Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2020

Το μπαλάκι

Ελάχιστο τένις έχω παίξει – άθλιο, και προ αμνημονεύτων χρόνων.

Τώρα όμως παίζω κάθε μέρα.

Όχι, δεν ζήλεψα την δόξα του Τσιτσιπά.

Άλλωστε η έκφραση «παίζω» είναι λανθασμένη. Το σωστό θα ήταν: «με παίζουν».

Είμαι το μπαλάκι!

Από ότι έχω δει στα σοβαρά ματς, τα μπαλάκια τα αλλάζουν κάθε τόσο.

Εμένα, δεν με αλλάζει κανείς.

Το ματς παίζεται συνεχώς και αδιαλείπτως. Μέρα και νύχτα.

Οι δύο παίκτες είναι εμμονικοί και ακούραστοι.

Από την μία μεριά ο Covid-19 με φοβερό backhand.

Από την άλλη ο Ερντογκάν που διαπρέπει στο forehand.

Κι εγώ στη μέση. Πάω κι έρχομαι συνεχώς.

Σε αυτό το ματς δεν κερδίζει κανείς. Δεν υπάρχει διαιτητής ούτε βαθμολογία.

Games, sets, breaks, τίποτα.

Παίζουν συνέχεια και χωρίς όριο.

Κι εγώ πονάω, γιατί με χτυπάνε αλύπητα.

Χράτς! Απέτυχε το εμβόλιο της Οξφόρδης!

Χρούτς! Γεωτρήσεις κοντά στο Καστελόριζο!

Και δεν μπορώ πια ούτε να σκεφθώ τη ζωή μου, το μέλλον μου, τις προοπτικές μου. Γιατί όποιος κι αν νικήσει τελικά – ο χαμένος θα είμαι εγώ.

Θα ήθελα πολύ να χάσουν και οι δύο – αλλά στο τένις δεν γίνεται αυτό. Και στη ζωή πολύ σπάνια.

Χρατς! Ο Χάρτης της Γαλάζιας Πατρίδας!

Χρουτς! Η Ρεμντεσιβίρη δεν βοηθάει στην θεραπεία!

Τι προοπτικές έχω; Λέω να κάνω «αυτό» και μετά ανατριχιάζω – κι αν πάθω την κακή λοίμωξη και βρεθώ διασωληνωμένος;

Λέω: μήπως το «άλλο»; Και αν τελικά ορμήξει ο Τούρκος και γίνει πόλεμος;

Κι εν τω μεταξύ εισπράττω τα χτυπήματα. Φαπ από εδώ: 550 κρούσματα! Lock down. 

Φαπ από κει: το Oruc Reis μπήκε πάλι στα χωρικά μας ύδατα!

Όλη μου η ζωή χτυπήματα και τρομάρα.

Οι θεατές παρακολουθούν το ματς ασύσπαστοι. Οι Ευρωπαίοι με λυπούνται αλλά δεν επεμβαίνουν. (Ο καθένας έχει τους λόγους του) . Μόνος του ο Μακρόν, τι να κάνει;

Ο Πορτοκαλής Παράφρων ούτε ξέρει ότι υπάρχω…

Είμαι ο απλός Έλληνας πολίτης – μπαλάκι του τένις ανάμεσα σε δύο παίκτες που εποφθαλμιούν κάτι δικό μου: ο Ένας το χώμα μου, ο Άλλος το πτώμα μου.

Έχω ζαλιστεί από την πίεση των κακών δύο. Και η μέρα μου και η νύχτα μου έχουν γεμίσει εφιάλτες.

Πού είναι ένας Τσιτσιπάς να με σώσει;


Κυριακή, Οκτωβρίου 18, 2020

Γιατί «μπλογκ»;

Έστω και με καθυστέρηση δύο ετών από την αρχή της στήλης και δεκαπέντε από την έναρξη του μπλογκ, οφείλω μία απάντηση.

Όπως ήδη ξέρουν πολλοί, το όνομά blog είναι σύνθετο από δύο αγγλικές λέξεις: web που σημαίνει δίκτυο και log που σημαίνει ημερολόγιο. Ένα δικτυακό ημερολόγιο, με άλλα λόγια. Το ξεκίνημά του έγινε κάπου στο γύρισμα του αιώνα – και τώρα υπάρχουν εκατομμύρια μπλογκ στο διαδίκτυο. Δεν έκαναν μόνο τον κάθε άνθρωπο συγγραφέα – τον έκαναν και εκδότη. Διότι αυτό που γράφει, δεν του κοστίζει, δημοσιεύεται και μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε. Και, όπως και στα βιβλία, υπάρχουν μπλογκ που έχουν ελάχιστους αναγνώστες και άλλα έχουν χιλιάδες ή και εκατομμύρια.

Και το περιεχόμενο; Μπορεί να περιέχει ποιήματα, διηγήματα, τις σκόρπιες σκέψεις ή εμπειρίες του συγγραφέα – μπορεί όμως και να ειδικεύεται σε κάποιο θέμα που τον ενδιαφέρει: υπάρχουν μπλογκ μόδας, μαγειρικής, πολιτικής, μουσικής, παιχνιδιών, αθλητικά, κηπουρικά, ταξιδιωτικά και σε όποιο άλλο θέμα μπορείτε να φανταστείτε. Μερικά έχουν τεράστια επίδραση στον κλάδο που διάλεξαν – σε σημείο οι μπλόγκερς να πληρώνονται για να γράφουν. 

Ναι, τα μπλογκ μπορούν εξελιχθούν σε επάγγελμα και πηγή εισοδήματος. Εκτός από την χρηματοδότησή τους από τους ενδιαφερόμενους του θεματικού τους χώρου, αν έχουν αρκετούς αναγνώστες μεταβάλλονται και σε διαφημιστικό μέσο. Μόλις περάσεις μερικές χιλιάδες πιστούς, η Google (και οι άλλες εταιρίες που φιλοξενούν μπλογκ) σου στέλνει μήνυμα με πρόταση για πληρωμένες διαφημίσεις.

Να μην μιλήσουμε για τα μπλογκ που έγιναν Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, ανταγωνιζόμενα εφημερίδες και περιοδικά. Το πιο γνωστό από αυτά είναι το Huffington Post που το ξεκίνησε η συμπατριώτισσά μας Αριάνα Στασινοπούλου- Huffington. Βέβαια από προσωπικό μπλογκ εξελίχθηκε σε καθημερινή εφημερίδα με συνεργάτες κάθε είδους. Κάποια στιγμή πουλήθηκε για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. 

Ναι, λοιπόν, το μπλογκ είναι μαζί ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, ένα χόμπι, μία επιχείρηση, που αφορά εκατομμύρια ανθρώπους – δημιουργούς ή αναγνώστες. 

Υπάρχουν εκεί έξω στο διαδίκτυο άπειροι υποψήφιοι αναγνώστες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ημέρα (ήταν η 2α Ιανουαρίου του 2006) όταν ανέβασα στο Ιντερνέτ το πρώτο μου μπλογκ. Παρασύρθηκα από το παράδειγμα του μέγιστου επινοητή του Διαδικτύου, (World Wide Web), Sir Tim Berners Lee που ακριβώς εκείνη την ημέρα είχε δημοσιεύσει το πρώτο δικό του.  Γιατί όχι κι εγώ; είπα, αφού το διάβασα.

Αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση είναι ότι λίγες ώρες αργότερα, όταν ξανάνοιξα τον υπολογιστή, είδα ότι είχα μερικές δεκάδες σχόλια. Πού το βρήκαν, πού το πήραν μυρωδιά τόσοι άνθρωποι;

Μερικούς μήνες αργότερα έπαψα να απορώ όταν οι αναγνώστες έγιναν χιλιάδες (είναι το μόνο μέσο που δεν μπορεί να πει ψέματα για την κυκλοφορία του) και οι σχολιαστές εκατοντάδες. Μετά μερικούς μήνες το έκλεισα και άνοιξα άλλο με το όνομα του γάτου μου Don (Doncat) που συνεχίζεται ως τώρα, με λιγότερη όμως επιτυχία, γιατί κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο να διαβάζω 500 σχόλια την ημέρα, άρχισα να βάζω φίλτρα και τελικά έκοψα εντελώς τα σχόλια. Το Doncat όμως παραμένει και συνεχίζει. Είναι αυτό που διαβάζετε στο «Βήμα».

Απίθανη εμπειρία για ένα συγγραφέα blog η άμεση επικοινωνία με το κοινό. Ο συγγραφέας βιβλίων περιμένει τις εντυπώσεις μερικών φίλων και την γνώμη των κριτικών (αν γράψουν) και δεν μαθαίνει τίποτα από τις απόψεις του κοινού. Ενώ το μπλογκ μετατρέπει την συγγραφή και έκδοση σε …θέατρο. Φαίνονται αμέσως στα σχόλια οι αντιδράσεις του κοινού.

Αυτή είναι η ιστορία των μπλογκ (και αυτού του συγκεκριμένου που διαβάζετε). Ένα επίτευγμα του διαδικτύου που δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό και δημοσιογραφικό είδος και έκανε κάθε πολίτη υποψήφιο εκδότη. Σκέφθηκα, μετά από τις 1031 αναρτήσεις που έχω γράψει μέχρι σήμερα, να αφιερώσω και μία στο ίδιο το είδος… 


Κυριακή, Οκτωβρίου 11, 2020

Μπορεί μία νεκρή γλώσσα να ζωντανέψει;

Δεν έχω γνωρίσει Έλληνα που να έμαθε να μιλάει και να γράφει Αρχαία Ελληνικά, στο γυμνάσιο ή στο λύκειο.

Ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων έχουμε κληρονομήσει την ένδοξη Ελληνική Γλώσσα. Η οποία, σύμφωνα με τον Υπουργό Άδωνι Γεωργιάδη, δεν είναι «μία νεκρή γλώσσα, αλλά η γλώσσα του μέλλοντος».

Διάβασα πρόσφατα στην «Καθημερινή» ένα άρθρο του με αυτόν τον τίτλο, για την αξία και παγκόσμια σημασία των αρχαίων Ελληνικών. Πράγματι, αρχαία μαθαίνουν οι περισσότεροι ξένοι που σπουδάζουν σε κλασικό γυμνάσιο ή λύκειο. Αυτοί που δεν τα μαθαίνουν είναι οι Έλληνες – ακόμα κι αν σπουδάσουν σε κλασικό τμήμα.

Θυμάμαι – με δέος – τις πρώτες ημέρες όταν γράφτηκα στην Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου στο Μόναχο. Οι Γερμανοί συνάδελφοι φοιτητές, μόλις έμαθαν ότι ήμουν Έλληνας, άρχισαν να μου μιλάνε …Ελληνικά. Αρχαία Ελληνικά, βέβαια, με την σωστή προφορά (αυτήν που εμείς ονομάζουμε Ερασμιακή). Φυσικά, δεν καταλάβαινα λέξη. Αναγκάστηκα να ξαναμελετήσω Αρχαία.

Στο απολυτήριο του Γυμνασίου (δεν υπήρχε τότε Λύκειο – το Γυμνάσιο ήταν εξατάξιο) είχα είκοσι στα Αρχαία. Ποια αρχαία; Αυτά τα γελοία που μαθαίνουμε εμείς… γραμματική και συντακτικό. Στο κλασικό τμήμα, όπου φοιτούσα, είχαμε επί έξη χρόνια, κάθε μέρα, μία ώρα μάθημα. Αν επρόκειτο για ξένη γλώσσα θα την ξέραμε τέλεια. Όπως οι Γερμανοί συμφοιτητές μου που είχαν μάθει τα Αρχαία σαν ζωντανή γλώσσα. Μου έγραφαν επιστολές, και επιγράμματα (με σωστό μέτρο!). Και τα μιλούσαν άνετα!

Αμφιβάλω αν ένας απόφοιτος της Φιλοσοφικής οποιουδήποτε Ελληνικού όχι βέβαια Λυκείου, αλλά ακόμα και ΑΕΙ, θα ήταν σε θέση να μιλήσει στα Αρχαία ή να γράψει δύο σελίδες πρωτότυπο κείμενο, χωρίς λάθη.

Αλλά ακόμα και αν βρισκόταν ένας τέτοιος φωστήρας – και πάλι τα αρχαία θα του ήταν παγκοσμίως άχρηστα. Γιατί στην  Ελλάδα επιμένουμε να προφέρουμε τα αρχαία κείμενα με νεοελληνική προφορά, ενώ όλη η οικουμένη χρησιμοποιεί την «Ερασμιακή». Άρα, πλήρης αδυναμία προφορικής συνεννόησης.

Δηλαδή, στο μόνο πράγμα που θα μπορούσε (και θα έπρεπε) η παιδεία μας να υπερέχει, υστερεί τραγικά. Οι «Παίδες Ελλήνων ίτε!» δεν μαθαίνουν σωστά αρχαία!

Φυσικά αυτά πάνε μαζί: δεν έχουμε ούτε σοβαρές εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων (κάτι παλιές του Ι. Συκουτρή και του Κ. Δ. Γεωργούλη), δεν έχουμε διδακτικά βιβλία πέρα από τον Τζάρτζανο… Όλοι οι σοβαροί μας φιλόλογοι, που θέλουν να μελετήσουν ένα αρχαίο κείμενο καταφεύγουν στις ξένες εκδόσεις. Loeb, Budé, Teubner, ή Οξφόρδης.

Θα συμβούλευα το Υπουργείο Παιδείας να μοιράσει στους φιλολόγους μας το θαυμάσιο βιβλίο της Ιταλίδας ελληνίστριας Andrea Marcolongo: «Η Υπέροχη Γλώσσα – 9 λόγοι για ν’ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά», μήπως και κάποτε αγαπήσουν τα αρχαία – αντί να τα διδάσκουν σαν αγγαρεία. (Μεταξύ άλλων πολλών, έμαθα από αυτό το βιβλίο ότι η αρχαία ελληνική είναι η μόνη γλώσσα στον κόσμο που διαθέτει ευκτική ρηματική έγκλιση – για να εκφράσει την επιθυμία).

Σκεφθείτε: ένα βιβλίο για τα αρχαία ελληνικά, που έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ!

ΟΙ Εβραίοι ξαναζωντάνεψαν μία νεκρή γλώσσα, σχεδόν τόσο αρχαία όσο η δική μας, και την χρησιμοποιούν ως κύρια καθημερινή καθομιλούμενη αλλά και λόγια. Δεν το προτείνω – πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο.

Αυτοί όμως που οραματίζονται τα αρχαία ως «γλώσσα του μέλλοντος» θα πρέπει να μας πούνε αν προτείνουν να υιοθετήσουμε νέο τρόπο ζωντανής διδασκαλίας και μαζί την προφορά των αρχαίων μας προγόνων. Αλλιώς δεν έχει νόημα να μαθαίνουμε αρχαία, όταν ολόκληρη η ανθρωπότητα τα προφέρει αλλιώς. Δεν πάει να είμαστε οι «γνήσιοι» απόγονοι. Δεν θα μας καταλαβαίνει κανείς!

Δεν είναι δυνατόν σε όλη την υφήλιο τα πρόβατα στο αρχαίο ελληνικό χορικό να βελάζουν: «μπεεε… μπεεε…» και στα «νεοελληνικά αρχαία» να λένε: «βηηη… βηηη…»…

Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2020

Νοσταλγία φυγής

Με ρώτησαν σε μία πρόσφατη συνέντευξη τι είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο.

Αυθόρμητα απάντησα: το ταξίδι.

Και ποιο ταξίδι; Όχι το οργανωμένο, προγραμματισμένο, με κλεισμένα ξενοδοχεία, εισιτήρια και ημερομηνίες.

Αλλά το αλήτικο, ελεύθερο, που για αλλού ξεκινούσες κι αλλού κατέληγες.

Το ταξίδι με αυτοκίνητο. Είτε το δικό μου, με τον κλασικό τρόποι: Πάτρα – Ανκόνα και μετά για ένα μήνα απρογραμμάτιστη περιήγηση στην Ευρώπη. Μέχρι Λονδίνο και μέχρι Όσλο έφτανα. 

Είτε με δανεικό, σαν δοκιμαστής αυτοκινήτων (έκανα κάποτε κι αυτή τη δουλειά). Πετούσα μέχρι το εργοστάσιο, έπαιρνα το όχημα (συνήθως καινούργιο μοντέλο) και το επέστρεφα μετά δύο ή τρεις εβδομάδες.

Κατεύθυνση; Τελείως τυχαία. Φτάναμε σε σταυροδρόμι και ρίχναμε κορώνα γράμματα. Όπου συναντούσαμε μαζί φαγητό και πείνα, τρώγαμε. Όπου ανακαλύπταμε συμπαθητικό πανδοχείο, κοιμόμαστε. Μπαίναμε σε πόλη, βλέπαμε τις αφίσες και πηγαίναμε θέατρο, μπαλέτο, συναυλία.  

Ένα μήνα έκλεινε η εταιρία για διακοπές – ένα μήνα αλητεύαμε.

Μέχρι που ήρθε ο κορονοϊός και, σε συνδυασμό με την ηλικία, μου στέρησαν τα ταξίδια.

Τώρα βλέπω …ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ (ευτυχώς υπάρχει η ΕT2, η Βουλή και τα ξένα κανάλια) και καθηλώνομαι στην οθόνη.

Τα χωρίζω σε δύο κατηγορίες: αυτά που αφορούν τόπους που έχω επισκεφθεί και τα άλλα που δείχνουν μέρη στα οποία δεν θα περπατήσω ποτέ μου.

Με τα πρώτα συγκινούμαι – με τα δεύτερα αγανακτώ. 

Πού θα ξαναπήγαινα;

Πρώτη σε ομορφιά και γοητεία η Κωνσταντινούπολη. Φυσικά η παλιά πόλη: Το Σουλεϊμανιέ Τζαμί, (η ανάλαφρη απάντηση του μεγάλου Σινάν στην Αγία Σοφιά), η σκεπαστή αγορά (Καπαλί Τσαρσί), το παζάρι των μπαχαρικών (Μισρ Τσαρσί), η θέα από το Καφέ Λοτί (ψηλά στο μυχό του Κεράτιου), η Μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί – αν προλάβετε τα ψηφιδωτά), η Γέφυρα του Γαλατά (κι η ωραία θέα της Αγίας Σοφίας), η πλατεία αποβάθρα του Εμινονού και το Γενί Τζαμί, το Τοπ Καπί… Οι άλλες ομορφιές της είναι γαστρονομικές – η καλύτερη κουζίνα που έχω απολαύσει  (μέχρι και οι Γάλλοι την δέχονται ως παγκοσμίως πρώτη – μαζί βέβαια με την δική τους…). 

Δεύτερη: Η Γρανάδα στην Ανδαλουσία. Η πρωτεύουσα της αραβικής Ισπανίας, κορύφωση ενός πολιτισμού που κράτησε σχεδόν οκτακόσια χρόνια και για το τέλος του οποίου (με την «Ανακατάληψη» από τους Χριστιανούς το 1492) ο Λόρκα έγραψε πως ήταν «η μεγαλύτερη πολιτιστική απώλεια στην ιστορία». Δεν έχω λόγια να περιγράψω την ομορφιά των παλατιών, των εσωτερικών κήπων, τις κρήνες, την ποίηση των ajulehos (πλακάκια). Το περπάτημα στους κήπους που ενώνουν το παλάτι με το θερινό ενδιαίτημα των Ηγεμόνων, το Generalife με τις αυλές, τα ποταμάκια, τους καταρράκτες και τα σιντριβάνια, είναι ο πιο παραδείσιος περίπατος που μπορεί να κάνει κανείς σε αυτή τη γη. Κατεβαίνοντας στην πόλη, το Albaicin, η παλιά αραβική συνοικία, σε βοηθάει να καταλάβεις τις σκάλες και τις συγχορδίες του φλαμένκο.

Τρίτη: Η Γαλλική Βρετάνη το φθινόπωρο: Η περιοχή που ελέγχεται συνεχώς από το φεγγάρι, έχοντας τις μεγαλύτερες παλίρροιες στη γη. Η σκοτεινή, μελαγχολική Βρετάνη με τα μυστηριώδη μεγαλιθικά της μνημεία, τον σκούρο ωκεανό και τους τεράστιους φάρους.

Το θέαμα, όταν στην άμπωτη αποσύρεται η θάλασσα, αφήνοντας βάρκες, καΐκια κι ολόκληρα ατμόπλοια ξαπλωμένα στην άμμο του βυθού – κι όταν με βροντερή δύναμη έρχεται η πλημμυρίδα και τα ανασηκώνει, είναι μαγικό. Η παλίρροια εμφανίζει και εξαφανίζει μικρά νησιά που μπορείς να τα φτάσεις περπατώντας – αλίμονο μόνο αν δεν τα εγκαταλείψεις γρήγορα. 

Όποτε τα ονειρεύομαι όλα αυτά, ξυπνάω με οξεία νοσταλγία.