Κυριακή, Μαΐου 31, 2020

Η γραφειοκρατία του Κορονοϊού

Λέγαμε ότι με την χρήση των ψηφιακών και ηλεκτρονικών μέσων επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες στο δημόσιο και κερδίζουμε χρόνο και κόπο. Μερικοί, όπως εγώ, που επί είκοσι χρόνια φωνάζω, γράφω, δημοσιογραφώ για την ψηφιοποίηση (και όχι ψηφιακοποίηση όπως διαβάζω συχνά) του κράτους έσπευσαν να χαιρετίσουν με ενθουσιασμό τις αλλαγές – έστω κι αν έγιναν υπό την απειλή της πανδημίας. Εξελίξεις όπως η ψηφιακή συνταγή που την γράφει ο γιατρός και την στέλνει στο κινητό του ασθενούς από όπου την διαβάζει και την εκτελεί ο φαρμακοποιός, είναι πράγματα μαγικά που ούτε σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας δεν τα είχαμε συναντήσει. Ο ιδιώτης γιατρός βέβαια ζημιώνεται από αυτή την διαδικασία – αλλά είναι θέμα δικό του να πείσει τον ασθενή ότι και η ψηφιακή εξυπηρέτηση πρέπει να αμείβεται. Και βέβαια κινδυνεύει να χαθεί η σχέση γιατρού αρρώστου – πώς θα τον εξετάσει και θα του πάρει την πίεση ηλεκτρονικά;

Όμως η γραφειοκρατία ποτέ δεν πεθαίνει. Αναδιπλώνεται και μετά πάλι επελαύνει.

Η πρώτη ένδειξη που είχα, ήταν όταν χρειάστηκα μία βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής μου. Υπόθεση λεπτών, το ΚΕΠ της περιοχής μου είναι κοντά, πας με την ταυτότητά σου και σε τρία λεπτά έχεις τελειώσει.

Αμ δε! Δεν μπορείς πια να πας, να χτυπήσεις το κουδούνι και να μπεις. Πρέπει να κλείσεις τηλεφωνικό ραντεβού. Και εκεί όπου τελείωνες σε τρία λεπτά, πρέπει να περιμένεις τρεις ημέρες. Αν είσαι τυχερός, όπως ήμουν εγώ. Άλλοι χρειάστηκαν να περιμένουν μία εβδομάδα.

Γιατί άραγε μία διαδικασία που χρειαζόταν πραγματικά τρία λεπτά (επίδειξη ταυτότητας, υπογραφή, σφραγίδα με συμπλήρωση στοιχείων και τέλος) τώρα χρειάζεται μία εβδομάδα;

Θα σας απαντήσουν ότι έτσι αποφεύγεται ο συνωστισμός μέσα στο ΚΕΠ που είναι ιατρικά επικίνδυνος. Κι επειδή δεν μπορούν (ή δεν θέλουν) να ξέρουν τι θέμα σας απασχολεί, βάζουν ένα ραντεβού ανά μισή ώρα, για να είναι σίγουροι.

Φυσικά οι έρευνες δείχνουν πως μειώθηκε σημαντικά η παραγωγικότητα στα ΚΕΠ μετά από αυτές τις ρυθμίσεις.

Και το βασικό ερώτημα  είναι: ενώ ήδη από το τέλος Απριλίου υπάρχει ο θεσμός της ηλεκτρονικής υπογραφής, γιατί τα στελέχη του ΚΕΠ δεν την υποδεικνύουν στον πολίτη. Σε τρία ΚΕΠ που τηλεφώνησα δεν μου το είπε κανείς. Και γιατί δεν την προβάλει η κυβέρνηση; Διότι τελικά η ψηφιοποίηση ξεκινάει από την εκπαίδευση του κοινού.

Μερικά παλιά συμπτώματα απαντούν ακόμα σε πολλές κρατικές και δημοτικές υπηρεσίες. Προσπαθώ από μέρες να εξηγήσω στην δημοτική μου αρχή ότι τα δέκα τετραγωνικά που μου ανήκουν στο κοινόχρηστο γκαράζ της πολυκατοικίας όπου διαμένω, δεν ηλεκτροδοτούνται ξεχωριστά. Υπάρχει ένας γενικός φωτισμός που τροφοδοτείται από το ρολόι των κοινοχρήστων (το οποίο όμως τροφοδοτεί και τους ανελκυστήρες και τις εισόδους). Όμως η «Διόρθωση τιμών ακινήτων» ως προς τον χώρο στάθμευσης απορρίφθηκε (του διαμερίσματος ολοκληρώθηκε) και επί δύο μέρες ψάχνω να βρω μία λύση. Μιλώντας με τον αρμόδιο του Δήμου κατάλαβα ότι το πρόβλημα οφείλεται στην λάθος σύνδεση της δήλωσης με το Ε9. Έτσι όλα τα μη ηλεκτροδοτούμενα (αποθήκες, γκαράζ) απορρίπτονται αυτομάτως. Η απάντηση της αρμόδιας του Υπουργείου Οικονομικών: «Δεν μ’ ενδιαφέρει εμένα τι πρόβλημα έχουν οι Δήμοι». Γιατί κανείς δεν διορθώνει το σφάλμα και υποχρεώνονται όλοι να κάνουν καινούργια δήλωση και να πληρώνουν διπλά; 

Επίσης το να κάθεσαι υπό βροχήν στην ουρά έξω από ένα ταχυδρομείο περιμένοντας (ένας μπαίνει - ένας βγαίνει) δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο. Δεν θα μπορούσαν να αυτοματοποιηθούν μερικές διαδικασίες (π.χ. πώληση γραμματοσήμων) για να μειωθεί η ταλαιπωρία.

Ωραία η ψηφιοποίηση του κράτους, αλλά κινδυνεύει από την έλλειψη ενημέρωσης και προώθησης. Κύριε Πιερρακάκη, έχετε κάνει σπουδαίο έργο – αλλά πρέπει να το «πουλήσετε» στο κοινό. Αλλιώς κινδυνεύει να χαθεί.


Κυριακή, Μαΐου 24, 2020

Ένας λογικός άνθρωπος


Στον κόσμο της πολιτικής υπάρχουν λογής-λογής άνθρωποι. Φιλόδοξοι (άφθονοι από δαύτους) υπερόπτες, εμπαθείς και φανατικοί, δολοπλόκοι και διαπλεκόμενοι, ικανοί και ανίκανοι, ιδεαλιστές και ρεαλιστές, συκοφάντες και διαβάλλοντες, ειλικρινείς και ψεύτες, εργατικοί και τεμπέληδες, κόλακες και υβριστές.

Όλοι έχουν ένα κοινό γνώρισμα: λατρεύουν την εξουσία – κάθε εξουσία από την ανώτερη μέχρι την ταπεινή, του σαδιστή μικροϋπάλληλου. Υπάρχουν για να ασκούν εξουσία, αυτή τους τρέφει, αυτή τους κινεί. Όταν βρίσκονται εκτός εξουσίας (π.χ. στην αντιπολίτευση) παθαίνουν μαρασμό και κατάθλιψη.

Το κακό είναι πως αυτός ο κόσμος της πολιτικής είναι ο κόσμος που διοικεί μία χώρα. Και πως, από μια περίεργη σύμπτωση, μέσα σε αυτό τον κόσμο θα βρεις ελάχιστους κανονικούς και ισορροπημένους ανθρώπους, από αυτούς που συναντάς σε όλες τις πλευρές της ζωής. Είτε η πολιτική ζωή ασκεί έλξη σε μη κανονικούς ανθρώπους – είτε αλλοιώνει και παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που προσφεύγουν σε αυτή.

Έτσι, μετά από πολλά χρόνια εμπειρία αυτού του χώρου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ιδανικός πολιτικός είναι ένας απλός, κανονικός άνθρωπος. Δεν είναι ανάγκη να είναι μεγαλοφυής, ούτε καν ιδιοφυής. Ούτε χαρισματικός. Οι χαρισματικοί είναι επικίνδυνοι αν χρησιμοποιούν το χάρισμά τους λανθασμένα. Οι οραματιστές επίσης – εκατομμύρια υπήρξαν τα θύματά τους τον τελευταίο αιώνα.

Όχι – ένας απλός καθημερινός άνθρωπος, κοινός, συνηθισμένος αλλά με μία διαφορά. Ότι θα πίστευε στον εαυτό του, στις κοινές αλλά υγιείς απόψεις του, και ότι θα είχε σαν βασικό κανόνα και σύμβουλο την λογική. Την απλή λογική – ή αν ακόμα θέλετε τον κοινό νου (common sense, που λένε οι Άγγλοι).

Αλίμονο: οι κοινός νους είναι το λιγότερο κοινό πράγμα στον κόσμο. Αλλά είναι σωτήριος. Είναι το άσφαλτο κριτήριο του σωστού και του λάθους. Δεν σε αφήνει να παρασύρεσαι προς ιδεοληψίες που μπορεί να γοητεύουν, αλλά συνήθως καταστρέφουν.

Αν αναλύσετε την ιστορία της πατρίδας μας θα βρείτε πολλά παραδείγματα. Και θα απορήσετε. Τι είδους κοινό νου είχαν οι άνθρωποι που έκαναν πράγματα εντελώς παράλογα όπως ο πόλεμος του 1897, η Μικρασιατική Εκστρατεία, ή το Πραξικόπημα του 74 στην Κύπρο.

Όλα αυτά τα γράφω επειδή, για πρώτη φορά μετά από τόσες περιπέτειες και δοκιμασίες, επί κεφαλής του Ελληνικού Κράτους υπάρχει ένας άνθρωπος απλά λογικός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι χαρισματικός ηγέτης, ούτε συναρπαστικός ρήτωρ, ούτε γοητευτικός αρχηγός. Είναι ένας σωστός, μετρημένος και πρακτικός άνθρωπος. Έχει την παιδεία που χρειάζεται ένας σύγχρονος καταρτισμένος πολιτικός, ξέρει να επιλέγει συνεργάτες, έχει επεξεργαστεί αρκετά μεταρρυθμιστικά σχέδια και αντέχει τα δύσκολα. Το είδαμε στην πράξη μέσα στην πανδημία.

Ακούω φωνές: πως είμαι δεξιός, φασίστας, νεοφιλελεύθερος, κλπ. Πρέπει να πω ότι ουδέποτε στη ζωή μου ψήφισα Δεξιά (εκτός από τις τελευταίες εκλογές). Πάντα ήμουν κεντρώος. Στις πρώτες και τις δεύτερες εκλογές μετά την Μεταπολίτευση υπήρξα σύμβουλος του Γεώργιου Μαύρου (ο οποίος σπάνια ακολουθούσε τις συμβουλές μου). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τιμούσε με την φιλία του, αλλά ήξερε πως ποτέ δεν τον είχα ψηφίσει. Αργότερα ακολούθησα τον Στέφανο Μάνο στις ατυχείς του εξορμήσεις γιατί είχε σωστά σχέδια για απαραίτητες μεταρρυθμίσεις – αυτές που 
τόσο φοβούνται οι Έλληνες. (Γιατί άραγε;)

Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να κρίνει κανείς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η αρχή της πολιτείας του ξεκίνησε με εφιάλτη, αλλά εξελίχθηκε σε εντυπωσιακό επίτευγμα. Πάντως η παρουσία του με κάνει να νιώθω σιγουριά: ότι επικεφαλής του κράτους μας υπάρχει ένας λογικός άνθρωπος. Και σε μία χώρα που κυβερνούσε συχνά ο παραλογισμός – αυτό είναι μία μεγάλη παρηγοριά.

Μαζί με την εξαίρετη νέα μας πρόεδρο – εξίσου λογική, αλλά ίσως πιο τολμηρή – αποτελούν ένα σπάνιας ποιότητας ηγετικό συνδυασμό. Ας τους ευχηθούμε καλή τύχη, για το καλό όλων μας.

Κυριακή, Μαΐου 17, 2020

Ποιος ενισχύει τους Έλληνες συγγραφείς;


Ακούγοντας την κυρία Μενδώνη να μιλά για τους άνεργους (και συνεπώς άφραγκους) καλλιτέχνες που έπληξε ο κορονοϊός: Ηθοποιούς, μουσικούς, χορευτές, τραγουδιστές, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, εικαστικούς… σκέφθηκα το δικό μου συνάφι – τους συγγραφείς.

Γι’ αυτούς δεν ακούσαμε τίποτα. Αυτοί δεν παράγουν πολιτισμό; Τα Νόμπελ από ποιητές τα πήραμε. Το πιο διεθνές μας όνομα είναι ο Καβάφης.

Θα μου πείτε πως μέσα στην καραντίνα, τα δικτυακά βιβλιοπωλεία πουλούσαν άνετα.

Αλλά ό,τι και να πουλούσαν, τα έσοδα ενός συγγραφέα στην Ελλάδα είναι αστεία. Οι ποιητές μάλιστα (η μεγάλη μας δόξα) όχι μόνο δεν κερδίζουν αλλά οι περισσότεροι πληρώνουν για να εκδοθούν. Έτσι αναγκάζονται να ασκούν κι άλλο επάγγελμα που τους εξασφαλίζει τα προς το ζην. Δεν γνωρίζω κανένα σοβαρό Έλληνα συγγραφέα που να ζει από τα βιβλία του.

(Εκτός από κάτι ροζ κυρίες…γι’ αυτό διευκρίνισα: ‘σοβαρό συγγραφέα’).

Θέλετε να μάθετε τι κερδίζει ένας επιτυχημένος μας συγγραφέας; Η μέση λιανική τιμή ενός βιβλίου στην Ελλάδα είναι 15€. Το συγγραφικό δικαίωμα ήταν 15% αλλά με την κρίση οι περισσότεροι εκδότες το κατέβασαν στο 12%. Άρα από κάθε βιβλίο που πωλείται, ο συγγραφέας παίρνει 1,8€.

Ας δεχθούμε τώρα ότι το βιβλίο πετυχαίνει και κάνει πολλές εκδόσεις (το σωστό είναι «ανατυπώσεις»). Ας πούμε ότι πουλάει 10.000 αντίτυπα. (11 εκδόσεις των 800 + 1200 η πρώτη). Σύνολο εσόδων 18.000€.

Ο μέσος χρόνος για την συγγραφή ενός βιβλίου, για έναν άνθρωπο που ασκεί και άλλο επάγγελμα, είναι περίπου δύο χρόνια. Άρα επιμεριζόμενη, η αμοιβή του συγγραφέα είναι 750 το μήνα. Κι αν θέλει ασφάλιση και αργότερα σύνταξη, θα πρέπει να αφαιρέσουμε τουλάχιστον 250€.  Οικογένεια με 500€ το μήνα;

Και εδώ μιλάμε για ένα επιτυχημένο βιβλίο. Ελάχιστα σοβαρά βιβλία πουλάνε 10.000 αντίτυπα. Τα περισσότερα αγωνίζονται να φτάσουν στην δεύτερη έκδοση…

Άρα, επάγγελμα! Δικηγόρος, γιατρός, διπλωμάτης, διαφημιστής, αρχιτέκτων, δημοσιογράφος… και όλίγον συγγραφεύς.

Ένα προσωπικό παράδειγμα: Όπως σχεδόν όλοι οι συγγραφείς, τα πρώτα μου βιβλία τα πλήρωσα από την τσέπη μου – ήταν ποίηση και δοκίμια, άνευ εμπορικού ενδιαφέροντος. Μετά ήρθε το πιο επιτυχημένο μου βιβλίο, γνωστό σε πολλούς,  (βρίσκεται τώρα στην 39η ανατύπωση). Από την 1η, μέχρι την 13η (και λόγω ζήτησης, οι ανατυπώσεις τότε ήταν των 10.000 ή 5000 αντιτύπων) δεν είχα εισπράξει δραχμή! 

Κάποτε ο δεύτερος εκδότης μου, δέησε να μου δώσει μία μεταχρονολογημένη επιταγή ενός εκατομμυρίου δραχμών. (Αντιστοιχούσε στο μισό του χρέους). Όταν πήγα να την εισπράξω, ήταν ακάλυπτη! Την έχω φυλάξει για ενθύμιο.

Δεν είναι λοιπόν μόνο που δεν αμείβονται καλά οι συγγραφείς μας – συχνά δεν εισπράττουν, είτε εγκαίρως, είτε καθόλου. Και μην νομίζετε πώς είναι μόνον ελληνικό έθιμο. Το ίδιο βιβλίο μου μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες. Κριτικές διθύραμβοι, αλλά χρήμα μηδέν. 

Από τους δέκα μεγάλους ξένους εκδότες μόνον ο Γερμανός στέλνει κάθε χρόνο λογαριασμό. Ο Γάλλος, εκτός από την πρώτη έκδοση έβγαλε και δεύτερη σε σχήμα τσέπης για περίπτερα και αεροδρόμια – αλλά ούτε φράγκο! Ο Ιταλός κλάφτηκε ότι πούλησε μόνο 172 αντίτυπα. (Η Ιταλία έχει 18000 βιβλιοπωλεία και όπως μου είπε η  Ελληνολάτρις συγγραφέας Andrea Marcolongo  για χρόνια το βιβλίο ήταν στις βιτρίνες). Στην Κολομβία και στην Χιλή το βιβλίο πήρε διακρίσεις, αλλά ο Ισπανός εκδότης (ο μεγαλύτερος) που καλύπτει και την Νότια Αμερική, ισχυρίζεται ότι δεν πούλησε τίποτα.

Έξω, βεβαίως, οι ξένοι συγγραφείς εκπροσωπούνται από ατζέντηδες, μεγάλα οργανωμένα γραφεία με δικηγόρους, που ελέγχουν εκδότες και βιβλιοπωλεία. Τα δικαιώματα τους είναι ιερά και απαραβίαστα (και όχι «κλοπυράιτ», που έλεγε η Ελένη Βλάχου). Άλλωστε οι ξένοι έχουν και άλλα έσοδα. Μία σειρά διαλέξεις σε Αμερικανικά πανεπιστήμια μπορεί να σε θρέψει δύο χρόνια. Οι συνεντεύξεις πληρώνονται αδρά, όπως και οι συνεργασίες σε έντυπα.

Ενώ εδώ: Το ελληνικό κράτος βάζει κείμενά μας στα σχολικά βιβλία, μεταδίδει έργα μας από το κρατικό ραδιόφωνο – και όχι μόνο δεν πληρώνει… Ούτε ζητάει άδεια – ούτε καν μας ενημερώνει!

Πριν μερικά χρόνια έστησε το ΕΚΕΒΙ (Ελληνικό Κέντρο Βιβλίου) που έμεινε  στις καλές του προθέσεις.

Να ενισχυθούν εκατό φορές όλες οι τέχνες. Αλλά  μην ξεχνάτε και το βιβλίο, αυτό το αποπαίδι του Ελληνικού Πολιτισμού...

Κυριακή, Μαΐου 10, 2020

Το θαύμα της Λιλιπούπολης

Μπορεί να ξεκίνησε σαν παιδική ραδιοφωνική εκπομπή, αλλά βαθμιαία η Λιλιπούπολη έγινε κάτι άλλο: το πιο αξιόλογο συλλογικό καλλιτεχνικό έργο που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Πρώτη φορά σε αυτή τη χώρα του Εγώ, τόσοι σημαντικοί δημιουργοί συνεργάστηκαν αρμονικά, σαν ένας άνθρωπος, και έχτισαν ένα έργο που ξεχειλίζει από ταλέντο, ποίηση, ευρηματικότητα και φαντασία. Πράγμα που οφείλεται και στον Μάνο Χατζιδάκι – αν δεν ήταν αυτός διευθυντής του Τρίτου – δεν θα είχε μακροημερεύσει η εκπομπή.

Προσέξτε τα ονόματα:
Τέσσερεις συνθέτες: Λένα Πλάτωνος, Νίκος Κυπουργός, Δημήτρης Μαραγκόπουλος, Νίκος Χριστοδούλου, μελοποιούσαν τα υπέροχα τραγούδια της Μαριανίνας Κριεζή (όλοι οι στίχοι δικοί της) που τα τραγουδούσαν οι Σπύρος Σακκάς, Σαβίνα Γιαννάτου, Αντώνης Κοντογεωργίου, Νένα Βενετσάνου, Μαριέλλη Σφακιανάκη και άλλοι, με διευθυντή ορχήστρας τον Βύρωνα Φιδετζή. Τα κείμενα ήταν συνεργασία πολλών αλλά ξεχώριζαν το χιούμορ της Άννας Παναγιωτοπούλου και η μαγεία της Μαριανίνας. Ηθοποιοί: Βασίλης Μπουγιουκλάκης, (αθάνατος Χαρχούδας!) Άννα Παναγιωτοπούλου, Σταμάτης Φασουλής, Λευτέρης Βογιατζής, Σαπφώ Νοταρά, Λυδία Κονιόρδου, Αλέκα Παΐζη, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Ράνια Οικονομίδου, Πέπη Οικονομοπούλου, Μίνα Αδαμάκη, Θόδωρος Μπογιατζής, Νίκος Τσιλούνης, Σταύρος Μερμήγκης, Λάμπρος Τσάγκας και Μίμης Χρυσομάλλης – όλοι σε μία βασική ιδέα της Ελένης Βλάχου και της Ρεγγίνας Καπετανάκη..

Τόσο ταλέντο. Τόσο ταλέντο χώρεσε σε μία εκπομπή!

Αυτά τα έγραφα το 2013 – όταν μερικοί αποφάσισαν να «αναβιώσουν» την εκπομπή, πράγμα που φυσικά δεν πέτυχε. Τα θαύματα δεν επαναλαμβάνονται.

Ήμουν μάλλον ο πρώτος που την πήρε στα σοβαρά, ο πρώτος που έγραψε γι αυτήν το 1979: «Οι στίχοι των λυρικο-ονειρικών τραγουδιών της Λιλιπούπολης αποτελούν μέγιστο γεγονός για τη νεότερη ποίηση μας. Ελληνικότατη — σε δεύτερη Χατζιδακική γενιά — και ή γοητευτική μουσική τους, πού προεκτείνει την παράδοση του νέου ελληνικού Lied. [] Και πέρα από την ποιητική φαντασία, ένα διαβολεμένο σατιρικό πνεύμα παρωδεί και διασύρει τα πάντα».

Αυτό το σατιρικό πνεύμα ήταν βόμβα στα θεμέλια του θαύματος. Οι Νέο-Έλληνες δεν αντέχουν την σάτιρα. Ιδιαίτερα την πολιτική.
Κι όταν σταμάτησε πριν 40 χρόνια (δεν τον άντεχαν πιά τον Χατζιδάκι, ακόμα και οι προστάτες του) έγραψα κάτι άλλο:

Στην αρχή ένιωθα περίεργα μόνος. Ήταν το αντίστροφο ενός ταξιδιού. Δεν είχα αφήσει πίσω μου έναν κόσμο — με είχε εγκαταλείψει εμένα ένας ολόκληρος κόσμος.

Ή απουσία γινόταν κάθε μέρα και πιο οδυνηρή. Δεν μου έλειπαν μόνον οι άνθρωποι — μου έλειπαν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα αντικείμενα, τα τοπία. Νοσταλγούσα το Λιλιγρό, το δάσος Άρες Μάρες Κουκουνάρες, τον Φίστικο, τη λεωφόρο της Γαλάζιας Πεταλούδας — ως και αυτον τον Σιδερομάσσα.

Βέβαια πιο σκληρή ήταν ή απουσία των ηρώων μου: Πώς να αντικαταστήσω τον Χαρχούδα, τον Δυστροποπιγγα, τον Δόκτορα Δρακατώρ; Ως και την κυρία Φωτεινή (πού κάνει σούπα κοκκινή) και την Κινέζα της μαγιονέζας είχα επιθυμήσει. Για να μη μιλήσουμε για τον Παπαγάλο ή τον Μπέμπαντα...

Ναι, μου έλειπε ή Λιλιπούπολη ! Ή στέρηση της με είχε απορυθμίσει εντελώς. Δεν είχα πια που να ξεφορτώσω τα νεύρα μου ή τα όνειρά μου. Για καιρό ένιωθα σαν θεριακλής πού του κόψανε το τσιγάρο.

Είχα πάθει εθισμό με αυτή την εκπομπή. Πρώτη φορά στη ζωή μου παρατούσα τα πάντα για να την ακούσω.

Μέχρι που κατάλαβα πως η Λιλιπούπολη είχε ήδη αλλάξει τον κόσμο για μένα. Δεν την νοσταλγώ πια – την ζω. Αυτοί πού την πολέμησαν, χάθηκαν. Αυτοί πού τη σταμάτησαν θα έχουν καιρό ξεχαστεί όταν τα τραγούδια της Λιλιπούπολης θα τραγουδιούνται ακόμη ! Αλλά οι τύποι που δημιούργησε κυκλοφορούν ακόμα γύρω μας, αιώνιοι!

Ναι, Δήμαρχε! Ναι, Μπίξ-Μπίξ! Ναι, Γλυκόσαυρε! Κερδίσατε! Εσείς το τραγουδήσατε, δεν το πιστέψαμε, μα τώρα το ζούμε:

Γύρισα, ταξίδεψα πολύ
κι όλος ο κόσμος, είναι για μένα,
μια Λιλιπούπολη...

Ναι, Δυστροπόπιγγα, ναι, Πιπινέζα, ναι, Δρακατώρ: χάρη σε σας το τραγούδι βγήκε αληθινό. Όλος μου ο κόσμος έγινε μια Λιλιπούπολη!

(Ευχαριστίες στον κ. Γιώργο Αλλαμανή που μου θύμισε την επέτειο).

Κυριακή, Μαΐου 03, 2020

«Για μας κελαηδούν τα πουλιά…»*


Προβλέπω, με το τέλος της «Καραντίνας» (δεν προφέρεται καραdiνα – κάποτε θα γράψω ένα μικρό δοκίμιο για προφορές όπως σαbάνια, στούndιο, κλπ. αφιερωμένο στην μνήμη του Τάκη Χορν, που ανατρίχιαζε στο άκουσμά τους) προβλέπω λοιπόν πως οι συζητήσεις θα έχουν το λάιτ-μοτίφ των διακοπών: «Εσείς, πώς τα περάσατε;»

Όπως και στις διακοπές, οι απαντήσεις θα είναι ως επί το πλείστον ανειλικρινείς. Ούτε για τους καυγάδες θα μιλάνε, ούτε για τα μαλλιοτραβήγματα. Ούτε για τον έξαλλο πατέρα ο οποίος κόντεψε να βιαιοπραγήσει στον γιό, που του έκλεβε την ευρυζωνική συχνότητα στο streaming, ούτε για την μητέρα που βρήκε τα καλλυντικά της ρημαγμένα από τις απόπειρες της κόρης να μεταμορφωθεί σε μακιγιέζ από τα έντεκα χρόνια της.

«Ωραία περάσαμε, διαβάζαμε βιβλία, παίζαμε παιχνίδια επιτραπέζια, πηγαίναμε περιπάτους…»  Στην πραγματικότητα έβλεπαν τηλεόραση από πολλές πηγές: κινητό, τάμπλετ, λάπτοπ – ενίοτε και τον δέκτη.... Περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν τον Τσιόδρα και το πολεμικό ανακοινωθέν (απολογισμό των θυμάτων της μάχης με το κορόνο-τέρας). Έχασαν αρκετά από τα πρώτα ανακοινωθέντα ψάχνοντας να βρουν την συχνότητα της ΕΤ1 που είχαν χρόνια να την ανοίξουν…

(Χρόνια είχε να δει η Κρατική Τηλεόραση τέτοιες μετρήσεις θεαματικότητας  - ίσως μόνο πριν ξεμυτίσουν τα ιδιωτικά κανάλια). Αλλά ο Τσιόδρας έγινε σούπερ-σταρ. Οι άνθρωποι όταν μιλάνε γι αυτόν νιώθουν δέος. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται σε ένα συνδυασμό κύρους, ικανότητας και σεμνότητας, που δεν έχει ξαναφανεί σε ελληνικό κανάλι.

Ίσως η γνωριμία με έναν τέτοιον άνθρωπο να αποτελεί το πιο σημαντικό μάθημα που θα μας αφήσει η πανδημία. Το δεύτερο είναι η αίσθηση της αβεβαιότητας και παροδικότητας, που θα μας κατέχει για καιρό. Γράφω αυτό το κείμενο την Τρίτη 28 Απριλίου και δεν ξέρω αν θα είμαι σε θέση και διάθεση να το διαβάσω την Κυριακή 3 Μαΐου, που θα δημοσιευθεί.

Κι όσο θα ελευθερώνονται οι άνθρωποι, κι όσο θα αποκαθίσταται η «κανονικότητα» (τι λέξη!) τόσο θα αυξάνει και η αβεβαιότητα. 

Μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού σου, περιβαλλόμενος από αντισηπτικά και άλλα προφυλακτικά, ένιωθες ασφαλής. Αλλά ο κόσμος έξω είναι γεμάτος μυριάδες ανθρώπους και κάθε ένας τους είναι ύποπτος. Η ονομασία «ασυμπτωματικός φορέας»  μου θυμίζει την Κατοχική φράση: «Συνεργάτης των Γερμανών». Δηλαδή κάποιος που μπορούσε να σε στείλει στον χαμό σου.

Τι θέλω να κρατήσω από την καραντίνα: το κελάηδημα των πουλιών. Κάθε μέρα περπατούσαμε  δύο με τρία χιλιόμετρα μέσα σε άλσος. (Λόγος εξόδου: Κωδικός 6). Τα πουλιά, όλη μέρα, τρελαμένα. Ποτέ δεν τα έχω ακούσει να κελαηδάνε τόσο πυκνά και τόσο δυνατά. Σε ζάλιζε αυτό το ξέφρενο κελάηδημα. 

Ναι, ήταν άνοιξη, ναι κάθε άνοιξη κελαηδούν τα πουλιά – αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Σαν κάτι να ήξεραν τα πουλιά, σαν κάτι να ήθελαν να μας πουν.

Σαν να μας έλεγαν: «Ακούστε μας καλά. Μπορεί αυτή να είναι η τελευταία σας άνοιξη. Στον άλλο κόσμο, μάλλον θα έχει μόνο σιωπή». Σιωπή και σκοτάδι – δηλαδή το μηδέν.

Α, ναι – διάβασα και κάτι βιβλία – ούτε τα μισά από όσο σκόπευα να διαβάσω. Άκουσα και μουσική – πολλή μουσική. Αλλά έχω (ελπίζω να έχω) καιρό. Δεν μας βλέπω να κάνουμε διακοπές φέτος. 

Τα ανίψια μας, για τα οποία είχαμε νοικιάσει μαζί ένα σπίτι σε νησί, δεν θα αποτολμήσουν να κάνουν το πιο μακρινό αεροπορικό ταξίδι.

Ελπίζω όμως τα πουλιά να τραγουδάνε ακόμα. Και να τα ξαναχαρώ κι άλλες χρονιές.

Ξέρετε: έχω ακούσει φέτος τόσες φορές πως είμαι "ευάλωτος και ευπαθής", που κοντεύω να το πιστέψω…

*(Το τραγούδαγε, όταν ήμουν παιδί, ο Νίκος Γούναρης. Στίχοι: Νίκος Φατσέας, Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ)