Τετάρτη, Μαΐου 22, 2013

Χαμένος παιδικός Παράδεισος


Μετά τον πόλεμο πουλήθηκε το μοναδικό ακίνητο από την προίκα της μητέρας μου. Την ίδια εποχή ο συνεταιρισμός εφοριακών απέκτησε την κυριότητα μιας έκτασης στο Νέο Ψυχικό. Ο πατέρας, ισόβιος σχεδόν διευθυντής στην Α’ Αθηνών (που τότε κάλυπτε την περιοχή έντεκα σημερινών εφοριών) διάλεξε για μας ένα προνομιούχο γωνιακό διπλό οικόπεδο και αποφάσισε να χτίσει.
Το σπίτι τελείωσε γρήγορα. Δώδεκα χρονών ήμουν όταν μετακομίσαμε εκεί. Τα δύο χρόνια που ακολούθησαν ήταν ίσως τα πιο όμορφα της ζωής μου. Είχα δικό μου κήπο, έναν ασπρόμαυρο σκύλο, τον Πρενς, και αμολιόμουν με το ποδήλατό μου στο σχεδόν ακατοίκητο Ψυχικό που ήταν κι αυτό σαν μεγάλος κήπος.

Η ευτυχία δεν κράτησε πολύ. Ο πατέρας είχε χτίσει ένα σπίτι μεγάλο και άβολο, μονοκατοικία με σχεδόν τρία πατώματα, που η μόνιμα ασθενική μητέρα δεν μπορούσε να το κουμαντάρει. Εν τω μεταξύ είχε χτιστεί η πολυκατοικία του γαμπρού μου στην Κυψέλη κι έτσι βρεθήκαμε κάτοικοι ισόγειου διαμερίσματος στην οδό Σύρου.
 

Ήταν κάτι σαν την έξοδο από τον παράδεισο. Με πόνεσε πολύ.

Το σπίτι στο Νέο Ψυχικό νοικιάστηκε σε ξένους (νομίζω υπάλληλοι πρεσβείας). Ήταν (κατά παράκληση της μητέρας) γραμμένο στο όνομά μου. Τον καιρό που σπούδαζα στην Γερμανία, ο πατέρας μου ζήτησε να τον εξουσιοδοτήσω για να το πουλήσει. Είχε βρει μία πολύ καλή ευκαιρία και θα μου αγόραζε διαμερίσματα που θα έδιναν καλύτερο εισόδημα – άσε που θα νοικιάζονταν πιο εύκολα.
Παράλληλα μου ήρθε τηλεγράφημα της μητέρας, που με ικέτευε να μην συναινέσω στην πώληση. «Ο πατέρας σου έχει χρέη και τα χρήματα θα εξαφανιστούν» έγραφε. Αλλά δεν ένιωθα πως είχα το ηθικό δικαίωμα να αρνηθώ.
Το σπίτι πουλήθηκε, τα χρήματα εξαφανίστηκαν κι έχασα το μοναδικό μου περιουσιακό στοιχείο, με όλες τις μνήμες της παιδικής μου ηλικίας.


Πριν από τρεις μέρες περπατούσα στο Νέο Ψυχικό. Το σπίτι ήταν εκεί – ένα από τα λίγα που δεν έγιναν πολυκατοικίες. Καλά συντηρημένο. Με συγκίνηση είδα λεπτομέρειες από τον κήπο και την είσοδο. Σαν τον κλέφτη το φωτογράφησα μέσα από τα κάγκελα.

Το κάποτε και παρ’ ολίγον σπίτι μου…