Όποτε έχουμε μεγάλες γιορτές ο νους μου πάει στον Παπαδιαμάντη. Από παιδί τον διάβαζα στις διασκευές που είχε κάνει η Γεωργία Ταρσούλη στη δημοτική. Όταν πλησίαζε το Πάσχα ξαναδιάβαζα τα Πασχαλινά Διηγήματα και βέβαια στο τέλος του χρόνου τα Χριστουγεννιάτικα. Και τώρα ακόμα κατεβάζω τους βαριούς τόμους της έκδοσης του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου για να πάρω τη δόση μου.
Για τον Δεκαπενταύγουστο έχει γράψει μόνον ένα διήγημα, που
πολύ λίγο αφορά την γιορτή – αλλά πολύ εκφράζει την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι, παραμονές
Δεκαπενταύγουστου, ο νους μου γυρίζει πάντα στον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα, τον
«φιλέρημο γέροντα», του Παπαδιαμάντη. Τον οξύθυμο και πεισματάρη: «όσον
τρυφερός ήτο εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα και τόσον γοργός εις
οργήν». Που θυμώδης και πικραμένος είχε αποτραβηχτεί από τα ανθρώπινα και
μόναζε πάνω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Πρέκλας.
«Δεν ήτο και πολύ γέρων» γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ως πενήντα
πέντε χρόνων άνθρωπος». Ποιος είναι σήμερα 'γέρων' στα πενήντα πέντε;
«Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου». Ένα διήγημα όπου δεν
συμβαίνει τίποτα – και συμβαίνουν τα πάντα. Δράση καμία - μόνο ανάκληση μίας
ζωής, της κάθε ζωής που τελειώνει σε μοναξιά και ερήμωση. «Την εσπέραν εκείνην,
της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου,
εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το
τσιμπούκι του, κ' ερρέμβαζεν». Μπροστά του ξετυλίγεται η πικρή του βιογραφία
που τελειώνει με την απώλεια της αγαπημένης του μικρής κόρης.
«Το'χασα, το καημένο μ', το ευάγωγο, το'χασα!»
Τέτοιες μέρες, γιορτινές, όποιος δεν φεύγει, ρεμβάζει. Οι
περισσότεροι βέβαια φεύγουν. Ούτε μπορούν - ούτε θέλουν να θυμηθούν. Η ευτυχία
- αν υπάρχει - είναι υπόθεση μνήμης. Όσο λιγότερη τόσο καλύτερα. Όσο πιο νέοι,
τόσο βραχύτερο το παρελθόν
Κι εγώ, που δεν νιώθω 'γέρων' - αν κι έχω περάσει από καιρό
τα πενήντα πέντε - αυτές τις μέρες γυρίζω πίσω. Σαν τον Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα,
γίνομαι «φιλέρημος», αποσύρομαι πεισματωμένος και αναπολώ. Χρόνια παιδικά, όπου
ο Δεκαπενταύγουστος ήταν ακόμα γιορτή της Παναγίας - κι όχι απλά η αιχμή των
διακοπών. Ποιος έκανε τότε διακοπές; Απλά τα παιδιά τα στέλνανε «εξοχή» -
μπορεί να ήταν και η …Γλυφάδα - και ο πατέρας ερχόταν τα Σαββατοκύριακα.
Κατεβάζαμε μελωμένα σύκα από τις συκιές και στυφές αγουρίδες
- μόνο που μας φαίνονταν γλυκές γιατί έτσι ήταν η γεύση μας.
Ένα και δυό: την μοίρα
μας δεν θα την πει κανένας
Ένα και δυό: την μοίρα
του ήλιου θα την πούμε εμείς.
Λέγαμε τότε, με τον Ελύτη: «Πίνοντας ήλιο κορινθιακό»,
γυρίζαμε την φρυγμένη αυγουστιάτικη γη - και τα βράδια τραγουδούσαμε στην
ακροθαλασσιά την πανσέληνο.
Είναι άραγε ο ίδιος ήλιος του Αυγούστου; Σαν να κρύωσε
κάπως. Τα σκαλιά της Ύδρας έγιναν περισσότερα. Οι σκιές μακραίνουν. Από τον «Ήλιο
τον Πρώτο» φτάνουμε στον άλλον ήλιο του Ελύτη. Αυτόν που κλείνει τα «Ελεγεία
της Οξώπετρας»:
«Ο θάνατος, ο ήλιος ο
χωρίς βασιλέματα».
Όμως μέχρι τότε δικαίωμά μας η ζωή, η χαρά, η πίκρα και ο
ρεμβασμός.
(Δημοσιεύθηκε σε πρώτη μορφή πριν 25 χρόνια – στις 20/8/1995. Τώρα είμαι πολύ πιο «γέρων» και το καταλαβαίνω καλύτερα).