Ο πρώτος άνθρωπος που με αποκάλεσε «Ευρωπαίο» ήταν ένας καθηγητής, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Παράλληλα με τα διδακτικά του καθήκοντα ήταν διευθυντής στην υπηρεσία ξένων φοιτητών του Πανεπιστημίου (Auslandstelle) όπου είχα εργαστεί και εγώ για λίγους μήνες (χαρτζιλίκι). Η δουλειά μας ήταν να βοηθάμε τους ξένους φοιτητές στα προβλήματά τους (καταλύματα, εγγραφές, κλπ).
Οι Έλληνες φοιτητές ήταν στην πρώτη γραμμή των
προβληματικών. Τόσο που ο καθηγητής κάθε λίγο αναστέναζε: «Αχ! Αυτοί οι Έλληνες!».
Μια φορά του θύμισα διακριτικά: «Μα κι εγώ Έλληνας είμαι!».
Η απάντησή του: «Α! όχι! Εσείς δεν είστε σαν κι αυτούς. Είστε Ευρωπαίος!»
Δεν είχε άδικο. Ένιωθα την Ευρώπη σαν την ευρύτερη πατρίδα
μου και την Ελλάδα σαν τον ιδιαίτερο τόπο μου. Πώς λέει ένας Κρητικός: «Είμαι
Έλληνας από την Κρήτη»;
Κι αυτό για να ξεχωρίζω από τους διάφορους συνάδελφους που
ήταν Τούρκοι, Αιγύπτιοι, Ρώσοι αλλά και Έλληνες… που φοιτούσαν μεν σε Ευρωπαϊκά
Πανεπιστήμια ή Πολυτεχνεία, αλλά αυτό δεν τους έκανε Ευρωπαίους.
Τι τους ξεχώριζε;
Πρώτα από όλα η
γλώσσα. Η γλώσσα διαμορφώνει την εθνικότητα. Οι περισσότεροι έφταναν εκεί χωρίς
να έχουν μάθει τη γλώσσα. Προσπαθούσαν με δυσκολία να διαβάσουν τον κατάλογο
των φαγητών στο εστιατόριο κι όταν δεν έβγαζαν άκρη, παραγγέλνανε πάντα το ίδιο
φαγητό, για να είναι σίγουροι.
Πολλοί από αυτούς τους φοιτητές είτε παρατούσαν τις σπουδές
τους γιατί ουδέποτε κατάφερναν να μάθουν τη γλώσσα – είτε, με θαυμαστό τρόπο
κατάφερναν να αποφοιτήσουν χωρίς να μάθουν την γλώσσα. Αυτοί ήταν συνήθως του
Πολυτεχνείου. Αποστήθιζαν μόνο τους τύπους και τις φόρμουλες της επιστήμης τους
– αλλά δεν ήταν σε θέση να κάνουν μία συζήτηση για ένα «εξωσχολικό» θέμα: π.χ.
πολιτικό ή οικονομικό.
Εκτός από τη γλώσσα μεγάλο ρόλο έπαιζε και η γενική τους
σχέση με τον τόπο που ζούσαν. Δεν γνώριζαν την ιστορία της χώρας, δεν διάβαζαν
τοπικές εφημερίδες, δεν ήξεραν πως ονομάζεται ο δήμαρχος της πόλης ή και ο πρωθυπουργός
της χώρας, δεν έκαναν παρέα με ντόπιους (εκτός από κοπέλες για ευνόητους
λόγους). Σύχναζαν μόνιμα σε εστιατόρια και καφενεία που σερβίριζαν φαγητά της
πατρίδας τους.
Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν με επισκέπτονταν επισκέπτες από
την Ελλάδα, και το πρώτο πράγμα που μου έλεγαν ήταν: «Ξέρεις καμιά καλή Ελληνική
ταβέρνα να φάμε το βράδυ; (Είχαν ταξιδέψει 3000 χιλιόμετρα για να φάνε αυτό που
μαγείρευε η μάνα τους!)
Ε! λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι ουσιαστικά δεν ήταν ευρωπαίοι.
Ήταν αθεράπευτοι ξένοι: Βαλκάνιοι, Ανατολίτες, Αφρικανοί. Είχε δίκιο ο Huntington όταν
τράβηξε μία συνοριακή γραμμή που χώριζε τις Ορθόδοξες χώρες από τις Καθολικές
και τις Διαμαρτυρόμενες. Άλλωστε ένας βασικός λόγος της διαφοράς μας ήταν η
εκκλησία μας. Ο Λούθηρος δεν πέρασε από εδώ… Η Ορθόδοξη εκκλησία παραμένει
βράχος ακλόνητος και αμεταρρύθμιστος.
Τι τα θυμήθηκα όλα αυτά; Μα γιατί βλέπω πως από τότε δεν
άλλαξαν πολλά. Απορούν ξένοι φίλοι πώς υπάρχουν τόσοι Έλληνες που υπερασπίζονται
τον Πούτιν. Πολύ φυσικό: Γιατί δεν είναι Ευρωπαίοι. Γιατί γι αυτούς δεν έχουν
επισυμβεί η Μεταρρύθμιση, ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση, δεν έχουν
θεσπισθεί τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ούτε έχουν καταλάβει τι σημασία είχε το
Ολοκαύτωμα, τα Γκούλαγκ και η Σερμπρένιτσα.
Ο πόλεμος που γίνεται στην Ουκρανία – είναι ΕΥΡΩΠΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ
ΒΑΡΒΑΡΩΝ. Που χωρίς να σέβονται ούτε τους βασικούς κανόνες του πολέμου (αυτούς
της Γενεύης) σκοτώνουν αμάχους στη μέση του δρόμου.
Λυπάμαι που αποκαλώ έτσι την χώρα του Πούσκιν, του Γκόγκολ,
του Ντοστογιέφσκη του Τσέχωφ και του Τολστόι. Άλλωστε πιστεύω πως, αν ζούσαν
τώρα, οι περισσότεροι από αυτούς θα πολεμούσαν με την Ουκρανία! Την οριακή χώρα,
που επέλεξε να γίνει δημοκρατική Ευρώπη.