Γράφει η ΑφροδίτηΤην αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο...
«My name is Luca
I live on the second floor
I live upstairs from you
Yes I think you've seen me before
If you hear something late at night
Some kind of trouble, some kind of fight
Just don't ask me what it was
Just don't ask me what it was...
I think it's because I'm clumsy
I try not to talk too loud
Maybe it's because I'm crazy
I try not to act too proud
They only hit you until you cry
And after that you don't ask why
You just don't argue anymore
You just don't argue anymore...»
Δευτέρα πρωί. Όλες οι καλές κινήσεις σχεδιάζονται Κυριακή βράδυ. Δευτέρα ξεκινάμε, μέχρι το βράδυ ξεφουσκώνουν. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη να κάνει κάτι στα σοβαρά. «Δεν πάει άλλο» κουδούνιζε το άδειο της μυαλό...
Τα δίδυμα σχολείο, λαϊκή, νοικοκυριό με το ζόρι, τώρα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Ντρεπόταν πάρα πολύ. Τι γύρευε μες το βρώμικο κτήριο με τους μπαϊλντισμένους αστυνομικούς και τους βαρεμένους πολίτες; Τι να τους έλεγε, ότι τις «έτρωγε» από τον άντρα της σα καμιά γυναικούλα; Ποια, εκείνη, η τριζάτη, που τον είχε βάλει στο βρακί της, που την παρακάλαγε;
Γραφείο Αξ/κού Υπηρεσίας, νέο παλικάρι, φανερά αμήχανος, δεν ξέρει τι να την κάνει. Φωνάζει τον Διοικητή για ενισχύσεις. Εκείνος ψημένος, ψυχρός κι ανάποδος.
«Και πότε και πού σας χτύπησε είπατε;» άστραψε & βρόντηξε.
Τι να του πει, από την πρώτη ώρα;
*******************************************************
Απ’ το πρώτο βράδυ, νύφη ακόμη. Κεριά & ροδοπέταλα, ο άλλος όμως την πέταξε στο κρεβάτι και την πήρε με τόση δύναμη που πονούσε παντού μετά. Πολύ. Όχι, εντάξει, άντρας της ήταν πλέον. «Σε ήθελα πολύ μωρό μου!» και γελάκια.
Κι από τότε, αραιά και πού, τα’ παιρνε στο κρανίο και γινόταν απότομος. Γάβγιζε διαταγές, την έπιανε και την ταρακούναγε, την έβριζε... Όσο πιο πολύ του έλεγε κλαίγοντας «σταμάτα», τόσο πιο άγρια της φερόταν.
Τώρα αυτό γινόταν κάθε μέρα. Βράδιαζε & σφιγγόταν η ψυχή της που θα επέστρεφε σπίτι. Το αφεντικό, το αυτοκίνητο, η μάνα του... Κι εκείνη, όλο και πιο πολύ εκείνη. Που όλα τα έκανε στραβά, που δεν ήξερε τίποτε, που μονίμως τον ενοχλούσε επίτηδες. Σπρωξίματα, μερικά χαστούκια, μετά συγνώμες, μέχρι και πήδημα, να τα ξαναβρούνε...
Κι όσο απλωνόταν εκείνος, τόσο μαζευόταν εκείνη. Κι όσο μαζευόταν εκείνη, τόσο απλωνόταν εκείνος...
Ζάρωνε, φοβόταν, άρχισε να βλέπει ότι όντως έφταιγε. Τόσο καλό άντρα είχε πάρει! Που μοχθούσε για την οικογένειά τους. Που την αγαπούσε, με τον τρόπο του. Δεν είχε παρά μια μέρα να τα κάνει όλα τέλεια. Σπίτι, φαί, παιδιά κοιμισμένα, 3 τηλεκοντρόλ στη θέση τους και τα μπυροπότηρα στην κατάψυξη...
Στο κάτω-κάτω τη σεβόταν, δε χτύπαγε ποτέ πρόσωπο. Της ψιθύριζε: «Αυτό το αγγελικό προσωπάκι δεν το πειράζει κανείς, ούτε εγώ!» και τη φίλαγε με πάθος. Όταν δεν την αγνοούσε δηλαδή.
Δεν κοιμόταν πια, την έπιανε το παράπονο σε άσχετες φάσεις μες τη μέρα και περίμενε να νυχτώσει, να κλάψει μέχρι να μουλιάσει το μαξιλάρι της...
...

Μέχρι χτες. Που δεν άντεχε πλέον να γίνονται αυτά τα έκτροπα μπροστά στα παιδιά. Οι δυο τους ήταν μεγάλοι, θα την έβρισκαν την άκρη, δε μπορεί, μόλις εκείνη θα ξαναγινόταν γυναίκα κι όχι μόνο μαμά. Τα παιδιά όμως...
Κι έτσι το βράδυ με τα πρώτα βρισίδια που της έριξε, του έχωσε ένα γερό χαστούκι. Εκείνη πρώτη. Δε γινόταν, είχε μαζευτεί τεράστιος θυμός και της βγήκε αυθόρμητα. Κι έγινε μετά της τρελής...
Την βούτηξε, την πέταξε στον καναπέ, κι άρχισε φωνάζοντας να τη χτυπάει με δύναμη όπου έβρισκε... Έβαζε τα χέρια της να καλυφτεί και κόντεψε να της τα σπάσει. Την έσυρε μετά απ’ τα μαλλιά ως το κρεβάτι τους, της έριξε ένα τελευταίο χαστούκι που έβγαλε αίμα απ’ το στόμα, και στο τέλος βρίζοντας, σηκώθηκε & έφυγε...
Αν την είχε πάρει, ακόμη και καρφώνοντάς την κάτω, όπως ήταν το σκηνικό τον τελευταίο καιρό, θα γλύκαινε στο τέλος, θα μαλάκωνε. Μπορεί και να την ξανακοίταζε στα μάτια, αν και το απέφευγε κι αυτό...

Έφυγε όμως.... Κι αυτή τη φορά τα σημάδια δεν κρύβονταν. Μώλωπες παντού, ραγισμένο δόντι και σκισμένο χείλος. Δεν ήθελε να χωρίσουν. Δεν άντεχε όμως άλλο. Τα παιδιά σιγά-σιγά ρωτούσαν. Πόσα ψέματα πια να τον καλύπτει;
*****************************************************
«Πού με χτύπησε; Εδώ.. κι εδώ... κι εδώ...», έδειχνε μελανιές πάνω σε μελανιές. Συγκρατούσε με κόπο τα δάκρυα. Τη λυπόντουσαν. Μα ήταν κι έκθεμα, να σπάσει η ρουτίνα. Εμφανίστηκαν κι άλλοι δύο αστυνομικοί. Κι άρχισαν:
«Πρέπει να κάνετε επώνυμη καταγγελία, αφού δείτε εισαγγελέα. Αυτός θα μας δώσει εντολή να τον καλέσουμε εδώ, να μας τα πει κι εκείνος. Αν θέλετε κάνουμε μετά μήνυση. Δικηγόρο έχετε? Θα πρέπει να δούμε και για ιατροδικαστή στην περίπτωση που-»
«Μα τι λέτε, αν τα κάνω όλα αυτά θα με στείλει νοσοκομείο!»
«Τότε κάντε μας μια καταγγελία να τον φέρουμε εδώ για μια σύσταση.»
«Μα θα μάθει ότι τον κατάγγειλα και θα γίνει έξαλλος που τον κάνω ρεζίλι στην αστυνομία! Θέλω μόνο να γραφτεί κάπου ότι μου έκανε αυτό κι αυτό, ώστε αν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο να υπάρχει κάτι σε βάρος του, να μη μπορεί να μου πάρει τα παιδιά-»
«Δε γίνονται αυτά κυρία μου! Η διαδικασία είναι συγκεκριμένη και το τι θα γίνει με τα παιδιά σας είναι θέμα δικαστηρίου. Μην ξεχνάτε ότι μπορεί κι εκείνος να σας κάνει μήνυση για όλα αυτά.»
«Κι αν με σπάσει στο ξύλο στο ενδιάμεσο;»
«Ε, πάρτε τηλέφωνο το 100 και θα έρθουμε!»
«Την ώρα που θα με σαπίζει;»
«Όχι, δεν προλαβαίνουμε, εκτός αν έρθετε και οι δύο μαζί στο τμήμα.»
Παύση...
«Τουλάχιστον έχετε κάποιο τηλέφωνο από κάποιο κέντρο, να μου πουν τι άλλο μπορώ να κάνω;»
«Δεν έχουμε υπ’ όψιν μας, μισό λεπτό...»
Ώρα μετά, χιλιοτριμμένοι χρυσοί οδηγοί, κιτάπια, μπες-βγες, τζίφος.... Δεν είχαν ιδέα!
«Κοιτάξτε να τα βρείτε με τον άντρα σας, ούτε η πρώτη είστε, ούτε η τελευταία, έχετε και παιδιά...»

Γυρίζοντας σπίτι, αισθανόταν ΤΟΣΟ ηλίθια! Κανείς δε μπορούσε να την προστατέψει. Ίσως αν γινόταν λίγο καλύτερη, αν δεν φώναζαν τόσο και τα παιδιά, αν έχανε λίγο βάρος...
Σκυμμένο το κεφάλι. Είχε ξεχάσει πώς είναι να γελάς. Τον αγαπούσε, γι’ αυτό καθόταν. Όχι, όχι, δεν τον αγαπούσε ακριβώς, αλλά να, για χάρη των παιδιών. Κι ίσως ούτε αυτό... Δεν είχε πού να πάει...Ποιος θα την έπαιρνε για δουλειά με 2 μωρά πάνω της; Και δεν είχε λεφτά, τίποτε, από τότε που παντρεύτηκε τα παράτησε...
Ευτυχώς το έκρυβε καλά. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό. Απέφευγε τις ερευνητικές ματιές, το έριχνε στο αστείο...Δεν την είχε στείλει και στο ΚΑΤ, έτσι δεν είναι; Τις έτρωγε και στο σπίτι της απ’ τον πατέρα της. Τώρα δίνει κι εκείνη πότε-πότε καμιά σφαλιάρα στα δίδυμα, όταν δεν εννοούν να καταλάβουν.. Όλοι αυτό δεν κάνουν?
Περπατούσε, περπατούσε... Το κεφάλι της την πέθαινε...
Την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο.
Δεν μπορούσε να την βοηθήσει κανείς.
Κι αυτό ήταν σίγουρο.
Έπρεπε να κάτσει στ’ αυγά της. Να μην τον εξαγριώσει άλλο. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Αυτό κι αν ήταν σίγουρο!
«...Yes I think I'm OK
I walked into the door again
Well, if you ask that's what I'll say
And it's not your business anyway
I guess I'd like to be alone
With nothing broken, nothing thrown
Just don't ask me how I am
Just don't ask me how I am.»Suzanne Vega (Tried & True – best of)
___________________________________________________
Σημείωση Ν. Δ. Υπάρχει η οργάνωση Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης ΕΔΩ και το τηλέφωνο SOS: 8001188881. H εικονογράφηση - επίλογή πλην ενός σκίτσου, της Α. - είναι πίνακας του Dante Gabriel Rossetti, της Kay Wood, εξώφυλλο DVD σχετικής ταινίας και σκίτσo της Κατερίνας Σχοινά.