Τετάρτη, Φεβρουαρίου 28, 2007

ΤΩΡΑ;


Πώς αλλάζει ο κόσμος;

Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;



Στον τελευταίο μας διάλογο ακούστηκε το γνωστό σύνθημα: «Θέλουμε ένα καλύτερο κόσμο – και τον θέλουμε ΤΩΡΑ!».

Τώρα;

Γίνεται αυτό;

Μόνο με επανάσταση.

Αλλά μπορεί μία επανάσταση να φέρει ένα καλύτερο κόσμο;

Από παιδιά μας μαθαίνουν να νιώθουμε δέος και ευλάβεια μπροστά στην ιδέα της Επανάστασης. Ξεκινώντας με την Επανάσταση του 21, περνώντας από την Γαλλική, και καταλήγοντας στην «μητέρα όλων των επαναστάσεων», την Ρωσική – κάθε τι το επαναστατικό είναι ένδοξο, δημιουργικό και ωφέλιμο για τον άνθρωπο. Έτσι δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς από το γεγονός ότι κομπλεξικοί και σαδιστές τρομοκράτες αυτοαποκαλούνται επαναστάτες και εισπράττουν τον δέοντα σεβασμό από το κοινό που έχει μάθει να υποκλίνεται μπροστά σε αυτόν τον όρο.

Οι αριστεροί αναμασούν την φράση του Μαρξ: «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» που μόνιμα την αναφέρουν λανθασμένα. (Η ακριβής φράση είναι: «Η βία είναι μαμή για κάθε παλιά κοινωνία που εγκυμονεί μία καινούργια»). Με αυτή τη φράση, μαζί με την επανάσταση, νομιμοποιείται και η βία που απαρέγκλιτα την συνοδεύει. (Επανάσταση χωρίς βία, είναι μεταρρύθμιση).

Η βία δεν είναι συμβιβάσιμη με καμία ιδέα προόδου (η ζωή και ενός ανθρώπου είναι ιερή). Ούτε ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αλλά, πέρα από αυτό, η ιστορία έχει καταδείξει ότι η βία δεν γεννάει τίποτα άλλο από (αντί)βία. Αν εξετάσει κανείς ψύχραιμα τα αποτελέσματα των μεγάλων ιστορικών κινητοποιήσεων θα διαπιστώσει ότι η επανάσταση και η βία όχι μόνο δεν έχουν συμβάλει στην πρόοδο και την εξέλιξη της ανθρωπότητας – αλλά σταθερά την έχουν ωθήσει προς τα πίσω. Αν εξαιρέσουμε τα εθνο-απελευθερωτικά κινήματα που βοήθησαν (όχι πάντα) στον σχηματισμό των σύγχρονων εθνών, οι άλλες μεγάλες εξεγέρσεις οδήγησαν στο αντίθετό τους…

Η γαλλική επανάσταση έφερε την Τρομοκρατία, τον Ναπολέοντα, την Παλινόρθωση των Βουρβόνων και τον Ναπολέοντα τον Τρίτο – η Ρωσική τον Στάλιν με τις δίκες, τις ομαδικές εκκαθαρίσεις και τα Γκούλαγκ. Για να μην θυμηθούμε που οδήγησε η Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, ή η κατάληψη της εξουσίας από τον Πολ Ποτ. Ή το πόσο άλλαξαν την κοινωνία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, η ομάδα Baader-Meinhoff και η δική μας 17 Νοέμβρη.

Άλλα έθνη (π. χ. η Αγγλία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ), πέρασαν στην δημοκρατία πριν πέσει η Βαστίλη, αναίμακτα και πολύ πιο αποτελεσματικά. Η σύγκριση της παράλληλης πορείας των γειτονικών κρατών Αγγλίας και Γαλλίας είναι πολύ διαφωτιστική. Οι Γάλλοι χρειάστηκε να περιμένουν άλλα ογδόντα χρόνια μετά την επανάσταση τους για να απολαύσουν κάτι που οι Βρετανοί είχαν εγκαθιδρύσει διακόσια χρόνια πριν!

Ίσως λοιπόν να έχει δίκιο η Simone Weil όταν γράφει: «Η λέξη ‘επανάσταση’ είναι μία λέξη για την οποία σκοτώνεις, για την οποία πεθαίνεις, για την οποία στέλνεις τις εργαζόμενες μάζες στον θάνατο – αλλά η οποία δεν έχει κανένα περιεχόμενο».

Ο μεταρρυθμιστής Eduard Bernstein (και τι δεν έχει ακούσει ως «ρεβιζιονιστής») αποδείχθηκε σωστός. Ο δρόμος για την κοινωνική δικαιοσύνη δεν περνάει από την επανάσταση. Αυτή οδηγεί στην (αναπόφευκτη κατά Μαρξ) δικτατορία του προλεταριάτου – δηλαδή στην κατάλυση της δημοκρατίας. Όμως ξέρουμε πια πως η ανελευθερία καταλήγει στην ανισότητα – όπως πολύ σωστά κατέδειξε ο Orwell στην «Φάρμα των Ζώων».

Η επαναστατικότητα δεν ωφελεί όταν οδηγεί σε ένα αυταρχικό κράτος. Διότι αυτό θα γίνει αυτόματα συντηρητικό – για να συντηρήσει τον εαυτό του. Άρα η επανάσταση μετασχηματίζεται στο αντίθετό της: την συντήρηση. Ένα αυταρχικό κράτος αποκλείεται να είναι προοδευτικό. Και αντί οι επαναστάσεις να απελευθερώνουν, σύντομα αρχίζουν να υποδουλώνουν.

H ιδεολογική αντιπαράθεση που στοίχειωσε όλο τον περασμένο αιώνα, ενώ προωθούσε το θέμα της ισότητας, εξόκειλε στο πρόβλημα της ελευθερίας. O Orwell το έγραψε αυτό σε μία επιστολή του που ανακαλύφθηκε πριν λίγα χρόνια: «The real division is not between conservatives and revolutionaries but between authoritarians and libertarians».

Πρόχειρη απόδοση: «Η πραγματική διαίρεση δεν είναι ανάμεσα σε συντηρητικούς και επαναστάτες αλλά ανάμεσα σε οπαδούς του αυταρχισμού και της ελευθερίας». Προσοχή, οι libertarians δεν είναι (όπως λέει το λεξικό) οι «φιλελεύθεροι». Αυτοί στα Αγγλικά ονομάζονται liberals. Έχουν προταθεί οι όροι ελευθερόφρονες και ελευθεριακοί – αλλά δεν ξέρω τι αποδίδουν. Πρόκειται πάντως για τους ανθρώπους που βρίσκονται πολύ κοντά στους αναρχικούς – με την έννοια ότι επιζητούν τον μέγιστο δυνατό περιορισμό της κεντρικής εξουσίας. Όπως θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τους authoritarians ως «αυταρχικούς». Αυταρχικός, στην γλώσσα μας, είναι αυτός που συμπεριφέρεται αυταρχικά – όχι ο οπαδός μίας θεωρίας που θεωρεί απαραίτητη την ισχυρή (και ανεξέλεγκτη) κεντρική εξουσία. Αυτός θα έπρεπε να ονομάζεται «αυταρχιστής».

Ο Orwell έζησε στο πετσί του την αυταρχικότητα της επανάστασης όταν, πολεμώντας ως αριστερός τους φασίστες του Φράνκο στην Ισπανία, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με τους κομμουνιστές. Οι Σταλινικοί, ξεχνώντας τους φασίστες, βάλθηκαν να κυνηγάνε τους Τροτσκιστές και τους αναρχικούς. Η εμπειρία αυτή τον έκανε να κατανοήσει, πριν από πολλούς άλλους, την εσωτερική αντίφαση μιας «αυταρχικής επανάστασης».

Η επανάσταση είναι τελικά ένας μύθος που τον καλλιεργούν οι νέοι και οι βιομήχανοι των T-shirts. (O Μαρξ με την γενειάδα - ο Τσε με το σκουφάκι). Εξεγέρσεις συμβαίνουν συχνά (να και σήμερα οι καταλήψεις και οι διαδηλώσεις) όμως η πρόοδος, έρχεται μόνο με την σταδιακή – αλλά σταθερή – αλλαγή. Αυτή που ο Karl Popper ονόμαζε piecemeal engineering (τμηματική μηχανική). Μόνο χάρη σε αυτή έχουμε κερδίσει ό,σα μέχρι τώρα απολαμβάνουμε. Σίγουρα δεν είναι αρκετά. Αλλά μία σύγκριση με τον κόσμο πριν από πενήντα ή εκατό χρόνια θα μας δείξει πως έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις – κι αυτές όχι χάρη στις επαναστάσεις.

__________________________________________

Είκονα: απόσπασμα από πίνακα του Delacroix.





Δευτέρα, Φεβρουαρίου 26, 2007

Φιλελεύθερη Αποτυχία;



Επαναλαμβάνω την άποψή μου ότι η «Φιλελεύθερη Συμμαχία» δεν έχει καμία πιθανότητα να υπάρξει πολιτικά.

1. Προσπαθεί να προωθήσει μία πολιτική τοποθέτηση τόσο δυσφημισμένη και διαστρεβλωμένη στην Ελλάδα, που είναι σαν να θέλει να πουλήσει σκατά. Είναι η σκέψη «που ντρέπεται να πει το όνομά της».

2. Δεν έχει ηγέτη. Θαυμάζω τον Στέφανο Μάνο (θα διαβάστε παρακάτω) και μου είναι πολύ συμπαθής ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος. Αλλά, με τις συνεχείς μετακινήσεις και παλινδρομήσεις τους, είναι και οι δύο καμένα χαρτιά.

3. Το Μανιφέστο της
(Πολιτική Διακήρυξη) ήταν απόλυτο, προκλητικό και μαξιμαλιστικό. Νομίζει κανείς πως γράφτηκε για να προκαλέσει την αντίδραση και την άρνηση του Έλληνα ψηφοφόρου. Πιο λάθος ξεκίνημα θα μου ήταν δύσκολο να φανταστώ. Συμφωνώ στο 90% με την κριτική που άσκησε ο Τάκης Αλεβαντής ΕΔΩ – αλλά και άλλοι του χώρου όπως ο Τάκης Μίχας.

Έχω μία παλιά ιστορία με τους φιλελεύθερους – αντιγράφω λίγα από τους «Δρόμους μου»:

Σε όλη μου την ζωή είχα αποφύγει να ενταχθώ σε κάποια κομματική παράταξη. Ένιωθα ότι καμία από όσες υπήρχαν στην πολιτική αγορά δεν μου ανήκε. (Έχω γράψει πολλές φορές ότι οι πολίτες δεν ανήκουν σε κόμματα – τα κόμματα ανήκουν στους πολίτες).

Και πώς ψήφιζα; Κάποτε είχα γράψει σχετικά στον δικτυακό μου τόπο:

«Με τον ίδιο τρόπο που η πολιτική ορίζεται ως «η τέχνη του εφικτού», θα όριζα και την ψήφο ως «άσκηση στο μη χείρον» – άλλως την επιλογή του μικρότερου κακού.

Είναι αξιωματικά βέβαιο ότι κανένα κόμμα δεν ανταποκρίνεται εκατό τα εκατό στις προσδοκίες μας – όπως είναι επίσης σίγουρο ότι οποιοδήποτε κόμμα (ακόμα και αυτό, το ιδανικό, που θα ιδρύαμε εμείς) θα μας απογοητεύσει στην πράξη.

Μένει λοιπόν να ασκήσουμε την θεωρία της προσέγγισης: μετρώντας αποστάσεις να βρούμε ποιο κόμμα πλησιάζει περισσότερο τις επιθυμίες μας και ποιο θα μας απογοητεύσει λιγότερο.

Όποτε πλησιάζουν εκλογές, επαναλαμβάνω πάντα την ίδια διαδικασία. Ξεκινώντας από το σημείο μηδέν, και ζυγίζοντας τα θετικά και αρνητικά του κάθε κόμματος σαν να είχε ιδρυθεί προχθές. Αδυνατώ να καταλάβω τους ανθρώπους που ψηφίζουν «παραδοσιακά». Τι θα πει παράδοση, όταν σε κάθε εκλογή αλλάζουν οι περισσότερες παράμετροι του προβλήματος; Και τι θα πει «πολιτική συνέπεια»; Σκέπτεστε έναν πολιτικό μηχανικό που, για να είναι συνεπής, εφαρμόζει πάντα την ίδια στατική μελέτη αδιαφορώντας αν το έδαφος είναι βραχώδες ή αμμώδες;

Ως συνεπής φιλελεύθερος έχω τα ανάλογα κριτήρια, που συχνά διαφέρουν από τα συνηθισμένα. (Και υπενθυμίζω – πράγμα που πολλοί ξεχνούν – ότι ο φιλελευθερισμός δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως, οικονομική θεωρία. Είναι η συνολική πολιτική σκέψη της νεοτερικότητας)».


(Κι εδώ να ξεκαθαρίσω ότι ένας «συνεπής» φιλελεύθερος δεν υπάγεται στα όσα περί συνέπειας έγραψα παραπάνω. Διότι ο αντίθετα με τους άλλους συνεπείς (που παραμένουν πιστοί σε ορισμένες θέσεις και ιδεολογίες) ο φιλελεύθερος παραμένει συνεπής στην ελευθερία, στην ανοιχτή σκέψη, στον αντιδογματισμό – άρα στις μη δογματικές απόψεις.

Ως συνεπής φιλελεύθερος λοιπόν, όταν ο Στέφανος Μάνος ξεκίνησε την δημιουργία του κόμματος των Φιλελευθέρων έγινα ιδρυτικό μέλος και (αργότερα) μπήκα και στην εκτελεστική επιτροπή. Με τις θέσεις και τις τοποθετήσεις του Μάνου συμφωνούσα σε πολύ μεγάλο ποσοστό – και είχα γράψει γι αυτόν (άρθρο στο Έθνος) ότι ήταν «ένας από τους πιο προικισμένους έλληνες πολιτικούς». Παραθέτω εδώ αυτό το κείμενο του 1998:

Πολλές φορές αναλογίζομαι την παράξενη μοίρα του Στέφανου Μάνου.

Είναι αναμφισβήτητα ένας από τους πιο προικισμένους έλληνες πολιτικούς. Ίσως ο μόνος που διαθέτει οργανωμένη και ξεκάθαρη πολιτική σκέψη. Αυτό το δέχονται (κατ ιδίαν) ως και οι πολιτικοί του αντίπαλοι.

Όμως στα γκάλοπ είναι μονίμως πολύ χαμηλά.

Αυτό το οφείλει σε κάτι που το ονομάζουμε προτέρημα αλλά το τιμωρούμε ως ελάττωμα: είναι ειλικρινής.

Σε ένα πολιτικό τοπίο όπου κανόνας είναι το ψέμα (άντε και καμιά φορά οι μισές αλήθειες) ο Μάνος τολμάει και λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Όσο δυσάρεστα κι αν είναι.

Είναι το ακριβώς αντίθετο του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Ο οποίος δεν λέει τίποτα (ξέρει κανείς τις πολιτικές του θέσεις;) χαμογελάει συμπαθητικά και είναι πρώτος στα γκάλοπ.

Αλλά ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι ο Μάνος πεισματικά αγνοεί το πολιτικό κόστος. Για να κάνει τον περίφημο οικιστικό νόμο του (που τον εφάρμοσε αργότερα ο Τρίτσης, παίρνοντας και την μισή δόξα) έχασε την βουλευτική του έδρα. Το ίδιο του το κόμμα τον σαμποτάρισε κανονικά. Το ίδιο κόμμα που βλέποντας να χάνεται το τραίνο της ΟΝΕ τον έβαλε τελευταία στιγμή στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά.

Τα άλλα κόμματα τον αποκηρύσσουν σαν τον διάβολο. Το ΠΑΣΟΚ, δηλώνει ότι θα μπορούσε να συνεργαστεί με οποιονδήποτε από τους διαγραφέντες της Ν.Δ. – εκτός από τον Στέφανο Μάνο.

Τον αποκηρύσσουν, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζουν την πολιτική του. Γιατί μην μου πείτε πως η οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ δεν είναι συνέχεια της πολιτικής Μάνου. Μόνο που την εφαρμόζουν αποσπασματικά, με κενά, με τρύπες – και έτσι δεν είναι πάντα αποτελεσματική.

Αλλά τότε, αφού στην πράξη τον ακολουθούν – τι είναι αυτό που αποκηρύσσουν;

Μα τι άλλο; Την ειλικρίνεια! Θα ομολογούσε ποτέ ο Μπλαίρ ότι εφαρμόζει πολιτική Θάτσερ; Σαν τους καλόγερους του Ροΐδη, βαφτίζουμε το κοτόπουλο ψάρι και σφυρίζουμε αδιάφορα.

Ο Στέφανος Μάνος θα ιδρύσει κόμμα. (Χαρά στο κουράγιο του). Είμαι περίεργος πόσοι άνθρωποι θα βρεθούν να ψηφίσουν την ειλικρίνεια.

Αυτά έγραφα το 1998. Λίγο καιρό μετά, εντάχθηκα στους «Φιλελεύθερους». (Και χαμογελάω σήμερα όταν διαβάζω την άποψη που είχε τότε το ΠΑΣΟΚ για τον Μάνο, που θεωρητικά κάποια στιγμή την ανέτρεψε – στην πράξη όμως την τήρησε).

H σύντομη κομματική μου εμπειρία υπήρξε τραυματική. Ο Στέφανος Μάνος ήταν φιλελεύθερος στην σκέψη αλλά αυταρχικός στην πράξη. Δεν άφηνε περιθώρια στην άλλη γνώμη. Όταν αποφάσισε να αναστείλει την λειτουργία του κόμματος, η πλειοψηφία της εκτελεστικής επιτροπής ήταν αντίθετη – οι περισσότεροι συντάχθηκαν με δική μου εναλλακτική πρόταση για συρρίκνωση και περιστολή δαπανών. Ωστόσο τελικά επεβλήθη η δική του άποψη, αποδεικνύοντας ότι τελικά οι «Ταύροι» ήταν ένα ακόμα προσωποπαγές κόμμα.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007

Κι όμως, χιόνι...



Με κινητό από Παρνασσό.
____________________________________


Στην Αράχωβα είχε ήλιο αλλά όταν ανεβήκαμε προς το χιονοδρομικό βρήκαμε ομίχλη πυκνή και χιόνι. Δοκιμάζοντας τις δυνατότητες του κινητού πήρα μία φωτογραφία, έβαλα τίτλο και λεζάντα και την έστειλα κατευθείαν στο blog - από την καρδιά του Παρνασσού. Ξαναγυρίζοντας στο ξενοδοχείο άνοιξα τον υπολογιστή και την είδα. Απίθανο!



Θα προσθέσω τώρα και μερικές ακόμα τραβηγμένες με άλλη μηχανή.




Οδηγώντας για Αγόριανη (έτσι ονομάζω εγώ την Επτάλοφο, εδώ και 50 χρόνια).





Κανονικός χειμώνας: θερμοκρασία -3 το μεσημέρι.




Τα σαλέ και οι μαιζονέτες συνωστίζονται σαν εργατικές κατοικίες.



Και μία αναξιοποίητη γωνιά από την Αράχωβα.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

Περί χιόνος...



Αυτό το Σαββατοκύριακο θα πάμε στην Αράχωβα - και η μετεό προβλέπει πως θα έχει χιόνι.

Δεν συμπαθώ ούτε την Αράχωβα, ούτε το χιόνι.

Την Αράχωβα, διότι έχει γίνει κάτι σαν χειμερινή Μύκονος. Χλίδα και επίδειξη.

Το χιόνι μ' αρέσει μόνο στις Καρτ Ποσταλ. Από μακριά.

Γιατί πάω; Ως συνοδός.

Την τελευταία φορά που είχε πολύ χιόνι στα Κιούρκα αναγκάστηκα να σκάψω δρόμο και να σκαρφαλώσω με μπότες - που πάλι γέμισαν χιόνι.



















Δεξιά και αριστερά ωραία τοπία αλλά μόνο στην φωτογραφία...



















Με το χιόνι δεν τα πάω καλά από τα χρόνια μου στην Γερμανία.
Να τι είχα γράψει τότε:



















Το Μόναχο βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και οι Άλπεις του κλείνουν τον αέρα της Μεσογείου.

Στο Μόναχο κάνει πολύ κρύο.

Ένα Φλεβάρη - νομίζω ήταν του 58 - για ένα ολόκληρο μήνα είχαμε θερμοκρασίες πολύ κάτω από το - 10. Που σε ορισμένα προάστια έφθαναν και τους -20°.

Και βέβαια κάθε χειμώνα είχαμε μόνιμο χιόνι.

Από την Έλλάδα είχα φέρει μία ρομαντική εικόνα για το χιόνι. Το ήξερα κυρίως από τις καρτ-ποστάλ και τις Χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές. Κάτι ψιλές νιφάδες στην Αθήνα δεν ήταν παρά υποσχέσεις βορινής ατμόσφαιρας. Εδώ όμως γνώρισα το χιόνι στην καθημερινή του παρουσία. Και αυτή δεν ήταν καθόλου ρομαντική.

Βέβαια στις Βαυαρικές Άλπεις το χιόνι ήταν όμορφο. Έκανα ένα διεθνές σεμινάριο στο Sudelfeld στα 1660 μέτρα υψόμετρο (καλές επιδόσεις στην συζήτηση, άθλιες στο σκι), ανέβηκα στην Zugspitze, επεσκέφθηκα με χιόνι τα κάστρα του Λουδοβίκου Β΄(του Βαγνερόπληκτου παράφρονος) και το Berchtesgaden με την Königsee. Υπέροχα.


















Αλλά στην πόλη είναι αλλιώς τα πράγματα. Εκεί το χιόνι σπάνια μένει λευκό και εκτυφλωτικό. Σύντομα βρομίζει - γίνεται αυτό το μίγμα χιονιού και λάσπης που ονομάζουν matsch. Η αν κάνει πολύ κρύο, κρουσταλλιάζει και γίνεται πάγος. Δεν είναι πια ούτε όμορφο.

Από εκεί και πέρα - γλιστράει, μπαίνει μέσα στα παπούτσια και βρέχει τις κάλτσες (ακόμα και τα μποτάκια δεν σε σώζανε), κλείνει τις πόρτες και τους δρόμους, μουσκεύει τα ρούχα και τα μαλλιά. Πέντε μήνες χιόνι το χρόνο είναι αρκετοί για να σε κάνουν να το μισήσεις.

Από τότε μου έχει μείνει μία αντίδραση στο χιόνι που δεν την καταλαβαίνουν οι Έλληνες φίλοι. Που εξακολουθούν να ζούν στην εποχή των καρτ-ποστάλ.




















Αυτά έγραφα στο Μόναχο, πριν πολλά χρόνια.
























Ξέρω ότι πολλοί αγαπάνε το χιόνι - και το σκι. (Αν και στην Αράχωβα θριαμβεύει το apres-ski).



















Ευτυχώς είναι κοντά οι Δελφοί. Εγώ γι αυτούς πάω. Και ίσως κατέβω μέχρι το αγαπημένο Γαλαξίδι.
























Αυτή ήταν η πόρτα του γκαράζ των Κιούρκων. Πιο πάνω το ίδιο το γκαράζ. Πως άντεξε η στέγη του, δεν ξέρω...

________________________________

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Ο Νόμος-Πλαίσιο




Άκουσα πριν λίγο στο ραδιόφωνο έναν εκπρόσωπο της ΠΟΣΔΕΠ που έλεγε: "Είναι σαφές ότι θέλουν να κάνουν τα Πανεπιστήμια επιχειρήσεις. Αλλιώς γιατί ζητάνε τετραετή προγραμματισμό;"


Ωστε λοιπόν, προγραμματισμός σημαίνει επιχείρηση. Ενώ ένα ΑΕΙ διοικείται έτσι... χωρίς πρόγραμμα.


Προσπάθησα να βρω (από εφημερίδες, το in.gr και Flash.gr) μερικά από τα βασικά σημεία του σχεδίου νόμου που εγκρίθηκε χθές από το Υπουργικό Συμβούλιο, και τα παραθέτω για να τα συζητήσουμε. Συγκεκριμένα. Οι γενικόλογες απορρίψεις και το "ναι αλλά δεν αυξάνουν τα κονδύλια" ή "εμείς έχουμε καλύτερο πρόγραμμα", δεν μου αρκούν. Σημείο προς σημείο, τι δεν μας αρέσει και τι γιατί.


Οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου:


Προβλέπεται η «μεγαλύτερη δυνατή, σύμφωνα με το Σύνταγμα» οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, καθώς δίνεται η δυνατότητα να σχεδιάζει από μόνο του κάθε ΑΕΙ και ΤΕΙ τα προγράμματά του.

Διασφάλιση οικονομικής και διοικητικής αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ με τη σύνταξη τετραετούς ακαδημαϊκού - αναπτυξιακού προγράμματος το οποίο θα προσδιορίζει τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και διοικητικές ανάγκες τους και θα έχει ως στόχο την αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών ζητημάτων. Αν δεν συνταχθεί πρόγραμμα, αναστέλλεται η κρατική χρηματοδότηση.

Κάθε χρόνο η υπουργός Παιδείας θα καταθέτει στη Βουλή προς ενημέρωση και συζήτηση, ετήσια έκθεση για την κατάσταση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και την πορεία του τετραετούς ακαδημαϊκού - αναπτυξιακού προγράμματος. Έτσι επιτυγχάνεται η κοινωνική λογοδοσία των ΑΕΙ. Με την παροχή δυνατότητας λειτουργίας των πανεπιστημίων μέσω εσωτερικών κανονισμών επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ.

Ένα άλλο σημείο είναι η ενίσχυση της διαφάνειας και δραστηριότητας των πανεπιστημίων. Έτσι, θα εφαρμοστεί η αρχή της δημοσιότητας της λειτουργίας τους και θέσπισης υποχρέωσης των πανεπιστημίων να παρέχουν πληροφορίες αναφορικά με μορφωτικά, διοικητικά και οικονομικά θέματα και μέσω διαδικτύου έτσι ώστε η λειτουργία των πανεπιστημίων θα είναι πλέον προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο.

Κάθε ΑΕΙ, ΤΕΙ θα πρέπει εντός εξαμήνου από την δημοσίευση του νόμου να καταρτίσει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας και έως ότου το πράξει θα ισχύσει ένας πρότυπος κανονισμός που θα σχεδιαστεί από το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας.

Δεν δημιουργείται θέση εκτελεστικού διευθυντή αλλά αναβαθμίζεται η θέση του γραμματέα ΑΕΙ με αρμοδιότητα τις οικονομικές και διοικητικές υποθέσεις.

Το άσυλο δεν καταργείται. Αφορά μόνο τους χώρους διδασκαλίας και έρευνας. Προβλέπεται ότι κάθε ΑΕΙ, ΤΕΙ θα ορίσει ποιοι χώροι αποτελούν άσυλο. Η απόφαση για την άρση του θα λαμβάνεται κατά πλειοψηφία από το πρυτανικό συμβούλιο και η αστυνομία θα εισέρχεται στο πανεπιστήμιο με την παρουσία εισαγγελέα.

Καταργείται το φαινόμενο των αιώνιων φοιτητών. Για τους φοιτητές που θα μπαίνουν στο εξής στα πανεπιστήμια, καθώς και για εκείνους που βρίσκονται σε κάποιο εξάμηνο της κανονικής φοίτησής τους προβλέπεται ότι οφείλουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε διπλάσιο χρόνο από εκείνο που ορίζει το πρόγραμμα σπουδών τους. Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα στα ιδρύματα να παρέχουν έναν επιπλέον χρόνο σε φοιτητές που έχουν κάποιους συγκεκριμένους λόγους.

Για όσους φοιτητές έχουν εξαντλήσει το χρόνο που ορίζει το πρόγραμμα σπουδών τους προβλέπεται παροχή μιας 5ετίας, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Στους αιώνιους φοιτητές τα πανεπιστήμια θα απευθύνουν επιστολή με την οποία θα καλούνται να δηλώσουν εάν ενδιαφέρονται να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.

Επιπλέον, φοιτητές που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα θα έχουν το δικαίωμα να ζητούν διακοπή της φοίτησής τους έως πέντε (5) χρόνια, χωρίς να είναι αναγκασμένοι να αιτιολογήσουν.

Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ακόμη ότι οι νέοι φοιτητές που έχουν ανάγκη θα τυγχάνουν στήριξης, όπως άτοκων εκπαιδευτικών δανείων και ανταποδοτικών υποτροφιών.

Προβλέπεται καθολική ψηφοφορία των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές (όχι δι’ αντιπροσώπων).

Όσον αφορά στα συγγράμματα, προβλέπεται ότι κάθε σχολή θα συντάσσει κατάλογο συγγραμμάτων από τον οποίο θα επιλέγει ο φοιτητής. Ένα θα δίνεται δωρεάν για κάθε μάθημα, ενώ για το ένα δέκατο του συνόλου των προτεινομένων συγγραμμάτων θα υπάρχουν αντίτυπα στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Το σύνολο των προτεινομένων συγγραμμάτων θα εξετάζεται από το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας.

Για το θέμα των προαπαιτουμένων μαθημάτων θα αποφασίσει κάθε ΑΕΙ, ΤΕΙ ξεχωριστά.

Τέλος, προβλέπεται ότι για κάθε νέο πανεπιστημιακό τμήμα που θα προτείνεται προς δημιουργία, θα πρέπει να υπάρχει πλήρη έκθεση σκοπιμότητας και βιωσιμότητας από το ΑΕΙ, ΤΕΙ, προκειμένου να ληφθεί η απόφαση. Η πρόταση θα εξετάζεται από το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας.



Σχολιάζουμε;
-------------------------------------------------

Κυριακή, Φεβρουαρίου 18, 2007

Απαντήσεις χωρίς ερωτήσεις



Σε μία πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΤ3 ο Στέλιος Ράμφος επανέλαβε μία φράση που συνοψίζει – για μένα – την νεοελληνική κατάσταση.

«Είμαστε», είπε, «ένα έθνος που έχει απαντήσεις, χωρίς να θέτει ερωτήσεις».

Τίποτα δεν εκφράζει καλύτερα την στατικότητα και την απονέκρωση της κοινωνίας μας. Για τα περισσότερα θέματα έχουμε ήδη καταλήξει στις απαντήσεις και θεωρούμε τις ερωτήσεις από ύποπτες μέχρι υπονομευτικές.

Πάρτε το πρόβλημα της παιδείας. Όσοι αντιδρούν στις μεταρρυθμίσεις δεν προτείνουν κάτι καινούργιο η διαφορετικό – παρά μόνο τις ίδιες τις παλιές απαντήσεις. Κι ας έχουν αποτύχει παταγωδώς. Η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν τολμά να θίξει σοβαρά θέματα όπως τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Και εκεί ισχύουν οι παλιές απαντήσεις.

Οι κοινωνίες, όπως και οι επιστήμες, προχωρούν και προοδεύουν με τις ερωτήσεις. Με την απορία και την αμφισβήτηση. Αν δεν υπήρχαν αυτές, θα ήμασταν ακόμα στον Μεσαίωνα, θα είχαμε δουλοπάροικους και αλχημιστές.

Τι συμβαίνει και φοβόμαστε τις ερωτήσεις; Γιατί οι πολιτικοί μας, ακόμα και οι πιο «προοδευτικοί», είναι συντηρητικοί; Πως έγινε η Αριστερά μας εθνικιστική και αντιδραστική; Είδατε τι έπαθε ο Γιώργος Παπανδρέου: από την συμμετοχική δημοκρατία και το άνοιγμα στις φιλελεύθερες ιδέες, τώρα έκανε πίσω ακόμα και στο άρθρο 16 (με εύσχημο τρόπο...). Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Καραμανλή να υπογράφει για τις ταυτότητες.

Είμαστε μία κλειστή κοινωνία. Πολύ πριν από τον Ράμφο, μας έχει περιγράψει ο Popper. Γαντζωνόμαστε από το υπάρχον, σαν το παιδί από την φούστα της μάνας του.

Δεκαετίες τώρα παραμένουμε, φοβικοί και καχύποπτοι. Η ρίζα αυτής της ανασφάλειας είναι η προβληματική μας ταυτότητα. Ανάμεσα στο ένδοξο αρχαίο υπερεγώ μας και στο φτηνό καθημερινό id, ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό βερνίκι και την Βαλκανική ευτέλεια, προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας. Η νεοελληνική σύγχυση, όπως την ονόμασα από χρόνια, μας κάνει αντιφατικούς και ανασφαλείς. Κι έτσι φοβόμαστε ότι θα μας σβήσει κάθε αεράκι που φυσάει.

Την αλλαγή και την καινοτομία τις βλέπουμε σαν επικείμενη καταστροφή. Και μόνο η λέξη μεταρρύθμιση μας φέρνει αλλεργία. Την ορθολογική οργάνωση την φοβόμαστε, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Η χώρα δεν παράγει, ούτε εξάγει. Απλώς εισάγει. (Αν δεν ήταν ο τουρισμός και η ναυτιλία...). Ενώ η καθημερινότητα γίνεται εφιάλτης.

Έτσι, στην εποχή του Διαδικτύου πρέπει να πας από τις δύο το πρωί, να διανυκτερεύσεις στο αστυνομικό τμήμα ή στο αυτοκίνητό σου, για να βγάλεις ταυτότητα. Συνήθως με την τρίτη απόπειρα...

Σε αυτές (και εκατοντάδες άλλες) περιπτώσεις εμείς οι ίδιοι αναφωνούμε κάθε τόσο: τέρμα! Δεν πάει άλλο! Αλλά μόλις ακούσουμε πως θα γίνουν μετατάξεις στους εργαζόμενους στο Δημόσιο (π. χ. για να πάψουν οι μισοί αστυνομικοί να είναι ορντινάντσες μεγαλόσχημων) κατεβαίνουμε στους δρόμους με πανό.

Θα μου πείτε: έχουν δίκιο να δυσπιστούν, μια οι περισσότερες μεταρρυθμίσεις, μετατάξεις, αναδιοργανώσεις, συνήθως καταλήγουν στην προώθηση ημετέρων και στην εξυπηρέτηση συμφερόντων.

Ναι, αλλά με την δικαιολογία αυτή δεν θα αλλάξει ποτέ, τίποτα! Οι πολιτικοί τρέμουν το πολιτικό κόστος, οι συντεχνίες την απώλεια των προνομίων τους, οι πολίτες το διαφορετικό, το καινούργιο και το άγνωστο. Ακόμα και τους υπολογιστές – αυτά τα μηχανήματα του Σατανά…

Στο βάθος του ορίζοντα που αντικρίζει ο κάθε νεοέλληνας πλανώνται φάσματα και φαντάσματα: η παγκοσμιοποίηση, ο νεοφιλελευθερισμός, οι προαιώνιοι εχθροί μας, τα ξένα κέντρα (που μέρα νύχτα απεργάζονται τον όλεθρό μας), οι πολυεθνικές, η ΣΙΑ, η ΜΙΤ, η ΜΟΣΑΝΤ και άλλες μυστικές υπηρεσίες, οι Επτά Σοφοί της Σιών, οι Επτά Νάνοι και δεν ξέρω τι άλλο αποτρόπαιο. Οραματίζεται κανείς κάτι καλό, κάτι θετικό, κάτι χρήσιμο; Εγώ δεν έχω ακούσει ποτέ για ευχάριστες προοπτικές.

Έτσι βγαίνουμε πάντα οι πιο απαισιόδοξοι στις έρευνες της Eurostat. Φυσικό – αφού κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να ακυρώσουμε το μέλλον. Είναι η αυτοεκπληρούμενη προφητεία – self fulfilling prophecy.