Μου ζήτησαν πριν λίγο καιρό, να μιλήσω για το πώς γράφεται ένα βιβλίο. Είναι κάτι που θα έπρεπε να το ξέρω καλά, αφού έχω γράψει και εκδώσει πολλά.
Ε, λοιπόν η πρώτη μου αντίδραση ήταν ένα κενό. Ποιο βιβλίο; Κάθε ένα από τα δικά μου έχει την δική του ιστορία – κάθε ένα έχει γραφτεί αλλιώς. Και ποτέ δεν επιστρέφω στα παλιά μου βιβλία.
Αχ, εμείς η περίεργη φάρα των συγγραφέων! Τι αυταπάτες μας κυνηγάνε και μας τρέφουν. Την δόξα επιθυμούμε, την αναγνώριση, την αιωνιότητα μήπως; Και δεν συλλογιζόμαστε πως στα 10.000 βιβλία που κυκλοφορούν κάθε χρόνο στη χώρα μας, μετά από μία δεκαετία είναι ζήτημα αν θα έχουν επιβιώσει ένας-δύο τίτλοι. Και καμία φορά – επειδή η Τύχη πάντα παίζει αισχρά παιχνίδια – μπορεί να μείνεις στην ιστορία όχι για το βιβλίο σου που ήθελες και αγάπησες, αλλά γι ένα που δεν χωνεύεις αλλά το επέλεξε η συγκυρία.
Πώς γράφονται λοιπόν τα βιβλία;
Από την πείρα μου: με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Άλλα από αγάπη – άλλα από μίσος. (Τα ξεχωρίζω σε προϊόντα έρωτα και βιασμού. Τα δεύτερα, όταν η πραγματικότητα σε ενοχλεί τόσο πολύ, που γράφεις από αντίδραση). Άλλα, σε μία συνέχεια (όταν εμπλακείς σε μία ιστορία, σαν παιδί σε παραμύθι). Άλλα, με δόσεις.
Υπάρχουν περιπτώσεις που έχω αναλάβει να γράψω μία σειρά από άρθρα, τα οποία μέσα στο νου μου αποτελούσαν ήδη κεφάλαια ενός ολοκληρωμένου βιβλίου.
Άλλα ξεκινάνε για αλλού και στην μέση – μετά από εκατοντάδες σελίδες – βρίσκεις την σωστή ιδέα. Πετάς όλο το προηγούμενο και ξαναρχίζεις. Από την μέση.
Μερικά βιβλία γράφονται ανάποδα: από το τέλος στην αρχή. Π. χ. ένα φιλοσοφικό κείμενο. Θέλεις να αποδείξεις κάτι – κι αυτό φυσικά θα είναι η κατάληξη, το συμπέρασμα στο τέλος του βιβλίου. Ξεκινάς από το συμπέρασμα και γράφεις όλο το κείμενο έτσι, ώστε τα επιχειρήματα να οδηγούν προς αυτό.
Κανείς δεν θα μου βγάλει από το μυαλό ότι ο Καντ κατάργησε κάθε απόδειξη ύπαρξης του Θεού στις 800 σελίδες της «Κριτικής του Καθαρού Λόγου» έχοντας ήδη σχεδιάσει την επαναφορά του («από το παράθυρο») στις 200 σελίδες της «Κριτικής του Πρακτικού Λόγου».
Αλλά έτσι, ανάποδα, γράφονται και τα καλά αστυνομικά. Πρώτα σχεδιάζουμε και εκτελούμε το έγκλημα και μετά ξεκινάμε την αναζήτηση των ενόχων.
Ο μόνος άνθρωπος που γνώρισα ο οποίος έγραφε όλα του τα βιβλία με το ίδιο ακριβώς σύστημα ήταν ένας Αμερικανός συγγραφέας που ξεχνάω το όνομά του. Ήμουν μαθητής και υπεύθυνος του περιοδικού του σχολείου. Θα μας έκανε μία διάλεξη και μου ζήτησαν να του πάρω συνέντευξη.
Το σύστημά του ήταν το εξής: κουβαλούσε ένα κουτί με καρτέλες (δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα οι υπολογιστές) που διαχωρίζονταν σε κατηγορίες: Α. Πλοκές. Β. Πρόσωπα. Γ. Διάλογοι. Δ. Περιγραφές τόπων και εξωτερικών χώρων. Ε. Περιγραφές εσωτερικών χώρων, κλπ.
Όλες αυτές οι καρτέλες ενημερώνονταν και εμπλουτίζονταν συνεχώς από τον ίδιο. Διάβαζε στην εφημερίδα μία ιστορία για μια ενδοοικογενειακή διαμάχη. Την κατέγραφε στις Πλοκές (υπήρχε και υποκατηγορία με δευτερεύουσες πλοκές: subplots). Πήγαινε ένα ταξίδι: γέμιζε τις περιγραφές. Άκουγε στο μετρό έναν ενδιαφέροντα διάλογο; Γνώριζε ένα εντυπωσιακό άνθρωπο; Τα κατέγραφε.
Έτσι, όταν ερχόταν ο καιρός να γράψει ένα μυθιστόρημα (και έγραφε ένα το αργότερο κάθε δύο χρόνια) ξεκινούσε επιλέγοντας πλοκές και υπό-πλοκές, διάλεγε τους ήρωες, τους έντυνε με περιγραφές, τους προίκιζε με διαλόγους και έτοιμο το βιβλίο. Προϊόν μοντάζ.
Αυτός μάλιστα. Είχε ένα σύστημα! Βέβαια δεν πέρασε στην αιωνιότητα, (αφού τον ξέχασα κι εγώ) αλλά έβγαζε πολύ καλά το ψωμί του (με επιτυχίες και ένα μπεστ-σελλερ). Και δεν είχε αυταπάτες για την αξία του. Τι πούλαγε; “a good read” μία ευχάριστη ανάγνωση. Ψυχαγωγία. (Κάτι που οι δικοί μας διανοούμενοι συγγραφείς περιφρονούν βαθύτατα).
Τελικά υπάρχουν τόσοι τρόποι όσοι και συγγραφείς – αλλά όσα και βιβλία. Γιατί κάθε συγγραφέας δεν γράφει το κάθε βιβλίο του με τον ίδιο τρόπο.
Ας ανθίζουν όλα, να μας πλουτίζουν… Όποιος διαβάζει, ζει πολλές ζωές!