Κυριακή, Μαρτίου 28, 2021

Μία ασθενής γιορτάζει γενέθλια

Το σκεπτόμουν ενώ έβλεπα – από την τηλεόραση όπως όλοι – τα εορταστικά προγράμματα, την παρέλαση και τους υψηλούς επισκέπτες.

Αυτή η άτυχη χώρα γιορτάζει επέτειο, ενώ τα νοσοκομειακά κάνουν ουρές έξω από τα νοσοκομεία και χιλιάδες οικογένειες πενθούν.

Αλλά και πότε ήταν υγιής και χαρούμενη αυτή η χώρα;

Γεννήθηκε (με την βοήθεια των ξένων) μέσα από μία επανάσταση που περιλάμβανε δεκάδες εμφύλιους. Ο πρώτος (και ίσως καλύτερος) κυβερνήτης της (και ως γιατρός ήταν απαραίτητος) δολοφονήθηκε μέσα σε μία εξέγερση, ενώ ο Μιαούλης έκαιγε τον στόλο. Τι ακολούθησε; Όπως γράφει ο Γιώργος Δερτιλής «Από το 1821 ως το 2012 ή Ελλάδα έχει εμπλακεί σε τέσσερεις εμφύλιους και επτά εξωτερικούς πολέμους». Επιπλέον, συνολικά στους δύο αυτούς αιώνες, το ελληνικό κράτος πτώχευσε επτά φορές.

Τι να θυμηθεί κανείς στα διακόσια χρόνια;… Τις αρχικές ανόητες διαμάχες αυτοχθόνων και ετεροχθόνων; Την «ευγενή μας τύφλωση» στον πόλεμο του 1897 όπου οι Τούρκοι κόντεψαν να φτάσουν στην Αθήνα – και τους σταμάτησαν οι ξένοι;

Ναι, υπήρξαν και στιγμές δόξας και περηφάνειας – που όμως έσβησαν άσκημα στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής. Πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και πώς να τους ενσωματώσεις;

Κανονικά η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε χαθεί μέσα στους εμφύλιους και τις χρεοκοπίες. Δεν ξέρω άλλη χώρα που να πέρασε δύο τόσο ταραγμένους και δολοφονικούς αιώνες. Όταν οι άλλες χώρες ξεπερνούσαν τα τραύματα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, εμείς πολεμούσαμε στο Γράμμο και το Βίτσι τον δικό μας εμφύλιο. Όταν άρχισε ένα κίνημα «άνοιξης» στην διεθνή νεολαία – από τον Μάη του 68, ως το Woodstock – εμείς οπισθοδρομούσαμε με μία καραβανάδικη δικτατορία που μας έβαλε στο γύψο. Την δεκαετία του 90, μετά την συνετή και σοβαρή διακυβέρνηση Σημίτη, μία σπάταλη και χαοτική εξουσία μας οδήγησε στην τελευταία μας χρεοκοπία.

Όταν κυκλοφόρησε η «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» στην Γερμανία, μία κριτικός έγραψε ότι «αυτό το βιβλίο είναι το παράπονο ενός απαρηγόρητου εραστή». Ήταν η πιο σωστή παρατήρηση. Λάτρευα και λατρεύω την Ελλάδα και κάθε τι που την πλήγωνε, πλήγωνε κι εμένα. Ογδόντα έξη χρόνια συμβίωσης ήταν μία δύσκολη και οδυνηρή συγκυρία.

Και τώρα γιορτάζουμε, ενώ από τις πίσω πόρτες βγαίνουν οι διασωληνωμένοι και πτώματα!

Ωστόσο εγώ μουρμουρίζω μέσα μου αυτό το παλιό εμβατήριο: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…» Και πράγματι, αν είναι κάτι που μας ξεχωρίζει από τα άλλα κράτη, δεν είναι η ομορφιά των τοπίων, των βουνών και των νησιών μας, δεν είναι το υψηλό επίπεδο του ποιητικού μας λόγου (ποιο κράτος έχει να επιδείξει Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο…). Αυτό που μας ξεχωρίζει είναι η αντοχή και το πείσμα μας. Συχνά κάνουμε τα εύκολα δύσκολα – λες και μας αρέσει να δοκιμάζουμε την δύναμή μας. Αλλά συνήθως τα καταφέρνουμε.

Χρόνια πολλά, λοιπόν, Ελλάδα, (σου γράφω ανήμερα στα γενέθλια σου) να ζήσεις και να ευημερήσεις! Ζήσαμε μαζί δύσκολες ώρες, πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, δικτατορίες, χρεοκοπίες. Εγώ κάποτε (ελπίζω όσο γίνεται πιο αργά…) θα φύγω, αλλά εσύ θα συνεχίσεις. Ελπίζω να βρεις τον εαυτό σου, την ταυτότητά σου (που ακόμα κυμαίνεται ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση) να ισορροπήσεις το υπερβολικά ένδοξο παρελθόν σου με το φτωχότερο παρόν σου, και να απολαύσεις την ομορφιά του τοπίου σου χωρίς χωματερές και σκουπιδότοπους. Να γίνεις μία «Δανία του Νότου» (όπως είχε ονειρευθεί κάποιος για σένα).

Και να σβήσεις από την παγκόσμια ποίηση τους στίχους του Λόρδου Βύρωνα:

Και τι μένει πια σ’ αυτή την άκρη;

Για τους Έλληνες μία ντροπή, για την Ελλάδα ένα δάκρυ.

Κυριακή, Μαρτίου 21, 2021

Η 201η Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου

Όταν αναγγέλθηκε ο εορτασμός των 200 χρόνων από την επανάσταση του 21  είχα δημοσιεύσει σε αυτή τη στήλη ένα κείμενο που σχολιάστηκε – κυρίως αρνητικά. Έγραφα:

«Το είχα ήδη μυριστεί από καιρό – δεν θα ήταν δυνατόν οι Έλληνες να αποφύγουν αυτή την επέτειο. Διακόσια στρογγυλά χρόνια είναι μεγάλος πειρασμός για μία ή και πολλές εθνικές φιέστες. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκα ότι ο Πρωθυπουργός κάλεσε την κυρία Αγγελοπούλου να αναλάβει την προεδρία της οργανωτικής επιτροπής, οι φόβοι μου έγιναν εντελώς συγκεκριμένοι».

Οραματιζόμουν ήδη φιέστες και  πανηγυρικούς λόγους δημοδιδασκάλων  με τα εκκλησιαστικά λάβαρα να προπαγανδίζουν τους εθνικούς μύθους.

(Διότι η ιστορία του 21, όπως εμφανίζεται στην Ελλάδα, αποτελείται 90% από μύθους).

Πρώτος μύθος που αποστήθιζαν δεκαετίες όλα τα παιδιά:

«Στις 25 Μαρτίου του 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας».

Ούτε ΜΙΑ λέξη σε αυτή τη φράση δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Η εκκλησία μάλιστα έχει πετύχει το απόλυτο προπαγανδιστικό επίτευγμα. Ενώ, επί δεκαετίες πολέμησε με λύσσα τις ιδέες της Επανάστασης, (ελευθερία, ισότητα, αδερφοσύνη) ως σατανικά δόγματα που έρχονταν από την Εσπερία, και μας εξόρκιζε να αγαπάμε τον «πατέρα μας» τον Σουλτάνο, και αφού κυνήγησε τον Ρήγα και αφόρισε τον Υψηλάντη, τώρα έχει πείσει τους Έλληνες ότι ήταν …υπερ-επαναστατική!

Δεύτερος μύθος: «Οι Έλληνες πολέμησαν τους Τούρκους σαν λιοντάρια και ελευθέρωσαν την κατεχόμενη Ελλάδα».

Πράγματι οι Έλληνες πολέμησαν σαν λιοντάρια… αλλά κυρίως αναμεταξύ τους! Αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες αψιμαχίες με τον Δράμαλη και την κατάληψη της Τριπολιτσάς (για την σφαγή αμάχων, που ακολούθησε, πρέπει να ντρεπόμαστε) από εκεί και πέρα, ο πόλεμος εξελίχθηκε σε εμφύλιο. Εκτός από την πολιορκία και έξοδο του Μεσολογγίου ελάχιστες ηρωικές σελίδες υπήρξαν.

Την Ελλάδα δεν την απελευθέρωσαν οι Έλληνες, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις, αφού ο Ιμπραήμ είχε ήδη καταλάβει σχεδόν όλη την χώρα».

Αυτά έγραφα σε αυτή τη στήλη στις 8. 11. του 2019. Και αλίμονο: πριν περάσουν οι τρεις πρώτοι μήνες του εορτασμού, άρχισα να δικαιώνομαι. (Ευτυχώς – ουδέν κακόν… - τις φιέστες μας τις χάλασε  ο κορωνοϊός).

Αλλά πάλι οι μύθοι κυριάρχησαν και κάλυψαν τις αλήθειες. Π.χ. τα δύο τρίτα των Ελλήνων πιστεύουν ακόμα ότι υπήρξε το «Κρυφό Σχολειό» κι εδώ, στο Βήμα, δημοσιεύσαμε σε μεγάλο μέγεθος τον σχετικό πίνακα του Γύζη. Κι ας συμφωνούν πια όλοι οι ιστορικοί πως δεν υπήρξε ποτέ.

Δεν μας φτάνουν οι δικοί μας μύθοι, δανειζόμαστε και ξένους. Χθες είδα μία εκπομπή στην ΕΡΤ («Η μηχανή του Χρόνου») που εξυμνούσε τον ηρωικό αγώνα που έκαναν οι Σουλιώτες εναντίον των Τούρκων. (Κούγκι, Κιάφα, Ζάλογγο). Μόνο που οι γενναίοι αυτοί Σουλιώτες ήταν …Αλβανοί και όχι Έλληνες. Πολεμούσαν εναντίον άλλων Αλβανών (άλλες «φάρες», δηλαδή φυλές). Πουθενά δεν αναφέρθηκε στην εκπομπή ότι δεν ήταν Έλληνες. Ας αφήσουμε πως ο πόλεμος αυτός έγινε 20 χρόνια πριν από την δική μας επανάσταση.

Έγραφα το 19: «…είμαι βέβαιος πως πάλι δεν θα ακουστούν οι φωνές των επιστημόνων και των ιστορικών – αλλά των πατριδοκάπηλων.  Θα ήταν μία σημαντική ευκαιρία να αναλύσει κανείς  τα πραγματικά πεπραγμένα της Επανάστασης και να πληροφορηθεί ο λαός πολλές πικρές – αλλά διδακτικές – αλήθειες. Να ξαναγραφτούν και τα σχολικά βιβλία».

Και προσθέτω τώρα: θα ήταν επίσης σημαντικό αντί να εστιάσουμε μόνο στην επανάσταση, να ασχοληθούμε με τα 200 χρόνια που πέρασαν, τις περιπέτειες της πατρίδας μας και πώς, μέσα από εμφύλιους και χρεοκοπίες, κατάφερε να αναδυθεί σαν μία σύγχρονη και (ελπίζω) ώριμη χώρα. Να μην γιορτάσουμε μία επέτειο – αλλά μία διαδικασία δύο αιώνων που μας έφεραν ως εδώ. Ευτυχώς έχουμε άριστους ιστορικούς που μπορούνε να ζωντανέψουν το «εθνικόν=αληθές» του Σολωμού. Για να ωριμάσουμε όλοι. 

Σάββατο, Μαρτίου 13, 2021

Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΕΤΟΣ

(Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο «Βήμα» πριν από τριάντα επτά χρόνια. Αλλά η σκηνή που περιγράφει πάει άλλα σαράντα χρόνια πιο πίσω, μέσα στην Κατοχή. Ο Μαύρος Αετός υπήρξε και στοίχειωσε τα παιδικά μου χρόνια. Με άλλη μορφή υπάρχει ακόμα και πάντα).


Υπάρχουν πολλοί τρόποι, να επικοινωνείς με τον Θεό. Ένας από αυτούς είναι ο χαρταετός.

Την ώρα που έχει σηκωθεί ψηλά – πολύ ψηλά, σημαδάκι στο άπειρο, έχεις την αίσθηση πως τα τραβήγματα και τα τεντώματα στο σκοινί που κρατάς, είναι σημάδια από το επέκεινα.

Σαν να ήσουνα δεμένος με τον άλλο κόσμο, τον πέρα από εμάς. Με μια λεπτή κλωστή, αόρατη, που σε συνδέει με το άγνωστο. Που σου στέλνει, μηνύματα και θείες νύξεις.

Κι αυτή η λαχτάρα ν' ανέβεις πιο ψηλά! Κάποια στιγμή γίνεται ύβρις. Ξεπερνάς τα όριά σου, ο αετός δεν μπορεί πια να σηκώσει το βάρος της καλούμπας και πέφτει.

Χιλιάδες τα κουφάρια και οι σκελετοί - σε σύρματα, σε δέντρα, σε κεραίες τηλεοράσεως. Τεκμήρια προσπαθειών που σχεδόν ποτέ δεν έχουν αίσιο τέλος.

Πόσοι αετοί επιζούν για να γιορτάσουν άλλη μια Καθαρή Δευτέρα; Σίγουρα, πολλοί είναι θύματα της ατζαμοσύνης των νεότερων (πού η παλιά τέχνη: ώρες να στρώσεις τα ζύγια!). Αλλά οι περισσότεροι είναι θύματα της φιλοδοξίας.

Πιο ψηλά – ακόμα πιο ψηλά !

Ανάγκη να βρεθούνε πιο κοντά στο Θεό, πιο μακριά από τον εαυτό τους, πιο ψηλά από τους άλλους;

Η μέθη του Διαστήματος, που παρασύρει και απογειώνει τον χειριστή μαζί με το χαρταετό;

Το τέλος είναι δεδομένο. Ίσως είναι και η πρώτη τραγική εμπειρία για κάθε παιδί. Ο μύθος του Ίκαρου παρασταίνεται χιλιάδες φορές κάθε Καθαρή Δευτέρα. Και το θύμα είναι η πρώτη αγάπη ενός παιδιού, που χάνεται επειδή αποτολμά το αδύνατο. Διδαχή τραγωδίας.

Όμως, εκτός από το τραγικό, υπάρχει και το δραματικό στοιχείο. Όχι μόνο αγώνας με τα ανθρώπινα όρια - αλλά και αγώνας με τους ανθρώπους. Ανταγωνισμός μέχρι θανάτου.

Παιδιά, στολίζαμε με ξυραφάκια τις ουρές των αετών. Για να κόβουμε τις καλούμπες (ή και τις ουρές) των άλλων. Και οι πιο επικίνδυνοι αετοί- επειδή ήταν ιδιαίτερα ευέλικτοι και γρήγοροι- ήταν τα "σμυρνάκια". Ιδεώδη για ξυράφια, αλλά δύσκολα στην κατασκευή και στο πέταγμα.

Τώρα έχουν εξαφανιστεί από τους ουρανούς. Είχαν σχήμα αντίστροφης σταγόνας. Ο σκελετός τους φτιαχνόταν από ένα καλάμι λυγισμένο, με ένα πηχάκι οριζόντιο για κόντρα. Ήταν όμορφα, κομψά, όχι σαν τις σημερινές ιπτάμενες τηγανίτες.

Θυμάμαι ένα σμυρνάκι μαύρο, κατάμαυρο. Στη μαύρη ουρά λάμπανε κι αστράφτανε οι λεπίδες. Δεν μάθαμε ποτέ ποιος το σήκωνε. Ξαφνικά εμφανιζότανε ανάμεσα στους αετούς της γειτονιάς και σκορπούσε όλεθρο. Όμορφο σαν άγγελος θανάτου, κομψό κι αγέρωχο, σειόταν, λυγιζόταν, πλησίαζε. Έκανε μετά την υπολογισμένη βουτιά του - κι άλλος ένας χαρταετός έπεφτε ακυβέρνητος στο κενό. Παιδιά κλαίγανε, μπαμπάδες ψάχνανε για τον ένοχο.

Όμως αυτός άλλαζε στέκι μέσα στα χαμηλά -μονόπατα και δίπατα- σπίτια και ποτέ δεν τον βρήκαμε.

Δεν πειράζει. Πήραμε άλλο ένα δίδαγμα: πόσο οδυνηρό, ανεξήγητο και περίεργα όμορφο είναι το Κακό.


Κυριακή, Μαρτίου 07, 2021

Παράπονο εμβολιασμένου

Στις 3 Ιανουαρίου – αρχή του καινούργιου χρόνου – είχε δημοσιευθεί σε αυτή τη στήλη ένα κείμενο-έκκληση με τον τίτλο: «Πού είσαι εμβόλιον;» Όπου απαριθμούσα πόσα πράγματα θα έκανα από την στιγμή που θα εμβολιαζόμουν.

Το εμβόλιο ήρθε, το έκανα (την πρώτη δόση στις 21 Ιανουαρίου, την δεύτερη στις 11 Φεβρουαρίου) και τι κέρδισα;

Ούτε ένα αξιοπρεπές κούρεμα – που κοντεύω να γίνω σαν γίδι!

Ότι νιώθω μεγαλύτερη σιγουριά (αν και με ζώνουν σαν τα φίδια οι φήμες και οι ειδήσεις για τις πραγματικές ή φημολογούμενες μεταλλάξεις του ιού) είναι γεγονός. Αλλά πέρα από αυτό… τίποτα. Τώρα που γράφω (είναι Τετάρτη – τελευταία μέρα για να παραδώσω το Κυριακάτικο κείμενό μου)  οι λοιμοξιολόγοι συνεδριάζουν και σχεδιάζουν να περικόψουν και άλλο τις λίγες μας ελευθερίες.

Έξω ο καιρός είναι ανοιξιάτικος – λαμπρός ήλιος με λίγη ψύχρα. Αλλά κλεισμένοι στα σπίτια, την άνοιξη την βλέπουμε από το παράθυρο. Κι αν επικρατήσουν οι απόψεις των πιο αυστηρών, ίσως ζητήσουν να κλείσουμε και τα παντζούρια…

Πικρό χιούμορ. Αλλά φυσιολογική αντίδραση ενός ανθρώπου που ζει τον τρίτο του εγκλεισμό (lockdown OK, κ. Μπαμπινιώτη;) και δεν βλέπει να βελτιώνεται η κατάσταση. Μάλιστα, στο κύριο άρθρο της σημερινής «Καθημερινής» με τίτλο «Απαγορεύσεις χωρίς όφελος» διαβάζω: «Είμαστε ήδη στην τρίτη εβδομάδα lockdown. Η ιδιαιτερότητα αυτής της φάσης είναι ότι υφιστάμεθα όλες τις οικονομικές, εκπαιδευτικές και ψυχοκοινωνικές παρενέργειες των απαγορεύσεων, δίχως να βλέπουμε την υγειονομική τους ωφέλεια. Φαίνεται σαν να ματαιοπονούμε καίγοντας τα τελευταία αποθέματα υπομονής…».

Η εφημερίδα συνεχίζει ζητώντας να αλλάξει το μείγμα των μέτρων. Πιστεύω ότι έχει δίκιο. Στην γειτονιά μου κάθε βράδυ, εδώ και πολλές μέρες, ακούγεται ο απόηχος (πότε μακρινός – πότε κοντινός) ενός πάρτι. Που συχνά συνεχίζεται ως το πρωί (προφανώς για να μπορέσουν οι καλεσμένοι να επιστρέψουν όταν επιτραπεί η κυκλοφορία). Εμείς το ακούμε καθαρά – άραγε η αστυνομία δεν ακούει τις μουσικές και τις φωνές;

Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται. Για τους πιο περίεργους λόγους, συνδικαλιστές, σωματεία, κατεβαίνουν στους δρόμους και τις πλατείες. Υποτίθεται ότι απαγορεύονται – στον κατάλογο του 13033 δεν υπάρχει τέτοια δικαιολογία εξόδου. Αλλά είναι σχεδόν καθημερινές.

Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους κυκλοφορεί άφθονος κόσμος – σαν να ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Φαίνεται ότι τα σύνδρομα στέρησης επικρατούν και αναγκαστικά ο κόσμος ασκείται στην οφθαλμοπορνεία. Ικανοποιείται πλέον χαζεύοντας τις βιτρίνες.

Εμείς οι εμβολιασμένοι θα φτάσουμε σύντομα το εκατομμύριο. Γιατί να μην μπορούμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα; Να πάρουμε την εμβολιασμένη ή ανήλικη οικογένεια μας και να κάνουμε μία εκδρομή. Παίρνοντας τα τάπερ μας να κάνουμε πικνίκ κάτω από τα δέντρα. Ποιόν ενοχλούμε και ποιόν μολύνουμε;

Όταν έγραφα την επίκληση: «Έλα εμβόλιον!» άλλα είχα ονειρευθεί. Να πάρω το αυτοκίνητό μου και να γυρίσω την ανοιξιάτικη Ελλάδα. Π. χ. δεν έχω καταφέρει ακόμα να οδηγήσω στην Ιόνια Οδό – ήταν η πρώτη μου προτεραιότητα. Μου λένε ότι είναι υπέροχη. Μα την αλήθεια, ποιόν θα ενοχλούσα αν το έκανα; Ποιον υγειονομικό κανόνα θα παραβίαζα;

Χάρη στην ηλικία μου εμβολιάστηκα νωρίς. Λόγω όμως της ίδιας ηλικίας δεν γνωρίζω πόσος καιρός μου μένει για να χαρώ την όμορφη χώρα μου. Ευτυχώς δεν έχω «υποκείμενα νοσήματα» (μία έκφραση που έμαθα χάρη στον κορονοϊό) και μπορώ ακόμα να απολαύσω την όμορφη φύση.

Καταλαβαίνω πως αυτό που ζητάω είναι λογικό αλλά άδικο. Δεν φταίνε οι μη εμβολιασμένοι που δεν εμβολιάστηκαν ακόμα. Ούτε είναι εφικτό το κράτος να ξεχωρίζει τους μεν από τους δε. Άρα θα πρέπει και εμείς, οι εμβολιασμένοι, να περιμένουμε μέχρι να γίνουμε πλειοψηφία (τι άκομψη έκφραση η: «ανοσία της αγέλης!»). Έτσι, ότι κερδίσαμε στην αρχή θα το χάσουμε στην αναμονή. Τα όνειρα και οι επιθυμίες αναβάλλονται…