Κυριακή, Αυγούστου 26, 2018

Τεστ νοημοσύνης


Ξαφνικά είχα μία ιδέα που μου φάνηκε πολύ χρήσιμη. Περιέχει μία και μόνη πρόταση: 

«Όποιος θέλει να κατέβει στην πολιτική, να περνάει πρώτα ένα τεστ νοημοσύνης».

Αυτό αφορά και τους νυν πολιτικούς – γενικά όλους τους υποψήφιους. Και ίσως να το επεκτείνω και στους ενδιαφερόμενους για σημαντικές δημόσιες θέσεις.

Πώς μου ήρθε αυτή η ιδέα; Όσο περνάει ο καιρός ισχυροποιείται μέσα μου η εντύπωση ότι μας κυβερνούν ηλίθιοι.

Διότι μόνον ελλιπής λειτουργία του εγκεφάλου μπορεί να εξηγήσει πολλές αποφάσεις που λαμβάνονται, καθώς και αντιδράσεις σε γεγονότα.

Μην μου πείτε πως οι κινήσεις των Αρχών απέναντι στην πυρκαγιά που έκαψε 96 ανθρώπους ήταν έργον νοημόνων ανθρώπων!

Η φωτιά ξεκίνησε από τις ενέργειες ενός …πανέξυπνου που αποφάσισε να κάψει διάφορα ξερόκλαδα  στην αυλή του. Με άνεμο πολλών μποφόρ!

Και μετά έπεσε το χάος της ασυνεννοησίας. Δρόμοι κλείνανε, αντιφατικές οδηγίες δίνονταν – όλα με αποτέλεσμα να γίνεται το αντίθετο από το επιδιωκόμενο.

Όταν τα πράγματα πηγαίνουν στραβά, επιστρατεύονται όλων των ειδών οι εξηγήσεις εκτός από μία: την βλακεία!

Και όμως η παρουσία της είναι προφανής σε πάρα πολλές περιπτώσεις.

Θα ήμουν πολύ περίεργος να έβλεπα τα αποτελέσματα μιας μέτρησης – ακόμα και σε ένα στοιχειώδες τεστ Binet-Simon – του κ. Τόσκα, της κυρίας Δούρου και των επιτελών τους. 

Κι ας μην μου πουν οι ψυχολόγοι πως το τεστ αυτό είναι ξεπερασμένο. Ακόμα το χρησιμοποιούν μεγάλα κράτη και οργανισμοί. Μπορεί να μην είναι ακριβές στην βαθμολόγηση της μεγαλοφυίας όσο το διάδοχό του Stanford-Binet. Αλλά η βλακεία δεν του ξεφεύγει με τίποτα..

Βέβαια μερικά πράγματα όπως οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου την επόμενη μέρα δεν χρειάζονται μέτρηση. Η αξιολόγησή τους γίνεται αυτόματα.

Το αυτό ισχύει για πολλές από τις αποφάσεις της σημερινής μας κυβέρνησης. Που μπορεί να έχει επικεφαλής ένα ξύπνιο πολιτικό («ξύπνιο», όχι ακριβώς ευφυή – με τάση προς την πονηριά) αλλά μέσα της περιλαμβάνει αρκετούς στόκους. Οι οποίοι έχουν την τάση (όπως στο έργο του «Περί βλακών» καταγράφει ο ιδιοφυής Λεμπέσης) να συνασπίζονται και να αλληλοϋποστηρίζονται.

Ιδίως στον Δημόσιο Τομέα ο συνασπισμός αυτός είναι εξουθενωτικός. Ένας, αναμφισβήτητα ευφυής πολιτικός μου έλεγε πως στις υπουργικές του θητείες, η μάχη εναντίον της συμπαγούς βλακείας των γραφειοκρατών ήταν διαρκής και ανελέητη. 

Φυσικό, μία και η γραφειοκρατία είναι παράγωγο της βλακείας. Ο φόβος του λάθους που κάνει τον γραφειοκράτη να χρειάζεται πέντε σφραγίδες και υπογραφές εκεί που θα υπερεπαρκούσε η μία – δεν οφείλεται στην ανικανότητα του συστήματος. Η ίδια του η βλακεία κάνει τον βλάκα ανασφαλή.

Ίσως να είναι κοντά ο καιρός που θα εφευρεθεί το όνειρο πολλών ευφυών ανθρώπων: το «Βλακόμετρο». Η «ψηφιακή ανάλυση κειμένου», που ήδη επιτρέπει σχεδόν αλάνθαστες μηχανικές μεταφράσεις, εύκολα μπορεί να μετράει την πρωτοτυπία και την ακρίβεια μιας φράσης.

Βλέπω να έρχεται η εποχή που στο κάτω δεξιό μέρος της οθόνης θα βρίσκεται το Βλακόμετρο, και θα χτυπάει κόκκινο κάθε φορά που θα ακούγεται ένα από τα δεκάδες μαργαριτάρια που στολίζουν την τηλεόρασή μας.

(Μπα – ονειρεύομαι. Έτσι και εφευρεθεί, είμαι σίγουρος πως αμέσως οι πολιτικοί θα το απαγορεύσουν! Με πρώτον τον Τραμπ…). 

Κυριακή, Αυγούστου 19, 2018

Οι συναγερμοί του Αυγούστου


Μου αρέσει ο Αύγουστος στην Αθήνα. Η πόλη είναι πιο άδεια, πιο φιλική, πιο ανθρώπινη. Δεκαετίες τώρα ρυθμίζω έτσι τις διακοπές μου ώστε τον Αύγουστο να είμαι στην πρωτεύουσα. Όχι μόνο επειδή είναι η πόλη καλύτερη – αλλά επειδή είναι υπερφορτωμένοι και απαίσιοι οι «τουριστικοί προορισμοί».

Μια-δύο φορές κάναμε το λάθος να πάρουμε διακοπές τον Αύγουστο. Αυτές δεν ήταν διακοπές – ήταν καταναγκαστικά έργα. Να παρακαλάς για ένα τραπέζι, ένα νερό, μία καρέκλα. Να μην τολμάς να μετακινήσεις το αυτοκίνητο από την μία και μοναδική θέση που βρήκες – αλλιώς θα πρέπει να το παρκάρεις στο βουνό.

Οπότε, λοιπόν, Αθήνα. Ανακαλύπτεις πάλι την πόλη των παιδικών σου χρόνων. Αντίθετα με άλλες πρωτεύουσες, που έχουν εντελώς ξαναχτιστεί, η Αθήνα δεν έχει αλλάξει πολύ από τις δεκαετίες του 50 και του 60. Εντάξει, μερικές γειτονιές δεν είναι πια επισκέψιμες (όπως τα Εξάρχεια) και μερικές περιοχές είναι κατειλημμένες (όπως το Πεδίον του Άρεως). 

Δεν το πιστεύω πως δίναμε ραντεβού και περνάγαμε νυχτερινές ώρες σε αυτό το πάρκο, χωρίς ποτέ να το σκεφθούμε δύο φορές!

Οι πολλοί τουρίστες δεν με ενοχλούν – μαζεύονται κυρίως γύρω από την Ακρόπολη και την Πλάκα. Υπάρχουν καινούργια ωραία στέκια στην Μητροπόλεως και τους γύρω δρόμους. Είναι συνήθως νέα, ωραία παιδιά, στολίζουν το χώρο.

Αλλά και στις παλιές κλασικές γειτονιές (Παγκράτι, Κυψέλη) λειτουργούν μαγαζιά ευχάριστα. Κι ενώ υποτίθεται ότι «όλοι έχουν φύγει» υπάρχει ακόμα αρκετός κόσμος που τα ζωντανεύει. Η διαφορά με άλλους μήνες είναι πως τώρα βρίσκεις να παρκάρεις.

Α, ναι – να μην ξεχάσω «τα θερινά τα σινεμά». Άλλες μικρές οάσεις.

Ωστόσο φεύγοντας οι Αθηναίοι μας άφησαν πίσω μερικά αρνητικά πράγματα. Ένα από αυτά είναι οι συναγερμοί.

Η διαφορά μεταξύ ενός καλού κι ενός φθηνού συναγερμού είναι αισθητή …στους τρίτους. Οι φτηνοί συναγερμοί διεγείρονται με το παραμικρό φύσημα του αέρα, δεν συνδέονται με κάποιο κέντρο που να ελέγχει την λειτουργία τους και μπορεί να αποτελέσουν έναν εφιάλτη για ολόκληρη την γειτονιά. Μέρα-νύχτα, ώρες ατέλειωτες, ουρλιάζουν, κάνοντας το βίο αβίωτο στους περίοικους.

Ο ιδιοκτήτης του συναγερμού τον ενεργοποίησε φεύγοντας για να προστατέψει την περιουσία του. Όμως δεν θα έπρεπε να είναι καταγραμμένος κάπου στα κιτάπια της αστυνομίας ώστε να μπορεί να ανευρεθεί στην ανάγκη; Έστω και για την δική του προστασία. 

Ας αφήσουμε πως η ηχορρύπανση είναι ποινικό αδίκημα για το οποίο φέρει ευθύνη. Αλλά τώρα πού να τον βρεις για να κερδίσεις έστω μια ανάσα ησυχίας;

Η άλλη πληγή του Αυγούστου είναι οι μοναχικοί σκύλοι, σε μπαλκόνια, βεράντες, και κήπους. Κι αυτοί αποτελούν …ποινικό αδίκημα. (Το τιμωρεί ο νόμος για την προστασία των ζώων). Κι αυτοί είναι πηγή ηχορρύπανσης. Αλλά ενώ οι συναγερμοί λειτουργούν χωρίς να ...υποφέρουν (απλώς καταναλώνουν ρεύμα) οι σκύλοι με το γαύγισμα, κοινοποιούν την μοναξιά και την δυστυχία τους. Δεν αρκεί κάποιος από καιρό σε καιρό να γεμίζει την ταΐστρα τους και το μπολ με νερό… 

Τι θλιβερό σε μια συμπαθητική γειτονιά, σε ένα ωραίο προάστιο,  η κυρίαρχη εντύπωση να είναι ένας (ή και περισσότεροι) συναγερμοί που τρυπάνε τη μέρα και τη νύχτα με τον αντιπαθέστατο ήχο τους και οι απελπισμένοι σκύλοι που γαυγίζουν μέσα στην μοναξιά τους…

Κι όμως, παρόλα αυτά, αγαπάω την Αθήνα τον Αύγουστο!

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2018

Κομπολόι από αναμνήσεις


Αρχές δεκαετίας του 60. Στην αριστερή πλευρά της εισόδου του θεάτρου «Βρετάνια» στην Πανεπιστημίου, υπάρχει μία πόρτα. Οδηγεί σε ένα μπαρ, που αν θυμάμαι καλά, ονομαζόταν BabisBar. Μάλλον αυτό ήταν το όνομά του, μια και ανήκε στον (αργότερα διάσημο) Μπάμπη Μωρέ.

Αργά τα βράδια μαζευόταν εκεί μία παρέα. Προεξάρχων ο δημοσιογράφος (και αργότερα διευθυντής) του «Βήματος» Χάρης Μπουσμπουρέλης. Τακτικό μέλος ο επίσης δημοσιογράφος Οδυσσέας Ζούλας. Κατά καιρούς περνούσαν από εκεί διάφοροι του «συναφιού» με κορυφαίο τον Λέοντα Καραπαναγιώτη.

Εγώ, άρτι επιστρέψας από τις σπουδές μου στην Γερμανία, περνούσα τους τελευταίους μήνες της θητείας μου στο Ναυτικό, κάνοντας (προς βιοπορισμόν) δουλειές του ποδαριού, όπως: μεταφράσεις βιβλίων, μαθήματα ξένων γλωσσών, συγγραφή σχολιασμού ταινιών μικρού μήκους, ραδιοφωνικές εκπομπές – κι ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.

Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα σε αυτή την παρέα, ούτε ποιος με είχε συστήσει. Γεγονός είναι ότι περνούσαμε καλά. Κάποια στιγμή ο Ζούλας μας κάλεσε στο σπίτι του όπου γνωρίσαμε την σύζυγό του Βαρβάρα, το γένος Δράκου, επίδοξη συγγραφέα που μόλις είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο. Κάπου υπάρχει ακόμα, με αφιέρωση, στα αχανή βάθη της βιβλιοθήκης μου.

Σε λίγο γνωρίσαμε και την κόρη του, βρέφος μόλις, αλλά με ισχυρές απόψεις. Όταν ήθελε κάτι, καλόν θα ήταν να το αποκτήσει…

Ένα καλοκαίρι ο Μπάμπης Μωρές μετακόμισε το μπαρ του στην Ύδρα και το ονόμασε «Λαγουδέρα». Για δύο περίπου δεκαετίες ήταν διάσημο, συγκεντρώνοντας επιφανείς Έλληνες και ξένους. Η παρέα μετακόμισε και αυτή στην Ύδρα, εμπλουτισμένη με πολλά βαριά ονόματα. Κάπου στα χαρτιά μου έχω μία φωτογραφία με τον αδικοχαμένο Τζο Ντασέν. Εκεί γνώρισα τον Λήοναρντ Κοέν, λογοτέχνη ακόμα. Ο Καραπαναγιώτης μου είχε συστήσει την πανέμορφη Νανά Ησαία, ποιήτρια και ζωγράφο, μαθήτρια του Τέτση. Είχε διατελέσει γραμματεύς του Κωνσταντίνου Καραμανλή (πράγμα που με έσωσε στην θητεία μου) αλλά αργότερα μόναζε στην Ύδρα. Καλή ζωγράφος (έχω ένα πίνακα που μου χάρισε) αλλά ακόμα καλύτερη ποιήτρια. Πέθανε νέα, στα 60+ της.

Εγώ είχα τρυπώσει στη διαφήμιση – την μόνη δουλειά που μπορούσε τότε να μου εγγυηθεί ένα πιάτο (καλό) φαΐ. Μέχρι που χόρτασα και το έριξα στο γράψιμο.

Ο Οδυσσέας Ζούλας έφυγε νωρίς, το 1992. Νομίζω πως δεν ξεπέρασε την απώλεια της γυναίκας και της κόρης του, που ερωτεύθηκαν (και οι δύο) το Γιάννη Διακογιάννη.

Όλο αυτό το κομπολόι των αναμνήσεων ξεκίνησε αντίστροφα, από τον πρόωρο και γενναίο θάνατο της Ρίκας Βαγιάνη. Πιθανότατα της πιο γοητευτικής και ενδιαφέρουσας από τις γυναίκες που γνώρισα. Τα είχε μέσα του αυτό όλα αυτό το μωρό, που αντάμωσα πριν 55 χρόνια. Την ομορφιά, το τσαγανό και το χιούμορ. Βρεθήκαμε δίπλα-δίπλα σε εκπομπές και στήλες και χάρηκα την οξυδέρκεια και την ελευθερία της.

Είναι περίεργο να βλέπεις τους νεότερους να φεύγουν – όταν μάλιστα έχουν τόσο πάθος για ζωή.

Πένθος, πολύ, τελευταία. Και ο Λορέντζος Μαβίλης:
Αν δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
Θέλουν, μα δεν βολεί να λησμονήσουν.

Κυριακή, Αυγούστου 05, 2018

Ένα σπίτι στο Μάτι


Η ιστορία του αρχίζει όταν παντρεύεται η (ετεροθαλής) αδελφή μου. Ο γαμπρός μου, μαζί με τον αδελφό του, έχουν ένα μεγάλο οικόπεδο επάνω στη θάλασσα, στο Μάτι, στη θέση «Ζούγκλα». (Δίπλα στην ομώνυμη ταβέρνα). Στο σπίτι που χτίστηκε εκεί, πέρασα τα εφηβικά και φοιτητικά μου καλοκαίρια, από το 1948 ως το 1960. Πριν 70 χρόνια…

Τρία πράγματα σημάδευαν τότε εκείνη την περιοχή: η απόλυτη ερημιά (ένα σπίτι – παραθαλάσσιο – κάθε δύο χιλιόμετρα), το εντελώς «τροπικό» πυκνό πευκοδάσος (παιδιά, τρυπώναμε μέσα σαν εξερευνητές) και οι ανελέητοι βοριάδες που μαστίγωναν όλη την ακτή – από τον Άγιο Ανδρέα ως τη Ραφήνα. Μετακινούσαν ακόμα και βαριά έπιπλα στις βεράντες.

Αναμνήσεις: Χωματόδρομοι με λεπτό κοκκινόχωμα όπου άφηναν τα ίχνη τους τα λάστιχα του ποδηλάτου μου. Πρωινό ξύπνημα για ψάρεμα με πετονιά, ή (άκαρπο) κυνήγι στο δάσος. Βουτιές στο Κόκκινο Λιμανάκι και, τα βράδια, τραγούδι στα βραχάκια κάτω στη θάλασσα. Τα πρώτα πάρτι, οι πρώτες επαφές. Μουσικό μοτίβο: Moonlight Serenade (Glenn Miller). Στην αρχή με …γεννήτρια.

Πολλά χρόνια μετά έγραφα:

Τη λέγαμε αμμουδιά, αλλά δεν ήταν. Μικροί τόποι άμμου ανάμεσα σε βράχους. Ίσα που χώραγε να καθίσει ένας άνθρωπος, με τα πόδια του μέσα στο νερό.

Οι πέτρες ήταν άσχημες. Δεν υπήρχαν ωραία βότσαλα γυαλισμένα από το κύμα. Παντού συμπαγή κοκκινωπά πετρώματα άμορφα, με ενσωματωμένους μέσα τους βράχους, κροκάλες, κοχύλια. Σκληρό τοπίο. Σαν τη βρεγμένη, γλιστερή ξέρα που πατούσες μπαίνοντας στη θάλασσα.

Ο βοριάς φύσαγε αδιάκοπα. Από τις εξήντα μέρες των διακοπών οι μισές ανήκαν στο μελτέμι. Ούτε να σταθείς δεν μπορούσες.

Όταν ξαναπήγα, μετά από χρόνια, δεν αναγνώρισα τίποτα. Ξαφνικά η ακτή είχε γίνει τείχος πολυκατοικίες. Από τον παράλιο δρόμο (άσφαλτος βέβαια πια) ούτε που υποψιαζόσουν τη θάλασσα. Την έβλεπες μόνο από το μπαλκόνι της τελευταίας παραθαλάσσιας σειράς. Η αν έπαιρνες ένα από τα στενά μονοπάτια ανάμεσα στις πολυκατοικίες που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την «πρόσβαση προς τη θάλασσα». Τα περισσότερα φραγμένα ή ασφαλισμένα.

Το λαβύρινθο με τα αυθαίρετα μέσα στο δάσος, ανάμεσα στη λεωφόρο Μαραθώνος και την ακτή, τον είδα με τα χρόνια να στήνει τις παγίδες του.

Το σπίτι όμως πάντα εκεί. Πήγαινα για προσκύνημα. Στάθηκε σημαντικό για μένα. Έζησα πολύ όμορφα καλοκαίρια κοντά στη θάλασσα - τα πιο ανέμελα και ξέγνοιαστα της ζωής μου.
                                                 

Άνεμος πήρε τα σπίτια που αγάπησα. Το σπίτι στο Μάτι, πρώτα χωρίστηκε στα δύο σαν το Βερολίνο (όταν οι διαφορές δύο αδερφών αποδείχθηκαν αγεφύρωτες) και μετά πουλήθηκε.  Τελευταία φορά το είδα πριν τρία χρόνια. Υπήρχε ακόμα, χαμηλό, λευκό, μονώροφο, ανάμεσα σε τεράστιες πολυκατοικίες, να κοιτάζει την θάλασσα.

Δεν τολμάω να δω τώρα τι έχει απομείνει.