Ο ψηλός με τα γένια φαινότανε ξεθεωμένος.
“Συγνώμη”, ρώτησε, “μπορώ να καθίσω; Έχω
πεθάνει, από την ορθοστασία”.
Σωριάστηκε σε μια καρέκλα. “Μια ζωή ορθός”,
συνέχισε, “μια αιωνιότητα ορθός. Δεν αντέχω άλλο!”.
“Τώρα βέβαια θα μου πείτε - ήσουν πάντοτε
εντελώς όρθιος, ίσος, ευθύς, ευθυτενής; Δυστυχώς όχι. Οι περιστάσεις βλέπετε...
Κάνεις και συμβιβασμούς για να επιζήσεις. Συνήθως ήμουν ορθός. Έκανα κάτι
υποκλίσεις στους θεολόγους. Κάτι κάμψεις για τους διαλεκτικούς. Μερικές κλίσεις
στους Φροϋδιστές. Λίγες επικύψεις εδώ, μικροαποκλίσεις εκεί... Αλλά πάντως
στάθηκα ορθός, τον
περισσότερο χρόνο της ζωής μου”.
“Είμαι-θα το καταλάβατε ήδη- ο Ορθός Λόγος.
Πάντα ορθός, στην υπηρεσία σας. Αλλά τώρα πολύ κουρασμένος. Δεν θα πείτε σε
κανέναν πως κάθισα - δεν είναι έτσι; Θα χάσω τη δουλειά μου. Αλλά πιστέψτε με,
είχα απόλυτη ανάγκη να καθίσω. Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν σκέτη κόλαση”.
“Σ' αυτή τη χώρα, που καυχιέται ότι με
ανακάλυψε, είναι αδύνατο πια να σταθώ όρθιος. Με τραβάνε όλοι για να με
διπλώσουν κατά τη μεριά τους. Πιστέψτε με, ούτε ένας δεν νοιάζεται για τη σωστή
σκέψη. Όλοι κουβαλάνε μέσα τους κάποια υστεροβουλία. Όλοι προσπαθούν με τον
ορθό λόγο να αποδείξουν τον ανορθολογισμό τους. Ο ένας με επικαλείται για να
βγάλει σκοταδιστές όσους διαφωνούν μαζί του. Θέλει δηλαδή να εγκαταστήσει μια
δικτατορία του (δήθεν) ορθού λόγου. Που σημαίνει να με αναιρέσει, γιατί Ορθός
λόγος είναι μόνο ο ανοιχτός, ο δημοκρατικός λόγος. Ο άλλος πάλι καταφεύγει σε
μένα για να του δοθεί το δικαίωμα να διαδίδει το δικό του ζόφο (ή γνόφο ή
δνόφο), για να με θάψει γρήγορα κάτω από το δικό του δόγμα”.
“Κάποιος θα έπρεπε να τους πει πως ορθός λόγος
είναι μόνον ο απροκατάληπτος, ο αδογμάτιστος. Αυτός που δεν ξεκινάει από
(σιωπηρές) παραδοχές, αυτός που ελέγχει όχι μόνο τα επιχειρήματα του αντιπάλου
- αλλά και τα δικά του. Δεν είναι ορθολογισμός η σκέψη που μοναδικό της σκοπό
έχει να πείσει. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ρητορική”.
Ο Ορθός Λόγος είχε γείρει τόσο πολύ στην
καρέκλα, που έμοιαζε ξαπλωμένος. Τον ρώτησα αν δεν θα 'θελε πραγματικά να
ξαπλώσει.
“Αν θα το ήθελα; Αστειεύεστε; Να χαλαρώσω, να
ηρεμήσω, να ξεχαστώ... Ίσως και να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ εγώ, ο άγρυπνος από
αιώνες... Τι όνειρο! Τι ηδονή...”.
Και ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος σαν λάστιχο.
“Σας ήξερα για ορθολογιστή ! Σας εμπιστεύτηκα
σαν άνθρωπο της ανοιχτής σκέψης! Κι εσείς μου προτείνετε ύπνο; Μήπως το νερό
είχε μέσα κανένα φάρμακο;”.
Κοίταξε ανήσυχος γύρω του.
“Έχετε δίκιο”, μουρμούρισε σε λίγο, “καμιά
φορά έχω παρανοϊκές αντιδράσεις. Αλλά τι να κάνω; Είναι τόσοι αυτοί που θέλουν
να με αποκοιμίσουν, να με υπνωτίσουν. Πρέπει να φυλάγομαι. Πρέπει να εξετάζω τα
πάντα. Που έλεγε κι ο μέγας εκείνος οπαδός (και μετά καταστροφέας μου) ο
Καρτέσιος: Δεν πρέπει τίποτα να το δέχομαι αν δεν το γνωρίσω πρώτα πως είναι
σωστό”.
“Το είχε πει και ο άπιστος Θωμάς που
γιορτάζουμε σήμερα”.
“Σίγουρα - ναι. Τέως Ορθολογιστής και αυτός.
Τελικά επίστεψε. Όχι μόνο σ' αυτό που άγγιξε - αλλά και σ' αυτό που δεν είδε.
Ας είναι. Νιώθω εξουθενωμένος”.
Παύση. “Θα καθίσω πέντε λεπτά ακόμη - αν με
διαβεβαιώσετε πως δεν θα διαδώσετε το χάλι μου. Η χώρα σας μπορεί να μηδενίσει
κάθε ίχνος σκέψης. Προσπαθώ να οργανώσω ξανά το μυαλό μου, για να προχωρήσω σε
μια αξιοπρεπή αναχώρηση”.
“Τι - μας φεύγετε;”.
“Φίλε μου, αρχίζει η προεκλογική περίοδος. Όχι
ορθός δεν θα χωράω να σταθώ αλλά ούτε ξαπλωμένος σε λαγούμι. Όσο πιο μακριά σας
είμαι αυτό τον καιρό, τόσο το καλύτερο. Και για σας και για μένα”.
(Πρώτη
δημοσίευση: ΤΟ ΒΗΜΑ, Πάσχα 1985). Δεν άλλαξα λέξη.