Σάββατο, Μαρτίου 25, 2023

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ

Μας τελειώνει ο Μάρτιος.

Φέτος κόντεψε πραγματικά να μας τελειώσει.

Με τις τιμές των θερμαντικών που δεν θέρμαιναν

Με τα κοφίνια του σούπερ μάρκετ που τελείωναν γρήγορα.

Όλα αυτά επειδή ο Πούτιν

Θέλησε να καταπιεί την Ουκρανία

Του στάθηκε στο λαιμό..

Νόμιζα πως οι άνθρωποι είχαν κάνει αρκετούς πολέμους

Τον περασμένο αιώνα

Χάνοντας εκατομμύρια ψυχές.

Αλλά όχι: κι άλλον  ένα πόλεμο, μαμά! Άλλον ένα!

Η ανθρωπότητα, σαν παιδί κακομαθημένο

Ζητάει πόλεμο, σιρίτια και γαλόνια.

Να λοιπόν και τα λαμπρά νέα όπλα.

Γυαλίζουνε στον ήλιο και ενθουσιάζουν.

Θα σκοτώσουν, θα σκοτώσουν, θα σκοτώσουν.

Οι συγγενείς θα κλάψουν, θα θάψουν, θα κλάψουν.

Τι φοβερό παιχνίδι είναι αυτό με τον θάνατο;

Πώς είναι δυνατό, τα εργοστάσια να φτιάχνουν αράδα μόνο βόμβες;

Και σιωπή.

Το παιχνίδι συνεχίζεται εξοντωτικό.

Μέχρι την στιγμή που κάποιος θα πατήσει το απαγορευμένο κουμπί.

………………………………………………………………………………………………….

Οπότε σε χίλια χρόνια, άλλοι γαλαξίες θα εξερευνούν ένα νεκρό πλανήτη…

-          Λες να την έπαθαν όπως o S15;

-          Πιθανόν. Ευτυχώς εμείς απαγορεύσαμε και το απαγορευμένο κουμπί

Κυριακή, Μαρτίου 19, 2023

Η εσωτερική μου μουσική

Κάτι που ελάχιστοι ξέρουν για μένα είναι ότι στο βάθος του νου μου, τις περισσότερες ώρες της ημέρας – αλλά συχνά και της νύχτας – ξετυλίγεται μία μαγνητοταινία χωρίς τέλος και αναπαράγει κάποιο μουσικό κομμάτι. Η μόνη περίπτωση που δεν ακούγεται αυτή η μουσική είναι όταν γράφω και όταν συζητάω. Επίσης δε, αν ακούγονται από έξω κάποιοι άλλοι ήχοι.

Όμως, τις ώρες που βασιλεύει η σιγή, εμφανίζεται η εσωτερική μου ορχήστρα και καταλύει την σιωπή μου. Το ρεπερτόριό της είναι απέραντο και ποικίλο. Διαφοροποιείται σε ύφος, σε είδος, σε στυλ. Μερικές φορές επιλέγει κομμάτια που δεν μου αρέσουν – αλλά για κάποιο λόγο έχουν «κολλήσει» στο νου μου – π. χ. επειδή τα άκουσα πρόσφατα. Άλλοτε επειδή έχουν γίνει επίκαιρα από κάποια επέτειο. 

Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι η μπάντα του νου παίζει το «Κορόιδο Μουσολίνι» και συμπεραίνω ότι βρισκόμαστε στην 28 Οκτωβρίου. (Με την ευκαιρία να πω πόσο λίγο έχει προσεχθεί και σχολιαστεί η υπέροχη δουλειά που έκαναν Έλληνες στιχουργοί εκείνη την εποχή. Πήραν ιταλικά σουξέ εκείνων των ημερών και τα μετέτρεψαν σε ελληνικά προπαγανδιστικά ή κοροϊδευτικά τραγούδια. Π.χ: «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του» ή «Με το χαμόγελο στα χείλη» ήταν ιταλικές επιτυχίες). Νομίζω ότι τις περισσότερες τέτοιες διασκευές τις είχε κάνει ο Μίμης Τραϊφόρος, σύζυγος της Βέμπο. Πιτσιρίκοι εμείς τότε, τα τραγουδούσαμε με όλη την δύναμη της φωνής μας.

Όταν ερχόταν επίσκεψη η Θεία Μίκα (περί αυτής υπάρχει ένα κεφάλαιο στην αυτοβιογραφία μου) το βασικό μοτίβο ήταν Σοπέν ή Σούμαν η γαλλικά ελαφρά τραγούδια (Parlez moi damour)… Μπορείτε τώρα να τα βρείτε στο You Tube. H μητέρα ζητούσε και κάποιο του Ατίκ (εκεί έμαθα ότι το όνομά του ήταν «Αττικός» στα γαλλικά. Ακόμα η θεία, άριστη πιανίστα, τολμούσε ραψωδίες του Λιστ, που εγώ τις χόρευα παρασυρμένος από τον ρυθμό  τους.

Αργότερα άρχισα να πηγαίνω στις συναυλίες της Κρατικής (Κυριακή στον «Ορφέα») και να μαζεύω δίσκους (έχω ξεπεράσει τις 20 χιλιάδες βινύλια). Θυμάμαι ακόμα το ντεμπούτο του Μίκη Θεοδωράκη με το συμφωνικό ποίημα: «Το Πανηγύρι της Ασή Γωνιάς».

Ήρθε μετά  η εποχή που έκανα μάθημα μουσικολογίας, 4 χρόνια, με τον μεγάλο Μίνω Δούνια. Εκεί άλλαξε η σχέση μου με την μουσική και ήμουν έτοιμος για τα επόμενα έξη έτη σπουδών στην Γερμανία όπου επωφελούμενος από τα φτηνά φοιτητικά εισιτήρια άκουσα αρκετή μουσική για να μου κρατήσει μία ζωή.

Έτσι λοιπόν έχω γίνει ένα φορητό και ενσωματωμένο μουσικό σύστημα με αρκετά αποθέματα έντεχνου ήχου για ολόκληρη τη ζωή μου. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να ακούω το Τρίτο Πρόγραμμα ή το Μουσικό Κουτί για να πλουτίσω και άλλο τον θησαυρό μου.

Και η εσωτερική μου ορχήστρα εξακολουθεί να συνοδεύει τη ζωή μου. Περιττό να πω πόσα αποσπάσματα από ρέκβιεμ έπαιξε όλη την νύχτα και την ημέρα μετά τα Τέμπη.

Κυριακή, Μαρτίου 12, 2023

Ο Μουτζούρης

Περπατούσε σκυφτός, σέρνοντας τα πόδια του. Έφταιγε η ηλικία ή η διάθεσή του; Προφανώς και τα δύο. Για την ηλικία δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα. Αλλά μήπως θα μπορούσε να αλλάξει την διάθεσή του, όταν γύρω του συμβαίνουν γεγονότα τόσο δυσάρεστα;

Έβλεπε και τους νεότερους γύρω του. Πού ήταν το κέφι, η διάθεση, το πείραγμα; Σύμφωνοι, αυτοί δεν έσερναν τα πόδια τους – αλλά ούτε φώναζαν τις συνηθισμένες κραυγές τους. Ακόμα και κάτι πιτσιρικάδες που είχαν απλωθεί στην αλάνα για να παίξουν ποδόσφαιρο κρατούσαν την μπάλα στα χέρια τους.

Αργότερα, όταν συνάντησε την παρέα του – συνομήλικοι οι περισσότεροι – πάλι σκοτεινή είδε την όψη τους. Οι τράπουλες είχαν απλωθεί στο τραπέζι – αλλά κανείς δεν έπαιζε.

Κέφι – τι κέφι; Είπε ο γηραιότερος. Εγώ έχω κάθε νύχτα εφιάλτες. Άρχισαν με τους σεισμούς της Τουρκίας και μόλις είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν, ήρθαν τα Τέμπη και με αποτέλειωσαν.

Η συζήτηση για τα Τέμπη έπιασε αρκετή ώρα . Όλοι κάτι είχαν ακούσει από μία έμπιστη πηγή, όλοι κάτι είχαν διαβάσει στις εφημερίδες, όλοι ήξεραν κάποιον που ήξερε κάποιον…

Ο άνθρωπός μας κατάλαβε πως δεν έχει πρέφα απόψε, ούτε άλλα παιχνίδια. Ακόμα και ο καταστηματάρχης αντί να σερβίρει κανένα ποτό είχε φέρει κοντά την καρέκλα του να ακούει τα νέα.

Τα νέα δεν ήταν νέα. Μέρες πολλές τα έγραφαν οι εφημερίδες, τα έπαιζε το ραδιόφωνο – ακόμα και τα κινητά. (Καινούργια πηγή ειδήσεων που τελευταία διαβάζεται πολύ).

Χωρίς να τον προσέξει κανείς, ο άνθρωπος μας κίνησε να φύγει. «Φαίνεται» σκέφθηκε, «πως τα Τέμπη θα απασχολήσουν τους Έλληνες για πολύν καιρό».

Δεν ήταν φυσική καταστροφή, δεν ήταν το Μάτι. Εκεί κάποιος ανόητος έβαλε φωτιά στο βουνό η οποία κατέβηκε όπως φυσούσε ο άνεμος, ενώ οι ακόμα πιο ανόητοι αστυνομικοί και πυροσβέστες εγκλώβισαν τους ανθρώπους έτσι ώστε να καούν μέσα στα αυτοκίνητά τους, τα σπίτια τους, ή τους ώθησαν προς τη θάλασσα και τον πνιγμό.

Αντίθετα το θέμα των Τεμπών το επεξεργάζονταν μεγάλες εταιρίες κρατικές και ιδιωτικές που χρειάστηκαν πολλά χρόνια και σκληρή αδιαφορία για να  δημιουργήσουν το φρικτότερο ατύχημα στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους.

Καλά θα κάνει ο Πρωθυπουργός να αναβάλλει τις εκλογές. Η σκιά των Τεμπών πέφτει επάνω του – καμία αύξηση σε χαμηλοσυνταξιούχους δε θα την επισκιάσει. Κανείς δεν θα την σβήσει εύκολα – αφού επέζησε το πρόβλημα για δεκαετίες. Όπως παίζαμε με την παιδική μας τράπουλα, ο άτυχος τελευταίος μένει με τον «Μουτζούρη»…

Κυριακή, Μαρτίου 05, 2023

Ο Κλειδούχος

Ο Παππούς μου, από την πατρική μεριά, ήταν υπάλληλος των Σ.Π.Α.Π. Αν ανοίξετε την «Βικιπέδια» θα πληροφορηθείτε τα εξής: Ήταν τα αρχικά της εταιρίας «Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών – Πελοποννήσου».

Το πρώτο τμήμα, μεταξύ Πειραιά, Αθηνών και Ελευσίνας ολοκληρώθηκε το 1884. Η γραμμή έφτασε στην Κόρινθο το 1885 και τη Πάτρα το 1887. Εν τω μεταξύ, μια διακλάδωση στα ανατολικά από την Κόρινθο έφτασε στο Άργος και το Ναύπλιο το 1886. Η δυτική διακλάδωση έφτασε στο Πύργο και εν τέλει στην Κυπαρισσία το 1902. Οι Σ.Π.Α.Π απέκτησαν επίσης τη γραμμή μεταξύ Μύλων (κοντά στο Άργος) και Καλαμάτας, μέσω Τρίπολης.

Αυτούς τους «Μύλους» του Άργους τους άκουγα συχνά όταν ήμουν παιδί διότι (εδώ προσοχή!) ο Παππούς ήταν σταθμάρχης στους Μύλους. Ήταν υψηλή θέση στην ιεραρχία και ο πατέρας μου την ανέφερε με υπερηφάνεια. Βέβαια ο ίδιος αντίθετα με τα αδέρφια του) δεν είχε καμία σχέση με τους ΣΠΑΠ. Είχε τελειώσει την τότε ΑΣΟΕΕ και μετά σπούδασε δύο χρόνια στην νομική στην οποία μπήκε αυτόματα διότι είχε ήδη το δίπλωμα της ΑΣΣΟΕΕ.

Τον Παππού δεν τον γνώρισα καθόλου – πέθανε νέος (όπως και ο άλλος  παππούς -  ο εκ  μητρός). Η οικογένεια πάντως παρέμεινε «σιδηροδρομική» γιατί τα αδέλφια του πατέρα μου είχαν ακολουθήσει την παράδοση. Θυμάμαι πόση σημασία δινόταν στην εργασία του «κλειδούχου». Ήταν αυτός που με ένα ειδικό εργαλείο άλλαζε την σύνδεση των σιδηροτροχιών – και άρα την κατεύθυνση της αμαξοστοιχίας. 

Πολλές φορές, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, γινόταν ανάλυση ιστορικών ατυχημάτων τα οποία συνήθως, οφείλονταν στην αμέλεια, την αφηρημάδα ή την αδεξιότητα του κλειδούχου. Γι αυτό και ο παππούς σταθμάρχης – στους Μύλους – κρατούσε ο ίδιος τα εργαλεία και  - παρ’ όλο που ήταν ανώτερος – έκανε μόνος του το έργο του κλειδούχου. Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο – όπως έλεγε.

Αργότερα γνώρισα τους σιδηροδρόμους από πολύ κοντά. Ήταν ο καιρός των σπουδών μου στην Γερμανία. Την δεκαετία του πενήντα το αεροπλάνο ήταν μακρινό και ακριβό όνειρο. Το τραίνο ήταν το μόνο μέσο επικοινωνίας.

Το Πανεπιστήμιο στο Μόναχο είχε δύο φορές το χρόνο διακοπές. Άνοιξη (Μάρτη- Απρίλη) και καλοκαίρι (Ιούλιο-Αύγουστο). Για να δει τον μοναχογιό της η μητέρα μου όσο γινόταν περισσότερο, θα έπρεπε εγώ να κάνω συνολικά τριάντα έξη χιλιάδες  χιλιόμετρα με το τραίνο. (Έξη χρόνια σπουδές – επί δύο διακοπές - επί 3000 χιλιόμετρα το κάθε ταξίδι…) Στην πραγματικότητα έκανα λιγότερα γιατί χρησιμοποίησα καράβι (Μόναχο Ρώμη Μπρίντιζι και Βενετία αλέ-ρετουρ με πλοίο). Στην Ρώμη έμεινα ένα μήνα φιλοξενούμενος του καλού και απόντος πια ποιητή Τάσου Δενέγρη. Στην Βενετία πήγα και ήρθα με το «Λυδία» – όπου μαρκόνης (ασυρματιστής), ήταν ο ακόμα καλύτερος ποιητής και φίλος Νίκος Καββαδίας.

Παρόλα αυτά έμεναν ακόμα πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα για τα υπόλοιπα οκτώ ταξίδια. Εκεί τρένο σήμαινε Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα έφευγε γρήγορα κι όταν  βγαίναμε από την ατέλειωτη Γιουγκόσλαβία μπαίναμε στον πολιτισμό. Τέλος το κάρβουνο (Ηλεκτρικά ΟΛΑ) ο θόρυβος, η μουτζούρα και οι χωρικοί με τα ζώα τους.

Έγραψα αυτή την ανάμνηση σαν αφιέρωμα στη μνήμη των νέων φοιτητών που ένας κλειδούχος κόντηνε βάναυσα τη ζωή τους.