Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2018

Η αγορά των ιδεών



Το 1973, Έλληνας συγγραφέας κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Σκέψεις για μία φιλοσοφία της επικοινωνίας». Ένα χρόνο μετά συμπλήρωσε αυτό το έργο με ένα μικρότερο: «Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφία της επικοινωνίας». Και τα δύο μαζί αποτέλεσαν μια τρίτη έκδοση: «Ο Δρόμος της Επικοινωνίας» που κυκλοφόρησε το 1975 και ανατυπώθηκε αρκετές φορές.

Τα βιβλία αυτά προσπάθησαν να οικοδομήσουν ένα φιλοσοφικό σύστημα βασισμένο στην οντολογική σημασία της επικοινωνίας. (Οντολογικό αποκαλείται στην φιλοσοφία κάθε τι που θεμελιώνει το ον). Στη θέση του “cogito” (σκέπτομαι άρα υπάρχω) πρότεινε το «επικοινωνώ άρα υπάρχω», που σημαίνει πως συνειδητοποιώ την ύπαρξή μου από την στιγμή που επικοινωνώ. Από εκεί και πέρα το βιβλίο επεξεργαζόταν τις μορφές και τις πρακτικές της επικοινωνίας.

Το 1981 ο ήδη γνωστός και καταξιωμένος Γερμανός φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας δημοσιεύει ένα βιβλίο με τίτλο: «Θεωρία του Επικοινωνιακού Πράττειν» (Theorie des kommunikativen Handelns). Το βιβλίο αυτό αναγορεύεται σε κορυφαίο του έργο, μεταφράζεται αμέσως σε πολλές γλώσσες και διδάσκεται στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια. Θεωρήθηκε ως το πρώτο κείμενο που εισάγει την έννοια της επικοινωνίας στον χώρο της φιλοσοφίας. 

Το 1984, ο ίδιος έλληνας συγγραφέας, μετά από πολυετείς έρευνες, εκδίδει το βιβλίο: «Ο Έλληνας Βούδας». Το πρώτο μέρος του αφορά τις επιδράσεις της ελληνιστικής τέχνης στις πρώτες απεικονίσεις του Βούδα. Το δεύτερο ασχολείται με τις κοσμογονικές επιδράσεις της βουδιστικής σκέψης στην Ελληνιστική φιλοσοφία.

Ξέρουμε ότι ο φιλόσοφος Πύρρων ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο ως την Ινδία και ήρθε σε επαφή με Ινδούς στοχαστές. Ο Πύρρων ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε την ροή της ελληνικής (δηλαδή της παγκόσμιας τότε) φιλοσοφίας. Από εκεί που ήταν αναζήτηση γνώσης, έγινε παρηγορητική της ύπαρξης. Αυτή είναι μία καθαρά ανατολίτικη (και κυρίως Βουδιστική) δοξασία. Ο Πύρρων ίδρυσε την πρώτη από τις τρεις σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας, την Σκεπτική. Οι επόμενες (Στωική και Επικούρεια) επηρεάστηκαν από αυτή, κυρίως ως προς τον τελικό στόχο της σκέψης: την αταραξία, ή αλυπία.

Ως τότε στην διεθνή βιβλιογραφία η στροφή στην μετά-αριστοτέλεια σκέψη αποδίδονταν στην αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο «Έλληνας Βούδας» ήταν το πρώτο βιβλίο που επισήμανε (τεκμηριώνοντας με αντιπαράθεση κειμένων από τις Βουδιστικές Σούτρας και τον Σέξτο Εμπειρικό) την επίδραση του Βουδισμού στην ελληνική σκέψη.

Ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, μερικές δεκαετίες μετά, ακολουθώντας την συλλογιστική του Έλληνα συγγραφέα και άλλοι ερευνητές έφτασαν σε ανάλογα συμπεράσματα. Έτσι το 2010 εμφανίστηκε το βιβλίο του Adrian Kuzminski: «Πυρρωνισμός: Πώς οι Αρχαίοι Έλληνες ξανά-εφεύραν τον Βουδισμό» (Pyrrhonism: How the Ancient Greeks Reinvented Buddhism).

Και 33 χρόνια μετά το ελληνικό ‘πρωτότυπο’, κυκλοφορεί ο «Έλληνας Βούδας» στα Αγγλικά. Όχι όμως το βιβλίο – μόνον ο τίτλος του. Τo 2017, εκδίδεται στις ΗΠΑ το έργο του Christopher I. Beckwith: «Ο Έλληνας Βούδας: Η συνάντηση του Πύρρωνα με τον πρώιμο Βουδισμό στην Κεντρική Ασία». (Greek Buddha: Pyrrho's Encounter with Early Buddhism in Central Asia). Ακολουθεί τη σκέψη και την μέθοδο του ελληνικού, με  περισσότερο υλικό – και στο εξώφυλλό του αναγράφονται εγκωμιαστικές κριτικές – ιδιαίτερα για την πρωτοτυπία του.

Όχι, δεν μας κλέβουν οι ξένοι τις ιδέες μας – αφού τις αγνοούν. Οι πρωτότυπες ελληνικές σκέψεις πνίγονται και πεθαίνουν μέσα στην κλειστή και απομονωμένη ελληνική κοινωνία. Αντίθετα με αυτά τα ξένα βιβλία, που έχουν προκαλέσει παγκόσμιες αντιδράσεις, συζητήσεις, σχόλια, κριτικές και μελέτες – για τα ελληνικά, που προηγήθηκαν, δεν γράφτηκε λέξη. Ούτε στην Ελλάδα. Ούτε καν αρνητική…

Ιδού λοιπόν δύο παραδείγματα για το πώς ΔΕΝ λειτουργεί στην Ελλάδα η αγορά των ιδεών. Οι νέοι που μεταναστεύουν δεν το κάνουν μόνο για λόγους οικονομικούς – αλλά επειδή έχουν καταλάβει ότι μόνο στο εξωτερικό θα βρουν αναγνώριση, απήχηση και καταξίωση.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Μόνο συμπάθεια…

Ο άνθρωπος που έφυγε πρόσφατα για το μεγάλο και οριστικό ταξίδι, δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα. Σε όλους τους τομείς ήταν λίγο πάνω από τον μέσον όρο – αλλά όχι τόσο που να ενοχλεί. Ήταν αρκετά ευφυής, αρκούντως μορφωμένος και καλλιεργημένος, καλός συνομιλητής, ευχάριστος στην παρέα και σωστός στη δουλειά του.

Ξεχώριζε κυρίως με το να μην ξεχωρίζει: ήταν αθόρυβος, ήρεμος και, σε όλους ιδιαίτερα συμπαθής.

Αυτή του η ιδιότητα τον βοήθησε να πετύχει παντού. Χωρίς να είναι πολύ αποτελεσματικός στην δουλειά του, χωρίς να συμβάλει με νέες προτάσεις και ιδέες, χωρίς μεγάλες πρωτοβουλίες, κατάφερνε να γίνεται αγαπητός σε όλους τους συναλλασσόμενους. «Τι συμπαθητικό παιδί ο Κ.!» άκουγες συχνά και από όλους. Κι αργότερα: «Τι συμπαθής άνθρωπος!».

Το ίδιο και οι συνάδελφοί του στη δουλειά. Τον συμπαθούσαν χωρίς εξαιρέσεις. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου υπήρχαν συχνές τρικυμίες, γύρω του η θάλασσα ήταν λάδι.

Συνηθισμένος να κινούμαι ανάμεσα σε έντονα αρνητικά και θετικά συναισθήματα, τον θαύμαζα πως γλιστρούσε, ψάρι μέσα στο νερό, αθόρυβος ανάμεσα στον κόσμο. Μία άλλη μορφή του «λάθε βιώσας» αλλά χωρίς κρυψίνοια.

Τον γνώρισα καλά, συνεργάστηκα μαζί του και πάντα είχα αυτή την αίσθηση ηπιότητας. Μερικές φορές η ανεμελιά του προκαλούσε προβλήματα – αλλά τα έλυνε με ένα αμήχανο χαμόγελο. Άλλοι μπορεί σε ανάλογες περιπτώσεις να κινδύνευαν με απόλυση – αλλά θα ήταν αδιανόητο ακόμα και να σκεφθεί κανείς κάτι τέτοιο, γι αυτόν τον τόσο συμπαθή άνθρωπο.

Μετά χαθήκαμε – τον έβλεπα σπάνια, στη χάση και τη φέξη. Αλλά πάντα κράταγε αυτή τη χάρη. Ήταν σαν φίλος με όλους, έστω κι αν ελάχιστα τον γνώριζαν. Όλοι τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο. Ο γνωστός που με πήρε τηλέφωνο να μου αναγγείλει τον θάνατό του μου είπε: «ξέρω πως θα σου κοστίσει, γιατί ήσασταν πολύ φίλοι». 

Λάθος. Ουδέποτε ήμασταν πολύ φίλοι και τώρα είχα χρόνια να τον δω – αλλά η εικόνα που είχαν οι τρίτοι ήταν στερεότυπα ίδια για όλους.

Κατά βάθος πρέπει να ήταν μοναχικός κι ας απέπνεε φιλία και ζεστασιά. Η συμπάθεια που προκαλούσε σε όλο τον κόσμο, τελικά τον κρατούσε σε απόσταση. Σε ίση απόσταση από τους άλλους. Όμως είχε μία γλύκα που σου έκανε καλό.

Δεν ξέρω αν ήταν ευτυχισμένος. Αλλά η ζεστασιά που εξέπεμπε ήταν κάτι θετικό μέσα σε έναν ψυχρό και σκληρό κόσμο.  Θα λείψει από αρκετούς, υποθέτω. Άφησε πίσω του και ένα έργο: μικρό, αλλά ιδιαίτερα συμπαθητικό…

Υποψιάζομαι πως δεν θα ήθελε να αναφέρω το όνομά του.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2018

Αγανάκτηση!


Αν ήμουν νεότερος θα είχα οριστικά εγκαταλείψει αυτό τον τόπο.

Στην ηλικία που έφτασα τώρα, θα τον εγκαταλείψω πια μόνον πεθαίνοντας – και πάλι διαμαρτυρόμενος. Διότι φοβάμαι ότι και η τελευταία μου επιθυμία (να καώ, αντί να ταφώ), δεν θα μπορεί να εκπληρωθεί. Κι ας έχει ψηφιστεί εδώ και δώδεκα χρόνια ο σχετικός νόμος!

Κοιτάζοντας πίσω θεωρώ πως αυτή η χώρα δικαιούται μόνον μία παγκόσμια διάκριση. Το Νόμπελ του ανορθολογισμού και της ανωριμότητας. Με άλλα λόγια, του να κάνεις τα εύκολα δύσκολα, να πνίγεσαι σε μία κουταλιά νερό, να βάζεις τρικλοποδιές στον εαυτό σου.

Η μοίρα μας έδωσε μία πανέμορφη χώρα, καλούς προστάτες (αυτοί μας βοήθησαν να ελευθερωθούμε και να τετραπλασιάσουμε την έκτασή μας – μόνοι εμείς σε αυτή την περιοχή) και διάσημους προγόνους.

Εμείς προσπαθούμε να ασκημύνουμε τη χώρα με τσιμέντο και σκουπίδια, μισούμε και βρίζουμε τους λαούς που μας βοήθησαν (ενώ αγαπούμε αυτούς που εντελώς αδιαφορούν – π. χ. Ρωσία) κι
όσο για τους προγόνους, απλώς τους εκμεταλλευόμαστε. Σαν κάτι ξεπεσμένους  αριστοκράτες που συνεχώς αραδιάζουν τίτλους και ονόματα.

Στα περίπου διακόσια χρόνια της ιστορίας μας, έχουμε καταφέρει να χρεοκοπήσουμε πολλές φορές και να σφαχτούμε μεταξύ μας περισσότερες. Και οι χρεοκοπίες και οι εμφύλιοι άρχισαν πριν καν ελευθερωθούμε. Στην επανάσταση του 21, πιο πολύ μεταξύ τους πολεμούσαν οι Έλληνες παρά με τους Τούρκους (το έχω ξαναγράψει αυτό). Η επανάσταση απέτυχε κι αν δεν γινόταν το Ναβαρίνο ίσως να ήμασταν ακόμα μία επαρχία της Τουρκίας.

Είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε το βιός μας, χρεωνόμαστε πέρα από τις αντοχές μας, σπαταλάμε ό,τι δεν έχουμε και η διαφθορά κατατρώει το είναι και το έχει μας σαν σαράκι. Διαβρωμένοι από την κορυφή ως τα νύχια.

Καταφέρνουμε να περιπλέξουμε και να δέσουμε κόμπο τα απλούστερα προβλήματα. Άλλα κράτη, πιο ώριμα και πολιτισμένα, θα είχαν ξεμπερδέψει με το «Μακεδονικό» σε τρεις διασκέψεις. Τι είναι σήμερα η Μακεδονία; Ούτε έθνος ούτε κράτος – μία γεωγραφική περιοχή, χωρισμένη στα δύο. Ποιο το ζητούμενο; Να ξεχωρίζει η μία από την άλλη!

(Σκέπτεστε οι Γάλλοι κάτοικοι της Βρετάνης να ξεκινούσαν εκστρατεία εναντίον των Βρετανών, που τους πήραν το όνομα;)

Κι αν λυθεί τελικά αυτό το ψευδοπρόβλημα θα το χρωστάμε σε ένα δημαγωγό που αφού αθέτησε όλες του τις υποσχέσεις, αφού απέτυχε σε όλα του τα εγχειρήματα, προσπαθεί να επιβιώσει πολιτικά (και εκλογικά) ως σωτήρας σε ένα «εθνικό θέμα».

Αφού υποδύθηκε τρία χρόνια τον Ανδρέα Παπανδρέου ως κορυφαίο λαϊκιστή, τώρα παριστάνει ένα γιαλαντζή Ελευθέριο Βενιζέλο.

Που όμως χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να διχάσει τον λαό – προς ίδιον όφελος.

Αφόρητη Ελλάδα! Όπου ο καθένας φθονεί τον πλησίον του, ευχόμενος μόνο να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα.

Όπου οι τοίχοι των πόλεων μας, άθλια μουντζουρωμένοι, αποπνέουν όλη τη μιζέρια, το μίσος και την ανασφάλειά μας. Ναι, και σε άλλες χώρες υπάρχουν τοιχογραφίες και γκράφιτι – αλλά είναι έργα τέχνης, όχι άναρθρες κραυγές.

Σκέτη πια κατάθλιψη.

Κι αλήθεια, πόσο ξένος και μόνος νιώθει ένας άθεος και ειρηνιστής, σε μία χώρα όπου οι δημοφιλέστεροι θεσμοί είναι ο στρατός και η εκκλησία!

Ακόμα και το Ιράν θα ήταν καλύτερο…


Αγανάκτηση!

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2018

Παλίμψηστο πατρίδων


Ο πατέρας μου καταγόταν από την Ήπειρο. Η μάνα του από την Πελοπόννησο. Υπηρέτησε στο στρατό τα χρόνια του Μικρασιατικού. Ήταν λοχίας. Ποτέ δεν μίλαγε γι αυτόν τον πόλεμο. Ήταν εθνικόφρων και βασιλόφρων. Από αντίδραση, στην εφηβεία μου, διάβαζα Μαρξ και Πλεχάνωφ. Αργότερα, στην δεκαετία του 50, έζησα τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην Ανατολική Γερμανία και άλλαξα γνώμη.

Ο πεθερός μου ήταν Σεφαραδίτης Εβραίος από την Θεσσαλονίκη. Από αυτούς που εγκαταστάθηκαν την πόλη, όταν το 1492 τους έδιωξαν οι Ισπανοί. Γλύτωσε το Άουσβιτς πηδώντας από ένα παράθυρο δευτέρου ορόφου. Όλη του η οικογένεια χάθηκε εκεί. Αργότερα, για να νυμφευθεί, βαφτίστηκε Χριστιανός.  Θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα Μακεδόνα. «Όταν το 1911 ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη» μου έλεγε, «μόνο το 11% των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνοι».

Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν από την Γένοβα. Πριν πεντακόσια χρόνια, μαζί με άλλους Γενοβέζους ευγενείς, εγκαταστάθηκαν στην Χίο. Έγιναν ορθόδοξοι και Ρωμιοί. Αργότερα ένας προπάππος μου έγινε Δήμαρχος Χίου και πολλοί δρόμοι στην πόλη πήραν ονόματα προγόνων. Το 1822, με την καταστροφή της Χίου, όσοι επέζησαν, σκόρπισαν σε όλη την υφήλιο. Ένας πουλήθηκε στο σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης σε αμερικανό πλοίαρχο και θεμελίωσε μεγάλο σόι Αμερικανών ναυάρχων. Άλλος έγινε μουσικολόγος στη Γαλλία (συνεργάτης του Ραβέλ) και άλλος ιστορικός στην Αγγλία. Ο κλάδος της μητέρας μου ήταν από τους ιδρυτές της Ερμούπολης.   

Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει πως, στην επανάσταση του 21, όταν ο Μαυροκορδάτος θέλησε να βγάλει λόγο στα πληρώματα του ελληνικού στόλου, μίλαγε αρκετή ώρα και στο τέλος ζητωκραύγασε – χωρίς καμία αντίδραση από το ακροατήριο. Όταν όμως ο Κουντουριώτης τα ξαναείπε στα αλβανικά, επικράτησε μεγάλος ενθουσιασμός.

Όσοι χρησιμοποιούν το αεροδρόμιο στα Σπάτα, γνωρίζουν άραγε τον μεγάλο Αλβανό πολέμαρχο, τον Μπούα Σπάτα, που έφτασε να γίνει αρχιστράτηγος στην Βενετία; Δική του ήταν όλη η έκταση μέχρι και την Παιανία, που την είχε δωρίσει στον γαμπρό του τον Λιόπεση. (Έτσι αποκαλούσαν την περιοχή όταν ήμουν νέος. Όλη η Αττική είχε τότε αρβανίτικα τοπωνύμια: Κριεκούκι, Μπογιάτι, Κιούρκα… Στα χρόνια της Επανάστασης κυριαρχούσαν εκεί οι Αρβανίτες). Κι έξω από την Αττική τα περισσότερα τοπωνύμια ήτανε σλάβικα. (Αυτό παραπλάνησε τον Φαλμεράγιερ και μας έβγαλε όλους Σλάβους).

Όμως, μία είναι η Ελλάδα. Τόσο ο ηπειρώτης όσο κι ο φράγκος πρόγονός μου, τόσο η αρβανίτισα προ-γιαγιά, όσο και ο Εβραίος πεθερός μου, ήταν Έλληνες. Γιατί; Διότι ένιωθαν Έλληνες. Αυτός είναι ο σύγχρονος ορισμός της εθνικής ταυτότητας, όπως τον καθορίζει το σύμφωνο της Δ.Α.Σ. Ε. (Διάσκεψη για Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη – Ελσίνκι 1972). Το έχουμε συνυπογράψει κι εμείς.

Είσαι αυτό που νιώθεις. Και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σου το αμφισβητήσει. Τούρκος υπήκοος στην Πόλη, που νιώθει Έλληνας – είναι Έλληνας. Και αντίστοιχα ο Έλληνας υπήκοος στη Θράκη, που νιώθει Τούρκος.

Αλλιώς; Αλλιώς πάμε στους στίχους του Ελύτη:

«Κι η πατρίδα / μία τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές /  που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή / και δίνεις λόγο»


Το κείμενο αυτό αφιερώνεται εξαιρετικά σε όσους κατέβουν σήμερα στους δρόμους, να διαδηλώσουν γι αυτό που νιώθουν. Ας τους θυμίσουμε πως, τουλάχιστον σύμφωνα με την ταυτότητά τους, θα έπρεπε να νιώθουν πρώτα Έλληνες.