Κυριακή, Αυγούστου 30, 2020

Λύσσα!

Αν ήμουν νεότερος θα είχα από καιρό μεταναστεύσει σε κάποια χώρα του Βορρά. Χώρα με ανθρώπους φλεγματικούς, λιγόλογους, αργούς αλλά σταθερούς και ψύχραιμους. Η Ελλάδα είναι σίγουρα πανέμορφος τόπος – αλλά οι Έλληνες πια δεν αντέχονται. Τουλάχιστον δεν τους αντέχω εγώ. Ίσως γιατί γέρασα.

Για παράδειγμα: ένας τοίχος, απέναντι. Δέκα φορές μέχρι σήμερα τον έχω ξαναβάψει. Ζήτημα είναι αν μένει καθαρός και φρεσκοβαμμένος για δύο ή τρεις μέρες. Ξαφνικά με τεράστια (συνήθως ανορθόγραφα) γράμματα θα καταγράψει το πάθος κάποιου νεοέλληνα: «Λίτσα σε αγαπώ!» «Φασίστες δολοφόνοι!» «Γαύροι ξεφτίλες!» και άλλα, μόνο για θεατές άνω των 18 ετών.

Αυτή η φανατίλα που μολύνει τους τοίχους παραμορφώνοντας τις πόλεις μας, είναι απαράδεκτη. Είναι μία πληγή των τελευταίων ετών. Θυμάμαι τους ίδιους δρόμους όταν τους περπατούσα ως μαθητής. Πεντακάθαροι – όπως τα συγυρισμένα σπίτια που έβλεπα μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα.

Και έχουν το θράσος να μιλάνε για γκράφιτι. Μα τα γκράφιτι είναι έργα τέχνης. Τα δικά μας είναι μουντζούρες. Αλλά δείχνουν το μίσος του νέου Ρωμιού προς το καθαρό και το καλαίσθητο. Και την αντίδρασή του προς οτιδήποτε δεν του αρέσει: από ποδοσφαιρική ομάδα μέχρι πολιτική παράταξη.

Τώρα τελευταία οι οθόνες των τοίχων προβάλλουν την μεσαιωνική μας υστέρηση. Διαβάζω: «Κάτω οι μάσκες!» Σωστά. «Η Μάσκα φυλακίζει την πίστη!» λέει ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. «Δεν θέλω μασκαράδες στην λειτουργία μου!» λέει ο επίσκοπος στην Κέρκυρα.

Κι εμείς δεν θέλουμε μία εκκλησία παλαιοντολογική! Είναι τραγικό πως το πιο καθυστερημένο και αγράμματο μέρος του λαού μας – αυτοί που τους ονομάζουμε «ψεκασμένους» – συγκεντρώνονται  γύρω από την εκκλησία. Που οι ηγέτες της είτε καλλιεργούν αυτές τις ηλίθιες συνωμοσιολογίες, είτε τις ασπάζονται και τις διακηρύττουν.

Αλλά δεν φταίνε αυτοί. Φταίει το κράτος που τους ανέχεται. Δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι; Από τους φόρους όλων μας δεν πληρώνονται; Γιατί τους επιτρέπει το κράτος να υπονομεύουν την επίσημη κρατική πολιτική και να βάζουν σε κίνδυνο την ζωή των πιστών; Για να θέσει σε αναγκαστική αργία μερικούς από τους αρχιερείς – να καταλάβουν την θέση τους!

Τουλάχιστον ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε το καλό παράδειγμα και φόρεσε μάσκα. Είχε προηγηθεί και ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Άραγε θα τους ακολουθήσει κι ο υπόλοιπος κλήρος;

Κάθε τι που συμβαίνει εδώ γίνεται με πάθος. Τι λέω πάθος: λύσσα! Συγκλονίζει τη ζωή μας… Και αλλού επισυμβαίνουν διάφορα δυσάρεστα. Αλλά όχι με τόση μανία.

Καλό είναι το πάθος και οι νερόβραστοι άνθρωποι, σίγουρα βαρετοί. (Γι αυτό μας αγαπούν οι Σουηδέζες). Αλλά τι μας φταίνε οι τοίχοι;

Πού να πάμε και στα «εθνικά θέματα». Αλήθεια, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχω ακούσει παρόμοια έκφραση. Μάλλον τα έχουν ξεπεράσει εδώ και πολλά χρόνια. Εδώ τα θέματα αυτά συντηρούνται βέβαια και από τους καλούς μας γείτονες αλλά και εμείς δεν τα αφήνουμε ήσυχα. Προχθές δέχθηκα επίθεση για το Μακεδονικό. (Νόμιζα πως είχε κλείσει). Κάθε χρόνο ξεθάβουμε το Γράμμο. Κι αν δεν μας φτάνουν τα δικά μας για να τσακωθούμε, δανειζόμαστε και ξένα. Πρόσφατα στο Facebook μου επιτέθηκαν οπαδοί του αυταρχικού Ορμπάν!

Τι ονειρεύομαι;

Κάπου ψηλά, στα Νορβηγικά φιόρντ, να παρακολουθώ τα χρώματα που αλλάζει το Βόρειο Σέλας. Ή στην καταπράσινη Ιρλανδία, με την μαύρη της μπύρα και τους μεγάλους ποιητές. Με γέροντες ναυτικούς, να πίνουμε και να λέμε θαλασσινές και άλλες ιστορίες. Η Χώρα να συνορεύει μόνο με τον Ωκεανό…

Στην επόμενη ζωή μου, αυτά. Προς το παρόν πρέπει να ξαναβάψω αυτόν τον τοίχο. Με ειδική, «αντί-γκράφιτι» μπογιά, αυτή τη φορά.

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2020

Η εμφάνιση και η αντιστροφή του υπεράνθρωπου

Πέρασα τις δέκα ημέρες των διακοπών μου διαβάζοντας ένα βιβλίο 2300 σελίδων, που όλοι το ξέρετε, αλλά ελάχιστοι το γνωρίζετε. Πρόκειται για την τελευταία, πιθανότατα μόνη πλήρη μετάφραση και έκδοση του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά (πατρός) ο «Κόμης Μοντεχρήστος» στα Ελληνικά, σε δύο τόμους, με σημειώσεις, σχόλια και βιβλιογραφία, από τις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ. Εξαίρετος μεταφραστής και σχολιαστής, ο άγνωστός μου Ωρίων Αρκομανής (μου μυρίζει ψευδώνυμο).

Την ιστορία του Κόμη Μοντεχρήστου την γνωρίζετε φαντάζομαι όλοι: από τις διάφορες κουτσουρεμένες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν και κυκλοφορούν ακόμα, από τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», από τις 45 κινηματογραφικές ταινίες (ρεκόρ!) που γυρίστηκαν με θέμα το μυθιστόρημα. Ωστόσο παραθέτω μία πρόχειρη περίληψη:

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Εδμόνδος Νταντές 18 λαμπερός ύπαρχος στο εμπορικό πλοίο «Φαραώ»,  έχει πολλούς εχθρούς. Τον φθονούν για την μετεωρική του άνοδο, για την πεντάμορφη αρραβωνιαστικιά του, την εύνοια του πλοιοκτήτη. Τον εμπλέκουν σε μία συνομωσία και καταλήγει στα μπουντρούμια του κάστρου του Ιφ όπου και μένει 14 χρόνια χωρίς να δικαστεί. Καταφέρνει μέσα από σήραγγες να επικοινωνήσει με τον συγκρατούμενο του Αβά Φαρία, ο οποίος πέρα από πανεπιστήμων και παντογνώστης, εμφανίζεται και ως κάτοχος μίας αμύθητης περιουσίας – ενώ όλοι τον θεωρούν τρελό.

Ο Φαρίας πεθαίνει και ο Νταντές παίρνει την θέση του μέσα στο σάβανο και με κίνδυνο της ζωής του κερδίζει την ελευθερία του.

Ο Νταντές εξαφανίζεται και την θέση του παίρνει ο μυστηριώδης Κόμης Μοντεχρήστος. Είναι σοφός με όλη την γνώση που του μεταλαμπάδευσε ο Αβάς, (μιλάει όλες τις γλώσσες, ως και «ρομέικα») και αδιανόητα πλούσιος. Και τώρα μπορεί να τιμωρήσει όλους αυτούς που τον αδίκησαν και να ευεργετήσει όσους του στάθηκαν. Το επιτυγχάνει αριστουργηματικά, κάνοντάς τους να χρησιμοποιήσουν την κακία τους αναμεταξύ τους.

Είναι παντοδύναμος και αλάνθαστος. Είναι θεός; Κάτι καλύτερο, γιατί διορθώνει τις αδικίες που επέτρεψε ο Θεός.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Νίτσε κήρυξε το θάνατο του Θεού και το ξεπέρασμά του από τον «Υπεράνθρωπο». Ο Γκράμσι γράφει πως ο Κόμης Μοντεχρήστος υπήρξε το πρότυπο για τον «Υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Και ο Umberto Eco αφού υπογραμμίσει πόσο κακογραμμένο και φλύαρο είναι το κείμενο (ο Δουμάς πληρωνόταν με την αράδα!) αρχίζει και τελειώνει την ανάλυσή του γράφοντας: «Ο ''Κόμης του Μοντεκρίστο'' είναι σίγουρα ένα από τα πιο συναρπαστικά μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί ποτέ». Φιλόσοφοι και δοκιμιογράφοι έχουν γράψει τόμους για το βαθύτερο νόημά του.

Ωστόσο, τελειώνοντας το κείμενο, με βασάνισε μία απορία. Τι συνέβη και η το πρότυπο που καλού, δίκαιου και παντοδύναμου υπερήρωα, έχει αντιστραφεί στην εποχή μας;

Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Μπιλ Γκαίητς. Μπορεί να μην πέρασε από κάτεργο, αλλά είναι σοφός (κάθε του άρθρο είναι εκπληκτικά σωστό) και έχει την δύναμη του τεράστιου πλούτου την οποία ξοδεύει αφειδώς για να βοηθήσει την ανθρωπότητα. Το έργο που έχει κάνει στην Αφρική είναι μοναδικό – έχει εξαλείψει πληγές αιώνων.  

Κι όμως ο μέσος πολίτης τον βλέπει με καχυποψία – και είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν στο «τσιπάκι» που θέλει τάχα να μας βάλει μαζί με το εμβόλιο για να μας ελέγχει. Για να μην μιλήσω για άλλους φιλάνθρωπους σαν τον Μπάφετ ή ακόμα χειρότερα τον Σόρος που τον συνδέουν με κάθε συνομωσία του κακού.

Αν εμφανιζόταν ξαφνικά ο Κόμης Μοντεχρήστος – ίσως θα τον ξαναρίχναμε στο μπουντρούμι…

Σάββατο, Αυγούστου 15, 2020

Ο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου»

Όποτε έχουμε μεγάλες γιορτές ο νους μου πάει στον Παπαδιαμάντη. Από παιδί τον διάβαζα στις διασκευές που είχε κάνει  η Γεωργία Ταρσούλη στη δημοτική. Όταν πλησίαζε το Πάσχα ξαναδιάβαζα τα Πασχαλινά Διηγήματα και βέβαια στο τέλος του χρόνου τα Χριστουγεννιάτικα. Και τώρα ακόμα κατεβάζω τους βαριούς τόμους της έκδοσης του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου για να πάρω τη δόση μου.

Για τον Δεκαπενταύγουστο έχει γράψει μόνον ένα διήγημα, που πολύ λίγο αφορά την γιορτή – αλλά πολύ εκφράζει την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, ο νους μου γυρίζει πάντα στον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, τον «φιλέρημο γέροντα», του Παπαδιαμάντη. Τον οξύθυμο και πεισματάρη: «όσον τρυφερός ήτο εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις οργήν». Που θυμώδης και πικραμένος είχε αποτραβηχτεί από τα ανθρώπινα και μόναζε πάνω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας.

«Δεν ήτο και πολύ γέρων» γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος». Ποιος είναι σήμερα 'γέρων' στα πενήντα πέντε;

«Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου». Ένα διήγημα όπου δεν συμβαίνει τίποτα – και συμβαίνουν τα πάντα. Δράση καμία - μόνο ανάκληση μίας ζωής, της κάθε ζωής που τελειώνει σε μοναξιά και ερήμωση. «Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του, κ' ερρέμβαζεν». Μπροστά του ξετυλίγεται η πικρή του βιογραφία που τελειώνει με την απώλεια της αγαπημένης του μικρής κόρης.

«Το'χασα, το καημένο μ', το ευάγωγο, το'χασα!»

Τέτοιες μέρες, γιορτινές, όποιος δεν φεύγει, ρεμβάζει. Οι περισσότεροι βέβαια φεύγουν. Ούτε μπορούν - ούτε θέλουν να θυμηθούν. Η ευτυχία - αν υπάρχει - είναι υπόθεση μνήμης. Όσο λιγότερη τόσο καλύτερα. Όσο πιο νέοι, τόσο βραχύτερο το παρελθόν

Κι εγώ, που δεν νιώθω 'γέρων' - αν κι έχω περάσει από καιρό τα πενήντα πέντε - αυτές τις μέρες γυρίζω πίσω. Σαν τον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, γίνομαι «φιλέρημος», αποσύρομαι πεισματωμένος και αναπολώ. Χρόνια παιδικά, όπου ο Δεκαπενταύγουστος ήταν ακόμα γιορτή της Παναγίας - κι όχι απλά η αιχμή των διακοπών. Ποιος έκανε τότε διακοπές; Απλά τα παιδιά τα στέλνανε «εξοχή» - μπορεί να ήταν και η …Γλυφάδα - και ο πατέρας ερχόταν τα Σαββατοκύριακα.

Κατεβάζαμε μελωμένα σύκα από τις συκιές και στυφές αγουρίδες - μόνο που μας φαίνονταν γλυκές γιατί έτσι ήταν η γεύση μας.

Ένα και δυό: την μοίρα μας δεν θα την πει κανένας

Ένα και δυό: την μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς.

Λέγαμε τότε, με τον Ελύτη: «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό», γυρίζαμε την φρυγμένη αυγουστιάτικη γη - και τα βράδια τραγουδούσαμε στην ακροθαλασσιά την πανσέληνο.

Είναι άραγε ο ίδιος ήλιος του Αυγούστου; Σαν να κρύωσε κάπως. Τα σκαλιά της Ύδρας έγιναν περισσότερα. Οι σκιές μακραίνουν. Από τον «Ήλιο τον Πρώτο» φτάνουμε στον άλλον ήλιο του Ελύτη. Αυτόν που κλείνει τα «Ελεγεία της Οξώπετρας»:

«Ο θάνατος, ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα».

Όμως μέχρι τότε δικαίωμά μας η ζωή, η χαρά, η πίκρα και ο ρεμβασμός.

(Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή πριν 25 χρόνια – στις 20/8/1995. Τώρα είμαι πολύ πιο «γέρων» και το καταλαβαίνω καλύτερα). 

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2020

Προγονολατρεία

Παρακολουθώ τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (που στην περίπτωση αυτή είναι Μέσα Κοινωνικής Διαμάχης). Οι Ελληνάρες διατυμπανίζουν την αρχαία ιστορική τους υπεροχή (Μινωίτες, Μυκηναίοι, Αχαιοί και Δωριείς) και οι Τούρκοι τις πιο πρόσφατες επιδόσεις τους (Από την Άλωση μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και  την κατάκτηση της Κύπρου).

Και οι μεν και οι δε σκαρφαλώνουν επάνω στις πλάτες των αρχαιότερων τους για να φανούν ψηλότεροι και πιο επιβλητικοί. Και κυρίως να σνομπάρουν τους γειτόνους. - Οι Τούρκοι; Ποιοι Τούρκοι; Αυτοί κατάγονται από Μογγόλους!

Ενώ εμείς; Μήπως δεν καταγόμαστε όλοι από πιθήκους; Αλλά θα μου πείτε πως οι Μογγόλοι είναι κατώτεροι ράτσα (Να και ο ρατσισμός)

Δεν έχω ποτέ καταλάβει γιατί έχει τόση σημασία η καταγωγή ενός ανθρώπου. Βέβαια παλιά υπήρχαν οι ευγενείς, οι «γαλαζοαίματοι» όπως τους έλεγαν. Εκείνοι πίστευαν στα σοβαρά ότι είναι ανώτεροι. Οι υπόλοιποι άνθρωποι υπήρχαν για να τους υπηρετούν. Μεγάλα δράματα και τραγωδίες συμβαίνανε, όταν ένας κοινός θνητός τολμούσε να φλερτάρει την νεαρή κόμισσα ή μαρκησία. – Ποιος; Ο γιός του παπουτσή; Αν είναι δυνατόν!

Διαβάζω κατεβατά ολόκληρα στα Κοινωνικά Δίκτυα που εξυμνούν τους προγόνους μας και λοιδορούν τους προγόνους των άλλων λαών. Ολόκληρες επιστημονικές αποστολές ασχολούνται με το να εξερευνήσουν το DNA παλαιοντολογικών σκελετών για να καταλήξουν στο θριαμβευτικό συμπέρασμα ότι το δικό μας προσομοιάζει με εκείνο των Μυκηναίων.

Ε, και;

Θα το γράψω με κεφαλαία γράμματα μήπως και το προσέξουν μερικοί από τις μυριάδες των προγονολατρών.

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΟΙΟΝ ΚΑΤΑΓΕΣΑΙ. ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΕΣΥ ΠΕΤΥΧΕΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ. ΑΥΤΟ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΤΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΘΝΗ.

Αυτό δεν αφορά μόνο την «ευγένεια του αίματος» αλλά και τα επιτεύγματα του νου. Ο γιός ενός νομπελίστα δεν είναι σε τίποτα ανώτερος από τον γιο του ρακοσυλλέκτη – εκτός αν δημιουργήσει ο ίδιος κάτι αξιόλογο.

Βέβαια υπάρχει η αριστοκρατία του πλούτου. Ο γιός ενός μεγιστάνα νιώθει ανώτερος από το γιο ενός μεροκαματιάρη γιατί είναι πιο πλούσιος. Και μπορεί να αγοράσει ακριβά πράγματα – σκάφη, αυτοκίνητα, ελικόπτερα – που ο καθένας από μας δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί.

Θα μου πείτε πως υπάρχει και η αριστοκρατία της ισχύος. Ο γιος του υπουργού έχει δυνατότητες, λόγω του πατέρα του. Αλλά αυτά είναι πράγματα παροδικά, τα αξιώματα σήμερα τα έχεις, αύριο τα χάνεις.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας:

Δεν γεννιούνται ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι, ούτε λαοί. Γεννιούνται σίγουρα μερικά άτομα πιο έξυπνα και άλλα λιγότερο. Η επιστήμη λέει ότι η αναλογία έξυπνων και κουτών είναι περίπου ίδια σε κάθε λαό.

Όμως μερικές φορές η φύση παίζει ένα περίεργο παιχνίδι. Σε ένα χώρο, την ίδια εποχή, εμφανίζονται μαζικά πολλές μεγαλοφυΐες: στον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, στην Φλωρεντία την Αναγέννηση, στο Παρίσι του Διαφωτισμού, ή στην Βιέννη του Μεσοπολέμου.

Εμείς είμαστε τα υπερήφανα θύματα της χειρότερης τέτοιας συγκυρίας. Το θαύμα που έγινε στην αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα δεν ξανάγινε ποτέ, πουθενά. Τα πάντα ξεκίνησαν εκεί, μέσα σε λίγες δεκαετίες – και ήδη σε ώριμη μορφή.

Όμως, έναν αιώνα μετά, οι Αθηναίοι ήταν πάλι συνηθισμένοι άνθρωποι. Όπως κι εμείς, τώρα. Και θα έπρεπε να πάψουμε να είμαστε προσκολλημένοι στη Μεγάλη Εξαίρεση για να μπορέσουμε να ζήσουμε.

Η προγονολατρεία δεν προσφέρει τίποτα σε ένα λαό – παρά μόνο ένα αίσθημα κούφιας υπερηφάνειας και ταυτόχρονα μειονεξίας απέναντι στο παρελθόν. Κανένας λαός δεν μπορεί να βαδίσει μπροστά, κοιτάζοντας προς τα πίσω.

Κυριακή, Αυγούστου 02, 2020

Λίγη γαλήνη, παρακαλώ…

Θυμάμαι τα χρόνια που, μαθητής, έκλεινα τα βιβλία, τα καταχώνιαζα στην μεγάλη δερμάτινη τσάντα (που περιείχε το 130% της διδακτέας ύλης γιατί είχε και βιβλία περασμένων ετών) και αναστέναζα με ανακούφιση. Τώρα είχα τρεις μήνες μπροστά μου, χωρίς καμία έγνοια, παρά μόνο βόλτες με παρέες πεζή ή με το ποδήλατο, ξενύχτια με τραγούδι στην ακρογιαλιά, κάτι πάρτι μάλλον λυμφατικά. Κολύμπι, ψάρεμα, και κυρίως ξάπλα. Με βιβλίο φυσικά… Διάβασμα μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.

Όλα αυτά στο σπίτι της μεγάλης αδερφής μου, στο Μάτι. (Πάει το Μάτι! Και το σπίτι, που είχε πουληθεί από καιρό, κάηκε το μισό).

Αλλά δεν κάηκε μόνο το Μάτι. Κάπου κάηκε και το καλοκαίρι…

Από όλα αυτά νοσταλγώ την ανεμελιά. Την αίσθηση της ελευθερίας, του άπειρα διαθέσιμου χρόνου, της εσωτερικής γαλήνης. Τι με απασχολούσε; Τι θα φάμε για μεσημέρι, (μια ματιά στην κουζίνα) προς τα πού θα πάμε βόλτα το βράδυ… κι αν (ω! μεγάλο ερώτημα!) αν θα μπορούσα να κλέψω κανένα αθώο φιλί από το κορίτσι που μου άρεσε.

Τώρα τι με απασχολεί; Αν το βράδυ της προεδρικής δεξίωσης την περασμένη Παρασκευή βρέθηκα δίπλα σε κανένα ασυμπτωματικό και αρχίσω να γίνομαι …συμπτωματικός.

Τελικά ο κορωνοϊός έχει γίνει ένα φάσμα που βρίσκεται παντού, απειλεί τους πάντες και δεν επιτρέπει καμία φαντασίωση ή ονειροπόληση για το μέλλον. «Φόβοι για νέα έξαρση του ιού στην Αττική» διαβάζω στο πρωτοσέλιδο σοβαρής εφημερίδας και φρίττω.

Ωστόσο η προεδρική δεξίωση ήταν ειδυλλιακή και καμάρωσα την προεδρίνα μας τόσο στην ομιλία όσο και στις σύντομες συζητήσεις με τους προσκεκλημένους. Επίσης πολύ χάρηκα τις επιλογές στις προσκλήσεις – κι αυτοί που έλειπαν καλώς έλειπαν και οι παρόντες ήταν σωστοί.

Αλλά εκτός από τον κορωνοϊό, την βραδιά σκίαζε και ο Ερντογάν. Η Αγία Σοφία, οι κινήσεις του στόλου, οι απειλές και οι τρομολαγνεία των Τούρκων.

Πώς να χαρείς καλοκαίρι με το δάχτυλο στην σκανδάλη;

Ομολογώ  πως θα έδινα όλα τα φετινά έσοδα των βιβλίων μου προκειμένου να προμηθευτώ μία καλή μερίδα αμεριμνησίας… (Μην σας εντυπωσιάζει η …γενναιοδωρία μου. Από τα έσοδα των βιβλίων μου δεν ζει πια ούτε ένας σκύλος. Πάνε οι εποχές των στρουμπουλών αγελάδων).

Προς το παρόν διαβάζω τα βιβλία των άλλων. Τελείωσα τους «Πλάνητες» της Τόχαρτσουκ (Προσοχή: όχι Πλανήτες!) και ζαλίστηκα από την ιδιοφυία της γραφής. Δεν είναι εύκολο βιβλίο, αλλά είναι από τα καλύτερα που έχω διαβάσει. Μετά από πολλά απογοητευτικά Νόμπελ – ένα ολόχρυσο!

Τα υπέροχα ποιήματα της Λένιας Ζαφειροπούλου στην «Αίθουσα των Χαμένων Βημάτων» (οι ποιήτριες μας λάμπουν!), τα πεζά του «Παπαδιαμάντη της Μυκόνου» Παναγιώτη Κουσαθανά στο «Το σεντούκι που γύρευε το κλειδί του» και το «Από το ΝτεΣεβώ στο Drone» της Άννας Διαμαντοπούλου. Βιβλίο ερωτο-αποκρίσεων, στα οποία διαπρέπει ο Μάκης Προβατάς, με την διαυγή σκέψη και γνώση της ευφυέστατης Α.Δ.

Ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλία – και σώζεται το καλοκαίρι…


Υ. Γ. Το περασμένο μου κείμενο («Το Μέλλον των Ελλήνων») το οποίο αναφερόταν σε μία γερασμένη Ελλάδα του 2100, 5,2 εκ. κατοίκων, που θα μπορούσε να σωθεί αν αξιοποιούσαμε πρόσφυγες και μετανάστες, ξεσήκωσε σάλο σχολίων – ιδιαίτερα στο Τουίτερ. Προτάθηκαν άλλες λύσεις (κανείς δεν θέλει τους ξένους). Να επιστρέψουν όλοι οι Έλληνες του Brain-Drain. (Θα το θελήσουν; Και πόσοι;) Να δοθούν ισχυρά επιδόματα για περισσότερα παιδιά. (Μέθοδος Ορμπάν, και Γάλλων). Να δοθούν άλλα κίνητρα όπως στο Ισραήλ.

Δεν είμαι ειδικός στο θέμα – αλλά έχω την εντύπωση πως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο. Η στατιστική του Lancet με πανικόβαλε -  παρόλο βέβαια που δεν με αφορά προσωπικά. Το 2100 ακόμα και η στάχτη μου θα έχει χαθεί.