Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2019

Η λύσσα του «αξιοπρεπούς» πτυχίου


Τον παλιό καλό καιρό, όταν έγραφα στο περιοδικό RAM (την εποχή που η πληροφορική ήταν ακόμα περιπέτεια – και όχι business) είχα απορήσει με τις επιδόσεις του ανταγωνισμού. Όχι βέβαια των άλλων περιοδικών πληροφορικής (εκεί πηγαίναμε καλά) αλλά με τα άλλα έντυπα. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι στις πρώτες θέσεις της κυκλοφορίας βρίσκονταν έντυπα …αστρολογίας. 

Αργότερα, όταν η ίδια ομάδα του RAM δημιούργησε περιοδικό εκλαϊκευτικής επιστήμης με τίτλο Discovery and Science, (καημένε ΔΟΛ!) τα δελτία κυκλοφορίας έδιναν ανάλογα αποτελέσματα.

Το Discovery and Science,  ήταν άριστο περιοδικό, αλλά έζησε ελάχιστο χρόνο. Παρόλο που διαφημίστηκε από τις άλλες εκδόσεις του οργανισμού, δεν κέρδισε αρκετή κυκλοφορία και ως εκ τούτου ούτε διαφημίσεις. Πέθανε από έλλειψη εσόδων.

Μα ποιος ενδιαφέρεται εδώ για επιστήμη και τεχνολογία; 

Συνειδητοποίησα τότε ότι είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει ούτε ένα επιστημονικό εκλαϊκευτικό περιοδικό. Αλλά έχει πολλά αστρολογικά, που σκίζουν σε εμφάνιση, αριθμό σελίδων και κυκλοφορία.

Το ότι η αστρολογία είναι σκέτη απάτη, θα σας το βεβαιώσει κάθε άνθρωπος που έχει, έστω και επιπόλαια σχέση με την φυσική και την αστρονομία. Κι όμως στην Ελλάδα το 2000 υπήρχαν περίπου δεκατέσσερις  χιλιάδες αστρολόγοι δηλωμένοι με αυτό το «επάγγελμα» στην εφορία. Η Ελληνική Πολιτεία αναγνωρίζει επίσημα την απάτη, αρκεί να πληρώνει φόρο.

Τότε, νεότερος, ήμουν πολύ πιο μαχητικός. Θυμάμαι πως, από τις στήλες του RAM και του Discovery, είχα αποκαλέσει τους αστρολόγους «απατεώνες» και τους είχα προκαλέσει να με μηνύσουν για συκοφαντική δυσφήμιση. Θα προκαλούσα έτσι μία δικαστική απόφαση που θα επιβεβαίωνε το γεγονός.

Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι πόσοι πιστεύουν σε αστρολόγους, ζώδια και καφετζούδες – δικαίωμά τους – αλλά πόσο λίγοι ενδιαφέρονται για την επιστήμη και την τεχνολογία. Μην τους βλέπετε που παίζουν όλη μέρα με τα κινητά. Εκεί πατάνε κουμπιά – σαν σε παιχνίδι – και ζήτημα είναι αν ένας στους χίλιους έχει την περιέργεια να μάθει πώς λειτουργεί ένα κινητό.

Μια χώρα που δεν ασχολείται σήμερα με επιστήμη και τεχνολογία 
είναι καταδικασμένη σε μαρασμό και σε θάνατο. Εκτός από την  τύχη του Discovery, είχα και προσωπική (πικρή) εμπειρία σε αυτό το θέμα. Το μόνο μου βιβλίο που απέτυχε παταγωδώς (δεν ξεπούλησε ούτε την πρώτη έκδοση!) ήταν η «Ψηφιακή Ζωή» - το 2000. Ήταν ένα ελκυστικό μοντέρνο παραμύθι: Εισαγωγή και περιήγηση στον γοητευτικό χώρο των ψηφιακών εφαρμογών από την επιστήμη μέχρι την τέχνη. Όλα τα άλλα μου βιβλία ευπώλητα – γι αυτό κανένας δεν ενδιαφέρθηκε.

Τα σχολεία μας είναι παλαιοντολογικά, αντιεπιστημονικά και αντιτεχνολογικά. Στα περισσότερα δεν προλαβαίνει να διδαχθεί ούτε η πιο τεκμηριωμένη επιστημονική θεωρία της εποχής μας: η εξελικτική, του Δαρβίνου. Και οι μεγάλες διαμάχες αφορούν το θέμα των …θρησκευτικών.

Όλα ξεκινάνε και καταλήγουν στην παιδεία. Το ότι κάποτε εμφανίστηκαν υπολογιστές στα σχολεία δεν λέει τίποτα. Οι περισσότεροι καθηγητές δεν είχαν ιδέαν (και πολλοί ακόμα δεν έχουν!) και έλειπαν οι άνθρωποι που θα άνοιγαν στους νέους τις πόρτες της περιέργειας και της διανοητικής περιπέτειας. Γιατί η βασική αλήθεια είναι μία: τον υπολογιστή (και την πληροφορική) τον μαθαίνεις ασκούμενος, ψάχνοντας και βρίσκοντας. Μόνον ό,τι βρεις ο ίδιος, θα μείνει στην μνήμη σου.

Διαβάζω ότι η νέα κυβέρνηση θέλει να ψηφιοποιήσει το κράτος και αναρωτιέμαι: με ποιους; Αυτή την εποχή, με ένα εκατομμύριο ανέργους – έχουμε ταυτόχρονα τριακόσιες χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας! Γιατί δυστυχώς οι επιχειρήσεις δεν χρειάζονται γιατρούς, δικηγόρους, φιλόλογους και αρχιτέκτονες (ανοίξαμε και νέα σχολή στα Γιάννενα – τρομάρα μας!) αλλά προγραμματιστές,  ηλεκτρολόγους και μεσαία τεχνικά στελέχη. Σε αυτή τη χώρα, μας έφαγε η λύσσα για το «αξιοπρεπές» πτυχίο!

Στην Γερμανία που σπούδασα γνώρισα υδραυλικούς φανατικούς με την όπερα, μαραγκούς που μελετούσαν φιλοσοφία, γραμματείς που διάβαζαν ποίηση. Όλοι αυτοί δεν είχαν πανεπιστημιακό πτυχίο – αλλά ήταν βαθύτατα καλλιεργημένοι και αξιοπρεπείς...

Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2019

Εθνομηδενιστής καθότι πατριώτης!


Την λέξη «εθνομηδενιστής» δεν την έχει ούτε το τελευταίο λεξικό της Ακαδημίας. Χρησιμοποιείται συχνά από δεξιούς και (περισσότερο) από ακροδεξιούς, σαν ψόγος (ή και ύβρις) για να χαρακτηρίσουν κάποιον που δεν πιστεύει (μηδενίζει) την αξία του έθνους.

Έτσι την διάβασα σε ρεπορτάζ που χαρακτήριζαν ιστορικούς οι οποίοι συμμετέχουν στην επιτροπή των 31 για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821 και οι οποίοι αποκλίνουν από τους γνωστούς εθνικούς μύθους.

Παρένθεση: χάρηκα γιατί τελικά, όπως είχα προτείνει στο πρώτο μου σχετικό κείμενο: («Πως θα γλυτώσω το νέο 21» – 8.11.19), επιστρατεύτηκαν κυρίως ιστορικοί – μεταξύ των οποίων και άριστοι – και όχι showmen. Ελπίζω έτσι να εξαφανιστεί δια παντός και ο μύθος του Ευαγγελισμού και της Αγίας Λαύρας.

Επανέρχομαι στο αρχικό θέμα: ποία η διαφορά μεταξύ αυτού που αγαπάει το έθνος και εκείνου που αγαπά την πατρίδα.

Η πατρίδα είναι τόσο παλιά όσο ο άνθρωπος. Είναι ο τόπος του, η γωνιά του πάνω στη γη. Αυτήν αναζητεί ο Οδυσσέας που δέκα χρόνια θαλασσοδέρνεται για να δει κάποτε «καπνόν αναθρώσκοντα» από το πατρικό του σπίτι.

Το «έθνος» είναι μία πολύ πρόσφατη αφηρημένη κατασκευή. Διαβάζω μερικούς αγράμματους που γράφουν: «Το έθνος των Σπαρτιατών» ή «των Μακεδόνων». Μα δεν υπήρχαν έθνη στην Αρχαία Ελλάδα! Πόλεις, φύλα, φυλές, ναι. Αλλά τα έθνη άρχισαν να δημιουργούνται μετά την Γαλλική επανάσταση και τα 
περισσότερα διαμορφώθηκαν τον 19ο αιώνα.

Ποια είναι η διαφορά; Πολλές. Αλλά, πολύ κυνικά, τα έθνη έχουνε τζάμπα στρατό. Ενώ παλιά, και στα αρχαία χρόνια αλλά κυρίως στον Μεσαίωνα και μέχρι τον 18ο αιώνα οι πόλεμοι γίνονταν από μισθοφόρους και οι στρατιώτες ονομάζονται «σολδάτοι» (δηλαδή: πληρωμένοι) μετά την επινόηση των εθνών, οι στρατιώτες πολεμάνε για την σημαία. Κάνουν δηλαδή υποχρεωτική θητεία αντί να μάχονται για τον αυτοκράτορα, τον βασιλέα, ή τον φεουδάρχη της περιοχής.

Σύμφωνα με τον  Μπένεντικτ Άντερσον (Benedict Anderson), Βρετανό πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό, τα έθνη αποτελούν φαντασιακές κοινότητες (imagined communities) ή νοερές κοινότητες. Μια φαντασιακή ή νοερή κοινότητα διαφέρει από μια κοινότητα «άμεσης επαφής», στο ότι δεν βασίζεται (και για πρακτικούς λόγους δεν θα μπορούσε να βασίζεται) στην καθημερινή πρόσωπο-με-πρόσωπο αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της. Για παράδειγμα, ο Άντερσον πιστεύει ότι ένα έθνος είναι μια κοινωνικά κατασκευασμένη «φαντασίωση», την οποία υλοποιούν στο νου τους οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη αυτής της ομάδας.

Η πατρίδα είναι κάτι υλικό, πραγματικό. Το σπίτι, η γειτονιά σου, οι φίλοι σου. Ενώ μπορείς να είσαι πολίτης ενός έθνους χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι σου εκεί (αρκεί να πήρες από τον πατέρα σου την υπηκοότητα).

Τελικά η εθνικότητα είναι θέμα τύχης. Μέσα στο ίδιο τοπίο, αν γεννηθείς πενήντα μέτρα πάνω από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είσαι Βούλγαρος. Πενήντα μέτρα πιο κάτω, είσαι Έλληνας. Κι αν μετακινηθείς ελάχιστα, μπορείς να μεγαλώσεις ως Βούλγαρος (γλώσσα, περιβάλλον, κοινωνία) με ελληνικό διαβατήριο. ‘Η, Έλληνας, Βορειοηπειρώτης, με Αλβανικό.

Ο Ερνστ Γκέλλνερ έγκριτος πολιτικός επιστήμων γράφει ότι «Τα έθνη, ως θεόσταλτος τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως ένα εγγενές, αν και πολύ καθυστερημένο, πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος».

Αλλά το πιο σοφό το έχει πει ένας Γάλλος ιστορικός, ο Σαρλ λε Γκοφ που αποκαλεί τον εθνικισμό: «έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της κοινωνίας μας». «Το έθνος αποκλείει τα άλλα έθνη, ενώ η πατρίδα αναγνωρίζει την νομιμότητα άλλων πατρίδων. Ο στόχος είναι μία ευρωπαϊκή πατρίδα…».

Πραγματικά: ο πόλεμος γίνεται πάντα ανάμεσα σε έθνη. Ο εθνικιστής μισεί τα άλλα έθνη, τα θεωρεί κατώτερα και θέλει να τα υποτάξει. Τους τελευταίους αιώνες όλοι οι πόλεμοι έγιναν μεταξύ εθνών.

Γι αυτό και είμαι εθνομηδενιστής. Θα ήθελα να μηδενίσω τον εθνικισμό. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είμαι εθνομηδενιστής επειδή αγαπάω πολύ την πατρίδα μου.

Κυριακή, Νοεμβρίου 10, 2019

Οργή και χάος


Το πρώτο πράγμα που σε πιάνει από το λαιμό, όταν προσγειώνεσαι από το εξωτερικό στην Αθήνα, είναι μια βουβή επιθετικότητα που σιγοβράζει γύρω σου. Στην επιφυλλίδα μου στο «Βήμα» το 84, την είχα ονομάσει «Η Εθνική Τσαντίλα». (Άλλαξα τίτλο αλλά κράτησα πολλά). Όλοι είναι σφιγμένοι, αγανακτισμένοι, έτοιμοι για καυγά. Κάθε λίγο, αυτή η επιθετικότητα ξεσπάει απότομα: φουντώνει τσακωμός ξαφνικός κι αναιτιολόγητος. Ύστερα, το ίδιο απότομα, σβήνει. Η υπόκωφη οργή παραμένει, θα εκραγεί με την επόμενη ευκαιρία - σαν τη λάβα που ξεπετάγεται όπου βρει μαλακό έδαφος.

Στους δρόμους το ίδιο - όλοι οδηγούν με μια καταπιεσμένη αγανάκτηση. Εκτονώνονται με σφήνες και κλεισίματα. Αν τύχει να έρχεσαι από μια ήρεμη ευρωπαϊκή χώρα -Αγγλία ή Ελβετία- η συμπεριφορά τους σου φαίνεται ακατανόητη. Αν μάλιστα έτυχε να οδηγήσεις καιρό στις χώρες αυτές, κινδυνεύεις στην αρχή να σκοτωθείς. Ύστερα βέβαια προσαρμόζεσαι και… κάνεις κι εσύ τα ίδια.

Κι έτσι καταφέρνουμε να είμαστε πρώτοι στην χρήση του αυτοκινήτου ως φονικού όπλου… Υπάρχουν στατιστικές… Κι όταν δεν διαμελίζουμε ανθρώπους, βασανίζουμε αθώα αδέσποτα. Και εκεί υπάρχουν οδυνηρές στατιστικές.

Κι αν δεν βρούμε άλλους να ενοχλήσουμε, τρώμε επιδεικτικά χοιρινό μπροστά σε εξαθλιωμένους Μουσουλμάνους πρόσφυγες.

Σ' άλλες πόλεις του κόσμου, οι άνθρωποι ανεβαίνουν το πρωί στο τρόλεϊ ή στο Μετρό – και λένε «καλημέρα». Με χαμόγελο! Κι αυτοί σηκώθηκαν χαράματα, κι αυτοί είχαν να ετοιμάσουν τρία παιδιά για το σχολείο, κι αυτοί χρωστάνε μια δόση που λήγει. Αλλά χαμογελάνε, και λένε «καλημέρα». Εδώ μόνον ο παπαγάλος του Παπαντωνίου άρθρωνε αυτή τη λέξη.

Δεν είναι θέμα ευγένειας, ούτε τρόπων. Είναι αυτή η υπόκωφη αγανάκτηση, που μας συνοδεύει τους Έλληνες μια ζωή. Σαν να μας χρωστάνε μόνιμα κάτι, σαν να μας ρίξανε, να μας γελάσανε. 

Οργίλοι, επιθετικοί, καχύποπτοι, κοιτάμε το συνάνθρωπο σαν εχθρό. Δύσθυμοι, βαρύγνωμοι, συνοφρυωμένοι, βλέπουμε το χαμόγελο σαν απαράδεκτη επιπολαιότητα.

Τι υπάρχει μεταξύ μας; Φθόνος, θυμός και απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης. Και γι αυτά υπάρχουν στατιστικές.

Έχει σίγουρα βαθύτερα αίτια αυτή η σχεδόν μεταφυσική βαρυθυμία του Έλληνα.  Αλλά πιστεύω πως, στην αταβιστική προδιάθεση, έχουμε συμβάλλει ουσιαστικά κι εμείς, κάνοντας την καθημερινότητά μας εντελώς αφόρητη, χαοτική, ανορθολογική. 

Έτσι που και οι πιο ψυχρόαιμοι ξένοι, χωρίς καθόλου βεβαρημένο παρελθόν, μετά από λίγους μήνες αρχίζουν κι αυτοί να νιώθουν σαν εμάς. Και βρίζουν (αυτοί που δεν έχουν καν βλαστήμιες στη γλώσσα τους) και αρπάζονται και -αν είναι δυνατόν- κραυγάζουν. Αυτοί που μιλούσαν με ψιθύρους...

Η αρρώστια είναι μεταδοτική. Που σημαίνει πως, έστω κι αν υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, την υπαιτιότητα φέρει το περιβάλλον. Αυτό το απάνθρωπο περιβάλλον που είμαστε ο ένας για τον άλλον.

Και είναι ο κύκλος από τους πιο φαύλους. Όσο πιο επιθετικά φερόμαστε, τόσο περισσότερη επιθετικότητα προκαλούμε. Κι όσο καταπιέζουμε την οργή μας -γιατί δεν είναι δυνατό να είμαστε όλοι μαζί ταυτόχρονα έξαλλοι (κάποιος είναι δυνατότερος και επιβάλλεται) όσο λοιπόν καταπιέζουμε, τόσο φουντώνουμε την επιθετικότητα μας. Έτσι μοιάζουμε όλοι με παλαιστές πριν από τον καυγά. Κοιταζόμαστε στα μάτια και ετοιμαζόμαστε για τη λαβή - ή το καίριο χτύπημα.

Πώς θα βγούμε από το φαύλο κύκλο; Πού είναι οι ειρηνοποιοί, που με καλοσύνη και πραότητα θα μας απαλύνουν την αγανάκτηση, θα χαλαρώσουν το σφίξιμο, θα γαληνέψουν τη μόνιμη ταραχή; Κι οι ιερωμένοι μας, οργή εκπέμπουν! Αντίθετα, είναι πολλοί αυτοί που μας παροτρύνουν -όπως οι θεατές τους μποξέρ- να ορμάμε ο ένας στον άλλο. Μας εξωθούν, μας ερεθίζουν, μας εξαγριώνουν. Κι έτσι ζούμε για το ποδόσφαιρο και την πολιτική - δηλαδή για το πώς θα φάμε ο ένας τον άλλο…


Κυριακή, Νοεμβρίου 03, 2019

Πατριδοκαπηλεία

- Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

Ποιος το φώναξε αυτό; Ποιος θάρρεψε να το ξεστομίσει; Ποιος τόλμησε να γιουχάρει την πατρίδα, την ιερή, την πολύτιμη, την δοξασμένη;

- Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων! 

Ένας ποιητής το έγραψε. Ο Παλαμάς. 

Τι ποιητής; Άπατρις, βλάσφημος, ανθέλληνας;

 Όχι, αντίθετα. Πατριώτης, καθαρός και έντιμος. Αλλά πραγματικός. Και ο «Γύφτος» του, που γιουχάρει τις πατρίδες, είναι το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου ανθρώπου.

Και νά και οι γύφτοι, στερνολείψανα
μιας αρχοντιάς πὄχει πεθάνει·
και ξεχωρίζουν απ’ τον άλλο
γυμνό κουρελιασμένον όχλο,
κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψες τους,
λεπίδες καλοακονισμένες,
κι από τ’ αλύγιστα κορμιά τους
κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα
ξέρουν ακόμα να οδηγάν,
ξέρουν ακόμα και προστάζουν.

Ο Παλαμάς έγραψε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» σε μία εποχή όπου η χρεοκοπημένη Ελλάδα, ακολουθώντας τα  μεγάλα λόγια των δημαγωγών της ξεκίνησε τον πόλεμο του 1897, ηττήθηκε αξιοθρήνητα, υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημίωση στην Τουρκία. Οι Δυτικοευρωπαίοι βέβαια αξίωσαν λύτρα για τον δανεισμό και την διάσωση. Το «γιούχα» δεν αφορούσε βέβαια την πατρίδα, αλλά την πατριδοκαπηλία, την Μεγάλη Ιδέα, τα παχιά λόγια που μας κατάστρεψαν. Είναι μία κατάσταση που ο ιστορικός Γιάννης Γιανουλόπουλος έχει αναλύσει εναργέστατα στο βιβλίο του «Η ευγενής μας τύφλωσις».

Όπως και τώρα, η Ελλάδα, μετά το «επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, ήταν βουλιαγμένη σε μια τεράστια κρίση. Γράφει ο πρώτος στίχος της «Φλογέρας του Βασιλιά»:

Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα…

Ο ποιητής ονειρεύεται μία ανάσταση: Την περιγράφει στο 8ο Λόγο – Προφητικό - στον Δωδεκάλογο:

…και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Ο Παλαμάς αποδείχθηκε, εκτός από καλός ποιητής, και καλός προφήτης. Στον 7ο Λόγο γράφει:

Γύφτε Λαέ, άκουσέ με
το πρωτόσταλτο είμαι σημάδι
απ’ την πλάση που θάρθει...
Απ’ τούς κόσμους του Αύριο
το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω...
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης...

Λίγο μετά την δημοσίευση του ποιήματος ήρθε η εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και των βαλκανικών πολέμων – μία άλλη Ελλάδα είχε ήδη ανατείλει.

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στις μαθήτριες που παρώδησαν την εφετινή παρέλαση στην Νέα Φιλαδέλφεια και νέα Χαλκηδόνα, «σαν στρατιωτάκια που αρχίζουν να ξεκουρδίζονται… απέναντι σε εμβατήρια».

Έχουν δίκιο. Υγιέστατη αντίδραση στις γελοίες παράτες. Προς Θεού, είναι καιρός να καταργηθούν οι Μεταξικές μαθητικές παρελάσεις. Είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που κάνουμε τους μαθητές μας στρατιωτάκια! 

Βλέπω την Νέα Δημοκρατία να διολισθαίνει προς εθνικιστικές μεγαλοστομίες (ναι, κυρία Κεραμέως, με έχετε απογοητεύσει).  Όσοι πραγματικά αγαπούν την πατρίδα, εργάζονται αθόρυβα γι αυτήν και δεν αναλώνονται σε τελετές, επετείους (φτάσαμε μέχρι τον Λεωνίδα!) και πανηγυρισμούς. Η πατριδοκαπηλία είναι η σύφιλη του Ρωμαίικου – μας έχει κοστίσει πολύ ακριβά.