Κυριακή, Ιουνίου 27, 2021

Το μέλλον των Αρχαίων Ελληνικών

Κρίμα που οι φοιτητές του Πρίνσετον θα πάψουν να μαθαίνουν αρχαία Ελληνικά – διότι αυτοί τα μαθαίνανε σωστά. Αν επικρατήσει η μόδα αυτή και πάψουν να τα μαθαίνουν και στην Οξφόρδη ή την Σορβόννη, σε μερικά χρόνια θα ξεχαστούν τα αρχαία από όλο τον κόσμο! Ποιος θα επιμελείται πια τις κριτικές εκδόσεις των αρχαίων κειμένων από τις οποίες μελετούσαν και μελετούν οι φιλόλογοι;

Γιατί βέβαια στην χώρα των «κληρονόμων» τους, δυο αιώνες τώρα, δεν καταφέραμε να εκδώσουμε ούτε μία αξιόλογη κριτική έκδοση. Αν εξαιρέσει κανείς τις φιλότιμες προσπάθειες του Συκουτρή και του Γεωργούλη, όλες οι εκδόσεις των αρχαίων στην Ελλάδα ήταν αντιγραφές των αντίστοιχων του Teubner (Γερμανικές), της Οξφόρδης (Αγγλικές), Loeb (Αμερικάνικες) και Budé (Γαλλικές). 

Παρά την αρχαιολατρία μας, αρχαία καλά ούτε μάθαμε ούτε διδάξαμε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Έχω ξαναγράψει εδώ για το σοκ που έπαθα όταν γράφτηκα στην φιλοσοφική σχολή, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Οι πρωτοετείς συμφοιτητές μου, μου έστελναν ραβασάκια γραμμένα σε τέλεια αρχαία ελληνικά, καμμιά φορά δε και σε έμμετρη μορφή. Με άψογο μέτρο (ίαμβοι, τροχαίοι, ανάπαιστοι, κλπ.) που σημαίνει πως ήξεραν αρχαία μετρική (μακρές και βραχείες συλλαβές) που ούτε Έλληνες πανεπιστημιακοί φιλόλογοι δεν γνώριζαν.

Και να πεις πως είχα κάποια δικαιολογία; Από φημισμένο Ελληνικό σχολείο είχα αποφοιτήσει, από κλασικό τμήμα και με άριστα 20 στα Αρχαία. Και οι απόφοιτοι Γερμανικών κλασικών λυκείων ήξεραν καλύτερα την αρχαία γλώσσα μου, από εμένα τον Έλληνα!

Το ίδιο πρόβλημα είχα και αργότερα με αρχαιομαθείς ξένους: Ιταλούς, Ισπανούς ακόμα και Σκανδιναβούς. Τα αρχαία τους ήταν ανώτερα από τα δικά μας.

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στην χώρα μας δεν μαθαίνουμε αρχαία Ελληνικά. Είναι η γλωσσική συγγένεια, που αντί να διευκολύνει, δυσχεραίνει την εκμάθηση; Είναι το σύστημα και οι μέθοδοι; Αν σκεφθεί κανείς ότι στα χρόνια μου είχαμε επί έξη χρόνια ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ μία ώρα αρχαία (ενώ με τις μισές και λιγότερες ώρες μαθαίναμε Αγγλικά ή Γαλλικά) θα απορήσει.

Είναι ένα ερώτημα που με βασανίζει χρόνια. Αλλά δεν έχω βρει την απάντηση – κι ούτε θα την βρω σε ένα άρθρο εφημερίδας. Άλλο είναι το πρόβλημα που θέλω να θέσω.

Αν η μόδα του Πρίνσετον επικρατήσει παγκόσμια, αν μία-μία οι εστίες της αρχαιογνωσίας αρχίσουν να σβήνουν (διότι από την στιγμή που δεν θα διδάσκουν πια τους φοιτητές, τι θα χρειάζονται οι καθηγητές;) δεν θα υπάρξει κίνδυνος για την γνώση και την καλλιέργεια των αρχαίων Ελληνικών; Δεν θα παρακμάσει η μελέτη τους και δεν θα υπάρξει ο φόβος για μια σταδιακή εξαφάνισή τους;

Μήπως θα πρέπει να κάνουμε κάτι; Μία Παγκόσμια Ακαδημία για την αρχαία Ελληνική γλώσσα, που να συγκεντρώσει κορυφαίους επιστήμονες από όλες τις χώρες και που να ασχολείται αποκλειστικά με την έρευνα, την μελέτη, την διδαχή και τις εκδόσεις της αρχαίας Ελληνικής; Για μία τέτοια Ακαδημία θα μπορούσαμε να βασιστούμε και σε δωρεές ατόμων ή οργανισμών που θα εκτιμούσαν την σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος. (Θα μπορούσαν να την ξεκινήσουν οι άνεργοι φιλόλογοι του Πρίνσετον…)

Με τον καιρό, η Ακαδημία αυτή θα αρχίσει να παράγει αποφοίτους που θα συνεχίσουν το έργο της. Όχι βέβαια σαν τον φιλόλογο που τυχαία ανακάλυψα πως μέσα στο σχολικό βιβλίο είχε και ένθετα αποκόμματα από την μεταφραστική «φυλλάδα»…

Οι Αρχαίοι Πρόγονοι έχουν κάνει πολλά για μας. Σε αυτούς βασικά οφείλουμε το γεγονός ότι γίναμε ανεξάρτητο κράτος. Μήπως ήρθε ο καιρός να ανταποδώσουμε; 

Σάββατο, Ιουνίου 19, 2021

Κάθε Κυριακή…

Που βέβαια για μένα δεν είναι Κυριακή – είναι Τρίτη ή Τετάρτη. Τα μέσα της εβδομάδας είναι η προθεσμία μου για να παραδώσω το κείμενό μου στην σύνταξη του «Βήματος».

Δημοσιεύεται κάθε Κυριακή εδώ και τριάμισι χρόνια. Ούτε διακοπές, ούτε άδειες.

Και πριν από το «Βήμα» ήταν το «Πρόταγκον» – για τρία χρόνια – η «Lifo» – για επτά χρόνια, η «Καθημερινή» και πάλι το «Βήμα» (1983-1987) και τα «Επίκαιρα» από όπου ξεκίνησε αυτός ο Μαραθώνιος το 1979. Σαράντα δύο χρόνια, συντάξιμα, αλλά χωρίς σύνταξη.

Και συνεχίζω.

Γιατί συνεχίζω;

Γιατί αυτό το εβδομαδιαίο σχόλιο είναι το καλύτερο αντίδοτο στο γήρας, στην άνοια, στην χαλάρωση του νου. Είναι η νοητική γυμναστική μου. Άλλωστε και αυτοί που ασκούνται σωματικά επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις.

Επαναλαμβάνομαι άρα και εγώ;

Σίγουρα συμβαίνει και αυτό: επαναλαμβάνονται τα θέματα, επαναλαμβάνεται η ζωή – άρα είμαι υποχρεωμένος να ακολουθήσω. Προσπαθώ πάντως να αλλάζω οπτική γωνία – και η πραγματικότητα με βοηθάει σε αυτό. Τα ίδια πράγματα δεν είναι ποτέ ακριβώς ίδια – αλλά και εγώ δεν παραμένω ακριβώς ίδιος. Εξελίσσομαι – ή, τουλάχιστον, προσπαθώ.»

Βέβαια κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα κουραστώ τόσο, ώστε να μην αξίζει τον κόπο να γράφω και να διαβάζομαι. Ιδιαίτερα το δεύτερο. Έχω αυστηρούς ιδιωτικούς κριτικούς που με διαβάζουν στο πρόχειρο και αρκετές φορές έχουν «κόψει» παραγράφους ή και ολόκληρα κείμενα. Από αυτούς περιμένω το «στοπ». Ξέρω ότι θα μου κοστίσει.

Τότε (σκέπτομαι) θα καταφύγω στο Διαδίκτυο, στο www.ndimou.gr – όπου έχει αποθηκευτεί το μεγαλύτερο ποσοστό της δουλειάς μου (ολόκληρα βιβλία και χιλιάδες άρθρα και επιφυλλίδες) και θα παρηγοριέμαι με την παλιά μου δουλειά.

Ή πάλι – δεν ξέρω – θα αρχίσω να διαβάζω άλλα βιβλία, σε άλλα θέματα, που περίσσεψαν από τις άπειρες αποστολές. Ή πάλι μπορεί να σταματήσω το διάβασμα και να το ρίξω στην άλλη μου αγάπη – την μουσική. Εκατοντάδες βινύλια, CD και DVD περιμένουν – ας αφήσουμε τις διαδικτυακές δισκοθήκες που με 6€ τον μήνα παίζουν τα πάντα, συνέχεια.

Φοβάμαι όμως ότι τίποτα από αυτά δεν θα γίνει γιατί, δεν θα προλάβω. Την εποχή που βγήκαν οι μεγάλες κασέτες VHS άρχισα να κάνω συλλογή κλασικών ταινιών αρχίζοντας από τον «Πολίτη Κέην» για να τις ξαναδώ «στα γεράματά μου». Και αφού γέμισα ράφια και ντουλάπια, μία μέρα δοκίμασα να δω μερικές – και τις πέταξα όλες. Είχαν μουχλιάσει. Σίγουρα τα DVD είναι πιο ανθεκτικά, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα τους θα έχω μουχλιάσει εγώ…

Τέλος πάντων. Προς το παρόν συνεχίζω το Κυριακάτικο μπλογκ για όσο καιρό βλέπω (από τις μετρήσεις στη Google, τις αντιδράσεις και τα σχόλια στο Facebook) ότι με διαβάζετε.

Συγγνώμη για το τόσο προσωπικό κείμενο – αλλά αν δεν εκμυστηρευθώ τις σκέψεις μου στους αναγνώστες μου – σε ποιους να τις πω; 

                                           *******

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑ: Η κορυφαία μας πεζογράφος, Σώτη Τριανταφύλλου, ξεπέρασε τον εαυτό της με το νέο της μυθιστόρημα «Σικελικό Ειδύλλιο». Κανένα από τα βιβλία της, δεν με έχει συνεπάρει και συγκινήσει τόσο πολύ.

Ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούρτοβικ παίρνοντας υλικό από την θητεία του ως κριτικού έκανε μία σύνθεση με τίτλο «Η ελιά και η φλαμουριά», αναλύοντας έργα δημοσιευμένα από το 1974 ως το 2020. Πέρα από τις πολύ ενδιαφέρουσες ερμηνείες βιβλίων και συγγραφέων, προκύπτει μία εικόνα που αποκαλύπτει πολλά για την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.

Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το σύντομο βιβλίο «Καθημερινή Φιλοσοφία» του νέου φιλοσόφου Αλέξη Παπαδόπουλου (υπότιτλος 5 Μαθήματα από την εποχή μας). Ζωντανή φιλοσοφική σκέψη που ερμηνεύει αλλά και φωτίζει την καθημερινότητα.

Τέλος ένα περίεργο βιβλίου όπου ο γνωστός επιστήμων αλλά και στοχαστής Θεοδόσης Π. Τάσιος παλεύει με την αινιγματική προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη. «Νίκος Καζαντζάκης – η ανθρωπογεωγραφία ενός τραγικού διανοούμενου».

(Τα δύο πρώτα εκδόσεις «Πατάκης» το τρίτο «Παπαδόπουλος» και το τελευταίο «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης»).

Κυριακή, Ιουνίου 13, 2021

3.816 – 763 (φόρος) = 3053 €. Τον χρόνο!

Η ταυτότητά μου γράφει πως είμαι συγγραφέας. Κάνω αυτή τη δουλειά  εδώ και πολλά χρόνια. Από το 1970 έχουν εκδοθεί 52 τίτλοι βιβλίων μου που έχουν πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα και έχουν μεταφρασθεί σε δέκα γλώσσες. Όλα – εκτός από ένα – έχουν ανατυπωθεί πολλές φορές. ‘Ένα – «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», βρίσκεται στην 40η ανατύπωση.

Τα τελευταία χρόνια έχει λιγοστέψει η κίνηση των βιβλίων μου (πού οι χρονιές, όταν κάθε ανατύπωση ήταν 5000 αντίτυπα!). Δεν είμαι πια «ευπώλητος».

Αλλά όχι και αζήτητος. Αλλιώς ο εκδότης μου δεν θα είχε ανατυπώσει πρόσφατα (2020) τέσσερα βιβλία μου: Το «Μικρό εγχειρίδιο ορθολογισμού» (7η έκδοση), «Σκέψεις για την Αναγκαιότητα της Αγάπης» (9η έκδοση), «Το Βιβλίο των Γάτων» (7η έκδοση), και το «Ειρωνικό Νεοελληνικό Λεξικό» (12η έκδοση). Που σημαίνει πως τα βιβλία αυτά είχαν εξαντληθεί.

Το ποσό που αναγράφεται στον τίτλο του κειμένου είναι το καθαρό μου έσοδο από την πώληση όλων των βιβλίων μου (παλαιών και νέων) το οικονομικό έτος 2020.

Ισοδυναμεί με 254 € τον μήνα. Περίπου το ένα τρίτον του κατώτατου μισθού.

Λες και είχα προαισθανθεί ότι κάποτε θα βρεθώ αντιμέτωπος με το μηνιάτικο των 250€, ξόδεψα τη μισή μου ζωή να μαζεύω χρήματα. Δύο επικερδείς δεκαετίες στην διαφήμιση και πώληση της εταιρίας, άλλες τέσσερεις δεκαετίες στην επιφυλλιδογραφία. Τα πρώτα μου βιβλία ήταν πολύ κερδοφόρα. Έτσι  εξοικονόμησα τα χρήματα που καλύπτουν τα σημερινά μας έξοδα.

Γιατί όμως ένας (με όλα τα κριτήρια) εμπορικά επιτυχημένος συγγραφέας, φτάνει σε αυτό το σημείο; (Ο φοροτεχνικός μου δεν πίστευε τα μάτια του!).

Ο λόγος που γράφω και δημοσιεύω αυτό το κείμενο δεν είναι για να εκφράσω κάποιο προσωπικό παράπονο. Είναι για να διεκτραγωδήσω την οικονομική κατάσταση των Ελλήνων συγγραφέων οι οποίοι – εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις – κυριολεκτικά πένονται.

Χειρότεροι οι ποιητές: Στην χώρα των ποιητικών Νόμπελ, όχι μόνο δεν εισπράττουν, αλλά πληρώνουν από την τσέπη τους τα έξοδα της έκδοσης. Αλλά και οι πεζογράφοι (με εξαίρεση μερικές κυρίες της «ροζ» σχολής) δεν κερδίζουν καν τα προς το ζην. Σχεδόν όλοι ασκούν και άλλο (κύριο) επάγγελμα. Οι δοκιμιογράφοι έχουν φτάσει να πλησιάζουν τους ποιητές.

Έχω συναδέλφους στο εξωτερικό που έχουν αποκτήσει περιουσίες αποκλειστικά από την σοβαρή συγγραφική τους δραστηριότητα. Εμείς, γιατί;

Ας αραδιάσω μερικούς λόγους.

Η χώρα – και η γλώσσα μας – είναι  μικρή. Ένδοξη, αλλά μικρή. Όπως και τα περισσότερα βιβλιοπωλεία μας. Ένα νέο βιβλίο έχει ελάχιστη ζωή στον πάγκο και στην βιτρίνα. Περιμένουν άλλες χιλιάδες να πάρουν σειρά. Αν δεν γίνει μπεστ-σέλερ, σε δύο εβδομάδες έχει πάει στο ράφι και μετά στην λησμονιά.

Επιπλέον οι Έλληνες δεν διαβάζουν. Οι σχετικές στατιστικές είναι θλιβερές. Οι μισοί (λένε ότι) διαβάζουν ένα βιβλίο το χρόνο. Μόνο το 7% διαβάζει μέχρι 10. Η συνήθεια της ανάγνωσης πρέπει να καλλιεργείται στα παιδιά από τα πρώτα τους χρόνια. Αντίθετα εδώ, στο τέλος της χρονιάς, πετάμε (ή καίμε) και τα σχολικά βιβλία.

Οι τιμές των βιβλίων είναι χαμηλές. Πολλοί εκδότες, με αφορμή την πανδημία, ζήτησαν από τους συγγραφείς να μειώσουν το ποσοστό των πνευματικών τους δικαιωμάτων. Από 15% επί της λιανικής  τιμής, κατέβηκαν στο 12 – ακόμα και στο 10. Έτσι, από την μέση τιμή ενός βιβλίου που είναι γύρω στα 15€, ο συγγραφέας παίρνει 1,5. Πόσα αντίτυπα πρέπει να πουλήσει για να πιάσει έστω τον βασικό μισθό; 5.200. Πόσα βιβλία πουλάνε πάνω από 5000 αντίτυπα ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ; (Γιατί ο συγγραφέας γράφει ένα βιβλίο κάθε τρία με τέσσερα χρόνια – λένε οι στατιστικές). Ελάχιστα. Και μην ξεχνάμε: όταν αναφερόμαστε σε βασικό μισθό, μιλάμε για μισθό πείνας. Ποια οικογένεια μπορεί να ζήσει με 650€ το μήνα;

Οι συνάδελφοί μας στο εξωτερικό έχουν σημαντικά έσοδα από κρατικές επιχορηγήσεις και ΜΜΕ. Κάποτε πληρώθηκα 2000€ για μία εμφάνιση στην Γερμανική τηλεόραση (επιπλέον τα έξοδα ταξιδιού και ξενοδοχείου). Εδώ όχι μόνο δεν σε πληρώνουν για μια συνέντευξη, αλλά θεωρούν ότι σου κάνουν και χάρη.

Δεν χρειάζεται εδώ να πω πόσο σημαντικό πράγμα είναι το βιβλίο για τον πολιτισμό μιας χώρας… Αλλά τα βιβλία δεν φυτρώνουν από μόνα τους. Τα γράφουνε οι συγγραφείς.  Η Εταιρία Συγγραφέων λιμοκτονεί ομαδικά. Άραγε, το σεβαστό Υπουργείο Πολιτισμού, τι έχει κάνει γι’ αυτούς τους ανθρώπους; 

Κυριακή, Ιουνίου 06, 2021

Η ουρά του γαϊδάρου

 – Ε, τον φάγαμε τον γάιδαρο! Είπε ο φίλος.

    -- Μας μένει η ουρά… είπα, (παραδοσιακά,) εγώ.

Είχαμε μόλις κάνει χρήση των νέων «ελευθεριών» μας. Είχαμε καθίσει σε ένα τραπεζάκι, στο πεζοδρόμιο, κάτω από την τέντα ενός παραδοσιακού καφέ, και είχαμε καταναλώσει: αναψυκτικό ο φίλος και τσάι εγώ. Μεγάλη υπόθεση! Μήνες και μήνες ονειρευόμασταν μία τέτοια εξόρμηση.

Τώρα όμως που την απολαμβάναμε, την βρίσκαμε …λίγη.

Το εξομολογηθήκαμε ο ένας στον άλλο, σχεδόν ταυτόχρονα. «Αυτό ήταν που ονειρευόμασταν τόσους μήνες;»

Η συζήτηση ξεκίνησε από αυτή τη διαπίστωση και επεκτάθηκε σε ευρύτερα θέματα. Σίγουρα η απαγόρευση κάνει τα πράγματα πιο ελκυστικά. Η «απογοήτευση του φυλακισμένου», είναι θέμα που ξανάρχεται σε πολλά μυθιστορήματα. Αλλά ήταν μόνον αυτό;

Επιστρέφοντας στο σπίτι σκεπτόμουνα πόσα πράγματα έχει αλλάξει μέσα μου η πανδημία. Κατ’ αρχήν, νιώθω πως έχω γεράσει. Σαν να πέρασαν από πάνω μου πέντε χρόνια. Δεύτερον, έχω τρομάξει. Όταν πέφτει στη συζήτηση το θέμα των διακοπών (άλλη μεγάλη νοσταλγία!) το αντιμετωπίζω με φόβο. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι διακοπές (εκτός αν συμπεριλάμβαναν κανένα ωραίο ταξίδι) αλλά τώρα τις φοβόμουνα. Πώς θα εγκαταλείψω την ασφαλέστατη (έτσι την ένοιωθα) φωλιά μου; (Την καραντίνα μου…)

Η ίδια η πανδημία υπάρχει ακόμα στο νου μου, σαν γκρίζο φόντο. Φυσικά έχω κάνει από τους πρώτους το εμβόλιο (ας όψεται η ηλικία μου!) και μάλιστα το «καλό», το τούρκο-γερμανό-αμερικάνικο (Bion/Tech/Pfizer) με τις λιγότερες παρενέργειες. Αλλά αυτός ο διάολος ο ιός RNA (στη μορφή του mRNA) μοιάζει σατανικός με τις μεταλλάξεις, μεταμφιέσεις και μεταμορφώσεις του. Αγγλική, βραζιλιάνικη, αφρικανική, ινδική και ότι άλλο ήθελε του προκύψει. Μήπως έχει κόψει κοστούμι και για μένα;

Με άλλα λόγια δεν είναι μόνο τα εκατομμύρια οι νεκροί που άφησε πίσω του ο Covid-19, δεν είναι μόνο οι αναπηρίες που διαπιστώνονται με αρκετή καθυστέρηση ακόμα και σε αυτούς που ιάθηκαν και βγήκαν υγιείς από το νοσοκομείο (δημιουργήθηκε και νέος όρος: long term Covid) είναι και το άγνωστο μισό της Σελήνης που κανείς μας δεν έχει δει και δεν ξέρουμε τι κρύβει.

Μωρέ, άμα είναι να φοβηθείς, υπάρχουν δεκάδες τρόποι να σε πείσει ο εαυτός σου. Δέστε τους εμβόλιο-φοβικούς: Δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί με όλα τα εμβόλια που μας έχουν σώσει από τις μάστιγες (διφθερίτιδα, ιλαρά, χολέρα, ευλογιά, πολιομυελίτιδα, γρίπη, τέτανος, πνευμονόκοκκος,  και τόσες άλλες) και αυτοί επιμένουν να κινδυνεύουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους και να μηχανεύονται τρόπους για να τα προστατεύσουν από τι; Από την σωτηρία τους! Μου έλεγαν ότι στην Βόρεια Ιταλία η ιλαρά είναι ενδημική νόσος, λόγω του μεγάλου ποσοστού των οικογενειών που δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους.

Είναι λοιπόν η ουρά του γαϊδάρου τέτοια, στην περίπτωσή μας, που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία post-covid μελαγχολία ακόμα και κατάθλιψη. Σαν τους βετεράνους όλων των πολέμων (έχει μελετηθεί ιδιαίτερα η περίπτωση των βετεράνων του Βιετνάμ) είμαστε όλοι βετεράνοι του Covid, ακόμα και αυτοί που δεν νοσήσαμε. Η πανδημία άφησε μέσα μας ένα κατακάθι που δεν μας αφήνει να χαρούμε την «ελευθερία» μας. Και καλά οι νέοι, θα ανανήψουν πιο γρήγορα, και (αν δεν μεσολαβήσει κάτι) σε λίγους μήνες θα ξαναβρούν το κέφι και την ανεμελιά τους.

Αλλά εμείς οι μεγάλοι, τι περιθώρια έχουμε; Το μόνο που ευχόμαστε είναι να μην μας επισκεφθεί καμία νέα παραλλαγή του κορονοϊού, η κάποια άλλη αρρώστια, συναφής προς την ηλικία μας. Και να ξεπεράσουμε μέσα μας τον φόβο και το τραύμα.

Καλή μας δύναμη!