Ξαφνικά, στον νέο δρόμο που πηγαίνει από τον Άγιο Νικόλαο στο Ηράκλειο, μπροστά μας ένα περίεργο συνονθύλευμα σταματημένων αυτοκινήτων – ένα μες τη μέση του οδοστρώματος, στραβά τοποθετημένο. Από την απέναντι όχθη μία αναποδογυρισμένη «γουρούνα» και δύο σταματημένες. Μέσα στο χαντάκι ένας νέος και δίπλα του μία κοπέλα καθιστή να του κρατάει το χέρι. Από μακριά ακουγόταν σειρήνα νοσοκομειακού.
«Σκοτώστρες γουρούνες!» μουρμούρισε ο ντόπιος συνοδηγός μου.
«Μα νόμιζα πώς είχαν απαγορευθεί;» απάντησα. «Πριν από μήνες
διάβασα πως απαγορεύονται οι τετράτροχες μοτοσυκλέτες μέχρι 125 κ. ε.»
«Και βέβαια έχουν απαγορευθεί!» είπε. «Θες να πάμε να
νοικιάσουμε μία;»
Το βράδυ έμαθα τι απέγινε ο νεαρός στο χαντάκι. Πέθανε.
Αργότερα, την άλλη μέρα, διάβασα για ένα θανατηφόρο ατύχημα με «γουρούνα» στην
Σαντορίνη και την πρόθεση των τοπικών αρχών να τις απαγορεύσουν. Ήμουν νιός και
γέρασα…
Αλλά η σκηνή με την κοπέλα να κρατάει το χέρι του τραυματία
μου θύμισε μια ανάλογη εικόνα που έχει αποθανατιστεί σε φωτογραφία πλανόδιου
μάλλον φωτογράφου και επικολληθεί στο οικογενειακό λεύκωμα. Πρέπει να είναι
κοντά στην Ομόνοια, πριν πάρα πολλά χρόνια. Πλήθος. Ο πατέρας μου
πρωταγωνιστεί. Βιάζεται και με τραβάει, σχεδόν με σέρνει από το χέρι. Τεράστιος
ο πατέρας, πάνω από 1,80, κουρελάκι εγώ 4-5 χρόνων, έχω γαντζωθεί στο χέρι που
με τραβάει . Κάθε φορά που την ξανάβλεπα αργότερα, ένιωθα τον ίδιο πανικό: πως
θα έχανα το χέρι και θα βυθιζόμουνα μέσα στο απέραντο πλήθος που μας τριγύριζε.
Από τότε έχουν περάσει πολλές δεκαετίες, έχω κρατηθεί από
πολλά χέρια, έχω κρατήσει κι εγώ αρκετά. Πάντα το σφίξιμο ενός αγαπημένου
χεριού είχε μία ηρεμιστική και επιβεβαιωτική δύναμη. Έπαιρνα ή έδινα σιγουριά.
Κι αν κάτι με πόνεσε από τις πρώτες μέρες της πανδημίας, ήταν η απαγόρευση των
επαφών.
Κι αν κάτι με πανικόβαλε τότε, ήταν ο μοναχικός θάνατος στις
ΜΕΘ. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη τη γη πέθαναν μόνοι, χωρίς έναν δικό τους να
τους κρατάει το χέρι. Και με έναν αποτρόπαιο θάνατο – ουσιαστικής ασφυξίας.
Το ότι θα πεθάνουμε είναι το μόνο σίγουρο που ξέρουμε για το
μέλλον. Υπάρχουν βέβαια επιστήμονες που εργάζονται σκληρά για να καταργήσουν
τον θάνατο. Δεν αποκλείεται βέβαια να γίνει κάποτε και αυτό – θα είναι μία εις
άπειρον προέκταση του επιτεύγματος που ήδη έχουν πετύχει: να πολλαπλασιάσουν
την διάρκεια της ζωής, έτσι που ο μέσος όρος στις εξελιγμένες κοινωνίες να έχει
σχεδόν τριπλασιαστεί μέσα σε έναν αιώνα.
Αλλά εκεί έχουν ένα μεγάλο αντίπαλο: την ανθρώπινη βλακεία
και εμπάθεια. Πόσο θα μειωθεί ο μέσος όρος ζωής των γυναικών, όταν οι Ταλιμπάν
επικρατήσουν στο Αφγανιστάν; (Ο φανατισμός είναι η ύψιστη μορφή της ηλιθιότητας!).
Έχει γεμίσει το Διαδίκτυο από προκηρύξεις ανθρώπων που
αγωνίζονται εναντίον των εμβολίων. Τι διεκδικούν; Την δυνατότητα να κολλάνε
τους άλλους; Το δικαίωμα να πεθάνουν μόνοι, ένα φρικτό θάνατο; Οι προκηρύξεις
αυτές είναι σκέτα μανιφέστα παράνοιας – άξια να φιλοξενηθούν σε ψυχιατρικά
εγχειρίδια. Τα εμβόλια έχουν σώσει την ανθρωπότητα από τις χειρότερες
πανδημίες. Σε αυτά οφείλουμε την τωρινή μακροζωία μας. Κι όμως μερικοί πιστεύουν
ότι οδηγούν στην Απαρτχάιντ – την πιο σκοτεινή περίοδο της ανθρωπότητας.
Οι άνθρωποι επιμένουν στην στενοκεφαλιά και την υπεράσπιση
της βλακείας. Διότι μόνο η απύθμενη βλακεία δικαιολογεί την στάση τους. Είναι πιο ισχυρή κι από τον
φόβο του θανάτου.
Ούτε τους νοιάζει αν, όταν θα πεθαίνουν, θα υπάρξει κάποιος που θα τους κρατάει το χέρι…