Σάββατο, Μαΐου 26, 2018

Φεύγουν οι άρχοντες…


Η σεβάσμια δέσποινα έφυγε διακριτικά, ευγενικά  και αθόρυβα όπως έζησε. Η σύντροφος του πλέον ευφυούς και έντιμου ανθρώπου που έχω γνωρίσει. «Ευγενία, σύζυγος Γιώργου Κουμάντου» γράφει το αγγελτήριο.

Ευφυέστατη και αυτή και άριστη νομικός έζησε στην γιγάντια, πληθωρική σκιά του. Όμως, όσοι τους ξέραμε, βλέπαμε τον Γιώργο συχνά να αναζητά την σιωπηρή συγκατάθεσή της για κάθε κίνηση που έκανε. Ένα αρμονικό ζευγάρι. Όταν χάθηκε εκείνος, η Ευγενία του αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο, διαχειριζόμενη την πλούσια πνευματική κληρονομιά που είχε αφήσει πίσω του.

Το κείμενο αυτό δεν είναι νεκρολογία. Είναι αναστοχασμός για το πόσο αρχίζουν να λιγοστεύουν οι άνθρωποι αυτού του επιπέδου.

Αν υπάρχει κάτι που λείπει σχεδόν ολοκληρωτικά από την σημερινή ελληνική κοινωνία είναι η αρχοντιά. Που σίγουρα έχει σχέση με την καταγωγή, τη μόρφωση, την οικονομική άνεση – αλλά είναι κάτι πάνω και πέρα από όλα αυτά. Ξέρω πολλούς που συγκεντρώνουν και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις – αλλά μόνον άρχοντες δεν θα τους πεις.

Η αρχοντιά συνδυάζει την γενναιοδωρία (κάθε είδους) το ήθος, την ευγένεια και το καλό γούστο. 

Δεν συνυπάρχει συχνά με τον πλούτο – αντίθετα μάλιστα, οι περισσότεροι πλούσιοι που ξέρω είναι τυπικοί νεόπλουτοι: αγενείς και κακόγουστοι. Όσο για το ήθος, ας μην μιλήσω καλύτερα.

Έχω γνωρίσει φτωχούς και απαίδευτους ανθρώπους που αποπνέουν μία φυσική αρχοντιά, με ευγένεια και καλοσύνη. Πράγμα που σημαίνει πως το πιο βασικό συστατικό του άρχοντα είναι το ήθος. Μετά έρχονται όλα τα άλλα.

Σήμερα έχουμε φτάσει στο σημείο που η αρχοντιά όχι μόνο δεν θαυμάζεται αλλά ενοχλεί. Προκαλεί αντίδραση και φθόνο. Πιστεύω πως ο Μπουτάρης δεν προπηλακίστηκε  τόσο για τις απόψεις του, όσο για το στυλ του: το ανοιχτό, κοσμοπολίτικο και γενναιόδωρο.

«Ποιος νομίζει πως είναι;»  Η πρώτη αντίδραση μπροστά σε ένα τέτοιον άνθρωπο. Όχι αποδοχή και θαυμασμός, αλλά ενόχληση και λοιδορία.

Έτσι, από την στιγμή που η ηθική αρχοντιά δεν έχει αποδέκτες, είναι φυσικό να κρύβεται και να φθίνει. Όπως στο στρατό. Οι ευγενικοί και πολιτισμένοι τρώνε το bullying της αρκούδας και αναγκάζονται– αν μπορούν – να  γίνουν σκληροί και χυδαίοι για να επιβιώσουν. Ο νεοσύλλεκτος «γυαλάκιας», ο σπουδαγμένος, ο ευπρεπής, είναι μόνιμο θύμα.

Τώρα που όλος ο κόσμος μας έχει γίνει ένα στρατόπεδο με αντιμαχόμενους στρατούς, πώς να υπάρξει και να επιβιώσει αρχοντιά;

Φεύγουν οι άρχοντες κι αφήνουν πίσω τους τραμπούκους. Μπαχαλάκηδες, χρυσαυγίτες, ρουβίκωνες και άλλα τέτοια απεχθή όντα. Αλίμονο στις νέες γενιές, που χρειάζονται υποδείγματα αρχοντιάς, ήθους και καλοσύνης.

(Αφιερωμένο στην μνήμη του Γιώργου και της Ευγενίας Κουμάντου).

Σημείωση για τους νεότερους: Ο Γιώργος Κουμάντος (1925-2007) διεθνώς κορυφαίος νομικός, καθηγητής στην έδρα Αστικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ, αντιστασιακός (και επί Κατοχής και επί Χούντας), συγγραφέας, αρθρογράφος για χρόνια στο «Βήμα» και μετά στην «Καθημερινή» - και  επί δύο τετραετίες πρόεδρος της «Διεθνούς Ένωσης για την Πνευματική Ιδιοκτησία» που ίδρυσε ο Βίκτωρ Ουγκώ.

Κυριακή, Μαΐου 20, 2018

Παίζοντας «Κουτσό».


Τι ωραίες εκπλήξεις φέρνουν τα βιβλία! Για τρίτη φορά διαβάζω το «Κουτσό» του Αργεντινού Χούλιο Κορτάσαρ. Την πρώτη Αγγλικά, πριν σαράντα χρόνια, την δεύτερη, Ελληνικά σε μία φιλότιμη αλλά όχι επαρκή μετάφραση (δεν έφταιγε ο μεταφραστής αλλά το βιβλίο – πανδύσκολο!) και τώρα ξανά σε μία υπέροχη απόδοση-αναδημιουργία, από τον Αχιλλέα Κυριακίδη.

Ο δραματουργός Friedrich Schiller στην επιστολογραφική διατριβή του: «Περί της αισθητικής διαμόρφωσης του ανθρώπου» είχε υποστηρίξει πως το παιχνίδι, η ελεύθερη δραστηριότητα χωρίς ωφελιμιστικό σκοπό, είναι η κατεξοχήν ανθρώπινη στιγμή. «Ο άνθρωπος παίζει μόνο όταν εκφράζει το πλήρες νόημα της έννοιας άνθρωπος και τότε μόνο είναι πλήρης άνθρωπος όταν παίζει».

Ήρθε ενάμιση αιώνα μετά ο Huizinga με το γνωστό βιβλίο του Homo Ludens (ο παίζων άνθρωπος) να θεμελιώσει μία θεωρία σύμφωνα με την οποία όλο το πνευματικό εποικοδόμημα του ανθρώπου (τέχνη, επιστήμη, πολιτική, δίκαιο) είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης δημιουργικής παιγνιώδους του διάθεσης, που κάποια στιγμή αυτό-οργανώνεται και αυτό-θεσμίζεται.

Τι είναι το κουτσό; Ένα παιδικό παιχνίδι. Στο ομώνυμο βιβλίο γίνεται η μεγαλοφυής απόδειξη πώς ο homo ludens που λέγαμε, μεταμορφώνεται παίζοντας σε homo faber – δημιουργό. Πηδώντας από τετράγωνο σε τετράγωνο, από θέμα σε θέμα, από σκηνή σε σκηνή. Δύσκολο βιβλίο, αν το πάρεις πολύ στα σοβαρά. Αν το διαβάσεις πηδώντας με τον συγγραφέα, θα ξεκλειδώσεις τα μυστικά βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, θα περάσεις μέσα από τον πόνο, τον έρωτα, την μοναξιά, το άγχος, την ομορφιά, παίζοντας το θεσπέσιο παιχνίδι της ζωής. Ο σοφός μεταφραστής και σχολιαστής θα σε βοηθήσει κρατώντας σε από το χέρι, όπως ο Βιργίλιος τον Δάντη, σε αυτή τη νέα «Θεία Κωμωδία» της δικής μας εποχής.

Μια και ο λόγος για βιβλία – άλλη έκπληξη, ένα μικρό αριστούργημα. Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, μεταμορφωμένη σε graphic novel από τον χρωστήρα του Δημήτρη Χαντζόπουλου. Με κορεσμένα γήινα χρώματα σαν τις μεσαιωνικές ταπετσαρίες του Bayeux, ξετυλίγει όλο τον σουρεαλιστικό μύθο του Ροΐδη, δίνοντας στην σάτιρα μία δολοφονική σοβαρότητα. (Ελπίζω να …αφοριστεί ξανά).

Κι ένα πρόσφατο ενδιαφέρον βιβλίο επάνω σε χιλιοειπωμένο θέμα: την ελληνική ιδιαιτερότητα (ή …πώς φτάσαμε ως εδώ;). Μάκης Καραγιάννης: «Μικρό και αλαζονικό έθνος – δοκιμές ελληνικής αυτογνωσίας». Περιδιαβάζοντας Ανατολή και Δύση, θέτει πρωτότυπα ερωτήματα.

Μαράζι τα βιβλία! Κάθε μέρα αυγατίζουν. Έρχονται με το ταχυδρομείο, αγοράζω κι εγώ… Ζω τις περισσότερες ώρες μου σε ένα υπόγειο χτισμένο με τόμους. Τον πρώτο δικό μου τον αγόρασα (με οικονομίες από κουλουροτύρι) στα 13 μου χρόνια. Συνέχισα να μαζεύω ως που γέμισα σπίτια. Και να σκεφθεί κανείς, ότι εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, για τις περισσότερες βιβλιογραφικές μου αναφορές και αναζητήσεις συμβουλεύομαι το Διαδίκτυο. (Να κι ένα καλό που έφερε: Τώρα πια, τα βιβλία είναι μόνο για διάβασμα).

Τελικά, ένα το πρόβλημα: ο χρόνος. Πότε να διαβάσω τα καινούργια που έρχονται και πότε να ξαναπιάσω εκείνα που διάβασα βιαστικά κι αχόρταγα στην εφηβεία μου. Τώρα βλέπω πόσο κερδίζουν στην δεύτερη ανάγνωση! 

Μια ακόμα ζωή, δεν θα μου έφτανε...

Κυριακή, Μαΐου 13, 2018

Ελεγεία για μία χώρα



Ξέρω πως έχω περάσει το εθνικό προσδόκιμο επιβίωσης και τα χρόνια που μου μένουν είναι λίγα.

Οι μπαταρίες που αγόρασα χθες έχουν ημερομηνία λήξης το 2024 – πολύ πιθανό να έχω λήξει νωρίτερα.

Κοιτάζοντας πίσω βλέπω πολλά σκοτεινά διαστήματα: κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία, κρίση.

Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές στιγμές: Πόσο ζωντανή ήταν η χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 60!

Όμως το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν εκπέμπει κανένα φως και καμία ελπίδα.

Θα πουν: όλοι οι γέροι γκρινιάζουν – έτσι κι αυτός.

Αλλά μια χώρα υποθηκευμένη για 99 χρόνια, με το χρέος της ακόμα  να μεγαλώνει κάθε μέρα που περνάει, τι να ελπίζει; (Σχεδόν κανένας από τους σήμερα ζωντανούς Έλληνες δεν θα δει το τέλος 
της υποθήκης).

Το τι έφταιξε για όλα αυτά το συζητάμε κάθε μέρα – και κάθε μέρα διαφωνούμε.

Θα έλεγα πως το μοναδικό χαρακτηριστικό στοιχείο όλης μας της κοινωνίας (και ιστορίας μας) είναι η διαφωνία.

Που από διαφωνία εύκολα γίνεται διχασμός, διαμάχη και μάχη.

Πώς να συνομιλήσουν οι πολλοί που πιστεύουν ότι  τα μνημόνια είναι τιμωρίες που μας επιβλήθηκαν από τους κακούς δανειστές, με τους λιγότερους που θεωρούν ότι τα μνημόνια περιέχουν μεταρρυθμίσεις ευεργετικές  για την εξέλιξη της χώρας, και ότι οι ξένοι μας έσωσαν  δανείζοντάς μας με σχεδόν μηδενικά επιτόκια. 

Και τώρα μας έχουν βαρεθεί και θέλουν απλώς να απαλλαγούν από μας.

Χάος χωρίζει τους συνομιλητές όταν αναλύουν τα αίτια της κρίσης. 
Ακόμα μεγαλύτερο, όταν συζητάνε τι πρέπει να γίνει στο μέλλον.

Η χώρα είναι διασπασμένη, κατακερματισμένη σε μικρά κομματάκια. Οι περισσότεροι αγωνίζονται για το ατομικό τους συμφέρον, πολλοί πια δεν αγωνίζονται για τίποτα. Απελπισμένοι περιμένουν απλώς μία οποιαδήποτε βοήθεια.

Και φοβούνται: το μέλλον, τους Γείτονες, την εγκληματικότητα, την δολιότητα. 

Και τελευταία τους αμφισβητείται και η πραγματικότητα – ακόμα και ο ίδιος ο φόβος τους!

Η πολιτική έχει γίνει υπολογισμός και τακτικισμός. Να ψηφίσουμε αυτό που θα μας φέρει περισσότερες ψήφους. Να μην ψηφίσουμε εκείνο (κι ας είναι δίκαιο) γιατί θα χάσουμε κουκιά.

Οι θεσμοί παραζαλισμένοι παραπαίουν.  Η δικαιοσύνη έχει δεχτεί τόσα χτυπήματα που δεν μπορεί να κρίνει πια ψύχραιμα. Και είναι τόσο αργή, σαν χαλασμένη ταινία.

Η κοινωνική συνοχή; Ο ένας φθονεί τον άλλο, ο ένας υπονομεύει τον άλλο, ο ένας υποψιάζεται τον άλλο, όλοι υποβλέπουν όλους.

Μακάρι να κάνω λάθος. Αλλά με τρομάζουν αυτοί που διαβάζουν βιβλία για την Ελλάδα που έγραψα πριν 50 χρόνια – και νομίζουν πως τα έγραψα τώρα!

Κρίμα. Μια τόσο όμορφη χώρα κι ένας τόσο ξύπνιος λαός.

Ίσως όμως να παραήταν ξύπνιος για το καλό του…

Κυριακή, Μαΐου 06, 2018

Καρποί της Κεφαλλονίτικης γης...



Την Δευτέρα 30. Απριλίου ο Ανδρέας Λοβέρδος έγραψε στην σελίδα του στο Facebook:

«Για τον Γιώργο Κουρή

Με τον Γιώργο Κουρή δεν είχα προσωπική γνωριμία μέχρι την στιγμή που δέχτηκε -όταν το μόνο που ήξερε για μένα ήταν η κεφαλλονίτικη καταγωγή μου- να σχολιάζω στο δελτίο ειδήσεων της Νανάς Παλαιτσάκη στο Κανάλι 5 τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. 

Όταν μετά εξέφρασα την επιθυμία να πολιτευτώ και οι υπόλοιποι τηλεοπτικοί σταθμοί και εκδοτικοί όμιλοι με απέκλεισαν ενόψει της υποψηφιότητάς μου, ο Γιώργος Κουρής με βοήθησε να έρθω σε μαζική επικοινωνία με τους πολίτες χωρίς ποτέ, ούτε τότε ούτε στο μέλλον, να μου ζητήσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

Την μόνη φορά που τον θυμάμαι να μου ζητά κάτι ήταν δώδεκα χρόνια μετά, όταν παραιτήθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, οπότε ήρθε στο γραφείο μου με μια πλαστική σακούλα στο χέρι, όπως συνήθιζε, γεμάτη με καρπούς της Κεφαλονίτικης γης και με παρακάλεσε να μην διεκδικήσω την αρχηγία αλλά να στηρίξω την προσπάθεια του Βαγγέλη Βενιζέλου.

Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.

Σήμερα τον αποχαιρετώ με βαθιά θλίψη».

Τα σχόλια που ακολούθησαν ήταν 100% αρνητικά (για να μην πω και υβριστικά). Θύμισαν όλη την πολιτεία του Κουρή – αυτού του καρκινώματος της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής – και εξέφρασαν την απορία πώς ένας έλληνας πολιτικός ξεχνάει τον «Αυριανισμό», τη λάσπη, την συκοφαντία, την χυδαιότητα, που εξέπεμπε επί τόσα χρόνια αυτός ο άνθρωπος.

Θέλεις κύριε Λοβέρδο να πεις ένα προσωπικό καλό λόγο; Πάρε τις αποστάσεις σου. Γράψε: δέχομαι πως ο Κουρής ήταν αυτό και εκείνο – αλλά εμένα μου φέρθηκε καλά. Μην μιλάς γι αυτόν σαν να μην ήξερες ποιος είναι και τι έπραξε!

Μια από τις πιο παρεξηγημένες ρήσεις της Καινής Διαθήκης είναι η φράση του Απόστολου Παύλου: («Προς Ρωμαίους Επιστολή», 6' 7,) «ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας»). Φυσικά δεν εννοεί πως δικαιώνεται αλλά πως απαλλάσσεται από την δυνατότητα να αμαρτήσει. Αλλιώς αυτό θα ανέτρεπε όλο τον Χριστιανισμό. Θα αρκούσε κανείς να πεθάνει για να γίνει …αναμάρτητος! Κι επειδή όλοι πεθαίνουμε, θα πηγαίναμε όλοι στον Παράδεισο. Προς τι τότε η διδασκαλία, οι ιερείς, οι εκκλησίες και οι λειτουργίες;

Όχι, ούτε ο Χίτλερ δικαιώθηκε επειδή πέθανε, ούτε ο Μάο απαλλάχτηκε από τα κρίματά του. Και φυσικά, ούτε ο Κουρής.

Πολιτιστικά, οι μακρινές ρίζες της σημερινής Κρίσης (που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά κυρίως κοινωνική και πολιτισμική) βρίσκονται στην δική του εμφάνιση, παρουσία και δραστηριότητα. 

Η παρακμή που άρχισε στην δεκαετία του 80, ο εκχυδαϊσμός και ευτελισμός της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η ισοπεδωτική νοοτροπία του «ποιος είσαι εσύ, ρε», κόντυνε και λάσπωσε όλους τους φωτεινούς φάρους και μας άφησε στο σκοτάδι.  Χατζιδάκις, Ιόλας, Τσαρούχης, Κουν, Καστοριάδης, Καραμανλής, Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Κύρκος, λερώθηκαν από το κεφάλι ως τα νύχια.

Και το σκοτάδι οδήγησε στην απόλυτη έκπτωση των ηθών. Ο Αυριανισμός σήμανε το οριστικό τέλος των αστικών αξιών στην Ελλάδα. Ο καθένας, οπλισμένος με το θράσος της άγνοιάς του και τον πανάρχαιο φθόνο του, αγνόησε κάθε νόμο και κανόνα και πολέμησε αποκλειστικά για το προσωπικό του συμφέρον. Αυτό οδήγησε στον χωρίς μέτρο πελατειασμό και καταναλωτισμό. 

Αφειδείς παροχές (θέσεις στο δημόσιο, επιδόματα, παράνομες συντάξεις, παροχές, λαμογιές και καταχρήσεις) που μας χρεωκόπησαν. Ακόμα και η «μαγκιά» του Αλέξη, από εκεί κατάγεται.

Το βιβλίο μου «Η Χαμένη Τάξη» γραμμένο το 1985 (τώρα σε 10η έκδοση), μία ελεγεία στην αστική τάξη, τελείωνε με αυτές τις λέξεις: «Ήδη οι αστικές αξίες έχουν κατασυκοφαντηθεί. Η εξαφάνιση των τελευταίων υπολειμμάτων ήθους, γούστου, και ευπρέπειας είναι πια υπόθεση της επαύριον – με άλλα λόγια, της αυριανής».