Σήμερα είδα ένα ωραίο όνειρο. Ελπίζω να μου βγει σε καλό.
Τον
τελευταίο καιρό ή δεν βλέπω (δεν θυμάμαι) τίποτα, ή βλέπω εφιάλτες. Προχθές
ακόμα έκανα αγωνιώδη αναρρίχηση σε μία σχεδόν κάθετη πλαγιά με σαθρό
έδαφος, ενώ δεξιά και αριστερά παραμόνευαν τέρατα που έμοιαζαν με υπερμεγέθεις κροκόδειλους.
Όμως αυτή τη
νύχτα βρέθηκα σε μίαν άγνωστη πόλη (ή άγνωστη περιοχή γνωστής πόλης) και έψαχνα
για σπίτι και στέκι. Βρήκα και τα δύο. Το στέκι ήταν ένα πολύ λιτό καφενείο. «Εδώ»,
μου είπε κάποιος, «μαζεύονται οι φίλοι του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου». Επειδή
πολύ μου αρέσει το «Σύσσημον», το μεγάλο του ποίημα, χάρηκα. Εδώ θα βρω φίλους,
σκέφθηκα.
Το σπίτι πάλι που βρήκα ήταν ένα μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου που είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Βρίσκονταν στην γωνία του ισογείου μίας πολυκατοικίας και έβλεπε στον γύρω χώρο που ήταν αχανής, ακάλυπτος οικοδομικά και δασωμένος. Έμοιαζε αυτή η πολυκατοικία να ήταν το τελευταίο κτήριο στην περιοχή και η γωνιά μου η τελευταία άκρη του. Έτσι από τα μεγάλα παράθυρα (οι τοίχοι ήταν τζάμια, σαν κρύσταλλα βιτρίνας) έβλεπα καθαρή φύση. Θάμνους, δέντρα, πυκνή βλάστηση.
Το σπίτι
μέσα ήταν γεμάτο πράγματα του περασμένου νοικάρη. Θα ερχόταν λέει να τα πάρει
και έτσι θα άδειαζε ο χώρος. Η ευτυχία μου ολοκληρώθηκε όταν πήγα στο μπάνιο.
Εκεί, έξω από το μεγάλο παράθυρο (πάλι κρύσταλλο βιτρίνας αλλά κλεισμένο από
δέντρα) εμφανίστηκε μία γατούλα, τρίχρωμη. Άνοιξα και μπήκε μέσα. Κούτσαινε από
το πίσω αριστερό της πόδι, το κρατούσε ψηλά. Παρόλα αυτά ήρθε και τρίφτηκε στα
πόδια μου.
Αυτό συμπλήρωσε
την ευτυχία μου – σπίτι χωρίς γάτα για μένα είναι νεκρό. Ένοιωσα πως τώρα αρχίζει
νέα ζωή. Νέα πόλη, σπίτι, γάτα, στέκι. Και ξύπνησα με την χαρά του καινούργιου, όπως
έκανα όταν ήμουν νέος…