Σήμερα τη νύχτα ήρθαν στον ύπνο μου και με επισκέφτηκαν τα παλιά μου σπίτια.
Ναι, ονειρεύτηκα σπίτια που νόμιζα πως είχα ξεχάσει την
μορφή τους. Κάπου κρυμμένα στο νου μου εμφανίστηκαν να μου θυμίσουν την
παρουσία τους.
Παρόλο που τα τελευταία 42 χρόνια ζω στο ίδιο σπίτι, πριν
από αυτό είχα αλλάξει πολλά. Όταν ξύπνησα, προσπάθησα να τα μετρήσω. Θυμήθηκα
δέκα – χωρίς να προσθέσω τα φοιτητικά δωμάτια της Γερμανίας.
Γεννήθηκα κάτω από την Ακρόπολη – στην οδό Μητσαίων. Πέρασα
τα παιδικά μου χρόνια στην Οδό Μιχαήλ Βόδα. Τα εφηβικά μοιραστήκαν ανάμεσα στην
οδό Σύρου, στην Κυψέλη και ένα σπίτι στο Νέο Ψυχικό στην οδό Παρίτση.
Αργότερα έμεινα στην οδούς Επτανήσου, Υψηλάντου, Σπύρου
Μερκούρη, Στρατιωτικού Συνδέσμου – και μετά Γαλήνης, στην Εκάλη.
Μία παρένθεση-παράκληση προς τον Δήμαρχο μας (και όλους τους
δημάρχους). Όταν βαφτίζετε ένα δρόμο (προφανώς για να τιμήσετε κάποιον) γιατί
δεν βάζετε (όπως κάνουν σε άλλες χώρες) μία επεξήγηση στην πινακίδα. Ακόμα δεν
ξέρω ποιος ήταν ο «Μιχαήλ Βόδας» που σαν παιδί τον θεωρούσα ένα είδος …βόδι.
Στο εξωτερικό διαβάζεις: Ντεμπυσί και από κάτω, με μικρότερα γράμματα
«μουσικοσυνθέτης», ή Βερμέερ: «ζωγράφος».
Συγγνώμη: τώρα, μετά από 80+ χρόνια, κοίταξα την
εγκυκλοπαίδεια και είδα πως ο Μιχαήλ Βόδας δεν ονομαζόταν Βόδας (ήταν τίτλος)
αλλά Σούτσος (της γνωστής οικογένειας) μέγας δραγουμάνος στην Μολδοβλαχία,
προσπάθησε να στηρίξει τον Υψηλάντη αλλά τελικά κατέφυγε στην Ελβετία όπου συνεργάστηκε
με τον – έτσι κι αλλιώς – φιλέλληνα Εϋνάρδο. Πολύς του πάει αυτός ο μεγάλος
δρόμος με τις ωραίες πυκνές δενδροστοιχίες του…
(Όπως έλεγε ο Σεφέρης, όταν πεθάνεις ως επιφανής, ή θα
γίνεις άγαλμα, ή δρόμος… Του συνέβησαν και τα δύο).
Έγραφα για τα σπίτια μου που εμφανίστηκαν στα όνειρά μου.
Ιδιαίτερα εκείνο στην Εκάλη. Το είχε χτίσει ο διευθυντής του Ευαγγελισμού
Πράτσικας και του είχε δώσει την διαρρύθμιση νοσοκομείου: ένας μακρύς διάδρομος
με πόρτες δεξιά και αριστερά. Πέθανε ξαφνικά, εγκαταλείποντας και την γάτα του,
(Πίπσι) που τελικά περιμάζεψα εγώ, μετά από μεγάλη προσπάθεια και υπομονή. Ύστερα
από τον ξαφνικό θάνατο του ανθρώπου της, δεν εμπιστευόταν κανένα.
Το σπίτι, μου το νοίκιασαν οι δύο κόρες του γιατρού και
κληρονόμοι του. Η μία ήταν σύζυγος του Παύλου Ζάννα. Θυμάμαι με τι υπερηφάνεια
μου απάντησε (όταν τη ρώτησα για τον Παύλο): «Στην φυλακή!». Ήταν νομίζω ο δεύτερος χρόνος της
δικτατορίας.
Η Εκάλη τότε ήταν ερημιά. Το κοντινότερο σπίτι στο δικό μας
απείχε πάνω από ένα χιλιόμετρο. Ήταν ψηλά στο βουνό, κάτω από το κτήμα
Γουλανδρή και το σπίτι-μουσείο του ζωγράφου Γιάννη Σπυρόπουλου. Αλεπούδες
κατέβαιναν από το δάσος και έτρωγαν το φαγητό των γάτων μας.
Αργότερα έπιασε η φωτιά που άνοιξε τον δρόμο των
οικοπεδοφάγων – κι έτσι τώρα το βουνό της Εκάλης στεφανώνεται από πυκνό δάσος
πολυκατοικιών. Η φωτιά σταμάτησε έξω από τον κήπο μου.
(Φέτος δεν ήμουν τόσο τυχερός. Μπήκε στο εξοχικό μου και
έκαψε όλο τον κήπο, το περίπτερο του μπάρμπεκιου και το γκαράζ).
Όμως το σπίτι της Εκάλης (τώρα έχει εντελώς αλλάξει μορφή)
που ήρθε στον ύπνο μου ήταν εκείνο το παλιό. Ακόμα και οι γάτες ήταν οι ίδιες.
Μία χρονομηχανή με πήγε 45 χρόνια πίσω, τον καιρό που στην βεράντα της Εκάλης
έγραφα την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» και περίμενα να πέσει η Χούντα για
να την εκδώσω.
Όλα τα σπίτια που ονειρεύτηκα υπάρχουν ακόμα. Το δίπατο της
Μιχαήλ Βόδα για χρόνια ήταν «Σχολή τυφλών». Ευτυχώς που οι τυφλοί δεν το έβλεπαν,
γιατί ήταν το πιο άσκημο σπίτι που έχω δει. Καλυπτόταν από ένα καφέ-μαύρο
αρτιφισιέλ (ήταν της μόδας παλιά) και ήταν απαίσιο. Την τελευταία φορά όμως που
το είδα είχε φύγει η επιγραφή «Σχολή Τυφλών» και είχε αλλάξει χρώμα. Πάλι
αρτιφισιέλ, αλλά ανοιχτό γκρίζο.
Όμως στον πόλεμο το υπόγειό του διέπρεψε ως το
αντιαεροπορικό καταφύγιο της γειτονιάς, επειδή, ανάμεσα στα νεοκλασικά, ήταν το
μόνο χτισμένο με μπετόν αρμέ.
Ξύπνησα ζαλισμένος…