Κυριακή, Ιουλίου 26, 2020

Το μέλλον των Ελλήνων

Το 2100 μ. Χ. εγώ θα έχω συμπληρώσει 165 χρόνια από την γέννησή μου – και μάλλον δεν θα βρίσκομαι εδώ (εκτός αν η επιστήμη κάνει δεκάδες διαδοχικά θαύματα). Το Έθνος των Ελλήνων μάλλον θα βρίσκεται εδώ (εκτός αν… αλλά περί αυτού θα γράψω παρακάτω).

Σε τι κατάσταση θα βρίσκεται το Έθνος των Ελλήνων, το 2100;

Σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό Lancet, που έκανε πρόσφατα μία διεξοδική μελέτη για την εξέλιξη του πληθυσμού  195 χωρών, η Ελλάδα του 2100 θα έχει πληθυσμό 5.500.000 ατόμων. Αυτό συμφωνεί απόλυτα με μία άλλη έρευνα που είχα διαβάσει, ότι με την υπογεννητικότητα (δείκτης γονιμότητας 1,35) που μας μαστίζει, το 2050 θα έχουμε πληθυσμό 7.000.000. Αντιθέτως η Τουρκία θα έχει περάσει τα 100 εκατομμύρια.

Σε ένα σημαντικό άρθρο του (στην «Καθημερινή» της 18ης Ιουλίου) ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος θίγει αυτό το θέμα με αφορμή την έρευνα του Lancet. Θυμίζει πως σύμφωνα με τους ειδικούς είναι δύσκολο για μια χώρα να αναπτυχθεί αν ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός δεν αυξάνεται κατά τουλάχιστον 2% τον χρόνο.

Πώς θα γίνει αυτό; Ο ρυθμός των γεννήσεων είναι αδύνατο να αυξηθεί (κάθε σχετική προσπάθεια έχει αποτύχει) ο οικονομικά ανενεργός πληθυσμός (π.χ. γυναίκες) είναι δύσκολο να καλύψει το κενό – οπότε;

Η προφανής λύση είναι μία: μετανάστες. Όταν η κυρία Μέρκελ υποδέχθηκε ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες στη χώρα της, δεν το έκανε μόνο από ανθρωπιστικούς λόγους. Η Γερμανία χρειαζόταν εργατικά χέρια. Ξέρω ότι δεν μας αρέσει αυτή η λύση, αλλά ίσως σκεφθούμε αλλιώς αν ρίξουμε μία ματιά πίσω, στην ιστορία μας.

Τον 13ο αιώνα η κυρίως Ελλάδα είχε εντελώς ερημώσει. Επιδημίες, πόλεμοι, πειρατές είχαν αφανίσει τον τοπικό πληθυσμό. Περιηγητές διασχίζανε τη χώρα χωρίς να συναντήσουν ψυχή ζώσα.

Τότε έγινε η μεγάλη μετανάστευση των Αλβανών. Εποίκισαν την Αττική, τη Βοιωτία, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, την βόρεια Πελοπόννησο. Όταν μιλάτε για το αεροδρόμιο των Σπάτων, αναφέρεστε σε μία περιοχή που ανήκε στον μεγάλο Αλβανό πολέμαρχο και στρατηλάτη της Βενετίας Μπούα Σπάτα. Όταν ήμουν παιδί η Παιανία ονομαζόταν Λιόπεσι (ο Λιόπεσης, αρχηγός μεγάλης φάρας Αλβανών, είχε συμπεθερέψει με τον Σπάτα). Ο Άγιος Στέφανος ονομαζόταν Μπογιάτι, οι Ερυθρές Κριεκούκι και οι Αφίδνες, Κιούρκα.

Όταν ο Μαυροκορδάτος ήρθε στην Ελλάδα (αφηγείται ο Παπαρρηγόπουλος)  ζήτησε από τον Κουντουριώτη να καλέσει τα πληρώματα του Ελληνικού στόλου, για να τους βγάλει λόγο. Δεν κατάλαβαν λέξη, οπότε ο Κουντουριώτης είπε: «Μινίστρο, να τους τα πω και στην δική μας γλώσσα;». Τα ξαναείπε στα αρβανίτικα και τα πληρώματα ζητωκραύγασαν.

Επισκεφθείτε τους ήρωες του 21 στο Πεδίο του Άρεως. Οι μισοί από αυτούς ήταν Αλβανοί (που τους λέγαμε Αρβανίτες).

Μπορεί να θεωρούμε τους εαυτούς μας κατ’ ευθείαν απόγονους των Αρχαίων – αλλά στην πραγματικότητα είμαστε ένα μείγμα από φυλές. Η Ρωμαϊκή κατοχή και το Ρωμαϊκό Βυζάντιο μας κληροδότησαν το όνομα «Ρωμιοί». Αιώνες κατείχαν οι Ενετοί την Κρήτη και τα Ιόνια νησιά. Φράγκοι έχτισαν τα ωραιότερα κάστρα της Πελοποννήσου, οι μισές Κυκλάδες ανήκαν σε Γενοβέζους, Γάλλους και Ενετούς. Πάρα πολλά ελληνικά επίθετα έχουν ξενική καταγωγή.

Αντί να κοιτάμε πώς θα απαλλαγούμε από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, πρέπει να οργανωθούμε  για να τους αξιοποιήσουμε. Όσους κατέχουν μία τέχνη να τους βρούμε δουλειά. Τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα επιστήμες και δεξιότητες. Το μέλλον της χώρας μας μπορεί να εξαρτάται από αυτούς…

Υ. Γ. Μία φορά να δώσω δίκιο στον Ερντογάν: «Η Αθήνα είναι η μόνη πρωτεύουσα της Ευρώπης που δεν έχει τζαμί». Ντροπή μας! (Αυτό που φτιάξαμε, είναι άθλιο). Όχι μόνο για τους ξένους Μουσουλμάνους – αλλά και για τους δικούς μας…


Κυριακή, Ιουλίου 19, 2020

Πριν 40 χρόνια

Ανάθεμα σε όποιον πρωτοβρήκε τις αφηρημένες έννοιες!

1957, στο Μόναχο. Στο καφενείο όπου μαζευόμασταν συχνά, ερχόταν ένα ήσυχο παιδί, μελαχρινό, με την κοπέλα του, μια Γερμανίδα κοκκινομάλλα, κεφάτη. Ήταν του Πολυτεχνείου (οι πολυτεχνίτες θυμήθηκαν να τον έχουν δει στις παραδόσεις). Με τον καιρό πιάσαμε κουβέντα, παίζαμε και καμιά φορά στα μηχανάκια. Μιλούσε καλά Γερμανικά, με μία ακαθόριστη προφορά. Το όνομά του δεν το είχαμε μάθει Δεν μας το’ πε, δεν ρωτήσαμε; Πού να θυμάμαι τώρα. Ένα βράδυ ήρθαν δύο πολυτεχνίτες και μας είπαν πως είναι Τούρκος! Τούρκος; Την άλλη μέρα κανείς δεν του ξαναμίλησε. Μάλιστα κάπου νιώσαμε και μία κρυφή αγανάκτηση. Σαν να μας είχε εξαπατήσει. Όχι μόνο επειδή δεν μας το είπε – αλλά επειδή δεν το έγραφε στο μέτωπό του. Τουλάχιστον αν είχε άλλη συμπεριφορά – βάναυση, βάρβαρη, χυδαία – όπως οι Τούρκοι που φανταζόμασταν. Τι δουλειά έχει να είναι   ευγενικός, συμπαθητικός, πολιτισμένος και …Τούρκος. Εξοργιστικό!

Έστω. Από την επόμενη μέρα δεν ήταν άνθρωπος. Ήταν Τούρκος. Η αφηρημένη έννοια θριάμβευσε πάνω στην συγκεκριμένη πραγματικότητα.

………………………………..

1969, Άμστερνταμ. Βλέπω, στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένα «πηγαδάκι» από μελαχρινούς ανθρώπους που συζητούν με ζωηρές κινήσεις.  Ανάμεσα στους χαμηλόφωνους βόρειους, οι φωνές τους καμπάνιζαν: Έλληνες είναι, σκέφθηκα.

Όταν πλησίασα και διαπίστωσα πώς ήταν Τούρκοι, ένιωσα μέσα μου ένα σφίξιμο αποστροφής. Προσπάθησαν να το αναλύσω – αμέσως – γιατί το ένιωσα. Και κατάλαβα πως με ενόχλησαν επειδή μου μοιάζουν.

Τίποτα δεν απωθεί περισσότερο από το όμοιο (και τίποτα δεν έλκει… αν τύχει). Για τον Έλληνα, η διαπίστωση πως μοιάζει με Τούρκο, είναι μία ύβρις. (Αντίθετα, δεν προσβάλλεται αν τον παρομοιάσεις με Ιταλό). Κι όμως αυτοί είναι οι γείτονές μας, με αυτούς (και κάτω από αυτούς) ζήσαμε. Πήραμε από τη γλώσσα τους, το φαγητό τους, τις σκέψεις τους, τη νοοτροπία τους. Πήραμε ίσως πιο πολλά από όσα δώσαμε. Όμως ένα μέρος από την ιστορία μας το καταπιέζουμε μέσα μας και το απωθούμε.  Δικαιολογημένη αντίδραση – αλλά πόσο υγιής;

Κι έτσι φτάνω να πιστεύω ως δεν μισούμε τόσο τους Τούρκους της Τουρκίας, όσο τον Τούρκο μέσα μας. Είναι ο φτωχός συγγενής από την επαρχία, το σκοτεινό παρελθόν μας, αυτό που αφήσαμε πίσω μας στον δρόμο για τον εξευρωπαϊσμό μας. Κι ενώ εμείς ντρεπόμαστε για την ομοιότητά μας με τον Τούρκο, νομίζουμε παράλληλα πως εκείνος μας ζηλεύει. Γιατί (προβάλλοντας την δική μας άποψη στην δική του σκέψη) λέμε πως είμαστε γι αυτόν οι επιτυχημένοι πλούσιοι συγγενείς που προχώρησαν περισσότερο στον δρόμο της Ευρώπης.

Πόσο αλήθεια είναι αυτό; Και πόσο δίκιο έχουμε να κρίνουμε με «ευρωπαϊκά» κριτήρια τους δικούς  μας πολιτισμούς;

……………….

Υπάρχει όμως και το «προαιώνιον μίσος». Τι απάτη! Μιλάμε γι αυτό σαν να ήταν κληρονομικό.  Σαν να τροποποιήθηκε κάποιο γονίδιο στα κύτταρά μας, και γεννιόμαστε Τουρκοφάγοι (ή Ελληνοφάγοι). Το μίσος εμείς και οι δύο είμαστε που το συντηρούμε ή το καλλιεργούμε. Με τις μονόπλευρες και μονοδιάστατες ερμηνείες της ιστορίας που διδάσκουμε, με τις εθνικές επετείους και τους πανηγυρικούς, με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα, με την άρνηση να δεχθούμε το πρόσωπό μας και τους άλλους, όπως είναι.

Ποιος κερδίζει από αυτή τη διαιώνιση; Κανείς. Ποιος χάνει;; Και οι δύο. Το μίσος ποτέ δεν έφερε καρπό. Ο φανατισμός δεν έχει φυτέψει ποτέ ένα δέντρο στον κόσμο…

(Αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1981 στην στήλη μου, στο περιοδικό «Επίκαιρα». Κέρδισε το πρώτο δημοσιογραφικό βραβείο, στην πρώτη διοργάνωση του Ελληνοτουρκικού διαγωνισμού φιλίας «Αμπντί Ιπεκτσί».

Τότε βέβαια δεν υπήρχε Ερντογάν…).


Κυριακή, Ιουλίου 12, 2020

Τολμήστε, λοιπόν!

Αυτό το άρθρο το έχω γράψει εδώ και μήνες – και δίσταζα να το δημοσιεύσω. Όμως οι απόψεις περί ελληνικού μαξιμαλισμού του Χρήστου Ροζάκη (με τις οποίες συμφωνώ, όπως γνωρίζουν όσοι με διαβάζουν) με ενθάρρυναν να επανέλθω. Όταν μιλάει ο σοφός, όλοι πρέπει να ακούνε.

Τι μας χωρίζει με την Τουρκία; Πρώτο θέμα: τα πετρέλαια της Μεσογείου, που ακόμα δεν ξέρουμε αν υπάρχουν. Αλλά και αν υπάρχουν, μάλλον δεν θα αξίζει τον κόπο να τα αντλήσουμε. Η τιμή του πετρελαίου έχει καταρρεύσει, το κόστος της υποθαλάσσιας άντλησης είναι υπέρογκο και έτσι κι αλλιώς η ανθρωπότητα προσανατολίζεται προς άλλες πηγές ενέργειας που ρυπαίνουν λιγότερο. Τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων θα μείνουν μέσα στους βυθούς, όπως έμειναν τα αποθέματα του κάρβουνου στα ανθρακωρυχεία του Ρουρ και του Κάρντιφ, όταν ανακαλύφθηκε η ισχύς του πετρελαίου στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο καυγάς για το πάπλωμα!

Κινδυνεύουμε καθημερινά από μία αυτόματη ανάφλεξη, ξοδεύουμε πολύτιμα χρήματα για εξοπλισμούς και πολεμικό υλικό για μια φαντασίωση.

Δεύτερο θέμα: ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κλπ. – που θα μπορούσε να έχει επιλυθεί από τα αρμόδια διεθνή δικαστήρια.

Ναι, λένε τα σκληρά κολάρα των υπουργείων και των επιτελείων: «Και αν τα διεθνή δικαστήρια γνωματεύσουν εναντίον μας;»

Σίγουρα, σε ορισμένα θέματα θα γνωματεύσουν αρνητικά. Ο εναέριος χώρος των 10 μιλίων, που έχουμε μονομερώς αποφασίσει από το 1931, δεν στέκει με τίποτα, αφού το διεθνές δίκαιο λέει καθαρά ότι ο εναέριος χώρος συμπίπτει ακριβώς με την αιγιαλίτιδα ζώνη, που στην περίπτωσή μας είναι τα έξη μίλια. Επίσης θα χρειαστεί και μία ειδική ρύθμιση για το Καστελόριζο. Δύσκολο, ένα μικρό νησάκι να ορίζει την ΑΟΖ ή την υφαλοκρηπίδα μιας ακτής χιλιάδων χιλιομέτρων. Και σε άλλα θέματα, μπορεί να χρειασθούν υποχωρήσεις. Αυτό σημαίνει διαπραγμάτευση. Δίνω, παίρνω. Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά σε μία κατάσταση ασφάλειας και γαλήνης, που θα μας επιτρέψει να στραφούμε στην ειρηνική παραγωγή και δημιουργία.

Ενώ τώρα τι κάνουμε; Στεκόμαστε με τα όπλα παρά πόδα, γαντζωνόμαστε από αυτά που νομίζουμε ότι έχουμε (ενώ ενδομύχως τρέμουμε γι αυτά), διώχνουμε τους επενδυτές που όταν μυρίζουν μπαρούτι, εξαφανίζονται αυθωρεί, και ζούμε σε μία πρόσκαιρη ειρήνη με την ψυχή στο στόμα.

Φυσικά, οι άνθρωποι που θα τολμήσουν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις και να κλείσουν συμφωνίες, θα υποστούν τα μύρια όσα. Θα ονομαστούν προδότες, εθνικοί μειοδότες, ανθέλληνες, μισέλληνες κλπ. Και ίσως αυτός ο φόβος να είναι ένας από τους κύριους λόγους που οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες μας δεν τολμούν. Ξέρουν ότι το πολιτικό κόστος αλλά και το προσωπικό κόστος θα είναι τεράστιο.

Από την άλλη πλευρά το κόστος μίας διαρκούς εκκρεμότητας, που υπονομεύει κάθε ουσιαστική προσπάθεια για την ανάπτυξη και αναγέννηση της χώρας, είναι ακόμα μεγαλύτερο.

-         - Και αν οι γείτονες, ενώ μιλάνε για διαπραγμάτευση, τελικά οπισθοχωρήσουν και δεν συμφωνήσουν στις προκαταρτικές διαβουλεύσεις;

Εμείς πάντως θα έχουμε κάνει το σωστό. Το πρόβλημα θα το έχουν αυτοί.

Τολμήστε λοιπόν! Μελετημένοι, προετοιμασμένοι αλλά ψύχραιμοι. Τολμήστε!

 

Υ.Γ. Είδηση, 7.7.20: «Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα, ώστε να μειωθεί η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, ανήγγειλε χθες ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε. Ε. Ζοζέπ Μπορέλ».  Να ελπίσω;

Υ. Γ. 2 Το κείμενο του εβδομαδιαίου blog παραδίδεται το αργότερο κάθε Τετάρτη στο ΒΗΜΑ. Έτσι, όταν την Παρασκευή "έσκασε" η Αγιάσοφιά δεν μπορούσα ούτε να το αποσύρω ούτε να το αλλάξω. Ωστόσο νομίζω πώς παρόλο που είναι σε λάθος χρόνο, δεν είναι άχρηστο. 


Κυριακή, Ιουλίου 05, 2020

Ο Μεγάλος Περίπατος του Μονάχου

Το 1972, η πρωτεύουσα της Βαυαρίας, το Μόναχο, είχε αναλάβει να διοργανώσει τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.

Πέντε χρόνια πριν, άρχισαν οι Γερμανοί να ετοιμάζονται.

Με την ευκαιρία των Ολυμπιακών άλλαξαν ριζικά την πόλη τους.

Το Μόναχο είναι η δεύτερή μου πατρίδα. Έζησα εκεί έξη χρόνια – από το 1954 ως το 1960 κάνοντας τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο. Μετά, με μία παύση τριών ετών (υπηρετούσα στο Ναυτικό) επισκεπτόμουν την πόλη σχεδόν κάθε χρόνο. Είχα εκεί πιο πολλούς γνωστούς και φίλους από ότι στην Αθήνα.

Έτσι από το 1968 και πέρα παρακολουθούσα την εξέλιξη των έργων που μεταμόρφωναν την πόλη.

Η πρώτη αλλαγή ήταν ότι η πόλη απέκτησε μετρό. Όχι πολλές γραμμές (η έκτασή της είναι μικρή, τότε είχε γύρω στο ένα εκατομμύριο κατοίκους). Το μετρό περνούσε στην μία κατεύθυνση κάτω από τις μεγαλύτερες εμπορικές αρτηρίες της πόλης (KaufingerNeuhauser Strasse) που ένωναν τις δύο κύριες πλατείες της (Marienplatz και Karlsplatz – ή Stachus – με τον σιδηροδρομικό σταθμό). Η επιφάνεια ανάμεσα στις δύο πλατείες έγινε ένας τεράστιος πεζόδρομος μήκους περίπου 3 χιλιομέτρων και κυρίως πλάτους μεταξύ 300 και 600 μέτρων. Στον πεζόδρομο υπήρχαν παγκάκια και τεράστιες ζαρντινιέρες με εξωτικά φυτά. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν ποδήλατα.

Αλλά – εδώ είναι η διαφορά – κάτω από τον πεζόδρομο υπήρχε και υπόγειος δρόμος για αυτοκίνητα και μηχανές. Και κατά μήκος αυτού του δρόμου υπήρχαν και πάρκινγκ. Όπου μπορούσες να αφήσεις το αυτοκίνητό σου και να ανέβεις κατευθείαν στο κατάστημα που ήθελες να πας.

Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στους δικούς μας πεζόδρομους και τους γερμανικούς. Όταν οι Γερμανοί φτιάχνουν ένα πεζόδρομο, τον συνοδεύουν και με ένα χώρο στάθμευσης. Έτσι παραμένει πεζόδρομος, ενώ οι δικοί μας γίνονται χώροι πάρκινγκ αυτοκινήτων.

Και φυσικά ο κύριος πεζόδρομος δεν γινόταν αφορμή για μποτιλιάρισμα – μια και υπήρχε ο υπόγειος δρόμος για όσους ήθελαν να προσπεράσουν το κέντρο της πόλης.

Άλλο ένα επίτευγμα: οι πολεοδόμοι σχεδίασαν 3 δακτύλιους υπερυψωμένους που περιτριγύριζαν την πόλη: τον εξωτερικό που συνέδεε τα προάστια, τον μεσαίο που συνέδεε τις συνοικίες και τον εσωτερικό που περιτριγύριζε το κέντρο. Στους δακτύλιους αυτούς οι συνθήκες οδήγησης ήταν όπως στις autobahn – μεγάλες ταχύτητες και κανονικές ιπτάμενες είσοδοι και έξοδοι. Έτσι για να πας από ένα προάστιο στο άλλο δεν περνούσες από το κέντρο αλλά από την περιφερειακή άουτομπαν.

Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Μόναχο, πριν δύο χρόνια, τα έργα αυτά λειτουργούσαν άψογα κι ας είχαν περάσει 45 χρόνια από την κατασκευή τους.. Βέβαια είχαν προστεθεί και άλλες γραμμές στο μετρό, αλλά οι δακτύλιοι εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν χιλιάδες αυτοκίνητα και τα ποδήλατα είχαν πολλαπλασιαστεί ενώ υπήρχαν ποδηλατόδρομοι σε όλους τους δρόμους.

Το πάρκο του «Αγγλικού Κήπου» έχει 14 χιλιόμετρα μήκος και διασχίζει την πόλη από βορρά προς νότο. Είναι πάντα ένα ειδυλλιακό τοπίο με λίμνες και πολλούς παραπόταμους του κεντρικού ποταμού Ιζαρ.

Ναι, ο μεγάλος περίπατος του Μονάχου είναι πολύ μεγαλύτερος και πλουσιότερος από τον δικό μας. Και δεν είναι μόνο θέμα κόστους – αλλά σωστής μελέτης και εκτέλεσης.

Κάθε φορά που ξαναγύριζα, έβλεπα την πόλη να λειτουργεί πιο αρμονικά, την κίνηση να ρέει πιο άνετα. Η απόλαυση ήταν μεγαλύτερη όταν το 79 ανέβηκα στο Μόναχο με το αυτοκίνητό μου. Δεν ήταν που η πόλη είχε μεταμορφωθεί για τους πεζούς – είχε γίνει και πιο φιλική για τα αυτοκίνητα. Παντού ευκαιρία να παρκάρεις, πουθενά μποτιλιαρίσματα.

Εμείς, προς το παρόν, χρωματίζουμε την άσφαλτο. Για να δούμε, πού θα μας βγάλει αυτό…