Ακούω αυτούς που στενάζουν για τα δύσκολα που ζούμε και γι αυτά που έρχονται και θυμάμαι το στίχο του Μπρεχτ: «αλήθεια ζω σε δύσκολους χρόνους». Κοιτάζοντας πίσω βλέπω πολλά σκοτάδια στη ζωή μου και λίγα ξέφωτα.
Δεν είχα καλά-καλά σταθεί στα πόδια μου και με τρέχανε στα καταφύγια, τυλιγμένο σε μία κουβέρτα. Ο ήχος από τις σειρήνες ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά μου. Πόλεμος του 40. Αερομαχίες πάνω από την Αθήνα.
Κατοχή. Μπότες των Ναζί. Χειμώνας του 1941, σκληρός, λευκό χιόνι. Η Μεγάλη Πείνα. Να ακούς κάποιον έξω από το σπίτι σου να φωνάζει «πεινάω!» όλη τη νύχτα και το πρωί να τον μαζεύουν κοκαλωμένο. Να νιώθεις ενοχές πιο βαριές κι από την μπομπότα που έφαγες.
(Αχ, όλοι αυτοί που τώρα επιλέγουν μπομπότα για «ποικιλία», τι θα έλεγαν αν την έτρωγαν υποχρεωτικά κάθε μέρα;).
Δεκεμβριανά. Ο πόλεμος στον δρόμο σου. Και πίσω από τις μάχες η μισή γειτονιά να κυνηγάει και να καταδίδει την άλλη μισή. Πολιτοφυλακή. Χίτες. Όλμοι. Πολυβόλα.
Εμφύλιος. Όχι μόνο στο βουνό αλλά και μέσα στην τάξη του σχολείου. Θυμάμαι τον καθηγητή που μας δίδασκε Σολωμό: «Η Διχόνοια που βαστάει / ένα σκήπτρο η δολερή...» να αναστενάζει βαριά. Αριστερός που κρυβόταν σε μεγαλοαστικό σχολείο.
Διάλειμμα. Πανεπιστήμιο στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Το ένα τρίτο της πόλης γκρεμισμένο. Πολλοί συμφοιτητές ανάπηροι. Ωστόσο εκεί έζησα μία αναγέννηση.
Επιστροφή. Βουτιά με το κεφάλι στη βιοπάλη. Δουλειές του ποδαριού και συχνά το τίποτα. Παράλληλα, 26 μήνες θητεία! Ατέλειωτη.
Μόλις ισορρόπησα επαγγελματικά – η Χούντα. Επτά σκοτεινά χρόνια με ελάχιστες αναλαμπές. Θυμάμαι να τραγουδάω με πολλούς άλλους Θεοδωράκη στην κηδεία του Γιώργου Σεφέρη.
Αττίλας, Κύπρος. Θυμάμαι να στήνω το «Δεν ξεχνώ».
Και τώρα, μετά από τρεισήμισι δεκαετίες ευημερίας, η χρεοκοπία, το μνημόνιο, η κατρακύλα κάτω από την Ρουάντα και την Μποτσουάνα. Θα υπάρξει σίγουρα κάποτε ανάκαμψη, όμως θα πάρει πολύν καιρό. Θα την προλάβω;
Ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Αλλά θυμάμαι δυσκολότερους.