Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2017

Πρωθύστερος πρόλογος


Το κείμενο αυτό θα έπρεπε κανονικά να ήταν το πρώτο της νέας σειράς. Προτίμησα όμως να αρχίσω με ένα «δείγμα δουλειάς», επικαλούμενος τον Συγγρό και τον Αμπού, παρά να αρχίσω με προλόγους. Και τώρα θα δανειστώ έναν διάσημο ξένο:

«Ήταν οι καλύτεροι καιροί – ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν τα χρόνια της σοφίας – ήταν τα χρόνια της ανοησίας, ήταν η εποχή της πίστης – ήταν η εποχή της απιστίας, ήταν οι μέρες του φωτός – ήταν οι μέρες του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας – ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε μπροστά μας τα πάντα – δεν είχαμε μπροστά μας τίποτα, πηγαίναμε όλοι κατ’ ευθείαν στο Παράδεισο – πηγαίναμε όλοι ίσια προς την άλλη κατεύθυνση».

Έτσι αρχίζει ο Κάρολος Ντίκενς το μυθιστόρημά του «Ιστορία δύο πόλεων». Αναφέρεται στην Γαλλική Επανάσταση – αλλά θα μπορούσε να μιλάει για την σημερινή, την Τεχνολογική.

Η στήλη αυτή είναι παιδί της. Τα blogs είναι μία κατάκτησή της. Περίπου μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν γίνει εκδότες – του εαυτού τους. Οποιοσδήποτε έχει έναν υπολογιστή, μια ταμπλέτα, ακόμα και ένα κινητό με σύνδεση στο Διαδίκτυο μπορεί να στήσει (τζάμπα) ένα «ιστολόγιο». (Η ελληνική επίσημη απόδοση).

Μισό δισεκατομμύριο από δαύτα υπάρχουν σήμερα στην υφήλιο. Άλλα τα διαβάζουν τρεις άνθρωποι, άλλα εξελίσσονται σε mega-media (όπως το Huffington Post της συμπατριώτισσάς μας Αριάννας Στασινοπούλου-Huffington).

Το πρώτο μου blog το ανάρτησα στις 2 Ιανουαρίου 2006 (υπάρχει ακόμα στο Διαδίκτυο). Πριν από αυτό έγραφα ήδη δικτυακά «Επίκαιρα» στις σελίδες μου (ndimou.gr), και πριν και από αυτά, χρονογραφήματα και σχολιαστικές στήλες σε περιοδικά και εφημερίδες (και στο "Βήμα") από το 1979.

Σε αυτό το πρώτο blog έγραφα: «Όπως ο Monsieur Jourdain στην κωμωδία του Μολιέρου "Ο Αρχοντοχωριάτης" μιλούσε χρόνια πρόζα και δεν το ήξερε, έτσι και εγώ έγραφα χρόνια blogs, χωρίς να το ξέρω».

Το όνομα είναι σύντμηση των λέξεων web log (δικτυακό ημερολόγιο). Πρόκειται για ένα ημερολόγιο που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο και συνήθως παρέχει την δυνατότητα σχολιασμού.

Μισό δις! Τα θέματά τους είναι ποικίλα: από λογοτεχνικές και ενίοτε ποιητικές καταγραφές, μέχρι μόδα, αθλητικά, πολιτική, μαγειρική, και κάθε είδους χόμπι. Μερικά είναι κι αυτά χόμπι – άλλα όμως κερδίζουν χρήματα, διότι, εφόσον έχουν μεγάλο κοινό, η εταιρία που τα φιλοξενεί, βάζει διαφημίσεις, δίνοντας ποσοστά στο δημιουργό τους.

Στα 11 χρόνια του το δικό μου ιστολόγιο μάζεψε 2,478,600 αναγνώσεις (pageviews 18.9.17, Google), και χιλιάδες σχόλια. Αυτά τα τελευταία ήταν το πρόβλημα. Αν τα αφήσεις εντελώς ελεύθερα εκτίθεσαι σε κάθε χυδαιολογία. Αν κάνεις προληπτικό έλεγχο πρέπει να απέχεις από κάθε άλλη απασχόληση. Εισπράττεις και το όνειδος της λογοκρισίας.

Και τι γυρεύει τώρα στο "Βήμα";

Απλώς να συνεχίσει με νέο ένδυμα την παλαιά τέχνη του χρονογραφήματος. Που κάποτε αποτελούσε την νησίδα της λογοτεχνίας μέσα σε κάθε εφημερίδα. Μέχρι που πολιτικοποιήθηκε κι αυτό κι έπαψε να είναι «η καθημερινή ιστορία της ζωής και η φιλοσοφία της …η ιστορία της ζωής και του δευτερολέπτου» όπως το είχε ορίσει ο Παύλος Νιρβάνας.

(Ψηφιακό χρονογράφημα από το ιντερνετ… Και πού να ήξερε ο Ντίκενς, ότι το κείμενό του το βρήκα με το κινητό μου…).


Υ. Γ. Από την περασμένη εβδομάδα το Doncat φιλοξενείται και στις στήλες της εφημερίδας "Το Βήμα".

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2017

Ο Συγγρός και η «κατσίκα του γείτονα».

Από αυτή την Κυριακή το doncat μετακομίζει στο "Βήμα της Κυριακής". Φυσικά θα δημοσιεύεται κι εδώ. Μετά 30 χρόνια ο συγγραφέας του επιστρέφει.


Ο Συγγρός και η «κατσίκα του γείτονα».

Στα «Απομνημονεύματα» του (τόμος τρίτος, σελ 153 – εκδ. «Εστία») ο Ανδρέας Συγγρός γράφει ότι στις επιχειρηματικές δοσοληψίες δεν τον απασχολούσε ποτέ το τι θα κέρδιζε ο άλλος από την συναλλαγή – «αλλά τι πρόκειται να κερδίσω εγώ εκ της εργασίας του». Και το έβρισκε «ελάττωμα σχεδόν γενικόν» στην Ελλάδα, το να αναλώνονται οι «συναλλαττώμενοι» στο να ανακαλύψουν τι θα κερδίσει ο άλλος.

«Πολλάκις, φθάνοντες εις υπερβολάς υπολογισμών του αλλοτρίου κέρδους, εν τούτω τω συλλογισμώ, απορρίπτουσι την συναλλαγήν, ήτις δύναται να είναι ωφελιμωτάτη και εις τον απορρίπτοντα».

Δηλαδή: προκειμένου να μην κερδίσει ο άλλος κάτι παραπάνω, ακυρώνω την συναλλαγή, παρόλο που θα ήταν «ωφελιμότατη» και για μένα.

(Όχι – δεν θέλω εγώ δύο κατσίκες, αλλά να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα!).

Το 1854 ο οξυδερκέστατος Εντμόν Αμπού (Edmond About, 1828-1885), που έζησε δύο χρόνια στην Αθήνα κι έγραψε τις εντυπώσεις του, είχε απορήσει για το γεγονός ότι κανένας Έλληνας δεν έλεγε καλή κουβέντα για τον άλλο – ακόμα κι αν ήταν πολύ σημαντικός.

«Στους Έλληνες [ ] η αγάπη της ισότητας εκφράζεται συχνά με λυσσαλέο μίσος εναντίον όσων ανέρχονται ή κατέχουν… [ ] Ρωτείστε έναν Έλληνα για τους μεγάλους άνδρες της χώρας του, δεν θα πιάσει έναν στο στόμα του χωρίς να τον λερώσει. Ο τάδε πρόδωσε, ο δείνα έκλεψε…[ ] Δεν υπάρχει ένας Έλληνας που να τυγχάνει εκτίμησης στον τόπο του». (La Grèce Contemporaine - Μετάφραση Μ. Ι. Βόλαρης, 2014)

Έγραψε ο Στέλιος Ράμφος στο βιβλίο του «Time out» ότι το κυρίαρχο συναίσθημα στην σημερινή νεοελληνική κοινωνία είναι ο φθόνος. Αλλά όχι μόνο στην σημερινή – όπως φαίνεται από τον Συγγρό ή τον Αμπού. Και  ο ίδιος ο Ράμφος στο επόμενο βιβλίο του: «Πολιτική από στόμα σε στόμα» γράφει ότι το κακό ξεκίνησε, «μετά το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών από τον Ιουστινιανό» (σελ.241). Τότε άρχισε το πέρασμα από την λογική στο συναίσθημα. 

Το να φτάσουμε στον σημερινό λαϊκισμό που δοξολογεί και εκμεταλλεύεται τον φθόνο, το μίσος, την διάκριση, ήταν θέμα φυσικής εξέλιξης…

Ο φθόνος είναι ο σκόρος της κοινωνίας. Κατατρώγει και διαβρώνει τα πάντα: και τους φθονούντες και τους φθονούμενους. Αναστέλλει κάθε δημιουργική προσπάθεια. Και μας καθηλώνει.


Ο Ανδρέας Συγγρός δεν σκέπτονταν καν την κατσίκα του γείτονα. Γι αυτό απέκτησε πλούτη αμύθητα κι εμείς νοσοκομεία, σχολεία, άλση, λεωφόρους, θέατρα, μουσεία, ιδρύματα, μέγαρα. Ας μοίρασε όμως όλα όσα είχε κερδίσει - τον φθόνο δεν τον γλύτωσε. 

Το λήμμα του στην ελληνική Βικιπαίδια υιοθετεί αστήρικτες κατηγορίες και δεν περιέχει ούτε μία καλή κουβέντα. Μοναδικές κρίσεις: «Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον Ανδρέα Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο, ενώ ο Τύπος της εποχής, χρυσοκάνθαρο. Ο Τάσος Βουρνάς αναφέρει ότι παρίστανε τον Εθνικό Ευεργέτη για να εξαγοράσει τις αμαρτίες του».

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 07, 2017

Η ανάγκη της αρνητικής κριτικής



«Γιατί δεν κρίνονται τα βιβλία;»

Έτσι τελειώνει την σύντομη επιστολή του προς την «Καθημερινή» ο αναγνώστης της αρχιτέκτων, Νίκος Καλαβριάς. (Δημοσιεύθηκε στις 6.9.17). Στο γράμμα του παραπονιέται ότι, όποτε ακολούθησε «τις έντυπες συστάσεις βιβλιοκριτικών», απογοητεύτηκε. Και παρατηρεί πως πρόκειται για «ανώδυνα άρθρα στο πνεύμα όχι της ουσιαστικής κριτικής αλλά της ‘παρουσίασης’». Θυμάται τις «αυστηρές αλλά δίκαιες κριτικές ενός Απόστολου Σαχίνη» και αναρωτιέται: «Πώς θα αναδειχθεί το καλό από το μέτριο».

Με άλλα λόγια επισημαίνει κάτι γνωστό (στους επαΐοντες) και σωστό. Την παντελή απουσία  αρνητικής κριτικής – της κριτικής που επικρίνοντας και κατακρίνοντας ένα βιβλίο, επισημαίνει τις αδυναμίες και έμμεσα απεικονίζει τα κριτήρια του καλού. 

Πραγματικά, αν κάναμε μία στατιστική των βιβλίων που φιλοξενούνται στις σελίδες ή τα ένθετα των εντύπων θα συναντούσαμε σχεδόν αποκλειστικά θετικές γνώμες. Ενώ προφανώς δεν έπαψαν να υπάρχουν μέτρια ή και άθλια βιβλία, που μάλιστα πιθανότατα είναι και τα περισσότερα.

Η πρώτη απάντηση που θα πάρετε διατυπώνοντας την σχετική απορία είναι απλή: «Γιατί να ασχολείται κανείς με ασήμαντα βιβλία όταν δεν προλαβαίνει καν να αναδείξει τα σημαντικά;»

Πραγματικά στην Ελλάδα κυκλοφορούν κάθε χρόνο αρκετές χιλιάδες νέα βιβλία – τα περισσότερα λογοτεχνικά, ελληνικά και ξένα. Πόσες είναι οι στήλες της κριτικής; Αν στις εφημερίδες προσθέσουμε και τα (ελάχιστα πια) ειδικά περιοδικά δεν θα αθροίσουμε περισσότερα από 500 δημοσιεύματα το χρόνο. Που σημαίνει πως, στην καλύτερη περίπτωση, ούτε το 10% των νέων βιβλίων δεν θα απασχολήσουν τις στήλες της κριτικής. 

Και βέβαια τα κριτήρια επιλογής του 10% δεν θα είναι αμιγώς αξιοκρατικά. Οι προσωπικές σχέσεις του συγγραφέα, οι δημόσιες σχέσεις του εκδοτικού οίκου, και άλλα εξωλογοτεχνικά κριτήρια θα παίξουν σημαντικό ρόλο.

Πού να βρεθεί λοιπόν χώρος για τα μέτρια και κακά βιβλία;

Και όμως, χωρίς την αρνητική κριτική δεν διαμορφώνονται κριτήρια, δεν ακονίζεται η αξιολόγηση, δεν καλλιεργείται το γούστο του κοινού. Ιδιαίτερα σημαντική θα ήταν η αρνητική κριτική σε καταξιωμένους συγγραφείς όταν ξεστρατίζουν και «αμαρτάνουν». Αλλά ποιος τολμάει να θίξει ιερούς άσπρους ελέφαντες; Κάτι που κάνουν (μετά μανίας) οι αλλοδαποί κριτικοί στα ξενόγλωσσα έντυπα που διαβάζω.

Εμείς κι εδώ ακολουθούμε την νεοελληνική αρχή της «μη-αξιολόγησης»... Που σιγά σιγά διαβρώνει όλη μας τη ζωή.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2017

Μία συνέντευξη ...ποταμός και το "Βιβλίο των Γάτων"

Στο Τρίτο Πρόγραμμα, στον Δαυίδ Ναχμία, εκπομπή "Τιμής Ένεκεν", τρείς ώρες σε δύο δόσεις (2 και 9 Σεπτεμβρίου, ώρα 13). Θα υπάρξουν σύνδεσμοι κι εδώ. Ιδού ο πρώτος:

CLICK

και ο δεύτερος:

CLICK
;


Χρωστάω από καιρό ένα σύνδεσμο. Αλλά μόλις σήμερα τον πληροφορήθηκα χάρη στον "Λύκο της Στέπας" (Steppenwolf). 

Το "Βιβλίο των Γάτων" παρουσιάστηκε στον ΙΑΝΟ την 1η Ιουνίου. Η εκδήλωση (μετά μουσικής) υπάρχει εδώ: CLICK