Κυριακή, Μαΐου 26, 2019

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΛΠΕΣ!

Α! τέλος η νηστεία. Τόσα χρόνια ασκητέψαμε και στερηθήκαμε. 

Σήμερα θα ψηφίσουμε. Θα χορτάσουμε επιλογές.

Πρώτα θα επιλέξουμε κόμμα και μάλιστα τέσσερις φορές. Που μπορεί να είναι και τέσσερα διαφορετικά κόμματα!

Ποιος σε εμποδίζει να ψηφίσεις ευρωβουλευτές από το Α’ κόμμα, περιφερειάρχη από το Β’, Δήμαρχο, από το Γ΄ και Κοινοτάρχη από το Δ’. Έτσι που να μπορείς μετά να λες με ειλικρίνεια σε όλους: σας ψήφισα!

Βέβαια θα κουραστούμε να διαβάζουμε ονόματα και λίστες. Ένα πράγμα θα είναι σίγουρα αυτές οι εκλογές: επίπονες.

Δεν έχω ακόμα αρχίσει την μελέτη – γνωρίζω όμως ήδη κάτι: Τι και ποιους ΔΕΝ θα ψηφίσω.

Η μέθοδος του αποκλεισμού κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Ξέρεις αμέσως τι θα πετάξεις στο καλάθι.

«Η μεγάλη γιορτή τη δημοκρατίας» έλεγε ο Γεώργιος Παπανδρέου. «Παγίδα για χαζούς» τις αποκαλούσε ο Σαρτρ. 

Φυσικά και οι δύο είχανε δίκιο. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μία φορά ακούγεσαι, τέσσερα χρόνια ακούς.

Κατά τα άλλα… κυβερνάει ο λαός. Το κράτος του δήμου. Δημοκρατία: «η χειρότερη μορφή πολιτεύματος – με την εξαίρεση όλων των άλλων που έχουμε δοκιμάσει», όπως είπε ο Τσώρτσιλ στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 11 Νοεμβρίου του 1947. 

(Πολλοί αμφισβήτησαν την πατρότητα της φράσης).

Ορίστε λοιπόν απόγονοι της αρχαιότερης δημοκρατίας αυτού του πλανήτη, ιδού η ευκαιρία. Σταυρώστε, επιλέξτε, μαυρίστε.

Και μετά; Θα ξημερώσει η άλλη μέρα, ο ήλιος θα βγει από την Ανατολή (α, δεν αλλάζει αυτός συνήθειες) κερδισμένοι και χαμένοι θα κάνουν τους λογαριασμούς τους και οι μεν και οι δε ξενυχτισμένοι – αλλά με τι διαφορά!

Θα αλλάξει τίποτα; Μα για να αλλάξει κάτι ουσιαστικό, πρέπει να αλλάξουν οι Έλληνες. Αν κάτι απέδειξε η τελευταία δεκαετία είναι ότι και με την πιο δυνατή θεραπεία ηλεκτροσόκ, δεν αλλάζουν. Η κρίση δεν καταγράφηκε σωστά – τα συμπεράσματα βγήκαν λάθος. 

Ακόμα μουντζώνουμε αυτούς που μας έσωσαν.

Κάποτε βέβαια θα αλλάξουν οι Έλληνες. Γιατί αν δεν αλλάξουν, θα χαθούν. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Θα περάσουν γενιές, πολλές δεκαετίες, για να μεταμορφωθεί βαθμιαία όλο το περιβάλλον που διαμορφώνει τους ανθρώπους: οικογένεια, παιδεία, κοινωνία. 

Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, το ρεσιτάλ της διχόνοιας, που ξεκίνησε από την πρώτη μέρα, συνεχίζεται. Εκατόν σαράντα χρόνια μετά τον Τρικούπη, ο εκσυγχρονισμός ακόμα αναβάλλεται – ενώ βέβαια οι στόχοι του απομακρύνονται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα.

Αχ ναι – εκεί που μας χρειαζόταν ένας Τρικούπης, μας προέκυψε δημαγωγός σούπερ Δηλιγιάννης. Τουλάχιστον ας μην προκαλέσει και τούτος εδώ κανένα πόλεμο της ντροπής, σαν εκείνον του 1897. 

Ας ελπίσουμε πως αυτές οι εκλογές θα γίνουν σημείο εκκίνησης για μία καλύτερη Ελλάδα που εμείς οι μεγάλοι δεν θα γνωρίσουμε. 

Η αισιοδοξία κάνει καλό – ακόμα και σε αυτούς που δεν την πιστεύουν…

Κυριακή, Μαΐου 19, 2019

Τι απέγινε ο ποιητής Κ. Χ. Μύρης;

Στις 4 Δεκεμβρίου 1970, καταμεσής στα χρόνια της χούντας, σκάει σαν βόμβα στην Αθήνα ο φωνογραφικός δίσκος «Χρονικό» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Συνεργαζόμουν τότε με το Στούντιο ΕΡΑ (για διαφημιστικά) και ο Γιάννης Σμυρναίος, ηχολήπτης και ψυχή του στούντιο, με είχε «προειδοποιήσει». Έσπευσα να τον προμηθευτώ και από κει και πέρα, για αρκετές μέρες στο σπίτι ακουγόταν αποκλειστικά και μόνον αυτός.

Για τον Μαρκόπουλο κάτι ήξερα και το τρελό τραγούδι του «Ζαβάρα κάτρα νέμια» το είχαμε τραγουδήσει σε στιγμές κεφιού. Αλλά το «Χρονικό» ήταν άλλο πράγμα. Το ξανάκουσα προχθές και πάλι μου σηκώθηκε η τρίχα.

Κάτι τέτοιες ώρες αναρωτιέμαι: γιατί όταν κάποιος αναφέρει τους «μεγάλους» του Ελληνικού τραγουδιού αφού ξεκινήσει με Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, μπορεί να αναφέρει και άλλα πέντε-έξη ονόματα πριν φτάσει στον Μαρκόπουλο – αν φτάσει ποτέ. Κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ – κακές δημόσιες σχέσεις; Πάντως σαν μανιώδης και επαρκής ακροατής καλής μουσικής, θεωρώ πως αρκετά έργα του – ιδίως οι τρεις πρώτοι του δίσκοι: «Χρονικό», «Ιθαγένεια» και «Θητεία», είναι κορυφαία επιτεύγματα.

Αλλά το μπλογκ αυτό δεν αφορά τον Μαρκόπουλο, παρά μόνον εμμέσως. Στους δύο πρώτους από τους δίσκους που ανέφερα συμμετέχει – και λάμπει – ένας  άγνωστος μέχρι τότε ποιητής. Στο εξώφυλλο αναγράφεται με το όνομα Κ. Χ. Μύρης. 

Υπάρχουν ποιήματά του που είναι λυρικά διαμάντια. Όπως ο «Αρχάγγελος»:

«Τις Κυριακές στα Τρίκαλα στην Λάρισα, στη Σπάρτη / κάποιον κρυφόν αρχάγγελο προσμένουν κάθε Μάρτη.
Το βράδυ στον περίπατο κορίτσια και φαντάροι / ανεβοκατεβαίνουνε με σκάλες στο φεγγάρι».

Αλλά και στον δεύτερο δίσκο, την «Ιθαγένεια», σου κολλάει σαν έμμονη ιδέα ο στίχος:  «Χίλια μύρια κύματα μακριά, το Αϊβαλί…»

Στον τρίτο δίσκο της τριλογίας ο Μύρης εξαφανίζεται και αντικαταστάτης του –επάξιος – είναι ο Μάνος Ελευθερίου, που μας δίνει «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» ή και τα άλλα λόγια τα «μαλαματένια… στο μαντήλι».

Όμως ο Κ. Χ. Μύρης δεν συνέχισε την ποιητική του παρουσία. Τι έγινε;

                                                       ***
Φυσικά το όνομα Μύρης ήταν ψευδώνυμο. Παραήταν ωραίο για να είναι αληθινό – που θα έλεγαν και οι Άγγλοι.

Ο Μύρης, με το πραγματικό του όνομα έγινε δάσκαλος και καθηγητής, μελετητής, μεταφραστής και σχολιαστής αρχαίων έργων – αλλά κυρίως έγινε κριτικός θεάτρου. Ο πιο γνωστός και επιδραστικός της εποχής του.

Μάλιστα και σε αυτή του την ιδιότητα, υπήρξε πρωτεϊκός. 

Αφού κράτησε επί πολλά χρόνια την στήλη κριτικής θεάτρου των «Νέων», κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει. Άκουσα πως συνταξιοδοτήθηκε.

Αλλά μετά από μία αρκετά μακριά απουσία, δεν άντεξε και επέστρεψε.

Μόνον που ο επιστρέψας κριτικός διέφερε από τον συνταξιοδοτηθέντα.

Ο παλαιός ήταν αυστηρός και ενίοτε σκληρός. Ο σημερινός είναι ήπιος και καλόβολος.

Τον παρακολουθώ από την ημέρα της επιστροφής του. Μέχρι τώρα, σε δύο χρόνια, βρήκα μόνο μία αρνητική κριτική του. Μέσα στο μπάχαλο του θεάτρου μας, αυτό είναι ρεκόρ.

Προφανώς επιλέγει τις παραστάσεις που κρίνει. 

Επίσης έχει αλλάξει την μορφή της κριτικής του. Σε κάθε έργο κάνει μία εισαγωγή αναλύοντας την παράδοση και προέλευση του είδους, τους κύριους εκπροσώπους του, την προϊστορία του στην Ελλάδα. Έτσι κάθε κριτική γίνεται ένα μάθημα θεατρολογίας.

Η εισαγωγή του καταλαμβάνει συνήθως τα τρία τέταρτα της σελίδας που του παραχωρεί η εφημερίδα. Οπότε για την ίδια την παράσταση μένει λίγος χώρος ο οποίος καλύπτεται από καλά λόγια.

Χαίρομαι να διαβάζω τον δάσκαλο. Αλλά πάντα σκέπτομαι: πού να είναι κρυμμένος εκείνος ο τρυφερός λυρικός ποιητής;

Κυριακή, Μαΐου 12, 2019

Οι «αρχαίοι» Νεοέλληνες


Μου γράφει ένας αναγνώστης ότι κακώς συνιστώ να ψηφιστεί ο κ. Καιρίδης για ευρωβουλευτής, διότι έχει γράψει ότι οι Νέοι Έλληνες δεν είναι κατ’ ευθείαν απόγονοι των αρχαίων, αλλά αποτέλεσμα προσμίξεων, κλπ.

Αυτό το «κατευθείαν απόγονοι των Αρχαίων» με γεμίζει απορία κάθε φορά που το ακούω ή το διαβάζω. Άραγε αυτοί που χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση καταλαβαίνουν τι λένε; 

Φαντάζονται την αρχαία και μεσαιωνική Ελλάδα σαν ένα κλειστό στρατόπεδο όπου κανένας ξένος δεν θα μπορούσε να εισχωρήσει ώστε να μολύνει την καθαρότητα της φυλής; Ούτε Ρωμαίοι πέρασαν από εδώ, ούτε Σλάβοι, Φράγκοι, Καταλανοί, Βενετσιάνοι – και φυσικά κανένας Τούρκος. Τον Μεσαίωνα, που είχε ερημώσει η κυρίως Ελλάδα, και κατέβηκαν χιλιάδες Αρβανίτες, πέρασαν μόνον απέξω από το στρατόπεδο που κρατούσε αγνή και καθαρή την Αρεία φυλή (συγγνώμη, παρασύρθηκα, εννοούσα τους Δωριείς, Αχαιούς, Ίωνες, κλπ). Και μετά τι έγιναν όλοι αυτοί οι Αλβανοί; Εξαερώθηκαν όταν αλλάξαμε τα ονόματα των χωριών τους;

Πρέπει να είναι πολύ αφελής ένας άνθρωπος για να πιστέψει πως εδώ, στο σταυροδρόμι των πολιτισμών και των θρησκειών, παρέμειναν αγνοί, αυθεντικοί και αμόλυντοι «αρχαίοι». Ας αφήσουμε που, και αν είχε συμβεί τέτοιο θαύμα, θα επρόκειτο για εκφυλισμένους ηλίθιους, από την συνεχή ενδογαμία. Αντίθετα οι βιολόγοι λένε πως οι επιμιξίες δυναμώνουν την ράτσα. 

Αλλά πέρα από όλα αυτά, εκείνο που με διαολίζει σε αυτή τη σκέψη είναι το ερώτημα: Τι σημασία έχουν οι πρόγονοι; Είναι κάποιος ανώτερος επειδή ο προπάππος του ήταν σοφός; Μόνο οι γαλαζοαίματοι κέρδιζαν αξία από την καταγωγή τους. Αλλά ευτυχώς τέτοιους δεν έχουμε πια.

Δεχόμαστε όλοι ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν κορυφαίοι. Αλλά ήταν πραγματικά πρόγονοί μας; Και έστω ότι ήταν – τι σημαίνει αυτό για μας; Σημασία έχει εμείς τι κάνουμε τώρα!

Αυτό το φάντασμα των σπουδαίων προγόνων στοιχειώνει την Ελλάδα. Μας κάνει υπερήφανους για κάτι που δεν είμαστε και οδηγεί είτε σε ρατσισμό («οι αριστοκράτες των λαών» κατά Ζουράρι) είτε σε σύμπλεγμα κατωτερότητας και φθόνου απέναντι στους άλλους λαούς που δεν αναγνωρίζουν την ανωτερότητά μας, μας υποβλέπουν, μας «ρίχνουν» και συνεχώς συνωμοτούν εναντίον μας.

Ακόμα κι αν κληρονομιόταν η αξία – πόσο πίσω πάει αυτή η κληρονομιά; Τι σχέση έχουμε εμείς με τους πραγματικά εξωγήινους αρχαίους Έλληνες; Τους διαδέχθηκε η πολυεθνική Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (που αργότερα ονομάστηκε Βυζάντιο) που όχι μόνο δεν κληρονόμησε τους Αρχαίους Έλληνες, αλλά τους καταδίωξε και τους αφάνισε. Μας έμεινε η γλώσσα και το τοπίο. (Που το καταστρέφουμε συστηματικά).

Και μετά πέρασαν από εδώ… οι πάντες.

Υπάρχει βέβαια η παράδοση. Αλλά η παράδοση πάει μερικούς αιώνες πίσω, όχι χιλιετίες. Δύσκολα θα με πείσει κάποιος ότι ο κ. Πολλάκης ενσαρκώνει την Μινωική κομψότητα – εκφράζει όμως την τραχύτητα των άμεσων Σφακιανών προγόνων του.

Πόσο «καθαρός Έλληνας» είμαι εγώ; Η οικογένεια του πατέρα, από τα Άγναντα, πάνω στα Τζουμέρκα, μετράει πολλές γενιές τάφους, αλλά το δισύλλαβο επίθετο παραπέμπει σε Αρβανίτες. Η οικογένεια της μητέρας έχει επίθετο Ιταλικό. Από τη Γένοβα, τον 14ο αιώνα μία ομάδα από «ευγενείς» (γραμμένοι και στο Libro d’oro) κατέλαβαν τη Χίο και την έκοψαν σε τιμάρια που τα μοιράστηκαν. Φυσικά στους αιώνες που πέρασαν εξελληνίστηκαν, έγιναν ορθόδοξοι (αλλά συνέχισαν να παντρεύονται αναμεταξύ τους).

Αν ερχόταν κανένας Έλληνας Χίτλερ στα πράγματα, πόσοι πολίτες αυτής της χώρας θα είχαν να επιδείξουν καθαρά «ελληνικά» γονίδια; Και ποιο θα ήταν το κριτήριο της φυλετικής καθαρότητας; 

Το κακό είναι πως αυτές οι ρατσιστικές ιδέες δεν φωλιάζουν μόνο στα μυαλά των οπαδών της Χρυσής Αυγής – αλλά και κάθε δάσκαλου ή κοινοτάρχη που εκφωνεί τον κλασικό πανηγυρικό σε εθνική επέτειο. Και έτσι μπολιάζονται τα παιδιά μας με εθνικισμό τόσο, που στις σχετικές έρευνες οι Έλληνες να είναι πρώτοι στην Ευρώπη. Όχι – δυστυχώς – σε επιτεύγματα, αλλά σε οίηση!

Κυριακή, Μαΐου 05, 2019

ΤΟΥ ΘΩΜΑ



Ο ψηλός με τα γένια φαινότανε ξεθεωμένος.

“Συγνώμη”, ρώτησε, “μπορώ να καθίσω; Έχω πεθάνει, από την ορθοστασία”.

Σωριάστηκε σε μια καρέκλα. “Μια ζωή ορθός”, συνέχισε, “μια αιωνιότητα ορθός. Δεν αντέχω άλλο!”.

“Τώρα βέβαια θα μου πείτε - ήσουν πάντοτε εντελώς όρθιος, ίσος, ευθύς, ευθυτενής; Δυστυχώς όχι. Οι περιστάσεις βλέπετε... Κάνεις και συμβιβασμούς για να επιζήσεις. Συνήθως ήμουν ορθός. Έκανα κάτι υποκλίσεις στους θεολόγους. Κάτι κάμψεις για τους διαλεκτικούς. Μερικές κλίσεις στους Φροϋδιστές. Λίγες επικύψεις εδώ, μικροαποκλίσεις εκεί... Αλλά πάντως στάθηκα ορθός, τον 
περισσότερο χρόνο της ζωής μου”.

“Είμαι-θα το καταλάβατε ήδη- ο Ορθός Λόγος. Πάντα ορθός, στην υπηρεσία σας. Αλλά τώρα πολύ κουρασμένος. Δεν θα πείτε σε κανέναν πως κάθισα - δεν είναι έτσι; Θα χάσω τη δουλειά μου. Αλλά πιστέψτε με, είχα απόλυτη ανάγκη να καθίσω. Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν σκέτη κόλαση”.

“Σ' αυτή τη χώρα, που καυχιέται ότι με ανακάλυψε, είναι αδύνατο πια να σταθώ όρθιος. Με τραβάνε όλοι για να με διπλώσουν κατά τη μεριά τους. Πιστέψτε με, ούτε ένας δεν νοιάζεται για τη σωστή σκέψη. Όλοι κουβαλάνε μέσα τους κάποια υστεροβουλία. Όλοι προσπαθούν με τον ορθό λόγο να αποδείξουν τον ανορθολογισμό τους. Ο ένας με επικαλείται για να βγάλει σκοταδιστές όσους διαφωνούν μαζί του. Θέλει δηλαδή να εγκαταστήσει μια δικτατορία του (δήθεν) ορθού λόγου. Που σημαίνει να με αναιρέσει, γιατί Ορθός λόγος είναι μόνο ο ανοιχτός, ο δημοκρατικός λόγος. Ο άλλος πάλι καταφεύγει σε μένα για να του δοθεί το δικαίωμα να διαδίδει το δικό του ζόφο (ή γνόφο ή δνόφο), για να με θάψει γρήγορα κάτω από το δικό του δόγμα”.

“Κάποιος θα έπρεπε να τους πει πως ορθός λόγος είναι μόνον ο απροκατάληπτος, ο αδογμάτιστος. Αυτός που δεν ξεκινάει από (σιωπηρές) παραδοχές, αυτός που ελέγχει όχι μόνο τα επιχειρήματα του αντιπάλου - αλλά και τα δικά του. Δεν είναι ορθολογισμός η σκέψη που μοναδικό της σκοπό έχει να πείσει. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι ρητορική”.

Ο Ορθός Λόγος είχε γείρει τόσο πολύ στην καρέκλα, που έμοιαζε ξαπλωμένος. Τον ρώτησα αν δεν θα 'θελε πραγματικά να ξαπλώσει.

“Αν θα το ήθελα; Αστειεύεστε; Να χαλαρώσω, να ηρεμήσω, να ξεχαστώ... Ίσως και να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ εγώ, ο άγρυπνος από αιώνες... Τι όνειρο! Τι ηδονή...”.

Και ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος σαν λάστιχο.

“Σας ήξερα για ορθολογιστή ! Σας εμπιστεύτηκα σαν άνθρωπο της ανοιχτής σκέψης! Κι εσείς μου προτείνετε ύπνο; Μήπως το νερό είχε μέσα κανένα φάρμακο;”.

Κοίταξε ανήσυχος γύρω του.

“Έχετε δίκιο”, μουρμούρισε σε λίγο, “καμιά φορά έχω παρανοϊκές αντιδράσεις. Αλλά τι να κάνω; Είναι τόσοι αυτοί που θέλουν να με αποκοιμίσουν, να με υπνωτίσουν. Πρέπει να φυλάγομαι. Πρέπει να εξετάζω τα πάντα. Που έλεγε κι ο μέγας εκείνος οπαδός (και μετά καταστροφέας μου) ο Καρτέσιος: Δεν πρέπει τίποτα να το δέχομαι αν δεν το γνωρίσω πρώτα πως είναι σωστό”.

“Το είχε πει και ο άπιστος Θωμάς που γιορτάζουμε σήμερα”.

“Σίγουρα - ναι. Τέως Ορθολογιστής και αυτός. Τελικά επίστεψε. Όχι μόνο σ' αυτό που άγγιξε - αλλά και σ' αυτό που δεν είδε. Ας είναι. Νιώθω εξουθενωμένος”.

Παύση. “Θα καθίσω πέντε λεπτά ακόμη - αν με διαβεβαιώσετε πως δεν θα διαδώσετε το χάλι μου. Η χώρα σας μπορεί να μηδενίσει κάθε ίχνος σκέψης. Προσπαθώ να οργανώσω ξανά το μυαλό μου, για να προχωρήσω σε μια αξιοπρεπή αναχώρηση”.

“Τι - μας φεύγετε;”.

“Φίλε μου, αρχίζει η προεκλογική περίοδος. Όχι ορθός δεν θα χωράω να σταθώ αλλά ούτε ξαπλωμένος σε λαγούμι. Όσο πιο μακριά σας είμαι αυτό τον καιρό, τόσο το καλύτερο. Και για σας και για μένα”.

(Πρώτη δημοσίευση: ΤΟ ΒΗΜΑ, Πάσχα 1985). Δεν άλλαξα λέξη.