Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Ο ήλιος του απογεύματος




ΤΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ από μακριά, ανάμεσα σε πολλούς, και από μακριά την κοιτάς όπως νιώθεις:

σε θέλω!
κι' εκείνη απαντάει ίδια ανοιχτά:
σε θέλω!



Η πρώτη συνεύρεση είναι των ματιών. Σε γεμίζει. Ήσυχος, ήρεμος περιμένεις. Μπορεί να περάσει καιρός αλλά τη γνωρίζεις, ήδη, με σιγουριά υπογάστρια. Την άλλη φορά που θα τύχει, ίσως τα μάτια της στην αρχή να παίξουν:

τι γίνεται; δε με θέλεις πια;
ειρωνικά - για να σπάσουν αμέσως (όπως και τα δικά σου) σε μια γυμνή ανάγκη:


σε θέλω.

Τώρα η ορμή είναι τόση που σας φοβίζει. Έτσι, όταν τελικά θα βρεθείτε, θα αρχίσετε συζήτηση, περίπατο, μουσική. Λάθος. Γιατί από έξω, όταν μπορείτε να ξεκινήσετε από μέσα; Από τη ρίζα.

Κάποια στιγμή οι φλυαρίες ξεφτάνε και γίνεται σιωπή - αβάσταχτη - και τότε το πρώτο δειλό άγγιγμα - και αμέσως παροξυσμός. Τρως, τρώγεσαι, καταπίνεις, καταβροχθίζεσαι. Σκλάβοι της πείνας. Και όταν τελειώσετε δεν ξέρετε ούτε ποιος, ούτε τι. Υπάρχει μια ανακούφιση και μια νέα μεγαλύτερη πείνα. Τώρα θα γίνει ο έρωτας επώνυμος.

Και γίνεται με το μικρό άγγιγμα και το δειλό γέλιο, με το άγριο σφίξιμο και τον σκληρό πόνο, με την οδυνηρή παράταση και αναβολή, με την αναγνώριση και προσομοίωση του ρυθμού σου από εκείνη και του δικού της από σένα.

Κι έρχεται η περίοδος της ωριμότητας (που ποτέ δεν γνωρίζουν οι Δον Ζουάν της αλλαγής). Όταν κατεβαίνετε πια στο κρεβάτι βαρείς από τη γνώση του άλλου, έμπειροι από την πείρα γενεών, σοφοί της αφής, επαναστάτες της έκπληξης. Με το πάθος να αυξάνει και να βαθαίνει όσο περνάει ο χρόνος. Με την ανάγκη να γίνεται πιο καυτή όσο συχνότερα ικανοποιείται. Με τη δίψα πιο έντονη όσο μεθάς.

Α! τι όμορφο θέαμα δύο συνειδητοί - ασυνείδητοι - εραστές στον έρωτα. Ο καθένας τους είναι ακριβώς αυτό που είναι - το ανεπανάληπτο εγώ του - και μαζί η προβολή ενός τεράστιου Απρόσωπου. Όσο πιο βαθιά προσωπικός ο έρωτας τόσο πιο ανώνυμος. Γιατί η έκσταση είναι το ξεπέρασμα του εγώ μέσα από το εσύ - παντού και κυρίως στην αγκαλιά του άλλου.

Τι όμορφο θέαμα: δύο εραστές σμίγουν στο μεγάλο κρεβάτι εκτελώντας τη χορογραφία της αφής. Πότε γρήγορα, πότε βασανιστικά αργά, πότε ίσια, πότε αντίστροφα, πότε ακίνητοι ώρες, σαν τα φίδια, πότε σε φρενίτιδα παράφορη. Ποιος χορογραφεί - ποιος κατευθύνει; Κανείς. Και οι δύο μαζί, αυθόρμητα αντιδρώντας ο ένας στον άλλο, αναδρώντας ο ένας στον άλλο. Εδώ δεν υπάρχει τρίτος - σκηνοθέτης ή επικυρίαρχος. Εδώ είναι η πιο ελεύθερη, η πιο αυθόρμητη πράξη του κόσμου.

(Μα δεν είστε "δούλοι" του ενστίκτου; Γελάω. Εγώ είμαι το ένστικτο - τι δούλος είμαι όταν ανήκω στον εαυτό μου! Σωπάστε πουριτανοί αποτρόπαιοι, ευνουχίσατε τον κόσμο, σκοτώσατε τις αισθήσεις, νεκρώσατε την πηγή της ζωής! πώς ζείτε; από μας ζείτε!).


Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στους εραστές μας.

Ο "ήλιος του απογεύματος" φωτίζει διαγώνια το κρεβάτι. Κατάκοπα, παράλυτα σώματα βυθισμένα στον ύπνο της απόλυτης λήθης. Όμως τώρα αναδύονται, ανοίγουν τα μάτια, κοιτάζονται, θυμούνται και αναπολούν πάλι την έκφραση της αρχής:
σε θέλω
σε θέλω
κι απλώνουν ξανά χέρι στο αγαπημένο σώμα. Πιο αργά, πιο βαριά, αλλά γλυκύτερα. Ο κουρασμένος έρωτας είναι δυο φορές έρωτας.

Είναι μια άλλη θρησκεία αυτή. Βωμός, ένα άσπρο μαξιλάρι• λατρεία, η αφή. Πραγματώνει την έκσταση με τη θέση κι όχι με την άρνηση, με το χόρτασμα κι όχι με τη νηστεία. Είναι η μεγάλη λειτουργία του ζωντανού όντος. Πρόλογος της μόνης μαγικής πράξης που ξέρουμε στον κόσμο - της αναπαραγωγής.

(Εν ονόματι της αναπαραγωγής ζήτησαν να ευνουχίσουν τον έρωτα! Πόσο παρά φύσιν μπορεί να φτάσει η σκέψη! Αλλά δεν υπήρξε ποτέ θέμα ηθικής - μόνο θέμα εξουσίας. Ήθελαν να ελέγχουν τους ανθρώπους, να τους κρατούν υποτελείς. Και οι αισθήσεις ελευθερώνουν!).

Ο καθένας ας διαλέξει τις δικές του πύλες της έκστασης, δεν διαφωνώ. Δημοκρατία της λύτρωσης - φτάνει να μην επεμβαίνει στις δικές μου επιλογές. Και για μένα πρώτη είναι η μεγάλη ελευθερία των αισθήσεων - και ύστερα η θύελλα και η πειθαρχία των παθών.

Από τις αισθήσεις ξεκινάνε όλα. Και ο έρωτας (η πρώτη χαρά) και η τέχνη (κι αυτή πρώτη). Γιατί ποιος ξεχωρίζει; Ο έρωτας συνεχώς γίνεται τέχνη και η τέχνη έρωτας.

Κι όταν είμαι σε βαθιά κατάθλιψη, αρκεί να δω ένα ζευγάρι ερωτευμένους για να ξαναβρώ την πίστη μου. Α! τα νέα παιδιά που καίγονται και ψάχνουν και βυθίζονται σε μέγα αυτοερωτισμό και δοκιμάζουν το έτερο σαν εαυτό, μέχρι να μάθουν να νιώθουν τον εαυτό τους σαν άλλο. Εγώ κι εσύ ένα και το ίδιο.

(Να, φωνάζει ο πουριτανός: όλα αυτά, ταπεινά, του σώματος! Όχι, φίλε, της ψυχής! γιατί αυτή ζωντανεύει το σώμα. Άψυχο σώμα δεν παίζει ούτε και ασώματη ψυχή. Ένα είναι όλα, και σε ένα απολήγουν).

Και, θεέ μου, τι μυριάδες διαφορετικές αισθήσεις μεταφέρει μια επιδερμίδα! Κάθε τετραγωνικό εκατοστό χίλιες νευρικές απολήξεις, κάθε μία ένας τόνος στη συμφωνία της αφής. Κι αλλιώς το άγγιγμα, αλλιώς το χάδι, αλλιώς το κράτημα, αλλιώς η πίεση, αλλιώς ο πόνος. Κάθε παραλλαγή πολλαπλασιάζεται με δυνατότητες σε θέσεις, ήχους, λόγους, μυρωδιές, εικόνες. Αυτή η μουσική ούτε τελειώνει ούτε επαναλαμβάνεται. Μόνο κορυφώνεται πάλι, και πάλι ξαναρχίζει όταν κοιτάς:
σε θέλω
σε θέλω
αλλά μπορεί να κοιτάζεις και με άγγιγμα, ή με φωνή, με στάση ή με άρωμα.


(Όλα αυτά δεν θα τα νιώσουν ποτέ αυτοί που κατακτούν, αυτοί που συλλέγουν, αυτοί που εκτονώνονται, αυτοί που υφίστανται, αυτοί που ανακουφίζονται, αυτοί που πετυχαίνουν. Όλα αυτά είναι απρόσιτα γι' αυτούς που δεν μπορούν να προσεγγίσουν ασυνείδητα για να γνωρίσουν συνειδητά, και να λυτρωθούν ασυνείδητα. Όλα αυτά είναι αδύνατα για όσους δεν έχουν τη σοφία του αυθορμητισμού και τον αυθορμητισμό της σοφίας. Προσέξτε! η απελευθέρωση του έρωτα είναι παγίδα των πουριτανών. Αυτοί που έκαναν την επανάσταση κατανάλωση, έκαναν το θεό εμπορεύσιμο, θέλουν να γίνει και η έκσταση αναλώσιμη).




Αλλά η πραγματική έκσταση δεν αναλίσκεται - ούτε αναλίσκει. Αναγεννάται και θάλλει σαν κερασιά την άνοιξη. Ιερός είναι ο έρωτας στο άγγιγμα, στο αγκάλιασμα, στην ηδονή και τη μέθεξη. Όμορφος είναι ο έρωτας που περικλείει τη γλυκύτατη τρυφερότητα και το καταλυτικό πάθος. Υπέροχοι είναι οι ρυθμοί εναλλαγής τρυφεράδας και μίσους, έντασης, και ύφεσης, δόξας και μελαγχολίας. Θεσπέσιες είναι οι κινήσεις του μυστικού μπαλέτου. Όλα είναι ελεύθερα στους αγωνιστές της αφής. Σίγουρη είναι η απόλυτη στιγμή για τους καθαρούς, τους ελεύθερους, τους διάφανους. Και πόσο ανθρώπινο (μέσα στη θεϊκή έκρηξη του είναι) το τελικό ευτυχισμένο χαμόγελο του άλλου με τις σκιές κάτω απ' τα μάτια:

Σε θέλω. Κι όσο σε θέλω, υπάρχω.

_________________________________

Ζωγραφική: Egon Schiele

Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007

Το νόημα του blog

Ξεκινάω με μία φράση από το χθεσινό σχόλιο του antvol:

"Μέχρις ότου, λοιπόν, βρεθεί (αν γίνεται) ο τρόπος να συζητούμε και να εκφράζουμε απόλυτα ελεύθερα τις προσωπικές μας απόψεις, όποιες κι αν είναι αυτές, χωρίς άσκοπες εντάσεις, προσωπικές επιθέσεις, ύβρεις, κατηγορίες και δίκες προθέσεων, στα πλαίσια συγκεκριμένου θέματος με αρχή, μέση και τέλος, μέχρις ότου, δηλαδή, τεθούν κανόνες του παιχνιδιού, γνωστοί εκ των προτέρων και όσο γίνεται σεβαστοί, θα μου επιτρέψετε να παραμείνω στο περιθώριο".

Όταν το διάβασα, αυθόρμητα σκέφθηκα: κι εγώ! κι εγώ! Στο περιθώριο.

Κάποτε αυτό το blog μου έδινε χαρά. Κυρίως γιατί ένιωθα ωραία, μέλος μίας παρέας που έστηνε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, διαλόγους γεμάτους νόημα, κέφι, συναίσθημα, χιούμορ.

Όχι πια.

Δεν μου λεει τίποτα η επιτυχία - το γεγονός ότι κάθε μέρα το επισκέπτονται χιλιάδες αναγνώστες και ότι μαζεύουμε 300+ σχόλια το εικοσιτετράωρο. Και τα τηλεοπτικά παράθυρα έχουν εκατοντάδες χιλιάδες θεατές. (Προς τα εκεί πάμε...)

Η ατμόσφαιρα είναι άσκημη - γεμάτη επιθετικότητα, κακοπιστία και τσαμπουκά.

Δεν συζητάμε - τσακωνόμαστε.

Βάζω ένα θέμα προς διερεύνηση - το θέμα της ειρήνης - και γίνεται πόλεμος.

Το ύψιστο της κακοπιστίας: κάνει μία τολμηρή πρόταση ο Γεράσιμος 74 και την φορτώνουν σε μένα. Διευκρινίζω δύο φορές ότι δεν είναι δική μου και επανέρχεται ο "πάντα σκεπτικιστής" γράφοντας:

"Ο κύριος Δήμου αποφάσισε να μιλήσει για ειρήνη.
Και κατέληξε ότι αν αφοπλιστούμε μονομερώς και αφήσουμε νησιά και Θράκη αφύλακτα, τότε θα έχουμε ειρήνη διότι οι Τούρκοι δεν θα ξέρουν τι να κάνουν από την... έκπληξη".

Τι να κάνω; Να πω για τρίτη φορά ότι α) δεν κατέληξα πουθενά - σε καμία πρόταση β) δεν πρότεινα εγώ τον αφοπλισμό;

Λυπάμαι αλλά έτσι δεν γίνεται διάλογος. Ούτε με τα 60 σχόλια του ζζζζζζζζζ (τα μισά δεν πέρασαν) και τις προσωπικές επιθέσεις. Και φυσικά η moderation (τεράστιος κόπος - και αίσθηση λογοκρισίας) δεν είναι λύση.

Θέλετε να συνεχιστεί το blog; Νομίζετε ότι είναι χρήσιμο, ότι πρέπει να υπάρχει; Βοηθήστε με. Παλιοί και νέοι, επώνυμοι και ανώνυμοι, φίλοι και απλώς συνοδοιπόροι, βάλτε ένα χέρι. Κουράστηκα. Βαρέθηκα.

Κλείνω με μία φράση του antvol:

Ώστε να "έχει (η παρουσία αυτή) ως μόνη ανταμοιβή την απλή και άδολη χαρά της συμμετοχής στο συλλογικό αυτό και όμορφο ταξίδι του νου, της σκέψης, της λογικής και της φαντασίας".

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

Ειρήνη υμίν!



Υπάρχει άνθρωπος που να είναι εναντίον της ειρήνης; Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω κανέναν. Ούτε σημερινό ούτε παλαιότερο. Όλοι, ακόμα και οι μεγαλύτεροι πολέμαρχοι, πίστευαν πως ήταν ειρηνόφιλοι. Θα υπέγραφαν με ενθουσιασμό κάθε διακήρυξη ειρήνης. Αλλά και οι βιομήχανοι όπλων μπορεί να είναι υπέρ των εξοπλισμών — όχι όμως και υπέρ του πολέμου. Θα σας αναφέρουν εκατό φορές το ηλίθιο λατινικό ρητό («αν θέλεις ειρήνη, ετοίμαζε πόλεμο») και θα βγουν πιο ειρηνόφιλοι και από τα λευκά περιστέρια.

Αφού όλοι είναι υπέρ της ειρήνης, τι νόημα έχει να κάνεις σταυροφορίες και να μαζεύεις υπογραφές υποστήριξης; Μου φαίνεται εξίσου μάταιο και περιττό με το να ζητήσεις υπογραφές υπέρ της υγείας η της ευτυχίας. Παραβιάζεις ανοιχτές πόρτες. Σίγουρα, αν ήταν τεχνικά δυνατό, θα υπέγραφαν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη. Και μετά τι θα γινόταν; θα σταματούσαν οι πόλεμοι;

Διότι, βέβαια, άλλο «η Ειρήνη» γενικά και αφηρημένα κι άλλο το συγκεκριμένο πρόβλημα του κάθε τόπου. Κι εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης (γενικώς), αλλά παραγγέλνουμε πυραύλους, αεροπλάνα και βόμβες. Μα εμείς, θα πείτε, έχουμε ειδικό λόγο! Το ίδιο πιστεύει κάθε άλλος λαός.

Όλοι λοιπόν είμαστε υπέρ της ειρήνης (γενικώς) κι όλοι ξεχωρίζουμε τη δική μας περίπτωση. Έτσι γίνονται οι πόλεμοι. (Οι οποίοι γι όποιον τους κάνει είναι όλοι «αμυντικοί» και «δίκαιοι»). Το να εκστρατεύει κανείς υπέρ της ειρήνης (γενικώς) δεν έχει καμία σημασία — ούτε ωφέλεια. Γίνεται, συνήθως, για καθαρά πολιτικάντικους, προπαγανδιστικούς λόγους κι όταν δεν έχουμε τίποτ' άλλο να πούμε. (Μια «ειρήνη» κολλάει παντού).

Άλλο θα ήταν αν, αντί για μεγαλόστομες διακηρύξεις, συσκέψεις, πρωτοβουλίες, συλλογές υπογραφών, κοιτούσε ο καθένας να λύσει συγκεκριμένα προβλήματα — και μάλιστα αυτά που τον αφορούν, που τον περιβάλλουν. Αν η κάθε πολιτική ηγεσία έλυνε κι από ένα —έστω μικρό— εθνικό ειρηνευτικό πρόβλημα, τότε μόνο θα βλέπαμε κάποια πρόοδο στη γενική υπόθεση της ειρήνης.

Μετά από τόσα λόγια και τόσες καταστροφές, έχουμε καταλάβει πως ο κόσμος δεν προχωράει με ουτοπικές γενικεύσεις, με λυτρωτικές κοσμοθεωρίες και άλλες μεγαλοστομίες. Όλες αυτές οι «γενικές υποσχέσεις σωτηρίας» αποδείχθηκαν είτε άχρηστες είτε ολέθριες. Ο κόσμος προχωράει μόνο σταδιακά, τμηματικά. Η εξέλιξη των ειδών δεν έγινε με επαναστάσεις — αλλά με μικροαλλαγές που χρειάστηκαν χιλιετίες...

Επιστροφή, λοιπόν, στο συγκεκριμένο! Πέρα από ρητορείες και εκκλήσεις — εμείς, εδώ, τι μπορούμε να κάνουμε για την ειρήνη; Έχουμε στην αυλή μας ένα πρόβλημα — γιατί κοιτάμε τις άλλες αυλές; Εξαντλήσαμε ήδη όλες τις προσπάθειες για την επίλυση του;

Η ωρίμανση του ανθρώπου τον πάει από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το γενικό στο μερικό, από το απόλυτο στο σχετικό. Ο έφηβος θέλει να σώσει την Υφήλιο, ο ώριμος άνθρωπος είναι ικανοποιημένος αν βοηθήσει τη γειτονιά του. Οι μεγάλες κουβέντες είναι για τους μικρούς ανθρώπους, όσο μεγαλώνουν λένε λιγότερα.

Η πολιτική πρέπει να γίνει διαδικασία επίλυσης συγκεκριμένων προβλημάτων. Διορθώνοντας το επί μέρους, θα βελτιώσουμε το σύνολο. (Άλλωστε, τι άλλο είναι το σύνολο από το άθροισμα των επί μέρους;). Αντίθετα, αν προσπαθούμε να επιδράσουμε στο σύνολο, δεν θα πετύχουμε τίποτα.

Ας αφήσουμε την ειρήνη στον Ειρηνικό — κι ας προωθήσουμε την ειρήνη στο Αιγαίο. Αν κάθε έθνος προωθήσει την δική του ειρήνη – τότε θα ειρηνεύσει όλος ο κόσμος.

Ξέρω τι θα πείτε: μα για τα προβλήματα στο Αιγαίο δεν φταιμε εμείς, αλλά οι άλλοι.


Το ίδιο λένε και εκείνοι.

Να το πρόβλημα: Κάθε διένεξη είναι διμερής – όπου και τα δύο μέρη πιστεύουν ότι έχουν δίκιο. Με το να τους στείλεις μία ευχή «Ειρήνη υμίν», θα λυθούν οι διαφορές τους;

Η ειρήνη απαιτεί υπέρβαση. Να δεις τον κόσμο και με τα μάτια του άλλου. Να μπεις στην θέση του. Να κάνεις υποχωρήσεις για να βρεθεί μία μέση λύση. Δύσκολα πράγματα. Σχεδόν αδύνατα. Γι αυτό συνεχίζονται οι πόλεμοι.

Σε όλους όσοι μιλάνε γενικά και προτείνουν σταυροφορίες και εκστρατείες για την Ειρήνη (των άλλων) έχω να πω: εμείς τι το συγκεκριμένο κάναμε γι αυτήν;


Κι αν δεν μπορούμε να λύσουμε το δικό μας πρόβλημα - τι ωφελούν τα ευχολόγια για την υφήλιο;

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

Νέα από τα Κιούρκα




Το Μαγκρίνο ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του φράχτη και κοίταξε γύρω.


Κοίταξε, ξανακοίταξε και μετά ανακοίνωσε πολύ σοβαρά:

"Είδα τις πρώτες παπαρούνες!"

Και πραγματικά τις είδα κι εγώ από μακριά. Ή μήπως ήταν ανεμώνες;





Αυτή πάντως είναι σίγουρα παπαρούνα. Οι πρώτες της φετινής άνοιξης. Μίας μακρόσυρτης άνοιξης που κρατάει από τον Γενάρη και παρατείνεται σαν περίεργο happening ανοίγοντας ένα ένα αργά και βασανιστικά τα λουλούδια της.





Μέχρι και οι πασχαλιές είναι έτοιμες να ανθίσουν!





Εν τω μεταξύ όλη η γη, γύρω και μέσα, έχει γίνει κίτρινη.





Κι ένα νέο θλιβερό για λίγους, ανακουφιστικό για πολλούς. Ο Φοβερός Άσπρος, Γάτος-Αφέντης της περιοχής (
ΕΔΩ) πέρασε στη Άλλη Διάσταση. Ένα αυτοκίνητο τον έστειλε εκεί... Τώρα εμφανίζονται διάφοροι υποψήφιοι διάδοχοι - για τον έλεγχο της περιοχής.





Όλα στα Κιούρκα θυμίζουν ότι, μερικά χιλιόμετρα από την Ομόνοια, η άλλη ζωή συνεχίζεται.

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Φτάνει Πια!

Σήμερα, 21 Μαρτίου 2007, 18:00, τo Doncat συμμετέχει σε μία διαδικτυακή διαμαρτυρία και αναδημοσιεύει το κείμενό της:


Εμείς οι Έλληνες πολίτες ζούμε, σε καθημερινή πλέον βάση, μια απαξίωση σε βάρος μας. Σε κανέναν άλλο τομέα της Διοίκησης της χώρας μας η απαξίωση αυτή δεν είναι πιο έντονη απ' ότι στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Διαμαρτυρόμαστε για την απαξίωση σε βάρος μας, που παίρνει τη μορφή τυφλής βίας εναντίον συμπολιτών μας.

Διαμαρτυρόμαστε για την απαξίωση σε βάρος μας, όταν αυτή εκδηλώνεται με την συγκάλυψη της έκνομης δράσης λίγων αστυνομικών.

Διαμαρτυρόμαστε για την απαξίωση σε βάρος μας, που αποτελεί η ανείπωτη ταλαιπωρία για την έκδοση διαβατηρίου και ταυτότητας.

Φτάνει πιά! Ζητούμε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για να σταματήσει η απαξίωση σε βάρος των Ελλήνων πολιτών. Ζητούμε:

- Τον απόλυτο σεβασμό προς την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια των πολιτών.
- Την αποκατάσταση, με έργα και πράξεις, της αξιοπιστίας της Ελληνικής Αστυνομίας στην οποία έχει ανατεθεί η τήρηση της έννομης τάξης.
- Τον άμεσο εξορθολογισμό διαδικασιών για την έκδοση διαβατηρίων και ταυτοτήτων.

Ζητούμε αυτά που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα σε μια δημοκρατική κοινωνία στον 21ο αιώνα.



Μια πρωτοβουλία των ιστολογίων: Αμπελοφιλοσοφίες, αναΜόρφωση-ιστολόγιο, ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ, Ελεύθερος Σκοπευτής, Ιστολόγιον, ΚΑΙ βλέπω ΚΑΙ ακούω ΚΑΙ μιλάω, Καλτσόβρακο, Λαπούτα, Λευκός Θόρυβος, λ:ηρ, Μαργαριταρένια, Με Νταούλια και Ζουρνάδες, Στέφανος Ν. Παπανώτας, το χέρι, Ψιλικατζού, ANARRIMA, Digital Era, divaynne, doncat, eidisis-sxolia, Fairy Smoke, fastbackwards, Gravity & the Wind, GreekUniversityReform, Non-Linear Complexity, Nylon, oraelladas, RealityTape, taparaponasas stoMIXER, vrypannetweblog, We are not alone


Πάρτε μέρος στην πρωτοβουλία μας.

tags:

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Διαβάζεται; Πα πα πα!

Κάποιος φίλος «ανακάλυψε» προχθές τον «Κόμη Μοντεχρίστο» του Αλέξανδρου Δουμά. Ήταν γοητευμένος και από το μύθο και το αφήγημα.

«Μην πεις σε κανένα ότι σου άρεσε αυτό το βιβλίο. Θα χάσεις το κύρος σου. Είναι ‘λαϊκό’ και αειθαλές μπεστ-σέλλερ», του είπα.

Ο Δουμάς, δημιουργός μύθων που ζούνε αιώνια (η επιστροφή και εκδίκηση του Μοντεχρίστο έχει μπει στο συλλογικό μας υποσυνείδητο) δεν έγινε ποτέ μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Όπως και ο λίγο μεταγενέστερός του Ιούλιος Βερν – εξίσου μεγάλος μυθοποιός και οραματιστής.

(Από αυτούς που μπήκαν στην Ακαδημία τα 2/3 δεν υπάρχουν πια ούτε στις Γαλλικές εγκυκλοπαίδειες).

Ποιο ήταν το εμπόδιο στην αναγνώρισή τους; Διαβάζονταν. Άρεσαν. Σε πολλούς.

Θυμήθηκα ένα κείμενο που είχα γράψει πριν από χρόνια.




Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΣ

Το διάβασα σε σοβαρή στήλη έγκυρης (στα πνευματικά) εφημερίδας μας:
«Καλογραμμένο βιβλίο, διαβάζεται ευχάριστα — πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι λογοτεχνία».

Περίμενα μερικές εβδομάδες τις αντιδράσεις — δεν φάνηκαν. Μπορούμε λοιπόν να καταλήξουμε πως η θέση του καθ' όλα εγκύρου εντύπου είναι σήμερα κρατούσα άποψη. Λογοτεχνία (και κατ' επέκτασιν τέχνη) είναι το δυσάρεστο, το δυσανάγνωστο, το δύσκολο.

Κρύψου λοιπόν παραμυθά "Όμηρε, απολαυστικέ Βοκκάκιε, διασκεδαστή Σαίξπηρ, λαϊκέ Θερβάντες, κωμικέ Μολιέρο, συγκινητικέ Ντίκενς, καυστικέ Σουίφτ, διαυγέστατε Βολταίρο, συναρπαστικέ Ντοστογιέφσκι, σαφέστατε Φλωμπέρ. Δεν γράψατε λογοτεχνία — δεν είσαστε καλλιτέχνες, αφού «διαβάζεστε ευχάριστα!».

Κατ' αναλογίαν ούτε ο Μότσαρτ κι ο Μπετόβεν είναι σημαντικοί συνθέτες (καθότι «ακούγονται ευχάριστα»), ούτε βέβαια οι μεγάλοι κλασικοί ζωγράφοι είναι πραγματικοί καλλιτέχνες (αλίμονο! Όλοι τους «βλέπονται ευχάριστα!»).

Ως εδώ χαμογελάμε. Αλλά το σύμπτωμα είναι σοβαρό και η αρρώστια επικίνδυνη — η αρρώστια που διώχνει το κοινό.

Μέχρι τα 1800 η τέχνη ήταν άμεσα ταγμένη στην υπηρεσία της κοινωνίας. Δεν υπήρχε «τέχνη για την τέχνη», «τέχνη για τον καλλιτέχνη» ή «τέχνη για τους ειδικούς». Ο καλλιτέχνης εργαζόταν για κάποιον, την εκκλησία, τους άρχοντες, τους αστούς, την κοινότητα, το δήμο, το κοινό, τον Μαικήνα — και ήταν άμεσα συνδεδεμένος μαζί του. Αν το προϊόν της δουλείας του δεν ήταν κατανοητό ή αρεστό, δεν έπαιρνε άλλη παραγγελία.

Η εξάρτηση αυτή ήταν βέβαια δουλεία (ξέρουμε τι τραβούσε ο Χάιντν με τους Εστερχάτζι ή ο Ρέμπραντ με τους δημοτικούς συμβούλους!), αλλά ήταν και δεσμός με την πραγματικότητα. Η επικοινωνία με το κοινό δεν ήταν παρεπόμενο του έργου — ήταν η conditio sine qua non, η απαραίτητη προϋπόθεση του.

Η απελευθέρωση του καλλιτέχνη από την πατρωνία πλάτυνε τους ορίζοντες του — αλλά του έδωσε και τη δυνατότητα να απομονωθεί στον «ελεφαντοδοντένιο πύργο» του. Το θετικό σ' αυτή την εξέλιξη ήταν ότι επέτρεψε το πείραμα και την αναζήτηση — και πλούτισε την ανθρωπότητα με έργα τολμηρά κι αξιόλογα. Το αρνητικό: ότι δυσχεραίνει, την επικοινωνία με το κοινό. Η κακή πλευρά του πειραματισμού είναι η δυσκολία. (Η οποία όμως ποτέ δεν αποτελεί προσόν — η στόχο. Κάθε έργο τέχνης —και το πιο τολμηρό— τείνει στη διαύγεια. Που επιτυγχάνεται στο αριστούργημα).
Αλλά πέρα από θετική, η εξέλιξη αυτή ήταν αναπόφευκτη. Στη σημερινή κοινωνία μόνον η ελεύθερη δημιουργία ευδοκιμεί. Απόδειξη: οι καταστρεπτικές επιπτώσεις της Ζντανοφικής θεωρίας για υποχρεωτικά «στρατευμένη τέχνη».

Ελεύθερη τέχνη όμως σημαίνει ελεύθερη αξιολόγηση. Αξιώματα του τύπου «μόνο το δύσκολο είναι τέχνη» είναι εξίσου φασιστικά με την άποψη πως «η τέχνη οφείλει πάντα να είναι προσιτή» (η «χρήσιμη» κλπ.). Η τέχνη οφείλει να είναι τέχνη. Ως (καλή) τέχνη τελικά θα είναι και ωφέλιμη, και χρήσιμη — και ευχάριστη.

Η καλή τέχνη μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο δύσβατη. (Και παραμένει το ερώτημα: Για ποιόν;). Ευχάριστη όμως θα είναι, πάντα. Σε διαφορετικό επίπεδο. Ο μόνος λόγος που προσεγγίζει κανείς ένα έργο τέχνης, είναι επειδή του χαρίζει ψυχική απόλαυση. (Έστω κι αν αυτή είναι «έλεος και φόβος»). Ίσως να υπάρχουν μερικοί που βλέπουν την τέχνη σαν αγγαρεία και ασχολούνται με αυτήν από καθήκον. Αλλά αυτό είναι δικό τους πρόβλημα...

Το ότι ο Τζόυς (μοιάζει να) είναι πιο δυσπρόσιτος από τον Σταντάλ κι ο Μπέκετ από τον Γκολντόνι — δεν έχει καμιά σχέση με την αξία τους. Και το ότι κάποιος προτιμάει να διαβάζει Τζόυς (έστω και με το ζόρι) αυτό δεν τον κάνει ανώτερο και επαρκέστερο αναγνώστη.

Όμως εκεί είναι η ρίζα του κακού. Εγκαταλείπουμε τώρα την τέχνη σαν τέχνη και πάμε στην τέχνη σαν επίδειξη. Σαν κροκοδειλάκι Λακόστ. Πως θα ξεχωρίσουμε από τον «χύδην όχλο»; Διαβάζοντας τα δύσκολα και τα δυσνόητα (που τάχα μόνον εμείς τα καταλαβαίνουμε). Και περιφρονώντας τα εύκολα και ευχάριστα. Η τέχνη για μας δεν είναι τέρψη — είναι πρόβλημα, γρίφος, οδύνη, άχθος, αγωνία και άγχος.

Κι αν ένα έργο έχει κάνει πολλές εκδόσεις, τότε αποκλείεται να είναι σημαντικό — καθότι, λαϊκό. (Άμοιρε Τολστόι!). Κι, αν μας δίνει ευχαρίστηση —ώ ! του κρυπτοπουριτανισμού !— είναι φτηνό και δεύτερο. «Τι είπατε; Καλογραμμένο βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα; 'Έ! αυτό σημαίνει σαφώς πως δεν είναι λογοτεχνία!».

Ά! μωρέ Σουσούδες της τέχνης — μεγαλόσχημοι κριτικοί και σχολιογράφοι που κατατρομάζετε το κοινό, ζωγραφίζοντας την ομορφιά με μαύρα χρώματα! Άξιζε να σας παραλάβουν ο Σουίφτ, ο Ροΐδης κι ο Βολτέρος (όλοι «εύκολοι» κι. «ευχάριστοι»), γιατί εγώ δεν βρίσκω αρκετά λόγια να σας ξεφωνίσω. Τάχα λοιπόν χορτάσατε τους κλασικούς — και τώρα πια ακούτε μόνον Ξενακίς. Και δεν υποπτευθήκατε ποτέ ότι ο «ευχάριστος» μπορεί να είναι δέκα φορές πιο βαθύς από τους δυσκοίλιους —και δέκα φορές πιο ευεργετικός...





Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007

Θεοδωράκης: Όπισθεν ολοταχώς!

Το ότι θα έβλεπα τον Θεοδωράκη να αγωνίζεται αγκαλιά με τον Χριστόδουλο, εναντίον του βιβλίου ιστορίας της 6ης Δημοτικού - ούτε στον ύπνο μου δεν το είχα φανταστεί.

Διαβάστε παρακαλώ το άρθρο του στην σημερινή Καθημερινή. Είναι μία πλήρης αντιστροφή της ιστορίας. Σχεδόν κάθε φράση του είναι ιστορικά λανθασμένη. Δίνω το link.

O έξαλλος αντιδυτικισμός του τον κάνει να ξεχνάει πως την τελική και οριστική ελευθερία της η Ελλάδα την χρωστάει στις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Ιμπραήμ είχε εξαφανίσει κάθε ίχνος επανάστασης και αν δεν γινόταν η ναυμαχία στο Ναυαρίνο, θα ήμασταν ακόμα βιλαέτι. Και μπορεί μερικές συντηρητικές κυβερνήσεις να μην καλόβλεπαν την Επανάσταση όμως οι λαοί της Δύσης έδωσαν μεγάλη υποστήριξη, χρήματα και ζωές.

Ισχυρίζεται ψευδέστατα πως η Επανάσταση ξεκίνησε από το απλό λαό και όχι από τους μορφωμένους και τους διανοοούμενους: Ξεχνάει τον Ρήγα και τον Κοραή. Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας δεν ήταν χωρικοί - ήταν αστοί και ζούσαν εκτός Ελλάδας. Ο Υψηλάντης ήταν Πρίγκιπας. Μέχρι και για τον κόντε Σολωμό λέει πως "υπήρξε λαϊκός".

Θεωρεί ότι η Δύση έκανε αγώνα για να μην ονομαστούμε Έλληνες αλλά "γυφτόβλαχοι" - και βλέπει την δουλειά του Φαλμεράγιερ ως αντίδραση στην εξέγερση των Ελλήνων (μόνο που ο Φαλμεράγιερ έγραψε πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωση).

Ξεxνάει πως η Δύση ανακάλυψε την αρχαία Ελλάδα και όχι εμείς - και αυτή μας την έδωσε πίσω. Εμείς Ρωμιοί είμασταν - οι φιλέλληνες και οι έλληνες που γύρισαν από την Δύση μας όρισαν συνεχιστές των Αρχαίων (γι καλό ή για κακό - είναι άλλο θέμα).

"Όλοι οι μεγάλοι έλληνες ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες" γράφει "υπήρξαν λαϊκοί". Ο Κάλβος; Ο Σολωμός; Ο Καβάφης; Ο Ελύτης; Ο Σεφέρης;

Δεν θέλω να συνεχίσω, γιατί με θλίβει βαθύτητα η στροφή προς την αντίδραση ενός ανθρώπου που, εκτός από μεγάλος συνθέτης, υπήρξε και σημαντικός αγωνιστής. Και που τώρα πέρασε οριστικά στην απέναντι όχθη. Για να μην γίνει ποτέ εθνικόν το αληθές.

Παρασκευή, Μαρτίου 16, 2007

Τα πάθη μας...



Πριν λίγο καιρό έλαβα ένα γράμμα από μία κυρία βουλιμική. Μου έγραφε: «αν θέλετε να κάνετε ένα post για την βουλιμία, προσφέρομαι».

Επειδή είμαι κι εγώ βουλιμικός (κάθε στεναχώρια ή χαρά οδηγεί στο ψυγείο) με αποτέλεσμα να έχω τουλάχιστον δεκαπέντε περισσευούμενα κιλά, καταλαβαίνω απόλυτα το πάθος της.

Αλλά βέβαια για την επιστολογράφο μας τα πράγματα είναι πιο άγρια: «Έχω δοκιμάσει, τα πάντα, ψυχολογική υποστήριξη, διατροφολογική υποστήριξη, δίαιτες από γιατρούς και όχι διαιτολόγους, έχω δοκιμάσει να κάνω σχέση για να ασχοληθώ με κάτι άλλο εκτός από την μόνιμη ιδέα του φαγητού στο μυαλό μου, έχω δοκιμάσει να βγαίνω συχνά με τους φίλους μου, γυμναστήριο, γιόγκα, χορό, ζωγραφική που μ' αρέσει, διάβασμα, υπερωρίες στο γραφείο για να μην πηγαίνω σπίτι και βυθίζομαι στο ατελείωτο φαγητό, έχω δοκιμάσει να πηγαίνω στους γονείς μου αντί σπίτι μου, για να μην τρώω συνέχεια και κατέληγα να τρώω κρυφά τα βράδια, έχω πάει στους ανώνυμους ψυχαναγκαστικούς υπερφαγικούς, να μην κάνω τίποτα και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Το αποτέλεσμα; ΤΙΠΟΤΑ. Σήμερα είναι Τετάρτη, σηκώθηκα για εκατομμυριοστή φορά από το κρεβάτι μου λέγοντας μέσα μου ότι όλα θα πάνε καλά σήμερα, και για ΑΛΛΗ μία φορά, δεν πήγαν».

Παρέπεμψα την κυρία και το γράμμα της στην σύζυγό μου και ίσως να θίξει το πρόβλημα στο δικό της
blog – μια και εκτός από την συμπάθειά μου (κι ένα κομμάτι σπιτική καρυδόπιτα που έφαγα για συμπαράσταση και παρηγοριά) δεν μπορώ να την βοηθήσω. Αλλά το γράμμα της μου έδωσε την έμπνευση να μιλήσω για μικρά και μεγάλα πάθη. Όχι τα ευγενή (διάβασμα, μουσική, ρεμβασμός). Τα άλλα, τις αδυναμίες, τα ευτελή και ανθρώπινα. Τα δικά μου κατ’ αρχήν, αλλά, φαντάζομαι, και των σχολιαστών μου.

Ένα πάθος που μοιράζομαι με πολλούς συμπολίτες: shopping therapy. Τίποτα δεν με χαλαρώνει τόσο όσο μία βόλτα στα μαγαζιά. Δεν αγοράζω παρά μόνο σπάνια. Αλλά η παρουσία τόσων πολλών αγαθών, τόσο ωραίων πραγμάτων με φτιάχνει.

Φυσικά οι κυρίες κοιτάνε κυρίως τα ρούχα κι εγώ περισσότερο τα ηλεκτρονικά τα gadgets και τα βιβλία. Ρίξτε με σε ένα μαγαζί σαν την FNAC – μπορεί να μείνω εκεί μέρες.

Δεν είναι καταναλωτική μανία – γιατί τελικά καταναλώνω λίγα σε σχέση με τις δυνατότητές μου. Είναι η παρουσία ενός κόσμου αντικειμένων και ανθρώπων που κάνει την βόλτα στα αυτή τόσο ευχάριστη. Κι όταν είναι κλειστά τα μαγαζιά – κανένα τριήμερο αργίας – η έλλειψη δυνατότητας με ενοχλεί. Η κόλαση για μένα θα είναι ένα μέρος χωρίς καταστήματα. Κάτι σαν την Ανατολική Γερμανία τις δεκαετίες του 70 και του 80 όπου στα ράφια υπήρχε μόνο ένα προϊόν από κάθε είδος και αυτό χωρίς συσκευασία – αρκούσε μία μονόχρωμη ετικέτα. Ακόμα και στα βιβλία, εκτός από τα χρυσόδετα Άπαντα του Χόνεκερ (σε εξευτελιστική τιμή) και τους κλασικούς του Μαρξισμού-Λενινισμού υπήρχαν μόνο λίγες τυποποιημένες (και λογοκριμένες) εκδόσεις παλαιών κλασικών σε άθλιο χαρτί και εκτύπωση.

Αντίθετα μία μεγάλη αγορά (σαν το Καπαλί Τσαρσί – την στεγασμένη αγορά της Πόλης) ή ένα Mall, είναι κάτι πιο κοντά στον Παράδεισο.

Το πάθος με τα gadgets το έχω ήδη αναφέρει συχνά. Αλλάζω συχνά κινητά, φωτογραφικές μηχανές, PDA (τώρα έχουν εκτοπιστεί από τα smartphones), υπολογιστές. Παλιά, όταν μπορούσα, άλλαζα συχνά αυτοκίνητα. Έχω την ψευδαίσθηση πως ανανεώνοντας τις τεχνολογικές μου προεκτάσεις, ανανεώνω και τον εαυτό μου...

Περιέργως σε άλλα πράγματα – ακόμα και τεχνολογικά – δεν αναβαθμίζομαι. Χρησιμοποιώ τα ίδια ηχεία επί 30 χρόνια. Και για τον κλάδο ένδυση-υπόδηση είμαι ο πελάτης-εφιάλτης: φοράω τα ρούχα και τα παπούτσια μου, μέχρι να λιώσουν.

Άλλα – μικρότερα – πάθη: Η συλλογή βιβλίων. Οι πασιέντζες. Το μαστόρεμα. Και βεβαίως (καλά! βάλε μέσα τα νύχια!) οι γάτες...


Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007

Μειονότητα;



Την τρίτη εβδομάδα του Μάρτη γιορτάζεται πανευρωπαϊκά η «εβδομάδα κατά του ρατσισμού».

Όπως έχω γράψει και παλιότερα: Ως γνωστόν ισχύει πάντα η φράση: «οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές». Η οποία αποδεικνύει ότι ...είναι.

Πρόκειται για μία κλασική ρατσιστική φράση, αφού κάνει διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες και τους άλλους.

Και σύμφωνα με τον νόμο 3304/2005: «Ρατσισμός είναι κάθε διάκριση, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».

Έχω ξαναπεί ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ρατσιστές. Δηλαδή από την πιο τρυφερή ηλικία φοβούνται το άλλο, το ξένο, το διαφορετικό. Και είναι θέμα ανατροφής, παιδείας, και συνεχούς άσκησης να ξεπεράσεις αυτή την έμφυτη δυσπιστία και να καταπολεμήσεις την διάκριση μέσα στην σκέψη και στο συναίσθημά σου.

Υπάρχει η – πολύ διαδεδομένη – άποψη ότι οι Έλληνες δεν ήσαν ρατσιστές αλλά έγιναν μετά από την πλημμυρίδα των μεταναστών στην δεκαετία του 90. Η άποψη αυτή (εμμέσως ρατσιστική αφού αποδίδει τον ρατσισμό μας στην παρουσία των ξένων) είναι 100% λανθασμένη.

Το 1986, σε καιρούς ανύποπτους, σχολιάζοντας μία έρευνα της «Ευρωδήμ» είχα γράψει στο Βήμα τρία σχόλια που μπορείτε να βρείτε στο site μου. Από την έρευνα προέκυπτε ότι οι Έλληνες είχαν αντιδράσεις πιο ρατσιστικές από τους άλλους Ευρωπαίους. (Η ίδια έρευνα είχε γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες). Βέβαια δεν υπήρχαν τότε Αλβανοί. Υπήρχαν όμως Έλληνες Εβραίοι, Ρομά και Μουσουλμάνοι.

Αντιγράφω: «Στην ερώτηση: «Ένας Έλληνας Εβραίος είναι Έλληνας;», το 41% των Ελλήνων άπαντα αρνητικά. Στην αντίστοιχη ερώτηση του IFOP μόνον 12%, των Γάλλων είπε όχι. (79%, ναι. Έλληνες: 49%).

Μόνον 17% των Γάλλων θα είχε αντίρρηση για ένα γαμπρό (η νύφη) Εβραίο — στους Έλληνες το ποσοστό είναι 51%,. Ακόμα: το 49%, από μας δεν θα ψήφιζε έναν Εβραίο βουλευτή (Γάλλοι: 13%) και 43% δεν θα πήγαινε σε Εβραίο γιατρό (Γάλλοι: 7%)! Και —αθάνατη παράνοια!— το 55% των συμπολιτών μας πιστεύει πως οι Εβραίοι κυβερνούν τον κόσμο!

Συντριπτικά στοιχεία! Και να σκεφθείτε πως στην Ελλάδα ρωτήθηκαν μόνον Αθηναίοι.

Η έρευνα καλύπτει, πέρα από τους Εβραίους, άλλες δύο μειονότητες — Μουσουλμάνους και Τσιγγάνους. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι τα ποσοστά σ' αυτές τις κατηγορίες είναι ακόμα μεγαλύτερα — μερικά σε επίπεδο παγκόσμιας επίδοσης... (Π. χ. 92% δεν θέλουν γαμπρό τσιγγάνο).

Στο ερώτημα αν εμπιστεύονται έναν Ορθόδοξο απάντησε καταφατικά το 92% — έναντι 63% για έναν Καθολικό και 57% για έναν Διαμαρτυρόμενο. Φυσικά το ποσοστό πέφτει στο 37% για τους Εβραίους και στο 35% για τους Μουσουλμάνους».

Όπως βλέπετε δεν φταίνε οι μετανάστες για τον ρατσισμό. Υπήρχε και πριν από αυτούς.

Ήταν ενδιαφέροντα τα δεκάδες γράμματα που έλαβα τότε:

«Μα πως τολμάτε να λέτε ότι οι Έλληνες είναι ρατσιστές; Ούτε Νταχάου είχαμε στην Ελλάδα, ούτε υπόθεση Ντρέυφους! Φυσικά δεν εμπιστευόμαστε Εβραίους γιατί αυτοί φροντίζουν μόνο τα εβραϊκά συμφέροντα. Εσένα θα σου πιουν το αίμα!».

«Δεν είμαστε ρατσιστές επειδή δεν θέλουμε η κόρη μας να παντρευτεί γύφτο! Αφού όλοι οι γύφτοι είναι αγράμματοι, βρώμικοι και κλέφτες!».

«Υποστηρίζετε τους Εβραίους που είναι εγκληματίες και εξοντώνουν τους Άραβες...».

Ο πιο επικίνδυνος ρατσιστής είναι αυτός που νομίζει πως δεν είναι. Οι άνθρωποι που μου έγραψαν αυτά τα γράμματα (και πολλά παρόμοια) ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία.

Το Νταχάου και το Άουσβιτς δεν είναι ρατσισμός. Είναι τα αποτελέσματα του ρατσισμού. Το έγκλημα αρχίζει από την γνώμη.

Και το δυσκολότερο πρόβλημα είναι ο εντοπισμός και η συνειδητοποίηση του ρατσισμού μέσα και γύρω μας.

Όλες οι τρέχουσες προκαταλήψεις δεν είναι αιτία αλλά συμπτώματα του ρατσισμού. Οι περισσότερες είναι και αναληθείς. Π. χ.: «οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές μας, ευθύνονται για την ανεργία, για την εγκληματικότητα, κλπ.».

Το σύνθημα της εβδομάδας κατά του ρατσισμού είναι:

«Υπάρχει μόνο μία επικίνδυνη μειονότητα: οι ρατσιστές».

Ένσταση: Είναι βέβαιο πως πρόκειται για μειονότητα; Άλλα δείχνουν οι έρευνες και δημοσκοπήσεις (ακόμα και οι τελευταίες).

Μήπως με το να τους ονομάζουμε μειονότητα παρηγοριόμαστε και υποβαθμίζουμε το πρόβλημα;

______________________________________________


Πληροφορίες για τις εκδηλώσεις στο OLOIISOI

Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Profiles

Όλοι εμείς που γράφουμε εδώ μπορεί να μην έχουμε πρόσωπο, αλλά έχουμε ένα προφίλ – ή profile.

Μας το ζητάει ο Blogger για να αποκαλύπτουμε (ή να κρύβουμε) στοιχεία από την ταυτότητά μας.

Χαζεύω τα προφίλ των σχολιαστών και αναρωτιέμαι.

Μερικοί δεν επιτρέπουν καν την πρόσβαση στο προφίλ τους. Αυτοί είναι συνήθως τρολς – αλλά και σοβαροί σχολιαστές (π. χ. athanasia).

Άλλοι δίνουν μόνο μία ξερή πληροφορία (π. χ. chris).

Άλλοι πάλι (ελάχιστοι) γράφουν ολόκληρο βιογραφικό. Μερικοί προσθέτουν και site (αν έχουν) και email.

Αν γράψεις την ημερομηνία γέννησης (πράγμα που κυρίες και υπερήλικες συνήθως αποφεύγουν) σου βγάζει αυτόματα το ζώδιο και το ζωδιακό έτος (;). Εγώ δεν έγραψα ηλικία (άλλωστε είναι γνωστή) ακριβώς για να μην εμφανίζονται αυτές οι αστρολογικές σαχλαμάρες.

Μου κάνει εντύπωση όμως πόσο λίγοι από εμάς χρησιμοποιούμε το ερωτηματολόγιο του προφίλ για να δώσουμε μία εικόνα του εαυτού μας.

Γιατί; Προστατεύουμε την ανωνυμία μας; Βαριόμαστε; Σνομπάρουμε;

Και καλά αν έχουμε δικό μας blog – μπορεί όποιος ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα για μας, διαβάζοντάς το. (Εφόσον υπάρχει υλικό….). Αλλά υπάρχουν και πολλοί που δεν έχουν – γράφτηκαν στον blogger μόνο για να σχολιάσουν.

Σε μία λειτουργία επικοινωνίας, όπως είναι το blogging, θα περίμενε κανείς περισσότερο πλούτο πληροφοριών. Εντάξει – κι από τις απόψεις και τα σχόλια διαμορφώνουμε μία εικόνα – αλλά αν ήξερα για τον «Χ» ότι παίζει σκάκι, ή κιθάρα, ότι του αρέσουν τα b movies και ο Bob Dylan, ότι είναι φιλόλογος ή μηχανικός, ότι ζει στην Καλαμάτα ή το Βανκούβερ – όλα αυτά κάτι θα πρόσθεταν…

Πέρα από την γνώμη του άλλου, μας ενδιαφέρει και το πρόσωπο. Έστω το ανώνυμο: να έχει τουλάχιστον ένα προφίλ…

Σάββατο, Μαρτίου 10, 2007

Ποιοι οι Φίλοι



O Νίκος Καχτίτσης είχε γράψει το 1956 ένα βιβλίο με αυτό τον τίτλο. Τον δανείζομαι για να μιλήσω για φίλους.

Στην Γερμανία έμαθα την σημασία της λέξης φίλος. Μίλαγα συνεχώς στους Γερμανούς για τον τάδε ή τον δείνα φίλο μου, τους πολλούς φίλους μου – ώσπου μία στιγμή με σταμάτησε ένας στοχαστικός συμφοιτητής μου και με ρώτησε: «Μα πόσους φίλους έχεις;»

«Ου – πάρα πολλούς!» απάντησα.

«Θα εννοείς γνωστούς (Bekannten). Freunde (φίλους) θα είσαι τυχερός αν στη ζωή σου αποκτήσεις 3-4»…

Και είχε δίκιο. Περισσότερους δεν απόκτησα.

Θυμάμαι σήμερα τον πρώτο και καλύτερο φίλο μου. Έφυγε από την ζωή πολύ πρόωρα – πριν δέκα χρόνια.

Ήμασταν μαζί από το σχολείο. Στο μάθημα, στην μελέτη, στις βραδινές εξόδους, στα πάρτι, στις εκδρομές. Τα καλοκαίρια με φιλοξενούσε στο πατρογονικό του σπίτι στις Σπέτσες. Είχε δύο αδελφές, γονείς συμπαθέστατους και μου έδινε αυτό που ποτέ δεν είχα ως παιδί: μία οικογένεια.

Πολύ διαφορετικοί στον προσανατολισμό μας: εκείνος θετικός, πρακτικός (σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος) εγώ από την άλλη μεριά. Κι όμως αχώριστοι. Γιατί;

«Parce que c’était lui, parce que c’ était moi» (επειδή ήταν αυτός – επειδή ήμουν εγώ) απάντησε ο Montaigne στο ίδιο ερώτημα.

Ταιριάζαμε όμως στο τραγούδι. Είχε καλή και σωστή φωνή, έπαιζε και ακορντεόν. Τραγουδάγαμε πρίμο σεκόντο:

Μας φτάνει μόνο…
Μας φτάνει μόνο ένα κύμα στ’ ακρογιάλι…

Έφυγε νωρίτερα από το Κολλέγιο για να γλιτώσει τον πρόσθετο χρόνο και μετά επέλεξε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο του Μονάχου.

Μαντέψτε πού διάλεξα να πάω για σπουδές;

Δεν ήταν τόσο το καλό Πανεπιστήμιο (υπήρχαν και καλύτερα για την φιλοσοφία) όσο η παρουσία του φίλου μου.

Κι εκεί λοιπόν μαζί – ακόμα πιο κοντά, όσο μας φέρνει η ξενιτιά.

Κι όταν ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα για χρόνια κάναμε ακόμα παρέα. Μετά χαθήκαμε – όπως τα φέρνει η ζωή.

Αλλά όποτε βρισκόμασταν ξανά, ήταν σαν να μην είχε περάσει μία μέρα από την τελευταία μας συνάντηση.

Τον αισθανόμουν πάντα σαν αδελφό - τον αδελφό που θα ήθελα να είχα. Λιγομίλητος, σοβαρός, στέρεος, πιο κατασταλαγμένος από μένα, στα εφηβικά και φοιτητικά χρόνια ήταν στήριγμα. Τον ένιωθα πάντα γερό, ακατάβλητο, σαν καλό σκαρί.

Και γι αυτό με ξάφνιασε και με τρόμαξε η είδηση ότι είχε προσβληθεί από καρκίνο – τον ίδιο καιρό με μένα, αλλά πιο σοβαρά από μένα.

Πρόλαβα να του δώσω, σε πρόχειρη εκτύπωση, τον δεύτερο τόμο από τους «Δρόμους» (Από την Οδό Ρήνου στην Ες Στράσε) που ιστορούσε την ζωή μας στο Μόναχο.

Πέθανε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου που του είχα αφιερώσει. Και όπως δεν κοιτάω ποτέ τα αγγελτήρια – δεν πήγα ούτε στην κηδεία του.

Το όνομά του: Άγγελος Μπουκουβάλας.

Η προφητεία του Γερμανού ήταν σωστή. Μετά από τον Άγγελο απέκτησα μόνο άλλους δύο φίλους. Τώρα μου έχει μείνει ένας.

Τελικά οι φίλοι είναι το πιο σπάνιο και το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο.


______________________________

Φωτογραφία: 1954, ο Άγγελος κοιτάει από το παράθυρο του πρώτου μου φοιτητικού δωματίου, στην Rhein Strasse.


Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

Εαρινή Ραθυμία



Άλλοι από τα λουλούδια. Άλλοι από τα χελιδόνια. Άλλοι -πιο πεζοί- από το ημερολόγιο.

Εγώ όμως καταλαβαίνω την Άνοιξη από κάτι διαφορετικό: την τεμπελιά.

Μόλις νιώσω τον εαυτό μου να αδιαφορεί για τα πάντα, να βαριέται, να κωλυσιεργεί, να αναβάλλει, να μη βγαίνει από το κρεβάτι - κατάλαβα: Ήρθε η Άνοιξη!

Από τη μια μέρα στην άλλη ο ρυθμός της ζωής αλλάζει ριζικά. Εκεί που γύριζα στις έξι χιλιάδες στροφές, γίνομαι αργόστροφος σαν ντηζελομηχανή πλοίου. Σε αργή κίνηση ανεβαίνουν τα πιστόνια, κατεβαίνουν τα έμβολα. Ίσα-ίσα για να συντηρηθεί η κυκλοφορία.

Φέτος η Άνοιξη για μένα ήρθε πολύ νωρίς. 6 Μαρτίου ακριβώς. Η μέρα αυτή θα μείνει ιστορική για έναν απλό λόγο: Δεν έκανα τίποτα.

Μου πήρε δύο ώρες (συνήθως θέλω δύο λεπτά) να φθάσω από το κρεβάτι στο μπάνιο. Κάθισα άλλη μια ώρα στην μπανιέρα να κοιτάω το νερό. Είχα ήδη χάσει δύο ραντεβού, αλλά ούτε που το σκέφθηκα. Επειδή με ενοχλούσε το τηλέφωνο, που είχε το θράσος να χτυπάει και να ξαναχτυπάει (χωρίς φυσικά να το σηκώνω) το έκλεισα. Πέρασα την υπόλοιπη μέρα να «σέρνομαι» (έτσι μου’ λεγε η μάνα μου) από καναπέ σε καναπέ. (Οι πολυθρόνες δεν βολεύουν, σε τέτοιες καταστάσεις. Είναι σκληρές, ζητάνε να κάθεσαι κάπως κάθετα...).

Είχα να γράψω και κάτι επείγον. Έκανα μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κι έφθασα ως τον υπολογιστή. Μου ήταν όμως αδύνατον να τον ανάψω. Και παραιτήθηκα.

Ωραίο πράγμα η Άνοιξη! Σαν αναισθητικό μπαίνει στις φλέβες σου και σε ναρκώνει. Σε λίγο δεν σε νοιάζει για τίποτα, ούτε για τα οικονομικά, ούτε για τα πολιτικά, ούτε καν για τα ποδοσφαιρικά. Αυτό που θέλεις είναι άνεση, άπλα, ανοχή. Να ξεχειλώνεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ξαπλωμένος να απλώνεσαι και -το πολύ-πολύ- να ακούς κάποια, πολύ απαλή, μουσική. Ένα επίσης απαλό χέρι που θα χάιδευε τρυφερά την επιδερμίδα σου, θα ήταν κι αυτό ευπρόσδεκτο. Την Άνοιξη ζεις με το δέρμα. Και τα χάδια, όμως, ήρεμα και χαλαρά, ίσα-ίσα για να προκαλούνε γενναίες εκκρίσεις ενδορφίνης (είναι οι εσωτερικές μορφίνες του οργανισμού). Όχι βιαιότητες, ούτε καν ερωτικές.

Δεν ταιριάζουν καθόλου με την εαρινή ραθυμία.

Όσο για τους σοβαρούς ανθρώπους και τις σοβαρές ασχολίες τους - μπορούνε απαξάπαντες να πάνε στο διάβολο. Το σημαντικό είναι να παρατηρείς τη χλόη πώς μεγαλώνει, τις σκιές πώς αλλάζουν θέση με την κίνηση του ήλιου και πώς βαθαίνει το χρώμα του ουρανού στο σούρουπο. Μετά, κατάκοπος από τόση εργασία, σέρνεσαι στο κρεβάτι - πέφτεις με τη νέα ώρα και ξυπνάς με την παλιά.

Ευλογημένη τεμπελιά, πόσο απλουστεύεις τη ζωή του ανθρώπου! ξεχωρίζεις τα σημαντικά από τα ασήμαντα, τα σπουδαία από τα περιττά. Σπουδαία είναι το φαΐ, ο έρωτας, ο ύπνος, η μουσική, τα λουλούδια και οι καλοί φίλοι (φθάνει να κινούνται στον ίδιο ρυθμό). Όλα τα άλλα είναι ασήμαντα. Κανείς, σε τέτοια διάθεση, δεν θα ξεκινούσε για πόλεμο, ή για καυγά - ούτε καν για εκλογές. Κανείς δεν θα δούλευε -κι έτσι τέλος η εκμετάλλευση.

Τέλος και η ρύπανση. Ποιος θα είχε κουράγιο να καταγίνεται με ρυπαντικές ενέργειες;

Θα πείτε: πώς θα ζούσαμε; Ε! Πώς ζούνε οι δημόσιοι υπάλληλοι - ή τα πουλάκια του ουρανού; Δεν εργάζονται κι όμως ζούνε. Κάτι θα βρισκόταν... φρούτα, σπόροι, χορταράκια, αργομισθίες... Εν πάση περιπτώσει, αρνούμαι να ασχοληθώ με το πρόβλημα περισσότερο. Έχω ήδη κουραστεί υπερβολικά- και νιώθω την ανάγκη να ξαπλώσω...





Προχθεσινές φωτογραφίες από τα Κιούρκα - όλα τα δέντρα έχουν ανθίσει.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2007

Φωφώ


Ένα κεφάλαιο από τους «Δρόμους μου»:


Αν έγραφα μία από τις παλιές κλασικές επιφυλλίδες, με τους τίτλους-σιδηρόδρομους, αυτό το κεφάλαιο θα επιγραφόταν: «πως απέκτησα αδερφή, μεγαλύτερη από μένα, πολλά χρόνια μετά την γέννησή μου».

Μία μέρα που έπαιζα στον κήπο του Αγίου Παντελεήμονα, μου γνώρισαν μία μελαχρινή κοπέλα, λέγοντάς μου πως είναι αδελφή μου. Δεν θυμάμαι πως αντέδρασα - πάντως μάλλον θετικά.


Φυσικά δεν ήξερα (ήμουν πέντε χρόνων) ότι κάποτε ο πατέρας μου, νεότατος φαντάρος, είχε μία ερωτική περιπέτεια στο Αγρίνιο που (μάλλον με εξαναγκασμό) κατέληξε σε γάμο. Όμως ο φιλόδοξος Γρηγόρης δεν είχε σκοπό να περάσει την υπόλοιπη ζωή του στην επαρχία. Γρήγορα ξαναγύρισε στην Αθήνα και με νομικίστικες ακροβασίες (εκδοχή της μητέρας μου) κατάφερε να διαλύσει αυτόν τον γάμο. Όσο για την κόρη του πρέπει να την απώθησε μαζί με όλη την υπόθεση.

Εκείνη όμως είχε πάρει τον δικό του δυναμισμό και την δική του αποφασιστικότητα. Είδε και απόειδε ότι εκείνος δεν ανταποκρινόταν στις επιστολές της και ξεκίνησε για την Αθήνα - σε μία εποχή που και μόνο το ταξίδι ήταν περιπέτεια.

Η μητέρα μου (παρόλο που ούτε γνώριζε την ύπαρξή της) την αγκάλιασε αμέσως και την κράτησε στο σπίτι. Ο πατέρας, από την απόλυτη αδιαφορία και την απώθηση, πέρασε σε μία παθιασμένη υπερπροστατευτική και κτητική στάση. Της απαγόρευε να πάει ασυνόδευτη ως το περίπτερο. Όπως όλοι οι μεγάλοι μουρντάρηδες ήταν εξαιρετικά καχύποπτος. ("Έκρινε από τον εαυτό του", η άποψη της μητέρας). Αλλά η ένταση των αντιδράσεών του δεν ξεκινούσε μόνο από τις ηθικές του «αρχές». (Τέλειος Βικτοριανός). Μάλλον ζήλευε παθολογικά. Θυμάμαι, πιτσιρικάς, σκηνές μελοδραματικής έντασης: είχε συλλάβει κάτι (πιθανόν αθώα) ραβασάκια και κυνηγούσε την αδερφή μου σε όλο το σπίτι. Φωνές, κλάματα, χαστούκια, μαλλιοτραβήγματα, ήταν συνηθισμένα happening στην οικογένεια εκείνη την εποχή.

Φυσικό ήταν η αδελφή μου να θέλει να γλιτώσει από όλη αυτή την καταπίεση. Κι επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος, είχαμε συνεχώς διαδοχικά συνοικέσια. Θυμάμαι αμυδρά έναν αξιωματικό του ναυτικού (με τον οποίο αρραβωνιάστηκε για λίγο) κι έναν επαρχιώτη μεγαλέμπορο.

Ένα από τα συνοικέσια στάθηκε για μένα αφορμή μεγάλων ονειροπολήσεων. Ο υποψήφιος ήταν πλούσιος ομογενής από την Τανγκανίκα (τότε έμαθα την πρωτεύουσα Νταρ-ες-Σαλάαμ) με απέραντες φυτείες στα ενδότερα της χώρας. Όλα τα μυθιστορήματα ζωντάνεψαν. Με έβλεπα με ψηλές μπότες και κάσκα φελλού, να διασχίζω έφιππος (και ένοπλος) την αφρικανική στέπα και να εισδύω σε πυκνές ζούγκλες.

Τελικά άλλη ζούγκλα ονειρευόμουν – άλλη μου προέκυψε. Το τελικό συνοικέσιο ήταν με έναν ξυλέμπορο, τον Μανώλη Πενθερουδάκη, που είχε μεταξύ άλλων, ένα οικόπεδο στο Μάτι Αττικής, στην θέση Ζούγκλα. (Όνομα και πράγμα εκείνα τα χρόνια). Εκεί το νέο ζευγάρι έχτισε ένα εξοχικό, στο οποίο πέρασα όλα τα καλοκαίρια της εφηβείας και των φοιτητικών μου χρόνων.

Το σπίτι στη Ζούγκλα στάθηκε σημαντικό για μένα. Ήταν, μετά το Κολέγιο, η δεύτερη διέξοδος από την άρρωστη ατμόσφαιρα του σπιτιού, την υπερβολική αγάπη της μητέρας και τις καταπιεστικές απαιτήσεις του πατέρα. Έζησα πολύ όμορφα καλοκαίρια κοντά στη θάλασσα - τα πιο ξέγνοιαστα της ζωής μου.

Κάποιος άνεμος πήρε τα σπίτια που αγάπησα. Το σπίτι στο Μάτι, πρώτα χωρίστηκε στα δύο σαν το Βερολίνο (όταν οι διαφορές δύο αδερφών αποδείχθηκαν αγεφύρωτες, διαιρέθηκαν με τοίχο σπίτι και οικόπεδο!) και μετά πουλήθηκε. Υπάρχει ακόμα, χαμηλό μονώροφο ανάμεσα σε τεράστιες πολυκατοικίες, να κοιτάζει την θάλασσα. Κάθε φορά που το βλέπω, με πληγώνει.

_____________________________________________

Η ετεροθαλής αδελφή μου Φωφώ Δήμου (είχε χωρίσει και ξαναπάρει το πατρικό της όνομα) πέθανε την Κυριακή, σε ηλικία 86 ετών. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ήδη απούσα. Η φωτογραφία είναι του 1955.

Δευτέρα, Μαρτίου 05, 2007

Εναλλακτικές - και μη - διαδρομές



Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΚΙΝΗΣΗ. Πάντα κόντρα στο ρεύμα! Όταν οι άλλοι πηγαίνουν, να γυρίζεις! Διακοπές Μάιο ή Οκτώβριο! ('Εστω - Ιούνιο ή Σεπτέμβριο!) Και να επιλέγεις διαδρομές που οι άλλοι αποφεύγουν. Ανάποδα προγράμματα!

Δεν είναι εύκολο - αλλά γίνεται. Θυμάμαι, όταν ήμουν υπάλληλος, έκανα υπερωρίες για να μπορώ να φεύγω νωρίτερα, δούλευα Κυριακές για να λείπω άλλες μέρες, μετακινούσα τα όρια στις άδειες του Πάσχα και των Χριστουγέννων. (Μερικές ημέρες από την ετήσια άδεια τροποποιούν τα πάντα!)

Είναι κυρίως θέμα στρατηγικής. Οι περισσότεροι φεύγουν χωρίς να προγραμματίσουνε, μες τα όλα. Μποτιλιάρονται κάθε Κυριακή, κάθε γιορτή - και την επόμενη το ξαναπαθαίνουν. Υπομένουν παθητικά, λες και είναι η μοίρα τους!


Αλλά η αυτοκίνηση δεν θέλει μόνο ρόδα! Θέλει και μυαλό! Θέλει αντικομφορμισμό. 'Οχι, σκεπτόμαστε όλοι με καρμπόν!
Μου έχει κάνει εντύπωση πως οι άνθρωποι κινούνται πάνω σε ράγες. Σαν τραμ. Πάνε όλοι στα ίδια μέρη, τις ίδιες μέρες - και μετά παραπονιούνται για τον συνωστισμό.


Π.χ. για πολλά χρόνια πήγαινα Πάσχα στην Κέρκυρα. Το νησί βούλιαζε από κόσμο. Όμως, το 90% βρισκόταν ανάμεσα στην πόλη, το Κανόνι και την Παλαιοκαστρίτσα. Άντε μερικοί να πάνε και στον Πέλεκα. Στον Ανω Γαρούνα, στους Αυλιώτες, στον Άγιο Ματθαίο - ψυχή. Μπορούσες να οδηγείς ώρα χωρίς να ανταμώσεις άλλο αυτοκίνητο! Να απολαύσεις δύση στο Σιδάρι και στον Αη Γόρδη να περπατήσεις στην Λευκίμμη ή στην Άνω Κορακιάνα νομίζοντας πως είσαι ο μόνος τουρίστας στο νησί! (Το καλοκαίρι, βέβαια, που έρχονται οι ξένοι το νησί γεμίζει. Γιατί αυτοί είναι πιο κινητικοί από μας!)

Σίγουρα φταίμε για τον συνωστισμό - τον προκαλούμε. Υπάρχουν χιλιάδες δυνατότητες - εμείς διαλέγουμε πάντα τις ίδιες. Ακολουθούμε ο ένας τον άλλο σαν τα μυθικά λέμινγκς (που στο τέλος αυτοκτονούν μαζικά...) Για τα εορταστικά και άλλα μποτιλιαρίσματα στους εθνικούς δρόμους μας θα ωφελούσε πολύ η εναλλακτική σκέψη.

Αν και πάλι καλά την έχουμε, εμείς εδώ. Το πήξιμο υπάρχει για λίγα μόνο χιλιόμετρα, γύρω στις μεγάλες πόλεις. Μόλις βγεις παραέξω, οι δρόμοι μας είναι άδειοι. (Άθλιοι, αλλά άδειοι!)


Στη Δυτική Ευρώπη, το πήξιμο είναι μόνιμο, παντού. Σπάνιο να βρεις άδειο δρόμο. 'Οταν δημιουργούνται ουρές αυτοκινήτων, εκτείνονται για δεκάδες χιλιόμετρα. Το καλοκαίρι, τις μέρες που κλείνουν τα σχολεία και οι Ευρωπαίοι (ιδιαίτερα οι Γερμανοί) κατεβαίνουν για διακοπές, η ουρά αρχίζει από το Μόναχο και σταματάει στη Μπολόνια!


Εκεί υπάρχει κι ένα άλλου είδους πήξιμο - το ταχύτατα κινούμενο. Μάζα αυτοκινήτων, με ελάχιστες αποστάσεις μεταξύ τους, που τρέχουν όλα μαζί, πειθαρχικά, με εκατόν τριάντα (ή πενήντα) χιλιόμετρα την ώρα. Το οδήγημα αυτό θέλει τρομακτικά νεύρα και προσοχή. Έτσι και ξεχαστείς ένα δευτερόλεπτο - να μια από εκείνες τις φοβερές καραμπόλες που θαυμάζουμε στην τηλεόραση!

Όχι - η πυκνότητα των αυτοκινήτων στη χώρα μας είναι ακόμα χαμηλή, και τα χιλιόμετρα που διανύουμε λίγα. Καλό είναι όμως να αποφεύγουμε τους κύριους άξονες. Φυσικά, Αθήνα - Κόρινθο θα πάτε από τον παλιό δρόμο, που είναι και άδειος και πιο ενδιαφέρων για τον Πραγματικό Οδηγό.

Όπως είναι - για όποιον δεν βιάζεται - και η παλιά Εθνική Αθηνών - Λαμίας. Γλυκύτατες οι στροφές του Μπράλου και, αν σας κάνει κέφι, το στροφιλίκι συνεχίζεται με τον Δομοκό, στην παλιά Εθνική Λαμίας - Λάρισας.

Αλλά μήπως και η νέα εθνική έχει κίνηση; Μετά τα διόδια, ίσα-ίσα αρκετή για να μη βαριέσαι. Θυμάμαι κάτι επαρχιακούς δρόμους στην Ιταλία (μια διαδρομή πέρυσι προς το Varese) και ανατριχιάζω! Έχει και τα καλά της η υπανάπτυξη!

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ για Ωραίες Ελληνικές Διαδρομές. Όσο ακόμα παραμένουν σχεδόν (!) παρθένες. Ας μιλήσουμε για την Άγνωστη (στους περισσότερους) Ελλάδα!


Πραγματικά, η Ελλάδα παραμένει άγνωστη. Ακόμα και οι αρχαιολογικοί μας χώροι. Ποιος έχει περπατήσει στην Σκιλλουντία; Ποιος έχει επισκεφθεί τον Κάτω Ζάκρο; Το Ηραίο του Άργους; Την 'Αρνη; Θυμίζω την μυστική ρεματιά και το αρχαίο θέατρο του Αμφιαράειου (τριάντα πέντε χιλιόμετρα από την Ομόνοια!) ή της Σικυώνας; Πόσοι γνωρίζουν πάνω από είκοσι νησιά; (Υπάρχουν τριακόσια - εκτός από τις βραχονησίδες!) Πόσοι έχουν σκαρφαλώσει στις εκατοντάδες τα μεσαιωνικά μας κάστρα; Κι εγώ, μετά από ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα στους Ελληνικούς δρόμους, (σαράντα χρόνια γυρίζω!) ανακαλύπτω όλο και καινούργια μέρη.

Έτσι που, με την αστυφιλία, άδειασε η ελληνική ύπαιθρος, περνάς ολόκληρες περιοχές και δεν ανταμώνεις ψυχή. Νιώθεις σαν να σου αποκαλύπτεται μια νέα χώρα, ακατοίκητη. Ας πούμε, όταν κάνεις το γύρο της Μάνης - μια από τις Ωραιότερες Ελληνικές Διαδρομές. Γύθειο, Αρεόπολη, Πύργος Δηρού, Γερολιμένας, Βάθεια, Δρυμός, Κότρωνας. Οι τυφλοί Μανιάτικοι πύργοι στοιχειώνουν τον άδειο δρόμο σου. Καλό είναι να φυσάει μεγάλος αέρας. (Κάθε Ωραία Διαδρομή έχει και τον ιδανικό καιρό της - εδώ: χειμώνας, βοριάς, με γρήγορα κυνηγημένα σύννεφα και παγωμένο ήλιο!)


Κάποιος φίλος είχε προτείνει: κάνε μία αξιολόγηση των Ω. Δ. Οι «πέντε καλύτερες» - οι «δώδεκα πρώτες». Αλλά αυτό δεν γίνεται. Θέματα γούστου, ευαισθησίας και ομορφιάς δεν βαθμολογούνται.

Ποιοι είναι οι πέντε πρώτοι ζωγράφοι, ή μουσικοί; Ο καθένας έχει τον δικό του κρυφό κατάλογο - αλλά κι αυτός αλλάζει από εποχή σε εποχή.


Η μόνη κατάταξη που, ίσως, στέκει, είναι να τις διαιρέσεις σε είδη. Π.χ. βουνίσιες διαδρομές, ανάμεσα σε μεγάλους ορεινούς όγκους (λίγο χιόνι, άνεμος, βαριά μαύρα σύννεφα). Αγαπάω πολλές από αυτές - και ποιες να πρωτοθυμηθώ: Ολυμπία - Τρίπολη (μαχαίρι που διχοτομεί την Πελοπόννησο), Γιάννενα - Καλαμπάκα, Κόνιτσα - Καστοριά, Καρπενήσι - Αγρίνιο. Και κείνα τα μεγάλα δάση του Χολομώντα, περνώντας από την Αρναία! Τα Τζουμέρκα, να ξεχωρίζεις ψηλά από το Τετράκωμο την αρχή του Αχελώου! Από Τρίκαλα στο Περτούλι – ή στην Κρανέα και το Τριπόταμο. Ο γύρος της λίμνης Πλαστήρα. Η ένδοξη περιήγηση του Πηλίου. (Νοέμβρης, όταν ανάβουν οι καστανιές!) Κι ο μέγας Ταΰγετος, στη διαδρομή Καλαμάτα-Σπάρτη!


Και, δίπλα μας: ο γύρος της Πάρνηθας! Λίγο πιο κάτω η διαδρομή από Άμφισσα προς Γραβιά – ανάμεσα Παρνασσό και Γκιόνα. Και από Λιδορίκι μέσα προς Μόρνο και στα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας.

Όμως νομίζω πως οι πιο αγαπημένες μου διαδρομές βλέπουν θάλασσα! Στροφές ανοιχτές ή κλειστές, πλάι στο κύμα, δρόμος που ανεβαίνει (κι αγναντεύεις από ψηλά νησιά και κάβους) και μετά βυθίζεται, ως να σου μυρίσει το φύκι. 'Εχω ήδη μιλήσει για μερικές παρόμοιες διαδρομές: Ιτέα - Ναύπακτος (ίσως η ωραιότερη!), 'Αστρος - Λεωνίδιο, Αγιος Νικόλαος - Σητεία (στην Κρήτη), ο γύρος της Σιθωνίας, στην Χαλκιδική, Πύργος - Λουτρά Καϊάφα - Φιλιατρά (με μια μικρή παύση στην ονειρική παραλία του Αη-Γιαννάκη!)

Αλλά και η παλιά Εθνική Αθηνών - Κορίνθου, και η κλασική βόλτα Φάληρο - Σούνιο (καθημερινή όμως, και χειμώνα!) αξίζουν πάντα. Στην δεύτερη, ο Πραγματικός Οδηγός ξεχωρίζει: ποτέ δεν κόβει από τη Βάρη - προτιμάει τις στροφές της Βουλιαγμένης!


Είναι και κάτι ωραίες αναβάσεις: Του Αίνου στην Κεφαλλονιά, του Παρνασσού (από την Δαύλεια), του Χελμού (Καστανιά-Γκούρα) - όσα βουνά και χαρές! (Αχ! εκείνοι οι καμπίσιοι της Ευρώπης, τι ξέρουν από οδήγημα; Ολλανδοί, Βέλγοι - που στρίβουν μόνο για να παρκάρουν! Τι βαρετοί, οι άνθρωποι της ευθείας!)


Όποιος δεν γνώρισε στροφή κι ανήφορο, βουνό και θάλασσα, βράχο και χώμα - δεν έχει ενηλικιωθεί σαν οδηγός. Άγιοι χωματόδρομοι και βραχόδρομοι της Ελλάδας, δόξες του «Ακρόπολις» και τρόμοι των ημιαξονίων, εσείς γίνατε το σχολείο και το πανεπιστήμιό μας!

Καμιά φορά στην άκρη της διαδρομής σε περιμένει η απογοήτευση. Αλλά: «Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε», γράφει ο σοφός γέρων της Αλεξάνδρειας. «Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξίδι. / Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. / Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια».

Εμπρός λοιπόν! Όλοι - αλλά όχι όλοι μαζί - στον δρόμο! Να γεμίσει η ψυχή ωραίες διαδρομές και η ζωή ελάχιστο νόημα!




Σάββατο, Μαρτίου 03, 2007

Κόντρες!



ΕΝΑΣ ΠΑΛΑΙΜΑΧΟΣ «ΦΑΝΑΡΑΚΙΑΣ» μου έλεγε προχθές τον πόνο του:

«Αδύνατο πια να κάνεις εντυπωσιακές εκκινήσεις στα φανάρια. Πες πως το φέρνει η τύχη και είσαι στην πρώτη γραμμή. Κι έχεις δίπλα σου καλό - και πρόθυμο - αντίπαλο. Ξαφνικά ένα παπί ελίσσεται μέσα από τα σταματημένα αυτοκίνητα και μπαίνει μπροστά σου. Μετά δεύτερο. Κι ένα μοτοποδήλατο μπροστά στον αντίπαλο. Τέρμα. Ανάβει πράσινο κι εσύ έρπεις στον ρυθμό των πενήντα κυβικών. Σέρνεσαι!»


Ένα λοιπόν από τα παραδοσιακά σπορ πόλεως του αυτοκινήτου, το traffic lights drag, όπως το λένε οι Αμερικάνοι, κινδυνεύει να εξαλειφθεί οριστικά. Ο φίλος μου, που μια ζωή εκτόνωνε τον δυναμισμό του με εκρηκτικές εκκινήσεις, κοντεύει να πάθει κατάθλιψη. Θα’ θελε πολύ να έδιωχναν τα παπιά από τα φανάρια, όπως εξαφανίζουν τα πουλιά από τα αεροδρόμια.


«Και το χειρότερο είναι», συμπληρώνει, «πως όσο πιο γρήγορο αμάξι οδηγείς, τόσο περισσότερα μηχανάκια σε κλείνουν. (Νόμος του Μέρφυ;) Κάποτε είχα δανειστεί την Porsche φίλου αλλοδαπού. Δεν μπόρεσα να κάνω ούτε μία καλή εκκίνηση. Όλοι σε μένα και κανείς στον αντίπαλο. Για να μου την σπάσουν!»




Α, τα σπορ της καθημερινής οδήγησης! Είναι άραγε «παιδιαρίσματα» (όπως λένε οι σοβαροί), «αναπληρώσεις» (όπως ισχυρίζονται οι ψυχαναλυτές), «επικίνδυνοι χουλιγκανισμοί» (όπως διατείνονται οι οπαδοί του νόμου και της Τάξης); Η μήπως είναι μονάχα ένας τρόπος να δίνουμε στη ζωή μας - και στα ταξίδια μας - περισσότερο ενδιαφέρον;


Αυτοί που ισχυρίζονται πως η αυτοκίνηση πρέπει να είναι μετακίνηση (και μόνον) μου θυμίζουν όσους διακηρύσσουν πως ο έρωτα πρέπει να είναι τεκνοποίηση (και μόνο) ή τους άλλους που βλέπουν το φαγητό μόνο σαν διαδικασία θρέψης. Είναι οι κ. Σοβαροί και Ηθικολόγοι.


Αντίθετα με αυτούς τους κυρίους, πιστεύω πως ο άνθρωπος πρέπει να απολαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντικείμενο απόλαυσης. Κι όχι μόνον αυτό - αλλά με την καλλιέργεια και την σοφία του, να το εξελίσσει, να το εκλεπτύνει, να το προεκτείνει. Να δημιουργεί τέχνη του φαγητού, του έρωτα, της οδήγησης. Και να μεταμορφώνει κάτι το (κατ’αρχήν) λειτουργικό - όπως ένα γεύμα ή μία διαδρομή - σε μίαν απόλαυση.





Όσο για τον ανταγωνισμό (στοιχείο των καθημερινών οδικών σπορ) γιατί να επιτρέπεται σε άλλα αθλήματα; Φτάνει να τηρεί κανείς τους κανόνες της ιπποσύνης και τις αρχές του fair play. (Αλλιώς σκοτώνεις ή σκοτώνεσαι. Όχι, δεν είμαι υπέρ της ανεξέλεγκτης κόντρας).


Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, μια διαδρομή από Bologna μέχρι Bolzano (εκεί με άφησε ο ανταγωνιστής μου). Οδηγούσε μία Ferrari GTC/4 (Pinin). Εγώ Porsche Carrera (την κλασική, 2.7 λίτρα, μηχανική Injection Kugelfisher, 210 DIN). Μέσα από αουτοστράντες, εθνικές οδούς, επαρχιακούς δρόμους, στροφές και ευθείες… Ήταν σαν να παίζαμε κοντσέρτο για δύο βιολιά του Βιβάλντι. (Και το κοντσέρτο, ανταγωνισμός είναι).


Και δεν είναι ανάγκη να οδηγείς καθαρόαιμο, για να απολαύσεις ένα τέτοιο κοντσέρτο. Μία ανάλογη περίπτωση είναι όταν κυνηγούσα μία Alfa Romeo Julietta 1300 με κείνο το γλυκύτατο διαβολάκι, το Audi 50GTS. Παρά την διαφορά των κυβικών και των ίππων, φτάσαμε μαζί στην Ηγουμενίτσα. Αλλά σημασία δεν έχει μόνο ποιος νικάει (σε αυτό επικεντρώνονται οι κομπλεξικοί) όσο το να χαίρεσαι ωραίο οδήγημα κι έναν αντάξιο (η καλύτερο) τεχνίτη στο τιμόνι.




ΠΟΛΛΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι όποιος γράφει σε περιοδικά αυτοκινήτου, πρέπει να οδηγεί «σαν ραλίστας». Που γι αυτούς σημαίνει να κάνει σφήνες, κόντρες, επικίνδυνα προσπεράσματα και άλλα καουμποϊλίκια. Ίσως δεν ξέρουν ότι οι πραγματικοί ραλίστες, οι οδηγοί αγώνων, όταν κινούνται στο δρόμο, οδηγούν πολύ συντηρητικά και προσεκτικά. Δεν έχουν ανάγκη να πείσουν, ούτε θέλουν να αποδείξουν κάτι. Άλλωστε εκτονώνονται τόσο πολύ στις πίστες ή στις ειδικές διαδρομές, που δεν τους περισσεύει επιθετικότητα για τις καθημερινές μετακινήσεις.


Το ίδιο, σε μικρότερο βαθμό, ισχύει και για τους ανθρώπους που ασχολούνται συστηματικά με το αυτοκίνητο. Όταν κάθε μέρα κάνεις άγριες εκκινήσεις για να μετρήσεις επιτάχυνση, γιατί να τις επαναλάβεις και στα φανάρια;


Έπειτα, κάθε δρόμος δεν προσφέρεται για γρήγορο οδήγημα. Αν δεν είναι σωστές οι συνθήκες, αν δεν νιώθεις άνετα, δεν το ευχαριστιέσαι κιόλας. Η ουσία της γρήγορης οδήγησης είναι να μπορείς να κρατήσεις ένα ρυθμό που να δένει την χορογραφία του δρόμου με το εσωτερικό σου κέφι. Αν δεν υπάρχει ο δρόμος (ή το κέφι) τότε γιατί να τρέχεις - με το ζόρι και την ψυχή στα δόντια;


Τα γράφω όλα αυτά για να εξηγήσω γιατί σπάνια οδηγώ επιθετικά - εκτός αν είμαι πολύ εκνευρισμένος (και τότε κακώς το κάνω). Και γιατί πολλές φορές απογοητεύω αυτούς που με προκαλούν για κόντρες - ιδιαίτερα μέσα στην πόλη. Λυπάμαι. Οδηγώ γρήγορα μόνον όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις: δρόμος και κέφι. Τότε χαίρομαι και έναν ωραίο ανταγωνισμό - με όλους τους κανόνες της ιπποσύνης. Αλλά να κάνω κόντρες σε αντίξοες συνθήκες - π.χ. μέσα στην πόλη - με κίνδυνο να την πληρώσει κάποιος αθώος, το θεωρώ εγκληματικό.




ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΙΠΠΟΣΥΝΗΣ; Όπως οι παλιοί ιππότες μονομαχούσαν πάντα σύμφωνα με ένα αυστηρό τυπικό - θεωρώ ότι και οι κάτοχοι μηχανοκίνητων ίππων πρέπει να ανταγωνίζονται με βάση ορισμένες αρχές. Οι δικές μου είναι οι ακόλουθες:


Η πρώτη: Δεν πρέπει με κανένα τρόπο να θέτει κανείς σε κίνδυνο ζωές. Ανθρώπινες κατ'αρχήν - αλλά όχι μόνο. Έχω ξαναγράψει γι αυτούς που τρέχουν νύχτα σε έρημους δρόμους προαστίων ξεκοιλιάζοντας γάτες και σκύλους.


Η δεύτερη: Δεν ανταγωνίζομαι όταν έχω επιβάτες. Δεν μου φταίνε τίποτα οι άνθρωποι να τους τρομάξω ή να τους ζαλίσω.

Η τρίτη: Δεν πρέπει να ανταγωνίζεσαι αυτοκίνητα με μικρότερη ιπποδύναμη. Μόνο ισοδύναμα - ή και ανώτερα. Αλλιώς δεν κάνεις επίδειξη οδηγητικής τεχνικής αλλά χρημάτων. Και ο πιο άσχετος θα πάει πιο γρήγορα με Ferrari παρά με Autobianchi.

Η τέταρτη: Ο καλός οδηγός φαίνεται στις στροφές. Στην ευθεία φαίνεται μόνο η ιπποδύναμη.

Η πέμπτη: Ο καλός οδηγός - όπως κι ο καλός αθλητής - ξέρει να χάνει. Ανοίγει αμέσως δρόμο να τον προσπεράσουν.

Έχω διαπιστώσει πάντως ότι οδηγώ πιο γρήγορα όταν έχω μικρό αυτοκίνητο. Γενικά η ταχύτητά μου δεν είναι ανάλογη (για να μην πω ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη) με την ιπποδύναμη του αυτοκινήτου μου. Το μικρό το οδηγώ στα 9/10 ενώ το μεγάλο - και δυνατό - ούτε στα 6/10. Το γιατί είναι απλό: η καλύτερη τέχνη γίνεται με τα λίγα μέσα.

Αλλά και η ικανοποίηση είναι μεγαλύτερη. Γιατί, όταν πηγαίνεις γρήγορα με την Porsche, δεν είσαι ποτέ σίγουρος πόσο συμβάλλει εκείνη, και πόσο εσύ… Κι όσο πιο δυνατό είναι το αυτοκίνητο, τόσο λιγότερο κάνω κόντρες. Με τι να κοντραριστείς όταν οδηγείς μία Porsche; Εύκολα βρίσκονται οι Ferrari;



TO ΤΕΛΕΙΟ: ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΕΝΑ ΓΡΗΓΟΡΟ ΑΜΑΞΙ για να πηγαίνεις αργά.

Είναι μια καινούργια διαστροφή που απέκτησα τελευταία. Μου αρέσει να πηγαίνω ήσυχα-ήσυχα, κάνοντας τόπο για τους βιαστικούς. 'Οταν κάποιος «ραλίστας» της ασφάλτου μου κολλήσει, τσακίζομαι να πάω δεξιά. Δεν ανταγωνίζομαι, δεν κοντράρω, δεν γκαζώνω. Τσουλάω ήρεμα, απολαμβάνοντας την μουσική μου.

Και τότε τι νόημα έχει να οδηγείς γρήγορο αμάξι; Μα να νιώθεις κρυφή και υπόγεια όλη την δύναμη. Να έχεις την σιγουριά της σωστής ανάρτησης, των δυνατών φρένων. Και, κάποια στιγμή, αν το θελήσεις, να ξεσπάς. Να αμολάς τα άλογα στην άσφαλτο και να εκτονώνεσαι.

Οι Απω-Ανατολίτες έχουν μια μέθοδο με την οποία παρατείνουν για πολλή ώρα τον έρωτα, συνεχώς αναβάλλοντας τον οργασμό, ως το σημείο της οδύνης. Λένε (δεν έχω δοκιμάσει) πως η ηδονή μετά από μια τέτοια συγκράτηση είναι πολλαπλάσια. 'Ισως κάτι παρόμοιο είναι και η αυτοσυγκράτηση στο αυτοκίνητο.

Τι γράφω! Σίγουρα θα βρεθεί τώρα κάποιος Σοβαρός Ηθικολόγος, που θα ενοχληθεί επειδή μίλησα για σεξ!

__________________________________________
Υ. Γ.: Ένα κεφάλαιο από το βιβλίο μου η «Τέλεια Διαδρομή». Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο δεν συμπίπτουν με τα αυτοκίνητα που αναφέρω. Είναι όλες από το νέο μουσείο αυτοκινήτων Selectivity, στην οδό Πειραιώς 83 (απέναντι από την στροφή για το Καραϊσκάκη).