Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2018

Ένα παιδί στον πόλεμο



Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι να με ξυπνάνε στον βαθύ ύπνο, να με τυλίγουν σε μία τραχιά κουβέρτα που μου έγδερνε το μάγουλο και να μου λένε ότι με κατεβάζουν στο «καταφύγιο» (καινούργια λέξη).

Μαζί ακούω και τις σειρήνες που ουρλιάζανε μέσα στο σκοτάδι. 

Από τότε, όποτε ακούω σειρήνες, ανατριχιάζω.

Το καταφύγιο δεν ήταν άλλο από το πλυσταριό μας που είχε ένα αρκετά μεγάλο χώρο για να φιλοξενήσει εμάς, τους ενοίκους του ισογείου και άλλους τρεις γείτονες. Ο απέναντι ειδικός (καθηγητής στο Πολυτεχνείο, όπως έμαθα αργότερα) είχε γνωματεύσει ότι το σπίτι που μέναμε, διώροφο, νεόδμητο, από «μπετόν αρμέ» (νέες λέξεις) ήταν το ασφαλέστερο της γειτονιάς.

Τελικά δεν ήταν πραγματικός «συναγερμός» (νέα λέξη) αλλά δοκιμή. Αυτό το μάθαμε μετά. Και σιγά σιγά συνηθίσαμε στην ιδέα πως ήταν αλήθεια αυτό που έλεγαν, ότι οι εχθροί δεν επρόκειτο να βομβαρδίσουν την Αθήνα. Έτσι, σε λίγο αρχίσαμε να αγνοούμε τους συναγερμούς.

Είμαι πέντε χρόνων, και μόλις έχει ξεκινήσει ο Ελληνοιταλικός πόλεμος. Ξέρω καλά τι θα πει πόλεμος, κάθε μέρα τον παίζω με τα στρατιωτάκια μου, άλλα πλακέ από μολύβι κι άλλα πιο ωραία, από κάτι σαν πλαστικό. Δεν το ξέρω τότε αλλά αυτά φορούσαν γερμανικές στολές. Έχω και ένα φρούριο (που στην αρχή το έλεγα «φλούριο») που (κι αυτό δεν το ήξερα τότε) ήταν μεσαιωνικό. Με τάφρο γύρω-γύρω, πύργους και πυργίσκους, τείχη και προμαχώνες. 

Τώρα τι γύρευαν γερμανοί μοτοσικλετιστές να εισβάλουν σε μεσαιωνικό κάστρο, μόνο η φαντασία μου το ήξερε.

Ωστόσο ο πραγματικός πόλεμος ήταν διαφορετικός από τον δικό μου. Στην αρχή έμοιαζε με μεγάλο πανηγύρι. Ομάδες-ομάδες νέων πήγαιναν να καταταγούν τραγουδώντας και ζητωκραυγάζοντας. Ο ενθουσιασμός ήταν ολοκληρωτικός και κολλητικός. Για πότε κυκλοφόρησαν τα τραγούδια του πολέμου, δεν το κατάλαβα. Κι εμείς τα παιδιά τραγουδούσαμε:

«Με το χαμόγελο στα χείλη / παν οι φαντάροι μας μπροστά!/ και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι…».

Γενικά οι Ιταλοί εμφανίζονταν σαν δειλοί και αστείοι, κοκκορόφτεροι που τους έπαιρνε φαλάγγι ο τσολιάς σε όλες τις γελοιογραφίες. Το άλλο μας αγαπημένο τραγούδι ήταν το 
«Κορόιδο Μουσολίνι». Μεγάλο γλέντι!

Κάπου βέβαια στα βουνά της Αλβανίας άνθρωποι πέθαιναν από σφαίρες ή από το κρύο, ακρωτηριάζονταν από τραύματα ή κρυοπαγήματα. Αλλά αυτό τον πόλεμο δεν τον νιώθαμε – ιδιαίτερα εμείς τα παιδιά.

Νίκες γιορτάζαμε, πόλεις άγνωστες γνωρίζαμε: Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα…

Οι μανάδες μας πλέκανε κάλτσες και πουλόβερ για τη «Φανέλα του Στρατιώτη». Οι κοπέλες, στο πλεκτό, καρφίτσωναν και σημειώματα με γλυκόλογα για τους φαντάρους.

Φίλες της μητέρας μου έγιναν εθελόντριες νοσοκόμες. Πέρασαν κι από το σπίτι και με εντυπωσίασαν με τα κολλαριστά τους καλύμματα.

Τις νύχτες, παρά τις απαγορεύσεις, ανεβαίναμε στις ταράτσες να δούμε τις αερομαχίες. Νέες λέξεις: τροχιοδεικτικά, αντιαεροπορικά, δέσμες προβολέων που διασταυρώνονταν πάνω στα αεροσκάφη. Είχαμε μάθει και τα ονόματά τους: θυμάμαι τα Μέσερσμιτ, τα Στούκας και τα Σπιτφάιρ. Παρακολούθησα την μεγάλη αερομαχία πάνω από τον Πειραιά με δεκάδες αεροσκάφη. 

Πού να ξέρω πως ήρωας αυτής της μάχης ήταν ο μετέπειτα αγαπημένος συγγραφέας όλων των παιδιών, ο πανύψηλος Ρόαλντ Νταλ, τότε πιλότος της RAF.

Πρώτη φορά κατάλαβα πόσο βαρύ και σοβαρό πράγμα ήταν ο πόλεμος, όταν είδα τους Γερμανούς να μπαίνουν στην Αθήνα. Μια μηχανή από ανθρώπους. Ξαφνικά σφίχτηκε το στομάχι μου. Από τον ενθουσιασμό πέρασα στο άγχος και την κατάθλιψη.

Και μετά ήρθε ο χειμώνας του 41 και οι άνθρωποι που φωνάζανε «πεινάω» ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα σπίτια μας. Κι εμείς μέσα πεινούσαμε περισσότερο ακούγοντάς τους. Και δεν είχαμε ούτε μπομπότα να τους δώσουμε.

Τότε έπαψα να παίζω με τα στρατιωτάκια μου…


Το blog Doncat δημοσιεύεται κάθε Κυριακή στο "Βήμα".

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2018

«Αλβανέ – αλβανέ…»


Γερνάμε και φτωχαίνουμε σαν χώρα.

Οι στατιστικές λένε ότι το 2050 θα είμαστε ενάμισι εκατομμύριο λιγότεροι – και πολύ πιο γέροι. Γεννιούνται λιγότερα παιδιά, φεύγουν περισσότεροι νέοι και αν συνεχίσουμε έτσι, μπορεί να λιγοστέψουμε τόσο, που να μας κρατήσει η Ευρώπη σαν δείγμα. Έτσι, για φυλάμε την Ακρόπολη.

Δεν με απασχολεί το 2050 – άλλωστε αποκλείεται να υπάρχω τότε, όσες εξελίξεις κι αν εμφανιστούν στην γηριατρική. Και για την Ελλάδα δεν θα πενθήσω από τώρα: ο κάθε λαός φτιάχνει την μοίρα του.

Ναι – είναι η πατρίδα μου. Και ναι, φυσικά την αγαπάω.  Αλλιώς δεν θα έγραφα τόσα βιβλία, άρθρα και σχόλια, προσπαθώντας να την βοηθήσω. Ναι, τα περισσότερα ήταν επικριτικά. Αλλά το έχω ξαναπεί: αληθινός πατριώτης δεν είναι αυτός που φωνάζει: «Ζήτω» και βουρκώνει όταν ακούει τον Μάντζαρο. Αντίθετα είναι εκείνος που προσπαθεί να επισημάνει και να διορθώσει τα κακώς κείμενα.

Έχω διορθώσει κανένα «κακώς κείμενο»; Πολύ αμφιβάλλω. Έχω διορθώσει μερικά κακά κείμενα – δικά μου και άλλων. Αλλά δεν νομίζω ότι έχω αλλάξει κάτι. Κι αυτό το κείμενο επισημαίνει ένα κακώς κείμενο. Τερατωδώς κακό. Θα αλλάξει;

Το θέμα αυτού του κειμένου είναι ο διεθνώς πιο επιτυχημένος Έλληνας συγγραφέας της γενιάς του. Είναι Έλληνας επειδή γράφει Ελληνικά. Αλλά τυπικά δεν είναι: «λόγω» (όπως γράφει) «της πολυετούς άρνησης του ελληνικού κράτους να του χορηγήσει την ελληνική υπηκοότητα».

Μπήκε «λαθραία» στην Ελλάδα από την Αλβανία, χωρίς να ξέρει λέξη Ελληνικά, το 1991. Έκανε όλες τις δουλειές του λαθρομετανάστη: οικοδόμος, λαντζέρης περιπτεράς. Μαθαίνοντας Ελληνικά. Σπούδασε φιλολογία στο Καποδιστριακό και ολοκλήρωσε διδακτορικό στο Πάντειο. Για δέκα χρόνια (2001-2011) ήταν αρθρογράφος στα ΝΕΑ. (Εκεί τον πρωτοδιάβασα, μαζί με χιλιάδες άλλους). 

Έγραψε τρία βιβλία στα Ελληνικά που μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά γερμανικά, πολωνικά, δανέζικα και φυσικά Αλβανικά. Τώρα διδάσκει σε Αμερικανικό πανεπιστήμιο. Το βιογραφικό του, στο εξώφυλλο της τελευταίας Ελληνικής έκδοσής του, τελειώνει με την φράση: «Μετά από 25 χρόνια εργασίας και ζωής στην Ελλάδα, αποφάσισε να μεταναστεύει στις ΗΠΑ, λόγω…» Βλ. παραπάνω.

Διαβάζοντας αυτά τα λόγια ένιωσα βαθειά ντροπή. Δηλαδή κύριοι γραφειοκράτες και καρεκλοκένταυροι – τι παραπάνω θα έπρεπε να κάνει ένας μετανάστης για να σας πείσει ότι είναι άξιος να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα – που ήδη έχει το παιδί του. 

Εγώ θα τον αναγόρευα όχι απλώς Έλληνα αλλά «επίτιμο Έλληνα». Μακάρι να είχαμε κι άλλους δύο-τρεις σαν κι αυτόν!

Ήδη αγανακτώ για το καψώνι που κάνει ο Δήμος Αθηναίων σε γνωστούς μου Αλβανούς: είκοσι δύο χρόνια στην Ελλάδα, άψογα ελληνικά, τα παιδιά τους ήδη Έλληνες, δουλευταράδες,  έχουν αγοράσει σπίτι και ξεπληρώνουν τακτικά τις δόσεις. Τέσσερα χρόνια – και βάλε – αναμονής η επιτροπή για να αποφασίσει!

Ας επιστρέψουμε στην αρχή του άρθρου: γερνάμε και λιγοστεύουμε! Όταν το 13ο αιώνα η κυρίως Ελλάδα είχε ερημώσει (επιδημίες, πόλεμοι, πειρατές) οι Αλβανοί (που αργότερα ονομάσαμε Αρβανίτες) κατέβηκαν και αποίκησαν την Αττική, τη Βόρεια Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού κι άλλα μέρη της Ελλάδας. Πολέμησαν μαζί μας στην Επανάσταση και ήταν οι γενναιότεροί μας οπλαρχηγοί. Κάνετε μία βόλτα στο Πεδίο του Άρεως να δείτε πόσοι ήρωες έχουν αλβανικά ονόματα… Και μπορεί να αλλάξαμε τα τοπωνύμια που έμαθα παιδί: Μπογιάτι, Κιούρκα, Λιόπεσι, Κριεκούκι, αλλά μερικά μας ξέφυγαν: το αεροδρόμιό μας θυμίζει  τον μεγάλο πολέμαρχο, αρχιστράτηγο της Βενετίας, Μπούα Σπάτα.

Η χώρα που γερνάει και φθίνει χρειάζεται νέο αίμα. Μου φαίνεται αλήθεια περίεργο να θέλει κανείς να γίνει Έλληνας, την στιγμή που όλο και περισσότεροι Έλληνες θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο. Όσο κι αν φαίνεται λίγο …προδοτικό μερικούς μετανάστες τους χρειαζόμαστε πια περισσότερο από όσο μας χρειάζονται αυτοί.

Όσο για τον συγγραφέα, όπως αρκετοί θα έχουν μαντέψει, ονομάζεται Γκάζμεντ Καπλάνι. Διαβάστε το υπέροχο βιβλίο του: «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», που κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση. 

Προκαλώ τον υπεύθυνο που τον «έκοψε», να μας εξηγήσει γιατί μας στέρησε από ένα τέτοιο συμπατριώτη και την Ελληνική γλώσσα από ένα σπουδαίο συγγραφέα; Αλλιώς, του αφιερώνω το γνωστό σύνθημα: «Αλβανέ Αλβανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ!» από την …ανάποδη.

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2018

Με τα μάτια των ξένων


Παραθέριζα, για λίγες μέρες, σε ένα μικρό συγκρότημα, στην Αργολίδα. Συγκάτοικοι ήταν μία ξένη οικογένεια που αριθμούσε πάνω από σαράντα άτομα. Παππούς, γιαγιά, οκτώ μεγάλα παιδιά (5 γιοί, τρεις κόρες) με τις οικογένειές τους που αριθμούν από τέσσερα ως έξη άτομα η κάθε μία. Δεν κατάφερα να τους μετρήσω – όλο και κάποιο νέο πρόσωπο εμφανιζόταν…

Έρχονται τακτικά στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο, μένουν κάπου όλοι μαζί για δέκα μέρες – σε πατριαρχικές διακοπές – και μετά σκορπίζουν. Άλλος πάει σε νησί και άλλος κάνει αναρρίχηση στα Μετέωρα. Τώρα, εδώ, παρακολούθησαν παραστάσεις στην Επίδαυρο. Καλλιεργημένοι άνθρωποι όλοι και έχοντας οι περισσότεροι διαβάσει αρχαίο δράμα, απορούσαν με τις «πρωτοτυπίες» που ανεβάζουν τα τελευταία χρόνια οι διάφοροι σκηνοθέτες. Όλοι επιστήμονες: αρχιτέκτονες, μηχανικοί, καθηγητές, ιστορικοί.

Μου έκανε εντύπωση πως αυτή η ομάδα ανθρώπων έπαιρνε διαφορετικές μορφές. Από μεγάλη παρέα γλεντιού, μεταμορφώνονταν σε μία συντονισμένη μελωδική χορωδία, ή μοιράζονταν σε αθλητικές ομάδες που συναγωνίζονταν μεταξύ τους. Ό,τι κι αν έκαναν, έδιναν την εντύπωση ενός αρμονικού συνόλου.

Δυστυχώς συνυπήρξαμε μόνο για τρεις μέρες – ήταν ο καιρός της διάλυσης του γκρουπ. Ωστόσο αυτό που κατάλαβα, έξω από την αγάπη τους για την Ελλάδα, ήταν η βαθύτατη γνώση και ο σεβασμός τους για τη φύση.

Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι «τουρίστες». Οι οποίοι,  ξεπερνώντας όλα αυτά που μας ενοχλούν, πάνε βαθύτερα στην ουσία. Μιλώντας μαζί τους μπορείς να μάθεις πράγματα για τη χώρα σου που δεν τα υποπτευόσουν. Και βλέποντάς την με τα δικά τους τα μάτια, να την καταλάβεις αλλιώς.
Είναι αυτοί που, όταν κατεβαίνουν σε μία ακρογιαλιά, πρώτα μαζεύουν τα σκουπίδια και μετά βουτάνε. Που, όταν κάνουν κάπου πικ-νικ, αφήνουν το χώρο πιο καθαρό από ότι ήταν πριν πάνε. Που τα παιδιά τους παίζουν ζωντανά και γρήγορα, χωρίς να τσιρίζουν, να ουρλιάζουν και να τρυπάνε τα αυτιά των ανθρώπων γύρω τους.

Αχ, γιατί – σκεπτόμουνα – να μην μπορούμε κι εμείς να φερόμαστε στην Ελλάδα, όπως φέρονται αυτοί;  

Και μετά συλλογίστηκα πως αυτοί έχουν πίσω τους πολλούς αιώνες συνεχή ευρωπαϊκό πολιτισμό, συνεχείς αγώνες για θεσμούς και δικαιώματα, ενώ εμείς τι έχουμε; Χίλια χρόνια Βυζαντινής απολυταρχίας, φεουδαρχίας και θρησκοληψίας και τετρακόσια Οθωμανικής κατοχής. Τι άφησαν πίσω; Καμία ανανέωση, καμία αλλαγή – ούτε καν η Εικονομαχία, η μόνη προοδευτική μας κίνηση, δεν πέτυχε. 

Οι Ευρωπαίοι είχαν πίσω τους την Magna Carta, την Αναγέννηση, την θρησκευτική μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό, την αμερικανική επανάσταση με την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την Γαλλική επανάσταση. Και όλα αυτά από μία ακμαία αστική τάξη που οργάνωσε το κράτος δικαίου, τους βασικούς θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών. Εμείς αστούς δεν προλάβαμε να αποκτήσουμε. Ξέρετε, εκείνους που θαύμαζε ο Μαρξ. Που διαμόρφωσαν κανόνες συμπεριφοράς, τους οποίους εμείς φτύνουμε, μιλώντας για τσιριμόνιες και περιττές ευγένειες.

Αλίμονο: η χώρα που ακόμα δεν μπορεί να διαχειριστεί τα σκουπίδια της, θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να φτάσει σε ένα επαρκές επίπεδο πολιτισμού και συμπεριφοράς.

Και φοβάμαι πως όχι μόνον εμείς – αλλά ούτε και τα εγγόνια μας δε θα ζήσουν σε μια τέτοια χώρα…

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2018

Εξήντα χρόνια Βερολίνο


Το πρώτο μου αντίκρισμα: πριν να χτιστεί το Τείχος. Ουσιαστικά ήταν ακόμα η προπολεμική πόλη, με μερικά μπαλώματα και πολλά ερείπια. Υπήρχαν τότε οι συμμαχικοί τομείς – ο γαλλικός, ο αγγλικός και ο αμερικανικός. Ο ρωσικός ήταν ήδη η πρωτεύουσα της DDR – της Γερμανικής Δημοκρατικής Δημοκρατίας. (Τι πλεονασμός! Λες και αναγράφοντας δύο φορές την δημοκρατία στην επωνυμία του κράτους, θα γινόταν πιο δημοκρατικό. Το πόσο δημοκρατικό ήταν, είχε ήδη φανεί στην εξέγερση της 17 Ιουνίου 1953).


Από την πρώτη επίσκεψη θυμάμαι: την γκρεμισμένη εκκλησία στο KuDamm, την συνοικία Hansa Viertel, μουσείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής του Bauhaus, τα πάμφθηνα βιβλία που αγοράσαμε στο Ανατολικό Βερολίνο – όλα, τυχαία, αριστερών συγγραφέων, συγγενών και φίλων. Ακόμα έχω την Αισθητική του Hegel, (έκδοση του 1955 με πρόλογο Lukács, 1173 σελίδες, πανόδετη – αν  θυμάμαι καλά, μάρκα τρία). Αριστερός ο Έγελος; Η μόνη σχέση του με τον Μαρξ, ήταν το αναποδογύρισμα της Διαλεκτικής του.

Το πέρασμα ήταν ελεύθερο για τους τουρίστες και κυκλοφορούσαμε στο Ανατολικό Βερολίνο. Το περπάτημα στην Λεωφόρο Στάλιν (Stalin Allee) για την οποία το κράτος έδειχνε πολύ περήφανο, ήταν ένας εφιάλτης. Έκτοτε έχει χρησιμεύσει σαν σκηνικό στα χειρότερα όνειρά μου. Την έχει (πολύ σωστά) διατηρήσει το σημερινό καθεστώς και αξίζει μία επίσκεψη. Είναι η τέλεια αρχιτεκτονική έκφραση της απόλυτης και ωμής απολυταρχίας. 

Οι επόμενες επισκέψεις μου είχαν, σαν σήμα κατατεθέν, το Τείχος. Ακόμα και τις νύχτες, στο ξενοδοχείο, το ένιωθα να με βαραίνει, σαν να είχε οικοδομηθεί επάνω στο στήθος μου. Ο αποκλεισμός της πόλης έδινε στη ζωή ένα τόνο υστερίας – ιδιαίτερα στις διασκεδάσεις. Νόμιζες πως παίζονταν συνεχώς «οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας».  

Έτσι άρχισα να αποφεύγω το Βερολίνο. Λειψία, Βαϊμάρη – οι επόμενοι ανατολικοί προορισμοί.

Πολλές επισκέψεις πια στη δεκαετία του 90 – όπου οργίαζαν οι γερανοί. Ανοικοδόμηση παντού: όλη η πόλη ένα μελίσσι. Άρχισα να την χαίρομαι μετά το 2000 – όπου μπορούσες να την χαζέψεις χωρίς σκαλωσιές και ικριώματα.

Η πόλη δίχως κέντρο. Δάση, άλση, ποτάμια, νησιά χωρίζουν τις συνοικίες της. Ανοίξτε το Google Earth. Ένα απέραντο πάρκο και ανάμεσα στις συστάδες των δέντρων, συστάδες σπιτιών. Δίπλα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, η τύψη των Γερμανών. Στην ακριβότερη περιοχή της πόλης, το απέραντο μνημείο του Ολοκαυτώματος. Εκατοντάδες τεράστιοι μαύροι κύβοι σχηματίζουν ένα λαβύρινθο ενοχής.

Κάθε φορά που πηγαίνω, το Βερολίνο έχει αλλάξει. Κάθε φορά μου επιφυλάσσει μία έκπληξη. Και τώρα, που ετοιμάζομαι, έχω μία προαίσθηση – και δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή. Γιατί το Βερολίνο εξελίσσεται – αλλά εγώ γερνάω.

Από όλες τις σημερινές μεγαλουπόλεις πρέπει να είναι η πιο ζωντανή. Και η πιο πλούσια σε μνήμες. Μέσα σε εκατό χρόνια έχει συμπυκνώσει ιστορία αιώνων. 

Σίγουρα είναι η πιο δυνατή σε καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Έχεις τόσες επιλογές που ζαλίζεσαι. Εδώ καλπάζουν μαζί όλες οι πρωτοπορίες!

Το Μόναχο είναι η δεύτερη πατρίδα μου: σπούδασα και έζησα εκεί έξη χρόνια. Αλλά το Βερολίνο είναι το μέτρο – κάθε επίσκεψη και ένας σταθμός.

Όταν θα διαβάζετε αυτό, εγώ θα έχω ήδη επιστρέψει (αχ, αυτή η χρονική διολίσθηση του εβδομαδιαίου φύλλου). Και θα ξέρω ήδη πόσο έχω γεράσει…