Κυριακή, Ιουνίου 28, 2020

Διονύσιος ο Μέγας

Απεχθάνομαι την λέξη «Μέγας» επειδή έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται σαν επίθετο για κατακτητές και πολέμαρχους. Πόσο «μέγας» είναι ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν τον δεις με την ματιά του κατακτημένου και του δούλου; Το επίθετο αυτό θα έπρεπε να αφορά μόνο ευεργέτες της ανθρωπότητας. Μέγας Παστέρ – ναι. Μέγας Ναπολέων – όχι.

Ανάμεσα στους ευεργέτες θα αριθμούσα και τους δημιουργούς: Μέγας Αισχύλος, Μέγας Μπετόβεν, Μέγας Σαίξπηρ, Μέγας Μιχαήλ Άγγελος.

Προσωπικά έχω βαφτίσει (και μάλιστα, για πρώτη φορά) δύο Μεγάλους – και είμαι υπερήφανος γι’ αυτό.

Ο πρώτος ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος. Το 1975, όταν ήταν ακόμα ένας αμφιλεγόμενος και αμφισβητούμενος  τραγουδοποιός, σε μία υποσημείωση του νέου (τότε) βιβλίου μου: «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», σχολιάζοντας το τραγούδι του «Σαν τον Καραγκιόζη», έγραψα: «Και δαγκώθηκα που ο μεγάλος (σε στίχο και μουσική) Σαββόπουλος έκλεισε σε μία φράση όσα προσπάθησα να πω σε πολλές σκέψεις». Το βιβλίο πούλησε χιλιάδες αντίτυπα εντός και εκτός Ελλάδος, και η υποσημείωση ταξίδεψε παντού.

Η δεύτερη φορά που χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 80 μιλώντας στο ραδιόφωνο για την άγνωστη τότε ποιήτρια Κική Δημουλά, είπα ότι είναι: «Η μεγαλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ». Λίγο αργότερα έγραψα και την πρώτη μελέτη για το έργο της που μεταφράστηκε και σε άλλες γλώσσες.

Αλλά εδώ θέλω να μιλήσω για τον Διονύση.

Τον είδα προχθές στην μοναχική συναυλία που έδωσε διαδικτυακά από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μόνος, αμήχανος, τρακαρισμένος από την έλλειψη ακροατηρίου, αλλά τόσο γλυκός, τόσο συμπαθής, τόσο οικείος. Επίτηδες, πιστεύω, διάλεξε πολλά από τα πρώτα τραγούδια του, τα πιο προσιτά – θα ήταν δύσκολο μέσα στον άδειο Θόλο-στούντιο να ακουστεί το φοβερό εκείνο: «Με αεροπλάνα και βαπόρια…».

Αν θυμάμαι καλά, για πρώτη φορά τον άκουσα το 1963, σε ένα υπόγειο στην οδό Βουλής, που είχε ανοίξει ο Κώστας Χατζής – «Η ρουλότα του Τσιγγάνου».  Δεν θα έμεινε εκεί πολύ - ύστερα τον άκουγα σχεδόν κάθε βράδυ στο «Συμπόσιο» στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε μετά τον Γιώργο Μούτσιο («Ένα μύθο θα σας πω…») και την Ντόρα Γιαννακοπούλου («Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα…»). Ο Διονύσης έλεγε το «Ήλιε Ήλιε Αρχηγέ!», το «Βιετνάμ γιε γιε», την «Σωματική Ανάγκη» και τα άλλα, του «Φορτηγού».

Οπαδός από παλιά αυτής της μικτής τέχνης του τραγουδοποιού (στίχοι, μουσική και εκτέλεση), μανιακός θαυμαστής του Brassens, του Brel, και της Barbara, είχα βρει τον δικό μου τραγουδοποιό. Βέβαια αργότερα ήρθαν στην ζωή μου ο Bob Dylan και ο Leonard Cohen, που τον είχα γνωρίσει στην Ύδρα ως ποιητή και συγγραφέα (πώς λυπήθηκα που δεν πήρε αυτός το Νόμπελ!).

Αν τα Ελληνικά ήταν μία διεθνής γλώσσα, αυτό το Νόμπελ θα μπορούσε να το είχε κερδίσει επάξια ο Διονύσης Σαββόπουλος. Αλλά η τέχνη του τραγουδοποιού είναι αμετάφραστη όπως και η καλή ποίηση. Φυλλομετρώ τις 680 σελίδες της «Σούμας», του βιβλίου που φιλοξενεί τους περισσότερους στίχους του Διονύση (μέχρι το 2003 που εκδόθηκε – τώρα θα χρειαζόταν αρκετές σελίδες ακόμα) και διαπιστώνω άλλη μία φορά πως τα τραγούδια του Σαββόπουλου είναι ποιήματα αυτοδύναμα – και κακώς δεν υπάρχουν στις ανθολογίες.

Μία ολόκληρη ζωή, Μεγάλε Διονύση Σαββόπουλε, αφέντη τσουτσουλομύτη, εκατοντάδες χιλιάδες  Έλληνες την περάσαμε μαζί σου. Εγώ, που έχω ένα ημερολόγιο και γράφω τα δικά μου, να μη σου πω εδώ ένα Μεγάλο Ευχαριστώ;


Κυριακή, Ιουνίου 21, 2020

Μία ολέθρια πρόταση


Διάβασα πριν από δύο εβδομάδες ένα άρθρο του ιστορικού Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου, στο οποίο πρότεινε να διδάσκεται στα σχολεία μας η καθαρεύουσα. Με την πρόταση αυτή συμφώνησε, σε δικό του άρθρο, και ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος. 

Θεωρώ την πρόταση αυτή ολέθρια και επικίνδυνη. Αν εφαρμοζόταν θα ήταν σαν να ανασταινόταν ξαφνικά η διγλωσσία. Θα προκαλούσε σύγχυση στους μαθητές – αλλά και στους καθηγητές. Σκεφθείτε το τυπικό μας σχολείο που δυσκολεύεται να διδάξει σωστά μία γλώσσα (την «νεοελληνική κοινή», αυτή που μιλάμε και γράφουμε όλοι σήμερα) να πρέπει να διδάξει δύο ή και τρεις εκδοχές της. (Αρχαία, Καθαρεύουσα και Κοινή). 

Άλλωστε το «γλωσσικό ζήτημα» λύθηκε από την στιγμή που οι περισσότεροι χρήσιμοι όροι της καθαρεύουσας εντάχθηκαν στην δημοτική και αφομοιώθηκαν. Και αντί να ενισχύσουμε αυτή την τάση, θα προσπαθήσουμε να την αντιστρέψουμε; 

Έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου διάφορα λεξικά. Μεταξύ τους και το «Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης», έκδοση Πρωίας, 1933. Σε δύο τόμους, 2664 σελίδων, θεωρήθηκε τότε το πιο σοβαρό πριν από το επίτομο του Δημ. Δημητράκου (1957). Πρόλογος και υπομνήματα στην καθαρεύουσα. Ωστόσο πολύ περισσότερες από τις μισές λέξεις έχουν, μπροστά στο λήμμα, έναν αστερίσκο. Η επεξήγηση είναι ότι οι λέξεις αυτές ανήκουν στην δημοτική γλώσσα. (Ήδη λοιπόν, το 1933, η δημοτική υπερτερούσε).

Ανήκουν; Δημιουργήθηκαν; Στο υπέροχο λεξικό «Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων» του Στέφανου Α. Κουμανούδη βρίσκει κανείς εκατοντάδες λέξεις που έχουν λόγια προέλευση αλλά έγιναν μέρος της καθομιλούμενης (ή αν θέλετε «δημοτικής») γλώσσας.

Π. χ.: η λέξη «λεωφορείο» είναι δημοτική ή καθαρεύουσα; Καθαρεύοσα βέβαια, αρχαϊκή, σύνθετη (λεώς = λαός και φέρω = φορείον) αλλά δεν υπάρχει πια άλλη λέξη στη δημοτική για να αναφερθεί κανείς στο αντικείμενο αυτό. (Η υπέργηρη θεία μου προπολεμικά το ονόμαζε «μπούσι», προφανώς από το εγγλέζικο bus).

Η σημερινή ελληνική γλώσσα είναι πια μία και ενιαία. Σαφώς υπάρχουν μέσα της στοιχεία αρχαΐζοντα αλλά αυτό αποτελεί τον πλούτο της. Θα ήμουν σύμφωνος να προστεθούν στα σχολικά βιβλία κείμενα του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, του Βιζυηνού, για να φανεί ο πλούτος της γλώσσας και η ειδική χρήση της (π.χ. για την σάτιρα στον Ροΐδη). Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως οι τρεις μεγαλύτεροι στυλίστες, πεζογράφοι μας και ο πιο ιδιότυπος ποιητής μας, (Κ.Π. Καβάφης) έγραφαν στην καθαρεύουσα. Η τεχνητή αυτή γλώσσα προσφέρεται για ειδικές χρήσεις.

Μεγάλωσα μέσα στην καθαρεύουσα. Τα πρώτο βιβλία που διάβασα ήταν οι μεταφράσεις του Ιουλίου Βερν, εκδόσεις Σιδέρη, μεγάλο σχήμα, σε άπταιστη καθαρεύουσα. (Αργότερα την μιμήθηκε πιστά ο Ανδρέας Εμπειρίκος).  Η εφημερίδα που ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας ήταν η «Καθημερινή».  Οι μεταφράσεις στις βιβλιοθήκες του σπιτιού ήταν και αυτές στην καθαρεύουσα. (Θυμάμαι τον «Παύλο και Βιργινία»). Τέλειωσα τη μέση παιδεία το 1954. Όλα τα σχολικά εγχειρίδια στην καθαρεύουσα. Σπάνια μας άφηνε ο φιλόλογος να γράψουμε έκθεση στην δημοτική.

Αλλά δεν χρειαζόμουν να μου διδάξουν την δημοτική – ήταν η γλώσσα που άκουγα, που μιλούσα και που διάβαζα. (Είχα πια αποκτήσει και την δική μου βιβλιοθήκη).

Η γλώσσα είναι ένα ζωντανό πράγμα – δεν επιδέχεται παρεμβάσεις και καθοδηγήσεις (που συνήθως αποτυγχάνουν οικτρά). Ξαφνικά ένα μάθημα καθαρεύουσας θα μπέρδευε μαθητές και δασκάλους. (Κι αλήθεια πόσοι καθηγητές θα ήταν σε θέση να την διδάξουν;) Εγώ, καθαρευουσιάνος από κούνια, δηλώνω αδυναμία να γράψω κάτι στην καθαρεύουσα. Θα μου έβγαινε αυτόματα σε παρωδία.

Ας αφήσουμε την γλώσσα μας να ακολουθήσει τον δρόμο της. Η καθαρεύουσα δημιούργησε πολλά προβλήματα. Τελικά χρησίμευσε σαν μεταβατικό στάδιο από την αρχαία, μας δώρισε γλωσσικό πλούτο, μερικούς μεγάλους συγγραφείς και ήδη χάνεται στο βάθος της ιστορίας. Ας την αφήσουμε στην ησυχία της.

Κυριακή, Ιουνίου 14, 2020

Σκαλαθύρματα 3


 1.    Αυτό θα πει Άγιον Πνεύμα! Επειδή γιόρταζε την Δευτέρα, δεν κυκλοφόρησαν εφημερίδες ούτε το Σάββατο (απογευματινές) ούτε την Κυριακή (πρωινές) ούτε την Δευτέρα (απογευματινές) ούτε την Τρίτη (πρωινές). Πολύ πνεύμα χάθηκε αυτές τις μέρες…  

2.  Αναρωτιέμαι γιατί ερίζουν τόσα κράτη (κι εμείς) για τους υδρογονάνθρακες (κατά Καμμένον: υδατάνθρακες) της Μεσογείου. Τουρκία, Ελλάδα, Κύπρος, Αλβανία, Ιταλία, Λιβύη και άλλοι γείτονες. Εντωμεταξύ οι τιμές του πετρελαίου έχουν καταρρεύσει και οι περισσότερες υπάρχουσες θαλάσσιες πλατφόρμες άντλησης δεν λειτουργούν πια, γιατί το κόστος είναι υψηλότερο από την τιμή του προϊόντος. Για νέες υποθαλάσσιες γεωτρήσεις δεν συζητάει πια κανείς εχέφρων άνθρωπος.   
   
3.  Σπουδαία η συμφωνία με την Ιταλία, αλλά εγώ προτείνω να επιτρέψουμε στην Τουρκία να κάνει όσες γεωτρήσεις θέλει και να στήσει πλατφόρμες όπου θέλει. Είναι που είναι σχεδόν χρεοκοπημένη – αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος να χρεοκοπήσει οριστικά. Άλλωστε, μέχρι να ολοκληρωθεί το πρόγραμμά της, τα ορυκτά καύσιμα θα έχουν παύσει να χρησιμοποιούνται και όλοι θα έχουν αναπτύξει ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δεν καταλαβαίνω γιατί προσπαθούμε με κάθε τρόπο να την εμποδίσουμε να χρεοκοπήσει;

4.   Όπως δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένουμε να ξοδεύουμε χρήματα (και μερικές ανθρώπινες ζωές) για να υπερασπιζόμαστε μία παρανομία που μας εκθέτει και διεθνώς. Μιλάω για τα περίφημα δέκα μίλια ελληνικού εναέριου χώρου που κάποιος είχε εμπνευσθεί το 1931. Όμως το διεθνές δίκαιο, το οποίο επικαλούμαστε συχνά, ορίζει ότι ο εναέριος χώρος καθορίζεται από την αιγιαλίτιδα ζώνη – και άρα εφόσον τα χωρικά μας ύδατα είναι έξη μίλια, τόσος πρέπει να είναι και ο εναέριος χώρος μας. Είμαστε το μόνο κράτος στον κόσμο με αυτή την πρωτοτυπία, που μας κοστίζει αρκετά χρήματα σε καύσιμα (όταν αντιδρούμε στις «παραβιάσεις» των Τούρκων – που βέβαια δεν είναι συνήθως παραβιάσεις. Γίνονται όμως συχνά, γιατί η αίσθηση ότι έχουν δίκιο, τους ωθεί και σε παρανομίες). Τους δίνει και την δυνατότητα να μας εμφανίζουν ως παρανομούντες σε όλα τα διεθνή φόρα.      

5.  Γενικά πρέπει να πω ότι η Ελληνική εξωτερική πολιτική επηρεάζεται πολύ από το εθνικιστικό μας φρόνημα και συνήθως εμφανίζεται πολύ επιθετική (π.χ. πως χειριστήκαμε το θέμα των Σκοπίων επί 20 χρόνια). Θα μπορούσε να είχε λυθεί φιλικά σε 2 χρόνια με το πακέτο Πινέιρο. Η διπλωματία δεν είναι τσαμπουκάς. Είναι και πονηριά, ελιγμός, στρατηγική. Διαβάστε Μακιαβέλι, Ταλλεϋράνδο, Μέτερνιχ…
    
    6.  Με τον κορονοϊό δεν τα πάμε καλά. Οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι πάει, έφυγε πια, τον τελείωσαν ο Τσιόδρας και ο Χαρδαλιάς. Οι άλλοι μισοί πιστεύουν ότι δεν υπήρξε ποτέ – ήταν εφεύρεση του Μπιλ Γκαίητς και του Σόρος. Όμως η σεζόν ξεκίνησε, έρχονται οι ξένοι και να που έχουμε πάλι νούμερα. Μήπως να προσέξουμε λίγο; Δεν αστειεύεται καθόλου το μικρό τέρας!  
    
     7.  Οι περισσότεροι από τους αναγνώστες (και μη) που μου στέλνουν βιβλία τους, φαντάζομαι ότι περιμένουν κάτι από μένα. Πρώτα-πρώτα να τα διαβάσω. Δεύτερον να τους γράψω ένα ευχαριστώ και κάποια γνώμη. Τρίτον (ενδεχομένως) να γράψω κάτι σχετικό στη στήλη. Το τρίτον ξεχάστε το – αν αρχίσω να γράφω για βιβλία και μόνο τους τίτλους να παραθέσω θα γεμίζει η μισή στήλη. Επιπλέον το «Βήμα» έχει ολόκληρο ένθετο για βιβλία – ούτε μπορώ ούτε θέλω να το ανταγωνιστώ.
    
    8.   Η πολιτική της στήλης απέναντι στα βιβλία είναι η εξής: Επειδή ξέρω την πίκρα του κάθε συγγραφέα (ιδιαίτερα του νέου) για κάποια απήχηση (την νιώθω ακόμα – μήπως νομίζετε πως γράφουν για τα δικά μου βιβλία;) έχω την τακτική να ανοίγω κάθε βιβλίο που μου στέλνουν και να διαβάζω μερικές σελίδες. Πόσες; Αυτό εξαρτάται από το βιβλίο, αν θα με πείσει. Πάντως τουλάχιστον 20. Αν – κατά τη γνώμη μου – αξίζει τον κόπο, του γράφω δύο λόγια. Υπό έναν όρο: να έχει ηλεκτρονική διεύθυνση. Δεν σκοπεύω να επιστρέψω στο παρελθόν και να πάω, γέρος άνθρωπος, στο ταχυδρομείο να κάτσω στην ουρά για (πανάκριβα πλέον) γραμματόσημα…

Σάββατο, Ιουνίου 06, 2020

Σκέψεις και προτάσεις για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το ‘21

1.  Έχουμε συνηθίσει να γιορτάζουμε κάθε εθνική επέτειο εθνικιστικά. Από τον καιρό του σχολείου και του στρατού, εθνική εορτή σημαίνει και εθνικιστική έξαρση   .

   2. Το πρόβλημα είναι πως έχουμε έτσι ανατραφεί. Από τις έρευνες και της δημοσκοπήσεις συνάγεται ότι είμαστε ο πιο εθνικιστικός λαός της Ευρώπης. (άνω του 90% των Ελλήνων είναι υπερήφανοι που είναι Έλληνες – ενώ άλλοι, μεγαλύτεροι λαοί κινούνται στο 40-50%).

   3.   Ο εθνικισμός ήταν μία χρήσιμη ιδεολογία τον 19ο αιώνα, όταν διαμορφώνονταν τα σημερινά έθνη. Σήμερα είναι όχι απλώς ξεπερασμένος αλλά εμπόδιο για την διεθνή συνεργασία και φιλία. Πρέπει να περάσουμε από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό. Ο πατριώτης αγαπάει την πατρίδα του χωρίς να την θεωρεί ιδιαίτερη και ανώτερη από τις πατρίδες των άλλων.

   4. Αν δεν απαλλαγούμε από τον εθνικισμό, κινδυνεύουμε ο εορτασμός να γίνει μία εθνική φιέστα (σαν αυτές της δικτατορίας) που μπορεί να μας κάνει ρεζίλι.

    5. Προτείνω ο εορτασμός να μην επικεντρωθεί στην επανάσταση αυτή καθ’ αυτή αλλά στα διακόσια χρόνια που πέρασαν και που μας διαμόρφωσαν σαν έθνος.

    6. Γιατί αν μείνουμε στην επανάσταση, θα πρέπει να αποσιωπήσουμε πολλές σκοτεινές πλευρές της. Έχω στα χέρια μου μία μελέτη του Νίκου Ι. Μέρτζου, εκλεκτού Έλληνα, με τίτλο «Εμφύλιοι πόλεμοι μέσα στον Ιερό αγώνα» που αποδεικνύει ότι τα τελευταία έξη χρόνια της επανάστασης δεν υπήρξε ημέρα χωρίς εμφύλια διαμάχη. Όπως έχω ξαναγράψει, πιο πολύ πολεμούσαν οι Έλληνες μεταξύ τους, παρά με τους Τούρκους. Τόσο που στο τέλος η επανάσταση ουσιαστικά αυτοκτόνησε – και ο Ιμπραήμ αλώνιζε έχοντας υποχείρια την Ελλάδα.

    7. Εξ ου και δεν ελευθερωθήκαμε – μας απελευθέρωσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Με την κοινή τους απόφαση και την ναυμαχία στο Ναυαρίνο. Αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με την εθνική μας υπερηφάνεια. Όπως και η δολοφονία του Καποδίστρια επειδή δεν υπέκυπτε στους τσιφλικάδες.

    8. Αντίθετα στα χρόνια που ήρθαν μετά, κάναμε αξιόλογα πράγματα. Καταφέραμε να αποκτήσουμε σύνταγμα πριν από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Καταφέραμε να πολλαπλασιάσουμε την έκταση της χώρας. Μορφές όπως ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος και ο Καραμανλής, μεγάλωσαν και εκσυγχρόνισαν την Ελλάδα.

    9. Αυτά πρέπει να γιορτάσουμε στα γενέθλια του έθνους μας. Χωρίς να αποκρύπτουμε τις σκιές και τα λάθη, να δώσουμε έμφαση στα θετικά σημεία και στα επιτεύγματα.                                
1 10. Να προβάλουμε τις μορφές των δημιουργών μας. Πόσα κράτη με το δικό μας μέγεθος και την σύντομη ιστορία μας, έχουν μία Κάλας, ένα Μητρόπουλο, ένα Σκαλκώτα, ένα Θεοδωράκη, ένα Χατζηδάκη, ένα Σαββόπουλο, ένα Vangelis, ένα Ροΐδη, ένα Παπαδιαμάντη, ένα Καβάφη, ένα Σεφέρη, ένα Ρίτσο, έναν Ελύτη, μία Δημουλά, και τόσους άλλους ποιητές, συνθέτες, εικαστικούς, στοχαστές, επιστήμονες διεθνούς φήμης.

1  11.  Δεν χρειάζεται, για μία ακόμη φορά να στεφανώσουμε τους ανδριάντες των ηρώων του 21. Καλύτερα να μελετήσουμε ψύχραιμα και επιστημονικά εκείνη τη δύσκολη περίοδο, κερδίζοντας γνώση και πείρα για το μέλλον. Αν καταλάβουμε καλύτερα και τις σκοτεινές μας πλευρές, μπορεί να προχωρήσουμε περισσότερο προς την ωριμότητα. Είμαστε νέο κράτος, από τα νεότερα στην Ευρώπη κι έχουμε πολλά να μάθουμε ακόμα. Ο τίτλος του μικρού βιβλίου του Γιώργου Δερτιλή: «Επτά πόλεμοι, τέσσερεις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις» δίνει μία συνοπτική αφήγηση τον 200 ετών που γιορτάζουμε, από την αρνητική της πλευρά. Η μεγάλη του μνημειώδης «Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας» όπως και το βιβλίο του Κώστα Κωστή «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικά αναγνώσματα για όλα τα μέλη της επιτροπής. Πιστεύω πως πολλά μέλη της θα συμμερίζονται τις απόψεις τους.

1 12.  Έτσι μόνο θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε μία ρεαλιστική αλλά και αυθεντική 200ετία…