- Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Ποιος το φώναξε αυτό; Ποιος θάρρεψε να το ξεστομίσει; Ποιος τόλμησε να γιουχάρει την πατρίδα, την ιερή, την πολύτιμη, την δοξασμένη;
- Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Ένας ποιητής το έγραψε. Ο Παλαμάς.
Τι ποιητής; Άπατρις, βλάσφημος, ανθέλληνας;
Όχι, αντίθετα. Πατριώτης, καθαρός και έντιμος. Αλλά πραγματικός. Και ο «Γύφτος» του, που γιουχάρει τις πατρίδες, είναι το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου ανθρώπου.
Και νά και οι γύφτοι, στερνολείψανα
μιας αρχοντιάς πὄχει πεθάνει·
και ξεχωρίζουν απ’ τον άλλο
γυμνό κουρελιασμένον όχλο,
κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψες τους,
λεπίδες καλοακονισμένες,
κι από τ’ αλύγιστα κορμιά τους
κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα
ξέρουν ακόμα να οδηγάν,
ξέρουν ακόμα και προστάζουν.
Ο Παλαμάς έγραψε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» σε μία εποχή όπου η χρεοκοπημένη Ελλάδα, ακολουθώντας τα μεγάλα λόγια των δημαγωγών της ξεκίνησε τον πόλεμο του 1897, ηττήθηκε αξιοθρήνητα, υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημίωση στην Τουρκία. Οι Δυτικοευρωπαίοι βέβαια αξίωσαν λύτρα για τον δανεισμό και την διάσωση. Το «γιούχα» δεν αφορούσε βέβαια την πατρίδα, αλλά την πατριδοκαπηλία, την Μεγάλη Ιδέα, τα παχιά λόγια που μας κατάστρεψαν. Είναι μία κατάσταση που ο ιστορικός Γιάννης Γιανουλόπουλος έχει αναλύσει εναργέστατα στο βιβλίο του «Η ευγενής μας τύφλωσις».
Όπως και τώρα, η Ελλάδα, μετά το «επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, ήταν βουλιαγμένη σε μια τεράστια κρίση. Γράφει ο πρώτος στίχος της «Φλογέρας του Βασιλιά»:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα…
Ο ποιητής ονειρεύεται μία ανάσταση: Την περιγράφει στο 8ο Λόγο – Προφητικό - στον Δωδεκάλογο:
…και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Ο Παλαμάς αποδείχθηκε, εκτός από καλός ποιητής, και καλός προφήτης. Στον 7ο Λόγο γράφει:
Γύφτε Λαέ, άκουσέ με
το πρωτόσταλτο είμαι σημάδι
απ’ την πλάση που θάρθει...
Απ’ τούς κόσμους του Αύριο
το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω...
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης...
Λίγο μετά την δημοσίευση του ποιήματος ήρθε η εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και των βαλκανικών πολέμων – μία άλλη Ελλάδα είχε ήδη ανατείλει.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στις μαθήτριες που παρώδησαν την εφετινή παρέλαση στην Νέα Φιλαδέλφεια και νέα Χαλκηδόνα, «σαν στρατιωτάκια που αρχίζουν να ξεκουρδίζονται… απέναντι σε εμβατήρια».
Έχουν δίκιο. Υγιέστατη αντίδραση στις γελοίες παράτες. Προς Θεού, είναι καιρός να καταργηθούν οι Μεταξικές μαθητικές παρελάσεις. Είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που κάνουμε τους μαθητές μας στρατιωτάκια!
Βλέπω την Νέα Δημοκρατία να διολισθαίνει προς εθνικιστικές μεγαλοστομίες (ναι, κυρία Κεραμέως, με έχετε απογοητεύσει). Όσοι πραγματικά αγαπούν την πατρίδα, εργάζονται αθόρυβα γι αυτήν και δεν αναλώνονται σε τελετές, επετείους (φτάσαμε μέχρι τον Λεωνίδα!) και πανηγυρισμούς. Η πατριδοκαπηλία είναι η σύφιλη του Ρωμαίικου – μας έχει κοστίσει πολύ ακριβά.
Ποιος το φώναξε αυτό; Ποιος θάρρεψε να το ξεστομίσει; Ποιος τόλμησε να γιουχάρει την πατρίδα, την ιερή, την πολύτιμη, την δοξασμένη;
- Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Ένας ποιητής το έγραψε. Ο Παλαμάς.
Τι ποιητής; Άπατρις, βλάσφημος, ανθέλληνας;
Όχι, αντίθετα. Πατριώτης, καθαρός και έντιμος. Αλλά πραγματικός. Και ο «Γύφτος» του, που γιουχάρει τις πατρίδες, είναι το σύμβολο του ελεύθερου και αδάμαστου ανθρώπου.
Και νά και οι γύφτοι, στερνολείψανα
μιας αρχοντιάς πὄχει πεθάνει·
και ξεχωρίζουν απ’ τον άλλο
γυμνό κουρελιασμένον όχλο,
κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψες τους,
λεπίδες καλοακονισμένες,
κι από τ’ αλύγιστα κορμιά τους
κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα
ξέρουν ακόμα να οδηγάν,
ξέρουν ακόμα και προστάζουν.
Ο Παλαμάς έγραψε τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» σε μία εποχή όπου η χρεοκοπημένη Ελλάδα, ακολουθώντας τα μεγάλα λόγια των δημαγωγών της ξεκίνησε τον πόλεμο του 1897, ηττήθηκε αξιοθρήνητα, υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημίωση στην Τουρκία. Οι Δυτικοευρωπαίοι βέβαια αξίωσαν λύτρα για τον δανεισμό και την διάσωση. Το «γιούχα» δεν αφορούσε βέβαια την πατρίδα, αλλά την πατριδοκαπηλία, την Μεγάλη Ιδέα, τα παχιά λόγια που μας κατάστρεψαν. Είναι μία κατάσταση που ο ιστορικός Γιάννης Γιανουλόπουλος έχει αναλύσει εναργέστατα στο βιβλίο του «Η ευγενής μας τύφλωσις».
Όπως και τώρα, η Ελλάδα, μετά το «επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, ήταν βουλιαγμένη σε μια τεράστια κρίση. Γράφει ο πρώτος στίχος της «Φλογέρας του Βασιλιά»:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη χώρα…
Ο ποιητής ονειρεύεται μία ανάσταση: Την περιγράφει στο 8ο Λόγο – Προφητικό - στον Δωδεκάλογο:
…και μην έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Ο Παλαμάς αποδείχθηκε, εκτός από καλός ποιητής, και καλός προφήτης. Στον 7ο Λόγο γράφει:
Γύφτε Λαέ, άκουσέ με
το πρωτόσταλτο είμαι σημάδι
απ’ την πλάση που θάρθει...
Απ’ τούς κόσμους του Αύριο
το μήνυμα της νίκης εγώ σου φέρνω...
Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας Ανάστασης...
Λίγο μετά την δημοσίευση του ποιήματος ήρθε η εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου και των βαλκανικών πολέμων – μία άλλη Ελλάδα είχε ήδη ανατείλει.
Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στις μαθήτριες που παρώδησαν την εφετινή παρέλαση στην Νέα Φιλαδέλφεια και νέα Χαλκηδόνα, «σαν στρατιωτάκια που αρχίζουν να ξεκουρδίζονται… απέναντι σε εμβατήρια».
Έχουν δίκιο. Υγιέστατη αντίδραση στις γελοίες παράτες. Προς Θεού, είναι καιρός να καταργηθούν οι Μεταξικές μαθητικές παρελάσεις. Είμαστε οι μόνοι στον κόσμο που κάνουμε τους μαθητές μας στρατιωτάκια!
Βλέπω την Νέα Δημοκρατία να διολισθαίνει προς εθνικιστικές μεγαλοστομίες (ναι, κυρία Κεραμέως, με έχετε απογοητεύσει). Όσοι πραγματικά αγαπούν την πατρίδα, εργάζονται αθόρυβα γι αυτήν και δεν αναλώνονται σε τελετές, επετείους (φτάσαμε μέχρι τον Λεωνίδα!) και πανηγυρισμούς. Η πατριδοκαπηλία είναι η σύφιλη του Ρωμαίικου – μας έχει κοστίσει πολύ ακριβά.