Διαβάζοντας για
την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου Γιαννίτση (πατέρα του πρώην υπουργού Κώστα
Γιαννίτση) σε «Δίκαιο των Εθνών», από την πρέσβειρα του Ισραήλ, γύρισα πίσω
πολλές δεκαετίες και θυμήθηκα μερικούς ανώνυμους «Δίκαιους» που γνώρισα
προσωπικά – και που με κίνδυνο της ζωής τους έσωσαν Εβραίους στα χρόνια της
Κατοχής. Αυτοί ούτε διάκριση κέρδισαν, ούτε το όνομά τους γράφτηκε με χρυσά
γράμματα.
Πέρασα τον πόλεμο
και την Κατοχή στην οδό Μιχαήλ Βόδα 143. Μεσοτοιχία με το σπίτι μας σε μία
μονοκατοικία, έμενε ένας Ιταλός, μεγάλης ηλικίας με την κόρη του την κυρία Μαρίτσα
(που η μητέρα μου αποκαλούσε γεροντοκόρη). Το όνομά του: Αλωνεύτης (το τελικό
σίγμα ήταν μάλλον ελληνική προσθήκη). Μιλούσε αρκετά καλά αλλά σπασμένα
Ελληνικά με ιδιότυπη προφορά. Πολλές φορές με καλούσε στο σπίτι του να δούμε
εικόνες σε βιβλία. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου μίλησε για τον Βούδα (τον
πρόφερε Μπούντα) δείχνοντάς μου μία απεικόνισή του στο Λαρούς. «Μεγκάλο σοφό το
Μπούντα» μου έλεγε. «Μεγκάλη καλοσύνη».
Κάποια στιγμή
μαθεύτηκε στην γειτονιά ότι ο Αλωνεύτη έκρυβε στο σπίτι του έναν Εβραίο από την
Θεσσαλονίκη. Το έμαθαν αρκετοί – δεν μίλησε κανείς. Άλλωστε η γειτονιά ήταν
αντιστασιακή: Δύο σπίτια πριν από μας κατοικούσε η οικογένεια του Κώστα
Περρίκου, του πρώτου (και ίσως σημαντικότερου) ήρωα της Αντίστασης, ηγέτη της
ΠΕΑΝ, που το Σεπτέμβριο του 42 ανατίναξε τα γραφεία της ΕΣΠΟ (ελληνικής
φασιστικής οργάνωσης – Πατησίων και Γλάδστωνος) και προδομένος, το Φεβρουάριο
του 1943 τουφεκίστηκε στην Καισαριανή. Με τον γιό του – συνομήλικό μου και
αργότερα συμμαθητή μου – Μίμη, κάναμε μόνιμα παρέα.
Τον κύριο Σαλτιέλ,
φιλοξενούμενο του Αλωνεύτη, τον είδα μία και μόνη φορά, μετά το τέλος της
Κατοχής, όταν – χωρίς πια να κρύβεται – ήρθε να επισκεφθεί τους σωτήρες του και
να αποχαιρετίσει την γειτονιά. Τότε έμαθα και το όνομά του. Ήταν ένα νέος
άνθρωπος, ψηλός, με λεπτό μουστάκι.
Ακόμα πιο ηρωική
ήταν η απόφαση της γιαγιάς της συζύγου μου – χήρας αξιωματικού του Β.Ν., με δύο
μικρά παιδιά – να κρύψει στο σπίτι της μία ολόκληρη εβραϊκή οικογένεια. Τέσσερα
άτομα, δύο αδελφοί, η σύζυγος του μεγαλύτερου και η κόρη του. Στα Κάτω Πατήσια,
σε μονοκατοικία υπήρχε μεγάλο υπόγειο στο οποίο προστέθηκε κρυφή καταπακτή για
κρυψώνα σε περίπτωση κινδύνου. Δύο φορές χρειάστηκε να κρυφτούνε – η μία έχει
μείνει στα ανέκδοτα της οικογένειας. Η σύζυγος του μεγάλου αδελφού ανέλαβε να
μαγειρέψει ένα εβραϊκό φαγητό. Χτυπάει η εξωτερική πόρτα – κοιτάνε: περίπολο
Γερμανικό! Κρύβονται όλοι στην καταπακτή και ανοίγει η γιαγιά με την κατσαρόλα
στα χέρια.
-
Μάθαμε
ότι κρύβετε εβραίους με λίρες, είπε ο έλληνας διερμηνέας.
-
Αν
είχαμε λίρες, λέει η γιαγιά, προτείνοντας την κατσαρόλα, αυτό το παλιόφαγο θα
τρώγαμε;
Η μυρουδιά ήταν
φαίνεται πειστική και το περίπολο έφυγε.
Δεύτερη φορά τους
καρφώσανε το καλοκαίρι του 44. Τους συνέλαβαν και τους έκλεισαν στο Χαϊδάρι.
Ήταν όμως το τέλος της Κατοχής και σύντομα τα στρατόπεδα διαλύθηκαν.
Ας προσθέσω πως,
όπως γίνεται συχνά στα μυθιστορήματα, ο νεότερος εβραίος αδελφός, ερωτεύθηκε
την κόρη της γιαγιάς, βαφτίστηκε Χριστιανός, την νυμφεύτηκε – με αποτέλεσμα
…την σύζυγό μου.
Δύο περιπτώσεις
ανώνυμων ηρωικών πράξεων. Ποιος θα απονείμει τον τίτλο του «Δίκαιου των Εθνών»
στο «κύριο Αλωνεύτη», που τιμούσε το «Μπούντα», ή στην κυρία Σταυρούλα Χούθη
που μόνη, με δύο παιδιά, έσωσε τέσσερεις Εβραίους από το Άουσβιτς, όπου
κατέληξαν πενήντα χιλιάδες Θεσσαλονικιοί συμπατριώτες τους…