Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2022

Μία άγνωστη προσπάθεια

Κάθε Πρωτοχρονιά σκέπτομαι την χώρα μας. Προβληματίζομαι και αναρωτιέμαι. Απορίες κυκλοφορούν στο μυαλό μου από την έκτη Δημοτικού: «Πώς θα ήταν σήμερα η Ελλάδα αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας;» Και αν άφηναν τον Χαρίλαο Τρικούπη να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις του; Και αν οι αφελείς στρατηγοί μας το 22 δεν είχαν προσπαθήσει να φτάσουν στην «Κόκκινη Μηλιά»;

Πίστευα και πιστεύω ότι κάτι  που αυτή η χώρα χρειαζόταν απόλυτα – είναι σοφούς νομοθέτες και συμβούλους που θα εμπόδιζαν τις στραβοτιμονιές. Αλίμονο: ο Λαός μας ψήφιζε πάντα με βάση το συμφέρον και το πάθος του. Συχνά σκεπτόμουν πως χρειαζόταν μία «επιτροπή σοφών» που θα μπορούσε να  καθοδηγήσει.

Πρόσφατα έμαθα πως κάποια στιγμή συγκροτήθηκε μία τέτοια επιτροπή. Το πληροφορήθηκα από τον δημιουργό του πρώτου μη κρατικού ραδιοσταθμού μας, τον Γιάννη Τζανετάκο, ο οποίος συμμετείχε και μετά από παράκλησή μου έγραψε ένα σχετικό ενημερωτικό σημείωμα:

«Στα τέλη του 1975 ο πολιτικός βίος στη χώρα μας έτεινε να παγιωθεί. Η Μεταπολίτευση με τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία της αποτελούσε πλέον κεκτημένο όσον αφορά όλα τα σημεία στον δημόσιο βίο. Παρά, όμως, τις θηριώδεις κυκλοφορίες των ελευθέρου περιεχομένου ημερήσιων εφημερίδων, υπήρχαν σαφέστατα δείγματα ότι και με τη συμβολή της πολιτικής αποστείρωσης, που διέκρινε το κρατικό-μονοπωλιακό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο, οι πολίτες υστερούσαν τόσο στον τομέα της γενικότερης ενημέρωσης, όσο και σ’ αυτόν της συμμετοχής τους στα δημόσια πράγματα.

Ο Χρήστος Δ. Λαμπράκης, επικεφαλής κραταιού Δημοσιογραφικού Οργανισμού, προσωπικότητα φύσει ανήσυχη και δημιουργική διαπίστωσε τόσο το έλλειμμα στην πληροφόρηση τού κοινού ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο της νεαρής δημοκρατίας, όσο και την ανάγκη ν’ αναπτυχθεί ο ευρύτερος πολιτικό-κοινωνικός προβληματισμός και το ενεργό ενδιαφέρον των πολιτών για τα δημόσια πράγματα σε τοπικό αλλά και εθνικό επίπεδο.  Έκρινε δε ότι σε πρώτο διερευνητικό στάδιο ένα Σωματείο γνωστών και διακεκριμένων προσώπων με ανεπίληπτη και αγωνιστική παρουσία στη διάρκεια της χουντικής επταετίας, θα ήταν δυνατό ν’ αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία μετατρέποντας σε πράξη την έμπνευση του. Δεν επιδίωξε μαζική συμμετοχή. Περιορίστηκε στον αναγκαίο από τον Αστικό Κώδικα αριθμό των 20-21 μελών.  Ανάμεσα τους οι καθηγητές Φαίδων Βεγλερής, Σπύρος Δοξιάδης, Φάνης Κακριδής, Γιώργος Κουμάντος, Κώστας Κριμπάς, Αριστόβουλος Μάνεσης, Νίκος Παπαντωνίου, Δημήτρης Φατούρος, οι δικηγόροι Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Ανδρέας Καζάζης, Τάκης Κύρκος, Ανδρέας Τσουδερός και πρόσωπα από τον Τύπο, όπως ο ίδιος, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Βίκτωρ Παπαζήσης, ο Γιαν. Τζαννετάκος και άλλοι.

Την άνοιξη του 1976 έγινε η πρώτη εξόρμηση στη Θεσσαλία. Κι όμως αυτή η σπάνια δημόσια παρέμβαση του μεγάλου εκδότη στον δημόσιο βίο της χώρας του, παρέμεινε σχεδόν  άγνωστη, δεν περιλαμβάνεται δε στο επίσημο βιογραφικό του. Δεν είναι καιρός να γνωστοποιηθεί και ν’ αποτιμηθεί;»      

Κανείς δεν έμαθε (ούτε ο Τζανετάκος) αν υπήρξε συνέχεια. Αλίμονο, συνήθως τέτοιες πρωτοβουλίες συναντάνε την αδιαφορία του δικού μας κοινού. Κάποτε πρέπει να το αναλύσουμε αυτό. Τώρα δεν μας μένει άλλη ελπίδα για μετάγγιση μυαλού και μεταρρυθμίσεις από τον (ευτυχώς) πολύ αποτελεσματικό Πιερρακάκη…

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Από το «Μπενάρτυ» στον Μέσι

Ξέρω πως είναι Χριστούγεννα και θα έπρεπε να γράψω γι αυτά αλλά επειδή θα γράψουν όλοι οι άλλοι, λέω να μην το κάνω. Στη ζωή μου έκανα συχνά το «αντίθετο» από το αναμενόμενο και μου βγήκε σε καλό.

1940.΄Έλαβα για δώρο μία μπάλα ποδοσφαίρου. Μην νομίζετε πως είχε τις ραφές και τα σχέδια των σημερινών. Ένα τόπι ήταν, μακιγιαρισμένο σε μπάλα. Μεγάλο απόκτημα όμως για την γειτονιά, γιατί ως τότε κλωτσούσαμε κάλτσες. Ήταν η πρώτη γεύση για κάτι που έμοιαζε με ποδόσφαιρο.

Ήμασταν οκτώ ή εννιά – δεν βγάζαμε ούτε μία ενδεκάδα. Όλοι όμως χωρισμένοι σε ομάδες: Ολυμπιακοί τρεις, Παναθηναϊκοί τέσσερεις (αφού στην Αθήνα παίζουμε βρε παιδιά!) κι εγώ, πάντα αντιδραστικός, ΑΕΚ. Είχα βρει και μία φανέλα που η μαμζέλ (των Γαλλικών αλλά και πάσης εποπτείας αφού η μητέρα μου ήταν μόνιμα άρρωστη) την είχε βάψει κίτρινη. Γήπεδο, η οδός Μιχαήλ Βόδα. Περνούσαν τρία αυτοκίνητα την ώρα αλλά ακούγονταν από μακριά και είχαμε καιρό να τραβηχτούμε.

Χρησιμοποιούσαμε τα διεθνή παραγγέλματα όπως τα είχαμε ακούσει χωρίς να ξέρουμε καλά-καλά τι σημαίνουν. Κάθε λίγο άκουγες: «Μπενάρτυ!» ρε!  «Μπενάρτυ»!

Η ΑΕΚ έχανε πάντα (είχε μόνο ένα παίχτη) αλλά είχε την μπάλα. Μέχρι που κάποια αλητόπαιδα μας την έκλεψαν και συνεχίσαμε χρησιμοποιώντας παλιές κάλτσες ραμμένες σε μικρούς μπόγους. Ήρθε η Κατοχή, οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από το κρύο και την πείνα και κανείς δεν είχε όρεξη να παίξει.

Η δεύτερη επαφή μου με το ποδόσφαιρο ήταν μετά δέκα χρόνια. Αν θυμάμαι καλά, στην Εκάλη υπήρχε ένα μικρό ξενοδοχείο ",Αριάδνη". Εκεί μας έστειλε ο πατέρας μου, την μητέρα κι εμένα, για να παραθερίσουμε. Εκεί λοιπόν παραθέριζε και ολόκληρη η Εθνική Ελλάδος για ξεκούραση πριν από ένα διεθνές ματς. Δεκαπέντε χρόνων τότε, πέρασα πάνω από μια εβδομάδα με όλα τα αστέρια του Ελληνικού ποδοσφαίρου. Μέσα στο δάσος υπήρχε και μία αλάνα όπου γίνονταν οι προπονήσεις. Πολλές φορές με φώναζαν κι εμένα να συμπληρώσω κάποια θέση.

Έτσι πέρασα πάνω από μια εβδομάδα με τα διασημότερα τότε ονόματα της Εθνικής Ποδοσφαίρου: Ρωσσίδης, Δαρίβας, Μαρόπουλος, (70 χρόνια πίσω,  ούτε που θυμάμαι πια τα ονόματά τους). Τα βράδια μας έλεγαν ιστορίες από ματς και ξαναζούσαμε ένδοξες στιγμές της Εθνικής.

Μετά, το 1954, βρέθηκα στο Μόναχο για σπουδές. Δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να ανακαλύψω ότι η γραμμή του τραμ που περνούσε από το σπίτι μου κατέληγε στο παλιό γήπεδο της Μπάγερν.  Έτσι ξεκίνησε μία νέα εποχή στις σχέσεις μου με το ποδόσφαιρο. Βέβαια δε θα ισχυριστώ ότι περνούσα ώρες στις κερκίδες – αλλά παρακολουθούσα όσο μπορούσα την ένδοξη πορεία αυτής της μεγάλης ομάδας.

Κι ερχόμαστε στο σήμερα όπου το ποδόσφαιρο περνάει τις πιο ενδιαφέρουσες και θα έλεγα ένδοξες στιγμές του. Όπως και δισεκατομμύρια φίλαθλοι παρακολούθησα σχεδόν όλους τους αγώνες του Παγκόσμιου Κυπέλου στο Κατάρ. Το οποίο συνοδεύτηκε και από μία ανθρώπινη δραματική ιστορία: την αποθέωση του ταπεινού και απλού Λιο Μέσι και την κατάρρευση του κάποτε ανταγωνιστή του, του υπερόπτη και επαρμένου Ρονάλδο.

Σκέπτομαι την άδολη χαρά που θα βασιλεύει στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας Μέσι και τους σιγοτραγουδάω ψιθυριστά: «Feliz Navidad…»

Ευτυχισμένα Χριστούγεννα και σε σας αναγνώστες! 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2022

Οι «μαθητές» μου

Το ότι θα γινόμουν συγγραφέας είχε αποφασιστεί (από μένα) στα πέντε μου χρόνια. Κύριος φταίχτης: ο Ιούλιος Βερν, στις μεγάλες εκδόσεις του Σιδέρη. Στο πρώτο εσώφυλλο φιλοξενούσε την φωτογραφία του με την μεγάλη του γενειάδα. Γύρω του βινιέτες με σκηνές από τα έργα του. Έμοιαζε με τον Παντοκράτορα στον θόλο της εκκλησίας, που τον πλαισίωναν γύρω-γύρω τα πλάσματά του.

Ο δεύτερος δάσκαλός μου ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με τις «Αθηναϊκές Επιστολές»  του («Σας ασπάζομαι Φαίδων») στην Διάπλαση. (Είχα κληρονομήσει δεκάδες τόμους). Με έμαθε να γράφω απλά και κυρίως ορθολογικά. Αν ο Βερν ήταν ο μάστορας της φαντασίας ο Ξενόπουλος ήταν ο δάσκαλος της λογικής.

‘Όλη μου η δημιουργία κινήθηκε μεταξύ αυτών των δύο. Στα πρώτα είκοσι χρόνια έγραφα ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε βιβλία. Αργότερα άρχισαν τα βιβλία να λιγοστεύουν (είχαν ήδη φτάσει τα 70) ενώ πληθαίνανε οι στήλες και τα χρονογραφήματα στον Τύπο.

Κάποια στιγμή είχα αποφασίσει να σταματήσω τα σύντομα κείμενα και να αφοσιωθώ στα βιβλία. Το ανακοίνωσα. Πήρα πολλά μηνύματα από διαμαρτυρόμενους αναγνώστες. ‘Ένας νέος έγραψε: «Καλά είναι τα βιβλία – αλλά πόσοι τα διαβάζουν σήμερα; Ενώ τα άρθρα σου μας έχουν ανοίξει δρόμους.

Τότε έγραφα στο RAM ένα εξαίρετο περιοδικό του ΔΟΛ με θέμα την πληροφορική. Και μόνο το γεγονός ότι πρόσφατα ο Κυριάκος Πιερρακάκης μου εξομολογήθηκε ότι τα κείμενά μου τον επηρέασαν και τον οδήγησαν στην πληροφορική θα δικαίωνε την απόφασή μου να παραμείνω.

Από τότε γράφω μόνο βιβλία μικρά και χρηστικά.

Λίγοι άνθρωποι μου μιλούν για τα βιβλία μου αλλά δεκάδες μου λένε «σας διάβαζα στους 4Τροχούς, στα Επίκαιρα, στην LIFO, στο Βήμα, στην Καθημερινή…» Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις: Μία ωραία οδοντίατρος έχει διαβάσει την διδακτορική μου διατριβή (ένα δύσκολο καθαρά φιλοσοφικό βιβλίο που μετέφρασα ο ίδιος από τα Γερμανικά). Το βιβλίο αυτό άρκεσε για να γίνω τακτικό μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρίας, ενώ δεν ήμουν καν πανεπιστημιακός καθηγητής.

Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν πήγα στην Γερμανία για να γίνω καθηγητής. Πήγα για να τακτοποιήσω τον εγκέφαλό μου που είχε πνιγεί από το διάβασμα. Κι αυτό το πέτυχα. Η απόδειξη είναι πως ενώ ο επιβλέπων καθηγητής μου (ένας υπέροχος άνθρωπος και ήρωας της αντί-χιτλερικής αντίστασης – 8 χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως) πέθανε την παραμονή της υποβολής της, κανένας άλλος καθηγητής δεν τόλμησε να την υποστηρίξει. «Εξαίρετη αλλά απαράδεκτη. Δικαιώνει τον σκεπτικισμό» ήταν η γενική κρίση.). Ο σκεπτικισμός είναι ο μπαμπούλας της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Αν ζούσε ο καθηγητής μου θα την είχε περάσει με το κύρος και τον δυναμισμό του.

Χαίρομαι λοιπόν που με τα γραπτά μου βόηθησα  πολλούς νέους να βρουν το δρόμο τους και χωρίς να διδάξω σε ΑΕΙ πρόσφερα περισσότερα από την τυπική ακαδημαϊκή παιδεία. Με τα ίδια όπλα θα συνεχίσει αυτή η στήλη την πορεία της.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2022

Πως δεν χαρήκαμε την Λιλιπούπολη

                                                                             Μνήμη Χρήστου Λαμπράκη

Με τον Χρήστο Λαμπράκη μας ένωναν δύο πράγματα: οι γάτες και η κλασική μουσική. Πόσο λυπάμαι που δεν σκέφθηκα να τον φωτογραφήσω στο σπίτι μου, κάτω από το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, να μπουσουλάει με τα τέσσερα προκειμένου να παίξει με την γάτα Κούκη.

Ήταν η εποχή που χτιζόταν το Μέγαρο Μουσικής και κάθε φορά που ολοκληρωνόταν κάποιο μέρος της οικοδομής ερχόταν επείγον τηλεφώνημα. «Έλα να δεις πως έγινε η μεγάλη αίθουσα»  (αυτή που τώρα φέρει το όνομά του). «Έλα να δεις πως βγήκαν οι σκάλες!»

Το τελευταίο τηλεφώνημα αφορούσε το γκαράζ. «Θα είναι το μεγαλύτερο της Αθήνας!» θριαμβολογούσε.

Που να ήξερα, ότι αυτό το γκαράζ θα γινόταν αφορμή, μετά τον θάνατό του, να περάσω μία από τις πιο απογοητευτικές βραδιές της ζωής μου.

Όταν ο Ευάγγελος Μαρινάκης αγόρασε ολόκληρο τον ΔΟΛ, θυμήθηκα μία συζήτηση με τον Λαμπράκη. Ήταν η εποχή πριν εμφανιστεί ο Κοσκωτάς και ο Χρήστος ήταν πολύ πεσμένος. Κάποια στιγμή μου λέει: «Εσύ ο κοσμοπολίτης που ξέρεις εφοπλιστές στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο δεν μπορείς να βρεις έναν που θα θέλει να αγοράσει τον ΔΟΛ. Βαρέθηκα την πολιτικολογία. Μου αρκεί η μουσική μου, η βάρκα μου και  το Φολκσβάγκεν μου».

(Δεν  ήξερα κανένα ζωντανό εφοπλιστή – οι  συγκαιρινοί του παππού μου, είχαν όλοι αποδημήσει από χρόνια. Και μετά την εμφάνιση του Κοσκωτά, ο Χρήστος άλλαξε. Σαν να ξύπνησε και έγινε για μία περίοδο πολύ μαχητικός!).

Σύμπτωση όμως; Να μιλήσει για εφοπλιστή!

Μετά την αποχώρησή μου από τον ΔΟΛ, (Σεπτ. 87) χαθήκαμε. Έπαψα να πηγαίνω και στο Μέγαρο. Όταν όμως  πληροφορήθηκα πρόσφατα ότι θα γινόταν μια βραδιά  με τα τραγούδια της Λιλιπούπολης, τους υπέροχους στίχους που είχε γράψει η πρόσφατα χαμένη φίλη Μαριανίνα Κριεζή, είπα: αυτή τη φορά θα πάω! Και πράγματι σε λίγες μέρες ήρθαν δύο προσκλήσεις με την παράκληση να κάνω μία αναφορά στην στήλη μου. Την οποία έκανα πριν τρεις εβδομάδες σε ένα υστερόγραφο.

Έτσι ξεκινήσαμε χθες, Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, εγώ και η γυναίκα μου από το Ψυχικό για να πάμε στο Μέγαρο. Συνήθως χρειάζονται είκοσι λεπτά – αλλά προβλέποντας συνωστισμό φύγαμε τρία τέταρτα πριν.

Και ω! του θαύματος! Το «μεγαλύτερο υπόγειο γκαράζ της Ελλάδας» ήταν κλειστό! Κόκκινες κορύνες έκλειναν την είσοδό του. Σε μέρα συναυλίας! Που θα μπορούσε και το γκαράζ να κερδίσει χρήματα.

Από κει και πέρα αρχίζει το μαρτύριο. Δεν υπάρχουν γκαράζ σε αυτή την περιοχή εκτός από ένα στην Δορυλαίου που ήταν ήδη γεμάτο. Η μάντρα που βρίσκεται στην ίδια ευθεία με το γκαράζ του Μεγάρου είχε ήδη ξεχειλίσει στο πρώτο μας πέρασμα. Γυρίζαμε σαν την άδικη κατάρα – και αφού χάσαμε κάθε ελπίδα, τελικά επιστρέψαμε στο σπίτι.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 04, 2022

Δεκέμβριοι

Ο Δεκέμβριος ήταν, από  την παιδική μου ηλικία, ο αγαπημένος μου μήνας. Είχε μέσα του την γιορτή μου, τα Χριστούγεννα, και την Πρωτοχρονιά. Βέβαια οι πρώτοι δικοί μου Δεκέμβριοι ήταν μέσα στην Κατοχή – και μετά στον Εμφύλιο. Παρόλα αυτά τους ξεχώριζα από τους άλλους μήνες. Ίσως φταίει και ο μεγάλος γητευτής των παιδιών, ο Κάρολος Ντίκενς. Είχα διαβάσει το «Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι» (Christmas Carol: Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα ήταν ο αγγλικός τίτλος) και με είχε επηρεάσει τόσο βαθιά, που σκεπτόμουνα: Δεν είναι δυνατόν… κάποιο θαύμα θα γίνει.

Θαύμα δεν έγινε, εκτός αν λογαριάσουμε το 44, την φυγή του πατέρα μου, (τελευταία στιγμή) προς την «Σκομπία» (έτσι ονομάζαμε το κέντρο της Αθήνας όπου έκανε κουμάντο ο Στρατηγός Σκόμπυ, και την άφιξη ενός εξαδέλφου μου με ένα νοσοκομειακό, που μας έφερε για δώρα μία πλάκα πραγματική σοκολάτα (είδος πολύ σπάνιο) και τρία αυγά – ακόμα πιο σπάνια. (Έχω γράψει αλλού για τα «Χριστουγεννιάτικα αυγά»).

Ωστόσο, ακόμα και σήμερα δεν παραλείπω τις μέρες αυτές να κατεβαίνω στο Κέντρο, να επισκέπτομαι μαγαζιά και να αγοράζω («για το καλό» που λένε) διάφορα δωράκια. Δυστυχώς τα ανίψια μου (τα μόνα μικρά παιδιά στην οικογένεια) βρίσκονται στην Άκρη του Κόσμου, την Νέα Ζηλανδία (όπου τώρα έχει καλοκαίρι. Σκέπτεστε να κάνετε Χριστούγεννα με κυνικά καύματα;)

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω στον Δεκέμβριο του 1944. Ήμουν εννέα ετών και δεν μπορούσα να κοιμηθώ από τον θόρυβο του πυροβολικού που έστελνε τις οβίδες πάνω από το σπίτι μας. Ιδιαίτερα το «γλουγλούκισμα» των όλμων με αναστάτωνε.

Κι όμως, ο πρώτος αυτός σημαδιακός Δεκέμβρης της ζωής μου (τους προηγούμενους ούτε τους θυμάμαι) δεν μου χάλασε το παραμύθι. Ο Ντίκενς κέρδισε τον εμφύλιο. Το θρησκευτικό αφήγημα της γιορτής, ο μύθος της Γέννησης, δεν με επηρέασε καθόλου. (Έχω την εντύπωση πως γεννήθηκα …άθεος).

Η γιορτή μου όμως εορταζόταν από την αρχή – κι ας μην απολάμβανα τίποτα τα πρώτα χρόνια. Η μητέρα μου είχε καταλάβει ποιο είναι το αγαπημένο μου γλυκό, και παρόλες τις ελλείψεις και τις στερήσεις το έφτιαχνε κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου. Σχεδόν κάθε χρονιά έτρωγα τόσο πολύ, που χαλούσε το στομάχι μου. Ίσως ήταν και η αβυσσαλέα διαφορά ανάμεσα στα καθημερινά χόρτα με την μπομπότα και τα βούτυρα και αυγά της τούρτας. (Πού τα έβρισκε, άραγε;)

Άλλοι Δεκέμβριοι (και γι΄ αυτούς έχω γράψει) ήταν αργότερα οι χιονισμένοι της Γερμανίας. Οικογενειακή συγκέντρωση με παμπάλαια Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και ύμνους, δώρα – και  μετά τα μεσάνυχτα οδοιπορικό σε βαθύ χιόνι για να φτάσουμε στην εκκλησία και να ακούσουμε μία θεία λειτουργία, έργο πάντα μεγάλου μουσουργού. Κι εκεί πάλι η τέχνη έσωζε την πίστη.

Φέτος όμως δεν το βλέπω να λειτουργεί το φλερτ μου με τον Δεκέμβριο. Έχω βάλει τον θερμοστάτη στους 18 βαθμούς (κι αυτό για μία ώρα το πρωί και μιάμιση το βράδυ) κυκλοφορώ στο σπίτι με παλτό και τη μισή μέρα κοιμάμαι. Ξέρω το τραγουδάκι: «Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα», αλλά δεν νομίζω πως θα το τραγουδήσω αυτές τις μέρες… Το μόνο που μου μένει για να θυμηθώ την Κατοχή, είναι να βγάλω και χιονίστρες.

Και καλά – την Κατοχή ήμουν παιδί. Και θυμάμαι τους παππούδες και θείους που κορόιδευα, γιατί κρύωναν και κοιμόντουσαν όρθιοι. Τώρα μόνο με τα μούτρα μου και τον Πούτιν μπορώ να τα βάλω…

 Καλό Δεκέμβριο! αναγνώστες!