα») και αδιανόητα πλούσιος. Και τώρα μπορεί να τιμωρήσει όλους αυτούς που τον αδίκησαν και να ευεργετήσει όσους του στάθηκαν. Το επιτυγχάνει αριστουργηματικά, κάνοντάς τους να χρησιμοποιήσουν την κακία τους αναμεταξύ τους.

Είναι παντοδύναμος και αλάνθαστος. Είναι θεός; Κάτι καλύτερο, γιατί διορθώνει τις αδικίες που επέτρεψε ο Θεός.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Νίτσε κήρυξε το θάνατο του Θεού και το ξεπέρασμά του από τον «Υπεράνθρωπο». Ο Γκράμσι γράφει πως ο Κόμης Μοντεχρήστος υπήρξε το πρότυπο για τον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Και ο Umberto Eco αφού υπογραμμίσει πόσο κακογραμμένο και φλύαρο είναι το κείμενο (ο Δουμάς πληρωνόταν με την αράδα!) αρχίζει και τελειώνει την ανάλυσή του γράφοντας: «Ο ''Κόμης του Μοντεκρίστο'' είναι σίγουρα ένα από τα πιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί ποτέ». Φιλόσοφοι και δοκιμιογράφοι έχουν γράψει τόμους για το βαθύτερο νόημά του.

Ωστόσο, τελειώνοντας το κείμενο, με βασάνισε μία απορία. Τι συνέβη και η το πρότυπο που καλού, δίκαιου και παντοδύναμου υπερήρωα, έχει αντιστραφεί στην εποχή μας;

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Μπιλ Γκαίητς. Μπορεί να μην πέρασε από κάτεργο, αλλά είναι σοφός (κάθε του άρθρο είναι εκπληκτικά σωστό) και έχει την δύναμη του τεράστιου πλούτου την οποία ξοδεύει αφειδώς για να βοηθήσει την ανθρωπότητα. Το έργο που έχει κάνει στην Αφρική είναι μοναδικό – έχει εξαλείψει πληγές αιώνων.  

Κι όμως ο μέσος πολίτης τον βλέπει με καχυποψία – και είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν στο «τσιπάκι» που θέλει τάχα να μας βάλει μαζί με το εμβόλιο για να μας ελέγχει. Για να μην μιλήσω για άλλους φιλάνθρωπους σαν τον Μπάφετ ή ακόμα χειρότερα τον Σόρος που τον συνδέουν με κάθε συνομωσία του κακού.

Αν εμφανιζόταν ξαφνικά ο Κόμης Μοντεχρήστος – ίσως θα τον ξαναρίχναμε στο μπουντρούμι…

Σάββατο, Αυγούστου 15, 2020

Ο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου»

Όποτε έχουμε μεγάλες γιορτές ο νους μου πάει στον Παπαδιαμάντη. Από παιδί τον διάβαζα στις διασκευές που είχε κάνει  η Γεωργία Ταρσούλη στη δημοτική. Όταν πλησίαζε το Πάσχα ξαναδιάβαζα τα Πασχαλινά Διηγήματα και βέβαια στο τέλος του χρόνου τα Χριστουγεννιάτικα. Και τώρα ακόμα κατεβάζω τους βαριούς τόμους της έκδοσης του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου για να πάρω τη δόση μου.

Για τον Δεκαπενταύγουστο έχει γράψει μόνον ένα διήγημα, που πολύ λίγο αφορά την γιορτή – αλλά πολύ εκφράζει την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, ο νους μου γυρίζει πάντα στον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, τον «φιλέρημο γέροντα», του Παπαδιαμάντη. Τον οξύθυμο και πεισματάρη: «όσον τρυφερός ήτο εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις οργήν». Που θυμώδης και πικραμένος είχε αποτραβηχτεί από τα ανθρώπινα και μόναζε πάνω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας.

«Δεν ήτο και πολύ γέρων» γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος». Ποιος είναι σήμερα 'γέρων' στα πενήντα πέντε;

«Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου». Ένα διήγημα όπου δεν συμβαίνει τίποτα – και συμβαίνουν τα πάντα. Δράση καμία - μόνο ανάκληση μίας ζωής, της κάθε ζωής που τελειώνει σε μοναξιά και ερήμωση. «Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του, κ' ερρέμβαζεν». Μπροστά του ξετυλίγεται η πικρή του βιογραφία που τελειώνει με την απώλεια της αγαπημένης του μικρής κόρης.

«Το'χασα, το καημένο μ', το ευάγωγο, το'χασα!»

Τέτοιες μέρες, γιορτινές, όποιος δεν φεύγει, ρεμβάζει. Οι περισσότεροι βέβαια φεύγουν. Ούτε μπορούν - ούτε θέλουν να θυμηθούν. Η ευτυχία - αν υπάρχει - είναι υπόθεση μνήμης. Όσο λιγότερη τόσο καλύτερα. Όσο πιο νέοι, τόσο βραχύτερο το παρελθόν

Κι εγώ, που δεν νιώθω 'γέρων' - αν κι έχω περάσει από καιρό τα πενήντα πέντε - αυτές τις μέρες γυρίζω πίσω. Σαν τον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, γίνομαι «φιλέρημος», αποσύρομαι πεισματωμένος και αναπολώ. Χρόνια παιδικά, όπου ο Δεκαπενταύγουστος ήταν ακόμα γιορτή της Παναγίας - κι όχι απλά η αιχμή των διακοπών. Ποιος έκανε τότε διακοπές; Απλά τα παιδιά τα στέλνανε «εξοχή» - μπορεί να ήταν και η …Γλυφάδα - και ο πατέρας ερχόταν τα Σαββατοκύριακα.

Κατεβάζαμε μελωμένα σύκα από τις συκιές και στυφές αγουρίδες - μόνο που μας φαίνονταν γλυκές γιατί έτσι ήταν η γεύση μας.

Ένα και δυό: την μοίρα μας δεν θα την πει κανένας

Ένα και δυό: την μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς.

Λέγαμε τότε, με τον Ελύτη: «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό», γυρίζαμε την φρυγμένη αυγουστιάτικη γη - και τα βράδια τραγουδούσαμε στην ακροθαλασσιά την πανσέληνο.

Είναι άραγε ο ίδιος ήλιος του Αυγούστου; Σαν να κρύωσε κάπως. Τα σκαλιά της Ύδρας έγιναν περισσότερα. Οι σκιές μακραίνουν. Από τον «Ήλιο τον Πρώτο» φτάνουμε στον άλλον ήλιο του Ελύτη. Αυτόν που κλείνει τα «Ελεγεία της Οξώπετρας»:

«Ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα».

Όμως μέχρι τότε δικαίωμά μας η ζωή, η χαρά, η πίκρα και ο ρεμβασμός.

(Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή πριν 25 χρόνια – στις 20/8/1995. Τώρα είμαι πολύ πιο «γέρων» και το καταλαβαίνω καλύτερα). 

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2020

Προγονολατρεία

Παρακολουθώ τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (που στην περίπτωση αυτή είναι Μέσα Κοινωνικής Διαμάχης). Οι Ελληνάρες διατυμπανίζουν την αρχαία ιστορική τους υπεροχή (Μινωίτες, Μυκηναίοι, Αχαιοί και Δωριείς) και οι Τούρκοι τις πιο πρόσφατες επιδόσεις τους (Από την Άλωση μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και  την κατάκτηση της Κύπρου).

Και οι μεν και οι δε σκαρφαλώνουν επάνω στις πλάτες των αρχαιότερων τους για να φανούν ψηλότεροι και πιο επιβλητικοί. Και κυρίως να σνομπάρουν τους γειτόνους. - Οι Τούρκοι; Ποιοι Τούρκοι; Αυτοί κατάγονται από Μογγόλους!

Ενώ εμείς; Μήπως δεν καταγόμαστε όλοι από πιθήκους; Αλλά θα μου πείτε πως οι Μογγόλοι είναι κατώτεροι ράτσα (Να και ο ρατσισμός)

Δεν έχω ποτέ καταλάβει γιατί έχει τόση σημασία η καταγωγή ενός ανθρώπου. Βέβαια παλιά υπήρχαν οι ευγενείς, οι «γαλαζοαίματοι» όπως τους έλεγαν. Εκείνοι πίστευαν στα σοβαρά ότι είναι ανώτεροι. Οι υπόλοιποι άνθρωποι υπήρχαν για να τους υπηρετούν. Μεγάλα δράματα και τραγωδίες συμβαίνανε, όταν ένας κοινός θνητός τολμούσε να φλερτάρει την νεαρή κόμισσα ή μαρκησία. – Ποιος; Ο γιός του παπουτσή; Αν είναι δυνατόν!

Διαβάζω κατεβατά ολόκληρα στα Κοινωνικά Δίκτυα που εξυμνούν τους προγόνους μας και λοιδορούν τους προγόνους των άλλων λαών. Ολόκληρες επιστημονικές αποστολές ασχολούνται με το να εξερευνήσουν το DNA παλαιοντολογικών σκελετών για να καταλήξουν στο θριαμβευτικό συμπέρασμα ότι το δικό μας προσομοιάζει με εκείνο των Μυκηναίων.

Ε, και;

Θα το γράψω με κεφαλαία γράμματα μήπως και το προσέξουν μερικοί από τις μυριάδες των προγονολατρών.

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ ΚΑΤΑΓΕΣΑΙ. ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΕΣΥ ΠΕΤΥΧΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ. ΑΥΤΟ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΗ.

Αυτό δεν αφορά μόνο την «ευγένεια του αίματος» αλλά και τα επιτεύγματα του νου. Ο γιός ενός νομπελίστα δεν είναι σε τίποτα ανώτερος από τον γιο του ρακοσυλλέκτη – εκτός αν δημιουργήσει ο ίδιος κάτι αξιόλογο.

Βέβαια υπάρχει η αριστοκρατία του πλούτου. Ο γιός ενός μεγιστάνα νιώθει ανώτερος από το γιο ενός μεροκαματιάρη γιατί είναι πιο πλούσιος. Και μπορεί να αγοράσει ακριβά πράγματα – σκάφη, αυτοκίνητα, ελικόπτερα – που ο καθένας από μας δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί.

Θα μου πείτε πως υπάρχει και η αριστοκρατία της ισχύος. Ο γιος του υπουργού έχει δυνατότητες, λόγω του πατέρα του. Αλλά αυτά είναι πράγματα παροδικά, τα αξιώματα σήμερα τα έχεις, αύριο τα χάνεις.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας:

Δεν γεννιούνται ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι, ούτε λαοί. Γεννιούνται σίγουρα μερικά άτομα πιο έξυπνα και άλλα λιγότερο. Η επιστήμη λέει ότι η αναλογία έξυπνων και κουτών είναι περίπου ίδια σε κάθε λαό.

Όμως μερικές φορές η φύση παίζει ένα περίεργο παιχνίδι. Σε ένα χώρο, την ίδια εποχή, εμφανίζονται μαζικά πολλές μεγαλοφυΐες: στον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, στην Φλωρεντία την Αναγέννηση, στο Παρίσι του Διαφωτισμού, ή στην Βιέννη του Μεσοπολέμου.

Εμείς είμαστε τα υπερήφανα θύματα της χειρότερης τέτοιας συγκυρίας. Το θαύμα που έγινε στην αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα δεν ξανάγινε ποτέ, πουθενά. Τα πάντα ξεκίνησαν εκεί, μέσα σε λίγες δεκαετίες – και ήδη σε ώριμη μορφή.

Όμως, έναν αιώνα μετά, οι Αθηναίοι ήταν πάλι συνηθισμένοι άνθρωποι. Όπως κι εμείς, τώρα. Και θα έπρεπε να πάψουμε να είμαστε προσκολλημένοι στη Μεγάλη Εξαίρεση για να μπορέσουμε να ζήσουμε.

Η προγονολατρεία δεν προσφέρει τίποτα σε ένα λαό – παρά μόνο ένα αίσθημα κούφιας υπερηφάνειας και ταυτόχρονα μειονεξίας απέναντι στο παρελθόν. Κανένας λαός δεν μπορεί να βαδίσει μπροστά, κοιτάζοντας προς τα πίσω.