Ο πατέρας μου ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. («Στο βαθμό του συνταγματάρχη» μου είχε πει κάποτε, όταν παιδί τον ρώτησα «πόσο ανώτερος;»). Ήταν συντηρητικός και βασιλόφρων. Διάβαζε «Καθημερινή». Όμως, ακόμα και στον εμφύλιο, έδειχνε σεβασμό προς ορισμένα πρόσωπα της απέναντι πλευράς. Τον θυμάμαι να λέει πως: «Ο Σβώλος είναι αξιόλογος άνθρωπος».
Στο σχολείο είχα συμμαθητή έναν αυθεντικό κομμουνιστή, από
κούνια. Γιώργος Κατηφόρης το όνομά του. Ο πατέρας του, Νίκος, συγγραφέας, από
τους αξιόλογους διανοούμενους της Αριστεράς. Στα χρόνια του Γυμνασίου (τότε
περιλαμβάναν και το Λύκειο) είχαμε αναδειχθεί σε ηγέτες, εκείνος της Αριστερής
και εγώ της Φιλελεύθερης παράταξης. Οι αντιπαραθέσεις μας, μέσα και έξω από το
σχολείο, κρατούσαν ώρες. Όμως παραμέναμε στενοί φίλοι.
(Ο Γιώργος αργότερα σπούδασε οικονομικά στο LSE, δίδαξε εκεί κάποια χρόνια, ήρθε στην
Ελλάδα, έγινε οικονομικός σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου και ανεδείχθη σε
ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ. Κρατούσαμε συχνή επαφή – μόνο τώρα τελευταία τον έχω
χάσει).
Βέβαια για τον πατέρα μου, ακόμα και ως φιλελεύθερος, ήμουν
Αριστερός. Ήταν φανατικός Δεξιός και μάταια προσπαθούσα να τον μυήσω στην
«Ανοιχτή Κοινωνία» του Καρλ Πόπερ.
Παρόλα αυτά δεν τον άκουσα ποτέ να βρίζει τους Αριστερούς.
Τους αναγνώριζε καλές – αλλά εντελώς εσφαλμένες – προθέσεις. Στα Δεκεμβριανά
απέδρασε προς την «Σκομπία» (έτσι λεγόταν το κέντρο της Αθήνας, λόγω του Άγγλου
στρατηγού Σκόμπυ που το διοικούσε) και ευτυχώς, γιατί λίγες μέρες μετά ήρθε στο
σπίτι μας, στην οδό Μιχαήλ Βόδα, μία ομάδα από Ελασίτες (γραφικοί, με τις
γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους) και τον αναζητούσε. Φαντάζομαι τον ήθελαν
όμηρο, στα Κρώρα. Δέκα χρονών τότε εγώ, εντυπωσιάστηκα πολύ από την εμφάνισή
τους.
Πού τα θυμήθηκα όλα αυτά; Διαβάζοντας τα τελευταία χρόνια
στα «Σόσιαλ Μήντια» τις αψιμαχίες και μονομαχίες δεξιών και αριστερών, μου
έκανε εντύπωση το πάθος και το μίσος που αποπνέουν. Και ξέρω ότι τα πιο εμπαθή
κείμενα της κάθε πλευράς λογοκρίνονται. Αλλά και αυτά που περνάνε την λογοκρισία
είναι στην καλύτερη περίπτωση υβριστικά. Και δεν αρκούνται να πολεμάνε τις
απόψεις. Τα περισσότερα κείμενα απευθύνονται στα άτομα – ad hominem, που λέει και η Λογική.
Τα άτομα μπορεί να είναι πολιτικά πρόσωπα – μπορεί και
συγγενείς και συνεργάτες τους. Τι άκουσε τόσα χρόνια η Μαρέβα Μητσοτάκη!
Στην πραγματικότητα δεν γίνεται διάλογος. Ανταλλάσσονται
ύβρεις. Θλιβερό! Γιατί ο διάλογος είναι πράγμα γόνιμο, που μπορεί να προωθήσει
απόψεις και να εμπλουτίσει την σκέψη. Οι βρισιές όμως οδηγούν μόνο σε άλλες βρισιές.
Αδιέξοδο.
Αλήθεια, γιατί τόσο πάθος; Θυμάμαι την Αθήνα μετά από την
δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Τι έφταιγαν τα μαγαζιά και οι βιτρίνες; Τι
έφταιγαν τα άψυχα και οι κάτοχοί τους, για ένα έγκλημα, που δεν τους αφορούσε;
Η οργή, το πάθος, το μίσος, έχουν σίγουρα αιτίες. Και η
αλήθεια είναι πως νιώθεις ανακούφιση και εκτόνωση όταν αφήσεις αυτά τα
συναισθήματα ελεύθερα να εκδηλωθούν, να καταστρέψουν. Αλλά μετά; Αυτοί που
έκαψαν τους υπαλλήλους της Μαρφίν, τι αποκόμισαν μετά την στιγμιαία έκρηξη;
Παρόλο που έζησα τον διχασμό – είχα συγγενείς, φίλους,
γνωστούς σε όλες τις αντίπαλες παρατάξεις, αναγνώριζα το δίκιο όπου το
συναντούσα, συμμεριζόμουν την αγανάκτηση και την αντίδραση… όμως το ξέσπασμα
του μίσους, όπως το ζω τα τελευταία χρόνια δεν το αποδέχθηκα ποτέ. Το να
εύχεσαι το θάνατο του αντίπαλου (η πιο συνηθισμένη «ευχή» στα Μέσα είναι:
«ψόφα!») οδηγεί μόνο στην ανταπόδοσή της. Δεν σε βοηθάει να κερδίσεις κάτι.
Μίσος (σύμφωνα με το Λεξικό της Ακαδημίας): ισχυρό αίσθημα
εχθρότητας, αποστροφής ή αντιπάθειας για κάποιον ή κάτι. Άγριο, απύθμενο.
άσβεστο, άσπονδο, βαθύ, εθνικιστικό, θανάσιμο, θρησκευτικό, τυφλό, φυλετικό.
Και καθημερινή εμπειρία για όποιον διαβάζει τα Μέσα
Κοινωνικής Δικτύωσης στο κατά τα άλλα υπέροχο και τόσο χρήσιμο Διαδίκτυο.
Μόνο ο κορονοϊός μας γλίτωσε για λίγο από το μίσος. Στρέψαμε το πάθος μας προς αυτόν. Αλλά θα φύγει και θα μας αφήσει πίσω τραυματισμένους και φτωχότερους να καλλιεργούμε τι; Κι άλλο μίσος;