Κυριακή, Νοεμβρίου 29, 2020

Γιατί ζηλεύω τους «Ψεκασμένους»…

Επειδή είναι τόσο σίγουροι για τα πάντα. Είναι βαθύτατα πεπεισμένοι πως δεν υπάρχει καν ο κορωνοϊός – άρα δεν ανησυχούν, ούτε παθαίνουν τρόμο, αν κατά λάθος αγγίξουν κάποιον που δεν έπρεπε. Εμείς φοράμε συνεχώς άβολες μάσκες, απολυμαίνουμε τα χέρια μας μέχρι να χρειαστούμε δερματολόγο, κρατάμε αποστάσεις με αποτέλεσμα να χάνουμε την σειρά μας στην ουρά… Ξυπνάμε τη νύχτα από εφιάλτες – βλέπουμε στο όνειρό μας ΜΕΘ και πνιγόμαστε.

Μακάριοι οι «ψεκασμένοι». Αυτοί ξέρουν τα πάντα. Μπορεί βέβαια κάποια στιγμή να αρρωστήσουν και να αλλαξοπιστήσουν. Σπάνιο να συμβεί αυτό. Αλλά μέχρι τότε, βρε αδερφέ, θα έχουν ζήσει καλύτερα από μας. Και αν περάσουν την αρρώστια στο πόδι, (πιθανότητες μεγάλες) θα μας κοροϊδεύουνε: Τι έγινε; Μία γριπούλα πάθαμε.

Σε πλησιάζουν περίεργα και πονηρά: «Εσύ θα κάνεις το εμβόλιο;» Τους διαβεβαιώνεις πως ναι, θα το κάνεις. «Και δεν φοβάσαι;»

«Τι να φοβηθώ, βρε παιδιά; Το τσιπ του Μπιλ Γκαίητς; Τον παρακολουθώ από χρόνια αυτόν, καλός άνθρωπος είναι, φιλάνθρωπος, δισεκατομμύρια ξοδεύει για τους φτωχούς και τους άρρωστους στην Αφρική – γιατί να μας βάλει τσιπ. Άσε που δεν περνάει το τσιπ μέσα από την βελόνα…»

Κουνάει το κεφάλι ο άλλος, ο ψεκασμένος, οικτίροντας την αφέλειά σου. Κακομοίρη άνθρωπε, πιστεύεις όλα τα παραμύθια για τους δήθεν φιλάνθρωπους: τον Γκαίητς, τον Σόρος, τον Μπάφετ. Το αίμα θα σου πιούνε αυτοί. Εκείνος να κάνει εμβόλιο; Απα πα πα!

Όπως έγραψε και μία «έγκριτη εφημερίς»: «Εμβόλιο; Ο Εβραίος κτηνίατρος θα σου χώσει την βελόνα…». (Ναι, ο Μπουρλά, ο Διευθύνων της Pfizer, είναι εβραίος και αρχικά είχε σπουδάσει κτηνιατρική στην Θεσσαλονίκη… Τι διαβολικές συμπτώσεις! Τα συμπεράσματα βγαίνουν εύκολα. Άρα…).

Να λοιπόν γιατί τους ζηλεύω τους «ψεκασμένους». Έχουνε βεβαιότητες. Την σήμερον ημέρα η σιγουριά είναι το πιο πολύτιμο αγαθό. Ξέρουν τι είναι σωστό και τι ολέθριο. Στον δικό τους κόσμο δεν έχει «μήπως». Όλα είναι ξεκάθαρα. Η μεγάλη συνομωσία των κακών είναι εκεί και βυσσοδομεί εναντίον μας. Ποιοι είναι οι κακοί; Εδώ μπορείτε να βάλετε όποιον σας φαίνεται ύποπτος. Αλλά και αυτόν που δεν φαίνεται – διότι και αυτό είναι ύποπτο. Εβραίοι, Μασόνοι, QAnon, (νέο φρούτο αυτό: δίκτυο πλουσίων που κάνουν απαγωγές παιδιών και άλλες εγκληματικές πράξεις) όλοι αυτοί κρυφά και σιωπηλά ελέγχουν τα πάντα.

Μόλις άκουσα και νέες φήμες. Πως και όταν ανέβει στην προεδρία ο Μπάιντεν δεν θα κάνει αυτός κουμάντο. Πίσω του θα υπάρχει δίκτυο μυστικό με επικεφαλής την (συμπαθέστατη σε μένα ) αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις η οποία είναι (λέει) πράκτωρ των «Αδελφών Μουσουλμάνων»! Πού βρέθηκαν αυτοί στην Καλιφόρνια;

Ανάμεσα σε μας, τους τρομαλέους μασκοφόρους που απολυμαίνουμε τα πάντα και κρατάμε τις αποστάσεις, οι «ψεκασμένοι» ξεχωρίσουν σαν την μύγα μες το γάλα. Είναι λεβέντες, ατρόμητοι και δυναμικοί. Ότι πρέπει για παρέα. Έμβλημά τους ο Πολάκης – που με το ένα χέρι χειρουργεί και με το άλλο πίνει τσικουδιά.

Φυσικά δεν είναι εύκολο να γίνεις «ψεκασμένος». Χρειάζεται ειδικό (πολύ χαμηλό) IQ, δείκτης ευπιστίας υψηλός (που να πιστεύει ακόμα και τις προεκλογικές υποσχέσεις του Τσίπρα: πως ξηλώνουμε τα μνημόνια με ένα και μόνο άρθρο και πως μοιράζουμε εκατομμύρια από ένα μπαλκόνι τη Θεσσαλονίκης).

Όχι, για να καταπιείς όλες τις συνομωσίες που κυκλοφορούν και να τις χωνέψεις πρέπει να έχεις γερό στομάχι και την ζωτικότητα του Ντόναλντ Τράμπ. Ο αρχιψεκασμένος! Που όσο ήταν στα πάνω του όλα τα κατάφερνε και νεκρούς ανάσταινε. Τώρα βέβαια σκοτείνιασαν λίγο τα πράγματα αλλά δεν έχει λήξει ακόμα το έργο. 

Παρόλο που, στραβομουτσουνιάζοντας, αποδέχθηκε την ήττα του, στα τρίτα υπόγεια του Λευκού Οίκου μέχρι και πραξικόπημα λένε πως σχεδιάζουν μερικοί πιστοί.

Οπότε να δείτε πως θα πάρουν πίσω το αίμα τους οι ψεκασμένοι…


Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2020

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας…

 -          Πώς περνάς τις ώρες της καραντίνας;

-          Διαβάζοντας

-          Διαβάζεις τι; Εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία; Και τι βιβλία; Μυθιστορήματα –αστυνομικά, περιπετειώδη, ιστορικά, αισθηματικά – δοκίμια , μελέτες…

-          Από όλα. Αλλά κυρίως συμπληρώνω κενά. Διάβαζα ήδη πριν να πάω σχολείο.  Τα βιβλία που έχω διαβάσει ως την εφηβεία ήταν εκατοντάδες. Κυκλοφορούσα κρατώντας μπροστά μου ένα ανοιχτό βιβλίο και το καταβρόχθιζα. Εκτός από την οικογενειακή συλλογή είχα κατασπαράξει τις βιβλιοθήκες γνωστών μου: της καθηγήτριας των γαλλικών, του σχολείου όπου φοιτούσα και μερικών φίλων. Τα σχολικά μαθήματα δεν με απασχολούσαν καθόλου – είχα την ικανότητα να τα μαθαίνω από την παράδοση.

Μετά τα δεκαπέντε άρχισαν να με απασχολούν και άλλα πράγματα: τα πρώτα πάρτι, ταξίδια, εκδρομές, Το αδηφάγο και μανιακό διάβασμα υποχώρησε. Το αποτέλεσμα: Έμειναν πολλά κενά. Παράδειγμα: είχα διαβάσει, παιδί ακόμα, τον «Τομ Σώγιερ» αλλά δεν είχα διαβάσει την συνέχειά του, τον «Χωκ Φιν» (όπως μεταφράζουν ελληνικά τον Huckleberry Finn»). Τον διάβασα τώρα, μετά από 80 χρόνια και κατάλαβα γιατί ο Χεμινγκουέι είχε πει ότι: «όλη η Αμερικανική λογοτεχνία ξεκινάει από αυτό το βιβλίο». Ο Τόμ Σόγιερ είναι ένα υπέροχο παιδικό ανάγνωσμα, αλλά ο Χωκ Φιν είναι αριστούργημα. Στα οκτώ χρόνια που πέρασαν ανάμεσα στα δύο βιβλία, ο Μαρκ Τουαίν ωρίμασε και κατέβηκε σε μεγάλο βάθος – χωρίς να χάσει το κέφι του.

Έπειτα: ξαναδιαβάζω κλασικά βιβλία που όταν τα πρωτοδιάβασα δεν ήμουν έτοιμος να τα αφομοιώσω – όπως την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ. Ως έφηβος την βρήκα βαρετή – σήμερα απλώς αποκαλύπτομαι.

Αλλά τώρα κυρίως απασχολούμαι με τις στοίβες των βιβλίων που μου στέλνουν εκδότες και συγγραφείς. Ποτέ δεν κατάφερνα να προλάβω τον ποταμό που ερχόταν και συνεχώς πλημμύριζε το σπίτι. Πριν από δέκα μήνες χάρισα 208 τόμους πολύτιμων βιβλίων στην Εθνική Βιβλιοθήκη (σαν αρχή για μία έκθεση που θα αντιμετώπιζε «το βιβλίο σαν έργο τέχνης»). Έφυγαν τα διακόσια βιβλία και την άλλη μέρα η γυναίκα μου έψαχνε να βρει από πού έλειπαν. Οι βιβλιοθήκες δεν είχαν κανένα κενό. Τις είχα γεμίσει με τους σωρούς που υπήρχαν στα τραπέζια, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες.

Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του πρέσβη Βασίλη Παπαδόπουλου: «Διπλωματία και Ποίηση – η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη» (Ίκαρος) δείχνει, ιχνηλατώντας και τα γραφτά του ποιητή και τα σημειώματα του διπλωμάτη, πόσο δύσκολα ισορροπούσε ανάμεσα στις δύο του ιδιότητες και πόσο του κόστισε αυτή η αντιπαράθεση.

Αλλά το βιβλίο που διαβάζω τώρα είναι μία μεγάλη έκπληξη από τον χαλκέντερο μελετητή της φιλοσοφίας και της Ελλάδας – τον Στέλιο Ράμφο. Θαυμάζω σε αυτόν τον άνθρωπο όχι μόνο την ευρυμάθεια και την βαθειά σκέψη – αλλά κυρίως την γενναιότητα να επιστρέφει, να αναθεωρεί και συχνά να αντιφάσκει, να συγκρούεται με τον παλαιότερο εαυτό του. Συνέπεια; Μα μόνον οι βλάκες παραμένουν πεισματικά συνεπείς. Η ζωντανή σκέψη εξελίσσεται, αλλάζει, βελτιώνεται, ανοίγει νέες προοπτικές.

Διαβάζω τώρα το τελευταίο του βιβλίο. Τίτλος: «Η Ελλάδα των ονείρων». Υπότιτλος (σημαντικός): «Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό». (Αρμός). Πρόκειται για ένα είδος εθνικού ονειροκρίτη 560 σελίδων. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι μέσα στα συναξάρια και τους «Βίους» των Αγίων εμπεριέχονται όνειρα προφητικά ή οραματικά. Ο συγγραφέας έχει συλλέξει δεκάδες τέτοιες αφηγήσεις που κυκλοφόρησαν ευρύτατα (και κυκλοφορούν ακόμα) από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους. Αναλύοντας αυτά τα όνειρα, συναντά κοινά σημεία που αποτελούν εκφράσεις του «συλλογικού μας φαντασιακού».

Τα κοινά αυτά σημεία τα έχει συναντήσει ο Ράμφος και σε άλλες αναλύσεις την νεοελληνικής νοοτροπίας: «Προκειμένου να απαλλαγούν από την απειλητική αβεβαιότητα της ιστορίας… προτιμούσαν την επανάληψη από την ενεργό δράση». «Ένας είναι ο ασύνειδος σκοπός: να μην αλλάξει κατ’ ουσίαν τίποτα». Ενώ «το ιδανικό θα ήταν: «να βιώνουμε την αιωνιότητα ως αέναη μεταβολή και όχι σαν τυποτελετουργική αναπαραγωγή ή ανασύνταξη του ίδιου».

Η άποψη αυτή για την στατικότητα και ουσιαστική ακινησία της ελληνικής κοινωνίας επανέρχεται σε όλα τα τελευταία βιβλία του Ράμφου (όπως το «Αδιανόητο τίποτα»). Εδώ τεκμηριώνεται με ένα πρωτότυπο και …ονειρικό τρόπο. 

Κυριακή, Νοεμβρίου 15, 2020

Η παρά λίγο ζωή

Ακούω την είδηση για το εμβόλιο της Pfizer και της Biontech SE για τον κορονοϊό. Δεν ξέρουμε ακόμα πόσο ισχύει – πόσο οριστική είναι – αλλά φωτίζει έστω και για λίγο, το σκοτάδι του φόβου και της κατάθλιψης που μας πλακώνει όλους (εκτός από τους μακάριους, στην άνοιά τους, «ψεκασμένους»).

Και με βάζει τώρα σε μία νέα αγωνία: Θα το προλάβω;

Δεν υπάρχει πιο μαύρη ειρωνεία από το να πεθαίνεις, ενώ δίπλα σου εμβολιάζονται άλλοι που δεν θα πεθάνουνε – τουλάχιστον από την ίδια αιτία. 

Κι αν πας πίσω, γυρίζοντας την ιστορία ανάποδα, αρχίζεις και σκέπτεσαι: πόσοι νέοι άνθρωποι πέθαναν γιατί δεν είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη, πόσα παιδιά διότι δεν υπήρχε το εμβόλιο της ευλογιάς, της διφθερίτιδας, της πολιομυελίτιδας... Τα θύματα του «Μαύρου Θανάτου, της πανώλης… Οι μεγάλοι φθισικοί του 19ου αιώνα, η Κυρία με τις Καμέλιες (ή «Τραβιάτα»), οι τρόφιμοι του «Μαγικού Βουνού» (Thomas Mann) οι λεπροί που στοίχειωναν τον Μεσαίωνα και με τα καμπανάκια τους έδιωχναν μακριά τον κόσμο… όλοι αυτοί πέθαναν, ενώ σήμερα θα ζούσαν!

Α ναι, στις αρχές του 20ου αιώνα το προσδόκιμο επιβίωσης των ανθρώπων ήταν το μισό από σήμερα. Κι αν πιστέψουμε τους μελλοντολόγους, σε δύο ή τρεις γενιές θα κατακτήσουμε την αθανασία. Διαβάστε τον Γιουβάλ Νώε Χαράρι.

Τι θα την κάνουμε;

Μήπως την πάθουμε σαν τον Τιθωνό;

Ο Τιθωνός, αν δεν ξέρετε την ιστορία του, γιος του Βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς και αδελφός του Πρίαμου ήταν ο πιο ωραίος άντρας της εποχής του. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς και τρελαινόταν στην ιδέα πως, ενώ αυτή ήταν αθάνατη, εκείνος ήταν θνητός και κάποτε θα τον έχανε. Έπεσε στα πόδια του Δία (κάτι ήξερε αυτός από έρωτες) και παρακάλεσε να τον κάνει τον εραστή της αθάνατο. Ο Δίας της έκανε τη χάρη. Όμως εκείνη είχε κάνει το λάθος και μαζί με την αθανασία, δεν είχε ζητήσει την αιώνια νεότητα. Ο Τιθωνός γέρασε, γέρασε τόσο που έγινε ένα κουρέλι. Παρακαλούσε να πεθάνει αλλά ήταν αδύνατο…

Δεν θα πεθαίνουμε λοιπόν – αλλά πώς θα ζούμε; Σαν αιώνια γερόντια;

Και έπειτα το κόστος. Την αθανασία θα την χαίρονται μόνον οι πλούσιοι – οι πολύ πλούσιοι. Η συνεχής συντήρηση του σώματος, η αντικατάσταση των οργάνων, η άμυνα εναντίον όλων των ασθενειών, θα κοστίζει πολύ.

Να την η νέα ταξική διαφορά. Οι φτωχοί θα πεθαίνουν όπως τώρα. Θα φθονούν τους πλούσιους και ίσως κάποτε ξεσηκωθούν εναντίον τους. Και οι «αθάνατοι» θα είναι μεν απρόσβλητοι από τις ασθένειες και την φθορά της σάρκας – αλλά όχι από τα όπλα των επαναστατών. Οι νέοι πόλεμοι θα είναι θνητοί εναντίον αθανάτων, που με την σειρά τους έτσι θα γίνονται κι αυτοί πάλι θνητοί.

Αλλά αυτά εμείς δεν θα τα δούμε. Ας βγει τώρα το εμβόλιο της Pfizer να ξενοιάσουμε από τον Κορωνοϊό, να περάσουμε ένα ωραίο καλοκαίρι (τα μπάνια του λαού!» που έλεγε ο αείμνηστος Ανδρέας) κι ας αφήσουμε τις μελλοντικές γενιές να τα βρούνε μεταξύ τους…


Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

Τι έγινε η «Βιβλιονέτ;»

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε στο Ελληνικό Διαδίκτυο ένα πρόγραμμα με όνομα «Βιβλιονέτ». Πολύ χρήσιμο σε όσους ασχολούνται με το βιβλίο: μελετητές, εκδότες, συγγραφείς, και αναγνώστες. Εκεί μπορούσες να βρεις όλα τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην αγορά, όλους τους συγγραφείς (με σύντομο βιογραφικό) και την παραγωγή του καθενός. Παλαιότερα ανήκε στο (μακαρία τη λήξει) ΕΚΕΒΙ (Εθνικό Κέντρο Βιβλίο). Όταν το ΕΚΕΒΙ καταργήθηκε, η υπηρεσία Βιβλιονέτ μετά από λίγο καιρό έπαψε να λειτουργεί. Μας έλειψε: δεν ήταν τέλεια αλλά ήταν απαραίτητη.

Σε κάποια νοσταλγική αναζήτηση (έψαχνα πληροφορίες για κάποια παλιότερη έκδοση και από συνήθεια πληκτρολόγησα «Βιβλιονέτ») ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου. Και μάλιστα με νέα, σύγχρονη μορφή.

Φαινόταν ότι άλλαξε φορέα και απέκτησε ωραιότερη εμφάνιση αλλά – δυστυχώς – στην αρχή νόμισα ότι έχασε εντελώς το περιεχόμενό της. Αν συνδεθείς ηλεκτρονικά με τη Βιβλιονέτ, είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάτι. Εκτός από την νέα ταυτότητά της, που είναι η εξής:

«Η ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ αποτελεί τη βιβλιογραφική βάση δεδομένων η οποία καταγράφει ανελλιπώς από το 1998 όλη την ελληνική εκδοτική παραγωγή και διατίθεται δωρεάν από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού». 

Από ότι αναφέρει στην αρχική δικτυακή της σελίδα, περιέχει 246.851 τίτλους, 122.514 δημιουργούς και 124.888 παρουσιάσεις και κριτικές. Ήδη αυτοί οι αριθμοί με τρόμαξαν. 122.000 συγγραφείς δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα! Αναφέροντας ακόμα και τον εκδότη ενός μονόφυλλου, απλώς δημιουργείς χάος!

Μη δοκιμάσετε πάντως να αναζητήσετε κάποιο συγκριμένο βιβλίο. Υπάρχουν σελίδες με «Νέες εκδόσεις», και η «Σύνθετη αναζήτηση», που θα τις ενεργοποιήσετε μέσα από το Google. Στις νέες εκδόσεις υπάρχουν πράγματι μερικές νέες εκδόσεις. Η «Σύνθετη Αναζήτηση» (βιβλίου η συγγραφέως – η πιο χρήσιμη) δεν λειτουργεί καθόλου.

Μπαίνοντας στις ιστοσελίδες της στην κατηγορία «δημιουργοί» σε ένα τεράστιο κατάλογο όπου το 99% των ονομάτων μου ήταν εντελώς άγνωστο,  έφτασα μέχρι τα ψηφία «ΔΕ….». (Μετά εισέπραξα ένα επίμονο «σφάλμα» – στα Αγγλικά: «error»). Ούτε μπόρεσα να προχωρήσω στις «Παρουσιάσεις και κριτικές».

Είναι σαφές ότι η ιστοσελίδα είναι «υπό κατασκευήν» (under construction). Γιατί δεν κλείνουν την πρόσβαση, μέχρι να τελειώσει; Προς το παρόν το μόνο που προσφέρει είναι δωρεάν… χάος και σύγχυση.

Με την ευκαιρία αυτή θυμήθηκα και το «Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού». Δώρο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον φίλο του καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη. Στεγάζεται στην τεράστια βίλα του Πρόδρομου Μποδοσάκη, στο Παλαιό Ψυχικό, την οποία ο Έλληνας Κροίσος κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο. 

Όταν ιδρύθηκε, το Ίδρυμα είχε φιλόδοξους στόχους: να ακολουθήσει το πρότυπο του Βρετανικού Συμβουλίου (British Council) και να διαδώσει τον ελληνικό Πολιτισμό σε όλο τον κόσμο. Μετά τον θάνατο του Γεωργάκη απέκτησε μία σειρά από σημαντικούς προέδρους – ο τελευταίος, αν θυμάμαι καλά, ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Στην αρχή είχε οργανώσει διάφορες εκδηλώσεις – είχα λάβει και εγώ μέρος σε μία συζήτηση που είχε γίνει στο Λονδίνο. Παλιότερα είχε παραρτήματα σε πολλές μεγάλες πρωτεύουσες. Τώρα, προφανώς για λόγους οικονομικούς, οι έδρες των παραρτημάτων του βρίσκονται στις πόλεις: Αλεξάνδρεια, Βελιγράδι, Βερολίνο, Βουκουρέστι, Μόσχα, Οδησσό και Τεργέστη. Πεπραγμένα δεν εμφανίζονται πουθενά στις διαδικτυακές σελίδες του. Σήμερα πρόεδρος του ιδρύματος είναι ο κύριος Νίκος Α. Κούκης, τέως «υπεύθυνος λυκείου» των εκπαιδευτηρίων Δούκα.

Είναι εμφανές ότι το Υπουργείο Πολιτισμού (που κακώς – κάκιστα –κατάργησε  το ΕΚΕΒΙ – το μοναδικό μας Κέντρο Βιβλίου) μην έχοντας τι να κάνει την άκρως απαραίτητη Βιβλιονέτ, την μετέφερε στο άλλο προβληματικό του παιδί, το ΕΙΠ, το οποίο όμως δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την τεχνογνωσία για να την χειριστεί.

Δύο μέρες ολόκληρες πάλευα για να βγάλω κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα από τις ιστοσελίδες της Βιβλιονέτ. Και να πει κανείς ότι είμαι αρχάριος – 35 χρόνια εργάζομαι με υπολογιστές… Κατάφερα τελικά να βρω αυτό που ήθελα σχεδόν τυχαία – εκεί που δεν το περίμενα.

Για να δούμε: θα αποκτήσουμε πάλι ένα χρήσιμο και εύχρηστο βιβλιογραφικό αρχείο;

 

Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2020

Ντροπή μας για τους γιατρούς!

Στην εφημερίδα «Καθημερινή», στις 22. 10. δημοσιεύτηκε μία επιστολή που έστειλε ο γιατρός, Δ/ντης ΕΣΥ, Τηλέμαχος Δασκάλου. Πριν την αναδημοσιεύσω αυτούσια εδώ, εξακρίβωσα την ορθότητα των στοιχείων που αναφέρει:

«Κύριε Διευθυντά

Ως γιατρός του ΕΣΥ με προϋπηρεσία είκοσι πέντε χρόνων, συμβουλεύω τους νέους γιατρούς να φύγουν από την Ελλάδα και να εργαστούν στο εξωτερικό για τους εξής λόγους: α) διότι ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β΄ το 2010 ήταν 1740 ευρώ και το 2020, στην εποχή του Κορωνοϊού, είναι 1200 ευρώ, β) διότι ενώ αποκαταστάθηκαν όλα τα Ειδικά Μισθολόγια με απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας στα προ των μνημονίων επίπεδα, η απόφαση εφαρμόστηκε για όλους, εκτός των γιατρών του ΕΣΥ, γ) διότι η αμοιβή της εικοσιτετράωρης (!) εφημεριακής εργασίας για έναν Επιμελητή Β΄ είναι 138 ευρώ προ φόρων, δ) διότι δεν υπάρχουν κίνητρα  για ανέλιξη βαθμολογική και μισθολογική, ε) διότι οι εργασιακές συνθήκες στο ΕΣΥ  είναι τουλάχιστον τριτοκοσμικές και στ) διότι η τραγική υποστελέχωση σε προσωπικό προκαλεί στους εργαζόμενους αφόρητη πίεση, ιδίως την τρέχουσα περίοδο λόγω πανδημίας, με αποτέλεσμα την εκδήλωση προβλημάτων υγείας. Νέοι γιατροί, φύγετε, λοιπόν, και μην έχετε τύψεις για τίποτε, αφού τελικά δεν έχουν οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι».

Από αρμόδια κυβερνητικά στόματα ακούω για προσλήψεις πότε 4000 και πότε 6000 γιατρών και νοσηλευτών, για οχύρωση και ενίσχυση του ΕΣΥ, για μεγάλες δωρεές που εμπλουτίζουν την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη…

Πήρα την επιστολή και την έδειξα σε φίλους γιατρούς του ΕΣΥ. «Έτσι είναι τα πράγματα;» Ρώτησα. «Ακριβώς έτσι», μου απάντησαν. Και μου έπεσαν τα μούτρα!

Αν είναι έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε μετά την δημοσίευση αυτής της επιστολής, να μην ένιωθαν πολύ υπερήφανοι οι κύριοι Κικίλιας και Κοντοζαμάνης…

Οι νέοι αυτοί γιατροί έχουν σπουδάσει έξη χρόνια στο Πανεπιστήμιο και άλλα τέσσερα ως έξη μετά, για την ειδικότητα. Αυτό, εφόσον βρήκαν αμέσως θέση για την εξειδίκευση και δεν περίμεναν σειρά μερικά χρόνια. Αρχίζουν την σταδιοδρομία τους στα 32 με 36 – σε  ηλικία που άλλα επαγγέλματα έχουν πλησιάσει την κορυφή. Η δουλειά τους είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Και αμείβονται – για μία ευαίσθητη και κρίσιμη εργασία – όσο ένας καλός πωλητής.

Αντί να τους χειροκροτούμε από τα μπαλκόνια, ίσως θα έπρεπε να βγάλουν δίσκο και να τους ενισχύσουμε με το κατά δύναμιν. Μία οικογένεια, έστω και με ένα παιδί, δεν ζει εύκολα με 1200 ευρώ τον μήνα. Και μετά αγανακτούμε με το brain drain και τους θαυμάζουμε όταν διαπρέπουν στην αλλοδαπή. Εδώ σκοτώνονται στις εφημερίες. Όχι καιρό για έρευνα δεν έχουν – ούτε να δουν τα παιδιά τους.

Επίσης η απαραίτητη συνεχής μετεκπαίδευση και ενημέρωση δεν παρέχεται από το κράτος αλλά από την ιδιωτική πρωτοβουλία (φαρμακευτικές εταιρίες). Και αυτή υπόκειται σε περιορισμούς και απαγορεύσεις.

Φυσικά υπάρχουν και οι «μεγαλογιατροί» με τις βίλες, τις πισίνες και τα σκάφη. Είναι λίγοι. Συνήθως είναι χειρουργοί. Και είναι φυσικό να εκμεταλλεύονται την κρίσιμη ειδικότητά τους, όταν το κράτος περιμένει και από αυτούς να χειρουργούν (συχνά 2 και 3 επεμβάσεις την ημέρα) με 1200 το μήνα. Θα έπρεπε να υπάρχει μία άλλη κλίμακα. Δεν τραβάνε το ίδιο ζόρι ο καρδιοχειρουργός που κάνει ένα πολύωρο πενταπλό μπάι πας και ο εργαστηριακός γιατρός (μικροβιολόγος) που βασίζεται στους αυτόματους αναλυτές… 

Πάντως, πάνω από όλα, το ΕΣΥ, είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές του. Αυτή την άγρια εποχή, περιμένουμε από αυτούς τα πάντα. Μήπως θα έπρεπε να τους στηρίξουμε λίγο περισσότερο;