Την λέξη «εθνομηδενιστής» δεν την έχει ούτε το τελευταίο
λεξικό της Ακαδημίας. Χρησιμοποιείται συχνά από δεξιούς και (περισσότερο) από
ακροδεξιούς, σαν ψόγος (ή και ύβρις) για να χαρακτηρίσουν κάποιον που δεν
πιστεύει (μηδενίζει) την αξία του έθνους.
Έτσι την διάβασα σε ρεπορτάζ που χαρακτήριζαν ιστορικούς οι
οποίοι συμμετέχουν στην επιτροπή των 31 για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το
1821 και οι οποίοι αποκλίνουν από τους γνωστούς εθνικούς μύθους.
Παρένθεση: χάρηκα γιατί τελικά, όπως είχα προτείνει στο
πρώτο μου σχετικό κείμενο: («Πως θα γλυτώσω το νέο 21» – 8.11.19),
επιστρατεύτηκαν κυρίως ιστορικοί – μεταξύ των οποίων και άριστοι – και όχι showmen. Ελπίζω έτσι να εξαφανιστεί
δια παντός και ο μύθος του Ευαγγελισμού και της Αγίας Λαύρας.
Επανέρχομαι στο αρχικό θέμα: ποία η διαφορά μεταξύ αυτού που
αγαπάει το έθνος και εκείνου που αγαπά την πατρίδα.
Η πατρίδα είναι τόσο παλιά όσο ο άνθρωπος. Είναι ο τόπος
του, η γωνιά του πάνω στη γη. Αυτήν αναζητεί ο Οδυσσέας που δέκα χρόνια θαλασσοδέρνεται
για να δει κάποτε «καπνόν αναθρώσκοντα» από το πατρικό του σπίτι.
Το «έθνος» είναι μία πολύ πρόσφατη αφηρημένη κατασκευή.
Διαβάζω μερικούς αγράμματους που γράφουν: «Το έθνος των Σπαρτιατών» ή «των
Μακεδόνων». Μα δεν υπήρχαν έθνη στην Αρχαία Ελλάδα! Πόλεις, φύλα, φυλές, ναι.
Αλλά τα έθνη άρχισαν να δημιουργούνται μετά την Γαλλική επανάσταση και τα
περισσότερα διαμορφώθηκαν τον 19ο αιώνα.
Ποια είναι η διαφορά; Πολλές. Αλλά, πολύ κυνικά, τα έθνη
έχουνε τζάμπα στρατό. Ενώ παλιά, και στα αρχαία χρόνια αλλά κυρίως στον
Μεσαίωνα και μέχρι τον 18ο αιώνα οι πόλεμοι γίνονταν από μισθοφόρους
και οι στρατιώτες ονομάζονται «σολδάτοι» (δηλαδή: πληρωμένοι) μετά την επινόηση
των εθνών, οι στρατιώτες πολεμάνε για την σημαία. Κάνουν δηλαδή υποχρεωτική
θητεία αντί να μάχονται για τον αυτοκράτορα, τον βασιλέα, ή τον φεουδάρχη της
περιοχής.
Σύμφωνα με τον Μπένεντικτ
Άντερσον (Benedict Anderson), Βρετανό πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό, τα έθνη
αποτελούν φαντασιακές κοινότητες (imagined communities) ή νοερές κοινότητες. Μια
φαντασιακή ή νοερή κοινότητα διαφέρει από μια κοινότητα «άμεσης επαφής», στο
ότι δεν βασίζεται (και για πρακτικούς λόγους δεν θα μπορούσε να βασίζεται) στην
καθημερινή πρόσωπο-με-πρόσωπο αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της. Για
παράδειγμα, ο Άντερσον πιστεύει ότι ένα έθνος είναι μια κοινωνικά
κατασκευασμένη «φαντασίωση», την οποία υλοποιούν στο νου τους οι άνθρωποι που
αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη αυτής της ομάδας.
Η πατρίδα είναι κάτι υλικό, πραγματικό. Το σπίτι, η γειτονιά
σου, οι φίλοι σου. Ενώ μπορείς να είσαι πολίτης ενός έθνους χωρίς να έχει
πατήσει ποτέ το πόδι σου εκεί (αρκεί να πήρες από τον πατέρα σου την
υπηκοότητα).
Τελικά η εθνικότητα είναι θέμα τύχης. Μέσα στο ίδιο τοπίο, αν
γεννηθείς πενήντα μέτρα πάνω από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είσαι Βούλγαρος.
Πενήντα μέτρα πιο κάτω, είσαι Έλληνας. Κι αν μετακινηθείς ελάχιστα, μπορείς να
μεγαλώσεις ως Βούλγαρος (γλώσσα, περιβάλλον, κοινωνία) με ελληνικό διαβατήριο.
‘Η, Έλληνας, Βορειοηπειρώτης, με Αλβανικό.
Ο Ερνστ Γκέλλνερ έγκριτος πολιτικός επιστήμων γράφει ότι «Τα
έθνη, ως θεόσταλτος τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως ένα εγγενές, αν και
πολύ καθυστερημένο, πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος».
Αλλά το πιο σοφό το έχει πει ένας Γάλλος ιστορικός, ο Σαρλ
λε Γκοφ που αποκαλεί τον εθνικισμό: «έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της
κοινωνίας μας». «Το έθνος αποκλείει τα άλλα έθνη, ενώ η πατρίδα αναγνωρίζει την
νομιμότητα άλλων πατρίδων. Ο στόχος είναι μία ευρωπαϊκή πατρίδα…».
Πραγματικά: ο πόλεμος γίνεται πάντα ανάμεσα σε έθνη. Ο
εθνικιστής μισεί τα άλλα έθνη, τα θεωρεί κατώτερα και θέλει να τα υποτάξει.
Τους τελευταίους αιώνες όλοι οι πόλεμοι έγιναν μεταξύ εθνών.
Γι αυτό και είμαι εθνομηδενιστής. Θα ήθελα να μηδενίσω τον
εθνικισμό. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είμαι εθνομηδενιστής επειδή αγαπάω
πολύ την πατρίδα μου.