Δευτέρα, Οκτωβρίου 30, 2006

Απλές γεύσεις

Έχω φάει σε εστιατόρια διάσημα και πανάκριβα (συνήθως πλήρωναν άλλοι) με πολλά αστέρια του οδηγού της Michelin ή σκούφους των Gault-Millau. Έχω δοκιμάσει φαγητά εξωτικά που μου έκαψαν τον οισοφάγο ή το στομάχι, έχω εξερευνήσει παράξενες γεύσεις που οι περισσότεροι δεν τολμούν ούτε να τις αναφέρουν.

Στα νιάτα μου, που είχα γερό στομάχι, η κουζίνα ήταν ένα από τα πρώτα «αξιοθέατα» της κάθε περιοχής που επισκεπτόμουν. Αλλά και όταν δεν ταξίδευα, δοκίμαζα τις γεύσεις στα διάφορα έθνικ εστιατόρια. Υπάρχουν χώρες που τις ξέρω μόνο από το φαγητό τους. Δεν έχω πάει στο Μεξικό, ούτε στην Ιαπωνία, αλλά πόσα τάκος και σούσι δεν έχω κατεβάσει.

Κι όμως… κι όμως. Παραμένω αθεράπευτος εραστής των απλών γεύσεων. Μία αυγοκομμένη κοτόσουπα, μία καραβίσια μακαρονάδα, μερικά παϊδάκια στα κάρβουνα, φρέσκο ψάρι στην σχάρα, μία χωριάτικη σαλάτα… Και ωραία, απλά γλυκά, για τα οποία δίνω την ψυχή μου.

Ποιος μπορεί ακόμα και σήμερα να αντισταθεί στην παιδική μας επιβράβευση, στις τότε ανώτατες ηδονές: δύο αυγά μάτια και (χειροποίητες) τηγανιτές πατάτες;

Όταν ζούσα στην ξενιτιά, αυτές οι γεύσεις μου έλειπαν. Έγραψα σε ένα κείμενο με τίτλο «Φυστίκια και Ραδίκια»:


Η νοσταλγία του ξενιτεμένου για την πατρίδα παίρνει διάφορες μορφές. Η δική μου ήταν γευστική.

Άλλοι μπορεί να αποζητούσαν τον ήλιο, άλλοι τους ανθρώπους – εγώ δεν είχα τέτοιες προσκολλήσεις. Οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν εδώ, μαζί μου – όσο για τους γονείς μου, τους αγαπούσα καλύτερα από μακριά. Αλλιώς κινδύνευα, τόσο από την ασφυκτική αγάπη της μητέρας, όσο και από την άτεγκτη αυστηρότητα του πατέρα.

Τον ήλιο πάλι τον έβρισκα και σε άλλες Μεσογειακές χώρες. Όσο κι αν δεν φορούσε εθνόσημο, ήταν ο ίδιος ήλιος.

Αλλά την πίκρα από τα χόρτα του βουνού, δεν την έβρισκα πουθενά.

Παρόλο που ανήκω στους κοσμοπολίτες της γαστρονομίας και χαίρομαι να δοκιμάζω διαφορετικά και εξωτικά φαγητά, οι γεύσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι η δική μου μυστική πατρίδα. (Ίσως πρόκειται για την βαθύτερη σχέση με την μητέρα, που εκφραζόταν άλλωστε μόνο μαγειρικά…) Το ρίγος της συγκίνησης που άλλοι νιώθουν στην επαφή τους με εθνικά σύμβολα, εγώ το ένιωσα όταν η μητέρα μου έστειλε, με ένα πιλότο της ΤΑΕ, τηγανητά μπαρμπούνια και ραδίκια άγρια.

Κι όταν γύριζα στην Ελλάδα η εθνική επανένταξή μου γινόταν με λαχανοντολμάδες, κάθε είδους λαδερά (αν ήταν καλοκαίρι) και απαρέγκλιτα μαντανοσάλτσα. Το εθνικό φαγητό του σπιτιού μου, οριστικά πια χαμένο, μαζί με το ξύλινο γουδί όπου δουλεύονταν ώρες ολόκληρες ο μαϊντανός.

Ένα άλλο γευστικό ορόσημο ήταν το Αιγινίτικο φυστίκι. Φρέσκο και (κυρίως) ψημένο ήταν μία γεύση στην οποία αδυνατούσα (και αδυνατώ) να αντισταθώ. Την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να τα βρεις στην Γερμανία και ή αποστολή τους γινόταν αφορμή για γευστικό όργιο.

Θυμάμαι ακόμα πόσο κλειστή και επαρχιώτικη ήταν τότε η αγορά τροφίμων. Σε κάθε χώρα έβρισκες μόνο τα δικά της προϊόντα. Τα εισαγόμενα ήταν ελάχιστα, παράξενα και πανάκριβα. Ούτε τουρισμός υπήρχε, ούτε η μετανάστευση, που πλούτισαν τους γευστικούς ορίζοντες.

Στο Μόναχο δεν έβρισκες ντομάτες - μόνο ντοματάκια (από αυτά που κάνουμε γλασέ). Έγραψα στους δικούς μου και μου έστειλαν μερικές μεγάλες. Το μισό πανεπιστήμιο πέρασε από το δωμάτιό μου να τις χαζέψει. Τα ροδάκινα ήταν μικρά και πράσινα, τα μήλα το ίδιο, τα πορτοκάλια εξωτικό φρούτο πολυτελείας.


Τώρα βέβαια υπάρχουν παντού τα πάντα. Εκτός από τα άγρια ραδίκια. Γι αυτό, κάθε φορά που ξαναγυρίζω στην Ελλάδα, επιστρέφω στην πίκρα τους.

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

H αλογόμυγα


Όλοι οι σκεπτόμενοι και απορούντες έχουμε έναν κοινό πρόγονο. Τον Σωκράτη. Κι όσοι από μας ασκούν την σκέψη τους μεγαλόφωνα, συνομιλούν και συνδιαλέγονται με άλλους, πορεύονται ως δάσκαλοι και μαθητές μαζί (εκείνος δεν είπε στα γεράματα το «διδασκόμενος»;) ακόμα πιο πολύ τον κουβαλάνε μέσα τους.

Ωστόσο έχουμε κληρονομήσει μία εξιδανικευμένη εικόνα του Σωκράτη. Τον φανταζόμαστε σαν γέροντα γεμάτο σοφία και καλοσύνη. Φαίνεται όμως πως αλλιώς τον ζούσαν οι συγκαιρινοί του. Ήταν είρων, εριστικός, ενοχλητικός. Ο χαρακτηρισμός «αλογόμυγα» που ο ίδιος δίνει στον εαυτό του (στην «Απολογία» του) είναι χαρακτηριστικός. Όποιος έχει υποστεί αυτό το έντομο ξέρει πως δεν υπάρχει τίποτα το πιο σπαστικό.

Αυτή του την πλευρά την κατάλαβα καλύτερα όταν τον είδα με τα μάτια του Søren Kierkegaard (Κίρκεργκωρ, 1813-1855), του Δανού υπαρξιστή φιλόσοφου. Στην διδακτορική του διατριβή που φέρει τον τίτλο «Η Έννοια της Ειρωνείας, με συνεχή αναφορά στον Σωκράτη» ο νεαρός ακόμα στοχαστής και συγγραφέας ζωγραφίζει το πορτρέτο εκείνου τον οποίο θεωρεί ως τον πρώτο (και ίσως τον μόνο) φιλόσοφο. Και ταυτόχρονα θεμελιώνει την «ειρωνική μέθοδο» που και ο ίδιος θα εφάρμοζε μία ζωή.

Ότι ο Σωκράτης ήταν είρων, το μάθαμε και στο σχολείο. Μάθαμε ακόμα και τον όρο «σωκρατική ειρωνεία». Αλλά πώς εκδηλωνόταν αυτή;

Κυρίως μέσα από την (πραγματική ή προσποιημένη) άγνοια. Στην παρέα της αρχαίας Αγοράς, κάποιος αναφέρει μία έννοια, ρίχνει μία λέξη: σωφροσύνη, γενναιότητα, ή αρετή. Ο Σωκράτης αμέσως ρωτούσε: «αφού μιλάς για αρετή θα πρέπει να γνωρίζεις τι είναι. Εγώ δεν το ξέρω. Για πες μου κι εμένα, λοιπόν».

Η ειρωνεία του Σωκράτη βασίζεται στο «δεν ξέρω». («Εν οίδα ότι ουδέν οίδα»). Ποτέ δεν λέει την γνώμη του, ό,τι προκύπτει το εκμαιεύει από τους άλλους. (Μαιευτική Τέχνη). Και ποτέ δεν είναι σίγουρο ότι αυτή είναι και η πραγματική, η τελική του γνώμη. Οι περισσότεροι Πλατωνικοί Διάλογοι (κυρίως οι πρώτοι, οι «Σωκρατικοί») τελειώνουν χωρίς οριστικό συμπέρασμα.

Οι κατοπινοί μελετητές νομίζουν ότι ο Σωκράτης ξέρει, αλλά κρύβει την γνώση του για την εκμαιεύσει από τον συνομιλητή του – και άρα να τον πείσει καλύτερα (αφού μόνος του έφτασε στο συμπέρασμα). Είναι όμως πολύ πιθανόν ο Σωκράτης να μην προσποιούνταν. Μπορεί να μην ήξερε πραγματικά. Μπορεί να είχε καταλάβει ότι ορισμένα θέματα – τα πιο δύσκολα – δεν εκφράζονται με τελεσίδικες εκφάνσεις.

Ο ίδιος ποτέ δεν είχε εκθέσει τις απόψεις του (και όποτε το έκανε μερικά – π. χ. στο Συμπόσιο, τον Φαίδρο ή στην Πολιτεία) μιλούσε με μύθους και παραβολές. Συνήθως ήταν ο άνθρωπος που σε ζάλιζε στα ερωτήματα, ίσαμε να σε φέρει σε αντίφαση με τον εαυτό σου και τελικά να σε υποχρεώσει σε ομολογία της άγνοιάς σου. Η πρώτη του επιδίωξη ήταν να γκρεμίσει την οίηση, την αυτάρκεια, την αυτοπεποίθηση.

Με τον τρόπο του αυτό, ο Σωκράτης γινόταν αντιπαθής. Όχι μόνο στους πολλούς (που κάποτε ψήφισαν τον θάνατό του) αλλά και στους ίδιους τους μαθητές του. Τον θαύμαζαν αλλά ταυτόχρονα τον απεχθάνονταν. Τους έσπαγε τα νεύρα. Με την πρώτη ευκαιρία τον παρατούσαν. Ελάχιστοι του έμειναν πιστοί ως το τέλος.

Αλλά ο δάσκαλος γνώριζε πως ο μόνος τρόπος να μάθεις κάτι, είναι να το βρεις μόνος σου. Κανένας καθηγητής δεν μπορεί να μεταγγίσει σοφία. Γνώσεις – ναι, αυτό είναι απλό. Αλλά τον τρόπο της σκέψης και της ανεύρεσης – όχι. Τον Σωκράτη δεν τον ενδιέφεραν οι σκέτες γνώσεις – η πληροφορία που θα λέγαμε σήμερα. Όμως το «γνώθι σεαυτόν» δεν υπάρχει σε κανένα βιβλίο.

«Η ουσία της Σωκρατικής μεθόδου», γράφει ο Kierkegaard, «είναι ότι ο μαθητής γίνεται ικανός να αποδιώξει τον δάσκαλο. Η τέχνη και ο ηρωισμός του Σωκράτη ήταν ότι έφερνε τον μαθητή του σε θέση να τον απορρίψει».

Ένας άνθρωπος που ειρωνεύεται τους πάντες, που συνεχώς τους φέρνει σε δύσκολη θέση, που δεν αποκαλύπτει ποτέ τις δικές του απόψεις, που ξεφεύγει διαλεκτικά σαν το χέλι. Το αντίθετο του λαϊκιστή – κάνει ότι μπορεί για να μην τον αγαπήσουν.

Ακόμα και στην Απολογία του ειρωνεύεται τους δικαστές του, όταν τους προτείνει για ποινή να τον θρέφουν δωρεάν στο Πρυτανείο. Θεμελιώνει την στάση της άγνοιας, λέγοντας πως όταν το μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε «τον σοφότερο των Ελλήνων» έψαξε να καταλάβει γιατί. Μίλησε με πολλούς σοφούς και ειδικούς και κατέληξε πως ο Θεός είχε δίκιο: Ήταν ο σοφότερος επειδή ήταν ο μόνος που είχε συναίσθηση της άγνοιάς του.

Βέβαια, όπως λέει κι ο ίδιος, μιλώντας με όλους τους επαΐοντες και αποδεικνύοντας την άγνοιά τους, έγινε ακόμα πιο μισητός. Η επίμονη ταπεινοφροσύνη του έμοιαζε τελικά με αλαζονεία.

Ο Alfred North Whitehead (1861-1947), έχει πει πως όλη η Δυτική φιλοσοφία δεν είναι άλλο από υποσημειώσεις στον Πλάτωνα. Εγώ θα πήγαινα ένα σκαλί πιο πίσω, γιατί χωρίς τον Σωκράτη είναι πολύ απίθανο να είχε υπάρξει ο Πλάτων. Θα έλεγα λοιπόν ότι όλη η φιλοσοφία ξεκινάει από την Σωκρατική ειρωνεία, την μη-γνώση, την απορία. Από έναν άνθρωπο που δεν έγραψε ούτε μία φράση, που δεν άφησε πίσω παρά ανέκδοτα και αναμνήσεις των μαθητών του. (Κι εδώ να πούμε πως ο Ξενοφώντας ήταν πολύ πιο κοντά στον πραγματικό Σωκράτη). Αλλά που εργάστηκε σαν καταλύτης.

Ο καταλύτης – οι χημικοί το γνωρίζουν – είναι μία ταπεινή, δευτερεύουσα ουσία. Χωρίς αυτόν όμως η χημική αντίδραση δεν πραγματοποιείται. Ο Σωκράτης ήταν ταπεινός (άλλο αν εμείς τον δοξολογούμε για λάθος λόγους). Ήταν και άκρως ενοχλητικός. Η Δυτική φιλοσοφία ήταν το ένα επακόλουθο της δράσης του. Το κώνειο ήταν το άλλο.


H πρώτη εικόνα από την "Σχολή των Αθηνών" του Raffaello. O Σωκράτης (με σταυρό) μιλάει με τον Ξενοφώντα. Η τελευταία "Ο Θάνατος του Σωκράτη" του David.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Φεύγοντας ακίνητος



Όπως καθόμουν εδώ και βασανιζόμουν να βρω ένα θέμα για το blog, μου ήρθαν ξαφνικά στο νου από παλιά κάτι στίχοι του Stéphane Mallarmé:

La chair est triste, hélas! et j’ai lu tous les livres.
Fuir! là-bas fuir! Je sens que des oiseaux sont ivres
D’être parmi l’écume inconnue et les cieux!

(Η σάρκα, αλίμονο, είναι θλιμμένη, κι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία.
Να φύγω! μακριά, να φύγω! Νιώθω πως τα πουλιά πρέπει να μεθάνε
Που βρίσκονται ανάμεσα στ’ άγνωστα κύματα και τον ουρανό).


Κούραση και βάρος.

Ά! Το όνειρο της φυγής… Αν μου λείπει κάτι από τα νιάτα μου είναι αυτό.
Η ανεμελιά με την οποία έπαιρνα τους δρόμους, γύριζα την Ευρώπη με κάτι ψιλά στην τσέπη, με ωτοστόπ, με δανεικά… Κοιμόμουν σε ξενώνες και σε παγκάκια…
Τώρα με κλεισμένα πολυτελή ξενοδοχεία και όλες τις ανέσεις, δεν μπορώ πια να «φύγω».


Έγραφα στους «Δρόμους»:

Φεύγοντας ακίνητος

Πολλά είναι τα πρωινά που ξυπνάω με γεύση ματαιότητας και θανάτου. Όμως είναι και άλλα όπου με διακατέχει μία έντονη επιθυμία απόδρασης. Ονειρεύομαι πως, σιωπηλά, χωρίς κανείς να με πάρει μυρωδιά, μαζεύω μερικά απαραίτητα πράγματα και εξαφανίζομαι. Το που πάω δεν έχει σημασία και αλλάζει από ξημέρωμα σε ξημέρωμα: άλλοτε λιάζομαι σε εξωτικά μέρη και άλλοτε χάνομαι σε μεγαλουπόλεις. Σημασία έχει ότι φεύγω. Αυτή η λαχτάρα της φυγής είναι τόσο έντονη που με πονάει σωματικά.



Φεύγω από τι; Μα από όλα. Από την μικροαστική ρουτίνα του σπιτιού, από την ανόητη καθημερινότητα, από τις ηλίθιες υποχρεώσεις ενός «επώνυμου» που κάθε ώρα κάποιος του ζητάει συνέντευξη για θέματα που δεν ξέρει και δεν τον ενδιαφέρουν.

Φεύγω, παραμένοντας. Ονειρεύομαι ότι αναχωρώντας θα απομακρυνθώ από το κενό, το γήρας, την παρακμή, την αρρώστια, την ύπαρξη χωρίς πόθο και πάθος.

Το χειρότερο είδος φυλακής είναι αυτό από το οποίο δεν θέλεις να φύγεις. Δεν έχει κλειδί και κανείς δεν σε εμποδίζει. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσα να πάρω δύο βαλίτσες και τον μεταφυσικό μου γατούλη, τον Don, και να εξαφανιστώ. Είμαι οικονομικά ανεξάρτητος – όχι πλούσιος, αλλά αυτάρκης. Την δουλειά μου – το γράψιμο – μπορώ να την κάνω παντού όπου υπάρχει Internet – ακόμα και ασύρματο. Στο Παρίσι ή σε μία ατόλη της Πολυνησία. Αλλά δεν θα φύγω ποτέ. Δεν έχω την δύναμη. Το μόνο μεγάλο ταξίδι μου πια, θα είναι αυτό που φοβάμαι.

Αχ, εκείνα τα πρωινά που έρχεται τόσο έντονη η ανάγκη της απόδρασης – τόσο που να σε πλημμυρίζει η βεβαιότητά της. Τώρα, λες, τώρα θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω. Βλέπεις τον εαυτό σου αλλού – και για μία στιγμή είσαι γεμάτος και ευτυχής.

Μετά ο ίδιος υπονομεύεις το όνειρό σου: και τι θα γινόταν δηλαδή εκεί; Τι θα έκανες, μόνος, υπέρβαρος, υπέργηρος, αρθριτικός, με δέκα χάπια την ημέρα; Θα έβγαζες βόλτα την κατάθλιψή σου σε ωραία εξωτικά τοπία; Και καταλαβαίνω πως όλο αυτό το mal du départ είναι μία αυταπάτη. Η πόλις θα με ακολουθεί. Δεν θα άλλαζε τίποτα.

Οπότε ξαναγυρίζω στην καθημερινότητα. Με συντροφιά μου τον Don, ξαπλωμένο στα γόνατά μου την ώρα που γράφω. Τον γάτο που διαβάζει την σκέψη μου, όπως εγώ διάβασα κάποτε την δική του όταν ήρθε μέσα σε ένα όνειρό μου.

Αλλά αχ, εκείνα τα πρωινά που σε πλημμυρίζει η βεβαιότητα της απόδρασης! Τώρα, λες, ΤΩΡΑ θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω. Για μια στιγμή είσαι γεμάτος και ευτυχής.

Ούτε στην Κίνα!

Το Doncat και ο δημιουργός του Νίκος Δήμου συμπαραστέκονται στον διαχειριστή του blogme.gr Αντώνη Τσιπρόπουλο που συνελήφθη, διανυκτέρευσε στο κρατητήριο, προσήχθη με χειροπέδες στον ανακριτή κατηγορούμενος για ένα κείμενο που ΔΕΝ έγραψε. Η απίστευτη ιστορία με λεπτομέρειες και σχόλια στο http://monitor.vrypan.net/search?q=blogme.gr

Είναι γεγονός ότι οι Ελληνικές διωκτικές αρχές γνωρίζουν το Internet μόνο ως ένα ύποπτο και σκοτεινό μέρος όπου διακινείται παιδική πορνογραφία και υποκλέπτονται πιστωτικές κάρτες. Η δίωξη είναι προϊόν άγνοιας και στενοκεφαλιάς. (Ποιος εισαγγελέας ή ανακριτής γνωρίζει τι είναι ένα RSS feed;).

Τρίτη, Οκτωβρίου 24, 2006

Tα γαϊδούρια



Ίσως να φταίει η μακρόχρονη διαμονή μου στην Γερμανία, ίσως και η αυστηρή νοοτροπία του πατέρα μου – έγινα άνθρωπος πειθαρχημένος. Πειθαρχημένος – όχι πειθαρχικός. Δεν μου αρέσει να με προστάζουν οι άλλοι. Αλλά όταν κάποιο κανόνα τον δέχομαι σαν σωστό, τον επιβάλω ο ίδιος στον εαυτό μου. Και τον τηρώ.

Στην Ελλάδα αυτό το τελευταίο είναι αρκετά δύσκολο. Γιατί δεν αρκεί να τηρείς εσύ τους κανόνες – πρέπει να το κάνουν και οι άλλοι. Όταν τους τηρείς μόνος σου, ιδιαίτερα στον δρόμο, κινδυνεύεις. Στην χειρότερη περίπτωση να σκοτωθείς. Στην καλύτερη να χαρακτηριστείς μαλάκας.

Υπάρχουν μερικά πράγματα σε αυτή τη χώρα που προκαλούν καχυποψία ή θυμηδία. Π. χ. να τηρείς τους νόμους, τους κανόνες και τους τύπους. Ή να είσαι ευγενής.

Θυμάμαι όταν γύρισα από την Γερμανία. Πήγαινα στο περίπτερο της γειτονιάς και αντί να πω στον περιπτερά «Πιάσε (ρε) ένα Βήμα!», έλεγα: «Καλημέρα σας. Παρακαλώ πολύ, μου δίνετε το Βήμα;» Ο περιπτεράς με κοίταζε περίεργα. Μετά μερικές μέρες ρώτησε ένα γνωστό μου αν ήμουν «τοιούτος». Επειδή οι περιπτεράδες ήταν τα Internet Portals της εποχής και κινδύνευε η φήμη μου, άφησα αμέσως μουστάκι και, όταν τον αντίκριζα, του μίλαγα σαν τραμπούκος για να με σεβαστεί.

Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας αποτελεί μείγμα από Ορθό Λόγο και εφαρμοσμένη ευγένεια. Ορθολογική είναι π. χ. η ρύθμιση της προτεραιότητας. Δεν γίνεται να περνάμε όλοι μαζί από μία διασταύρωση – γιατί θα σκοτωθούμε όλοι μαζί. Ευγένεια είναι να μην παρενοχλείς τον άλλο, να κάνεις τόπο όταν βλέπεις ότι βιάζεται, να έχεις κατανόηση για τον αρχάριο, τον γέροντα, την κυρία που δυσκολεύεται να παρκάρει. Πόσες φορές μου έχει τύχει να παρακολουθήσω ομαδικό υβρεολόγιο προς έναν ταλαίπωρο που το σαραβαλάκι του έμεινε στην μέση του δρόμου.

Είμαι σίγουρος πως, σε άλλες καταστάσεις, οι ίδιοι άνθρωποι που φωνάζουν στην κυρία να πλύνει πιάτα και κορνάρουν στον αρχάριο, θα φέρονταν αλλιώς σε έναν αδύναμο συνάνθρωπό τους που δυσκολεύεται. Η οδήγηση μας κάνει όλους κανίβαλους και τον δρόμο ζούγκλα. Επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου, του θρασύτερου, του πιο αδίστακτου.

Από όλους τους συνανθρώπους μου στον δρόμο, αυτούς που δεν μπορώ να ανεχθώ με τίποτα, είναι τα γαϊδούρια της «άλλης λωρίδας». Εννοώ αυτούς που όταν υπάρχει στροφή αριστερά, αγνοούν όλη την ουρά των νομοταγών (μαλάκες!) που έχουν στοιχηθεί στην ειδική λωρίδα και μπαίνουν σφήνα στην κορυφή. Πολλές φορές μάλιστα, επειδή δεν τους χωράει η κορυφή, μπαίνουν μπροστά, δεύτερη σειρά, κλείνοντας και μία από τις κανονικές λωρίδες του δρόμου. Οι νομοταγείς θα χρειαστούν πολλά φανάρια για να στρίψουν, αφού σε κάθε πράσινο περνάνε περισσότεροι παράνομοι.

Δεν έχω δει ποτέ τροχονόμο να ελέγχει αυτήν την μόνιμη παράβαση. Αλλά μήπως έχω δει τροχονόμο να ελέγχει οτιδήποτε, εκτός από παράνομη στάθμευση και υπερβολική ταχύτητα; Κυκλοφορούν αυτοκίνητα χωρίς φώτα, χωρίς στοπ, χωρίς πινακίδες (ή σκεπασμένες από αδιαφανείς ζελατίνες), με εκτυφλωτικούς προβολείς (ακόμα και πίσω), με παράνομες υπερκατασκευές…. Κυκλοφορούν χωματουργικά φορτηγά ασκέπαστα, αφήνοντας σύννεφα σκόνης, νταλίκες στραβοφορτωμένες, παράνομα τρίκυκλα… Παραβιάζεται συνεχώς η προτεραιότητα, το κόκκινο, διασταυρώσεις κλείνονται… Παιδιά βλέπω στο μπροστινό κάθισμα, βρέφη στην αγκαλιά της μαμάς – ή καβάλα στο ντεπόζιτο μηχανής…

Παράνομη στάθμευση και υπερβολική ταχύτητα, είναι οι μόνες παραβάσεις που αναγνωρίζουν οι τροχονόμοι μας. Την δεύτερη βέβαια μόνον αν υπάρχει ραντάρ – ή αν γίνει ατύχημα. (Ως γνωστόν, όλα τα ατυχήματα στην Ελλάδα οφείλονται στην υπερβολική ταχύτητα).

Καλά – ευγενείς δεν είμαστε και θα αργήσουμε να γίνουμε (αν γίνουμε ποτέ). Θέλει γενιές να βελτιωθεί η συμπεριφορά. Ούτε εσωτερική πειθαρχία θα αποκτήσουμε γρήγορα (κι αυτό ξεκινάει από την κούνια). Αλλά εξωτερική πειθαρχία – από αυτήν που σου επιβάλουν; Τι δεν θα έδινα να δω ένα τροχονόμο να γράφει τα γαϊδούρια της άλλης λωρίδας!

Ουτοπίες. Ούτε που σε καταλαβαίνουν όταν τους το λες. Και το κακό είναι πως, όντας πειθαρχημένος, δεν μπορώ τουλάχιστον να παρανομήσω κι εγώ! Μία ζωή στήνομαι στην νόμιμη ουρά – μια ζωή βράζω από άγονη αγανάκτηση…

Κυριακή, Οκτωβρίου 22, 2006

Προβο-κάστωρ και Πολυ-τέχνης

Γράφοντας στο προηγούμενο post για τους «προβοκάστορες» ο Heinz μου θύμισε ένα παλιότερο κείμενό μου. Και μου έδωσε μία ιδέα για θέμα.

Αλλά ας αντιγράψω πρώτα το σχόλιο του Heinz (συντομευμένο):

«Θεωρώ ότι ο ΝΔ είναι ένας τύπος ανθρώπου, που παλαιότερα τον είχα χαρακτηρίσει προβοκάστορα. O προβοκάστωρ, θυμίζω, είναι ένας προβοκάτορας κάστορας που προσπαθεί να δημιουργήσει φράγματα στη ροή της σκέψης για να δει: θα προχωρήσει το νερό ή θα λιμνάσει; Ο προβοκάστορας έτσι ταράζει τη ροή για να υποχρεώσει σε δημιουργία εναλλακτικών ροών. Διαταράσσει το συνεχές - άρα δημιουργεί πληροφορία.

Τι είναι δημιουργία; Δημιουργία είναι εφεύρεση.

Απ' αυτά που ήδη υπάρχουν, κάποιος, κάπως, καταφέρνει να σχηματίσει μιαν άλλη εικόνα από την κοινή συναινέση θεωρούμενη. (Luhmann: I see something you don't see). Αρπάζει από δω, κολλάει από κει, και ξαφνικά ξεπηδάει κάτι νέο, που δεν μπορεί να αποδοθεί στα συστατικά του, παρά μόνον στο όλον: το δημιούργημα.

Ο ΝΔ, αποδομεί. Γκρεμίζει το δημιούργημα. Κι έτσι, πυροδοτεί την λειτουργία αναδόμησής του.

Αλλά, έχοντας γκρεμίσει ό,τι προϋπήρχε, ο - εξ ανάγκης πλέον - δημιουργός, αναγκάζεται να στήσει κάτι νέο με τα υλικά του. Κι ο προβοκάστωρ ορμάει και πάλι. Και δώστου πάλι ο κύκλος. Κάποια στιγμή, επέρχεται ισορροπία:η νέα εφεύρεση κι ο προβοκάστορας, στέκονται απέναντι σε ισορροπία.Ισορροπία σεβασμού και αλληλοκατανόησης.

Βέβαια, είναι εκνευριστικό, άθλιο και συχνά άγριο, να’ χεις έναν ενοχλητικό προβοκάστορα στα πόδια σου.
Ο δημιουργός που θα ξαναδημιουργήσει από τα ερείπια, πρέπει καταρχήν να είναι δημιουργός - κι όχι copy&paste. Kι έτσι, ο δημιουργός - που μόνο μέσω της δημιουργίας υλοποιείται - βρίσκεται σε κατάσταση δημιουργικού γίγνεσθαι: δημιουργεί συνέχεια.

Αναπόφευκτα τότε, ο αντιπαθέστατος προβοκάστορας, είναι δημιουργός δημιουργών».

Και τώρα το δικό μου κείμενο:


«Από την άλλη πλευρά είμαι ο ίδιος»
Ο. Ελύτης


Όλα τα κείμενα που έγραψα στη ζωή μου μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Σε αυτά της επιθυμίας και στα άλλα της αντίδρασης.

Τα πρώτα τα έγραψα επειδή μου το επέβαλε μία εσωτερική ανάγκη. Κουβαλούσα βαθιά βιώματα και εμπειρίες που ήταν συστατικά του εαυτού μου. Κάποτε ωρίμασαν και ζήτησαν την μορφή τους. Βγήκαν από μέσα μου όπως φυτρώνει ένα φυτό. Είναι τα λογοτεχνικά μου κείμενα: ποιήματα, πεζά, δοκίμια.

Αντίθετα τα άλλα δεν είχαν τις ρίζες τους μέσα μου, αλλά στην γύρω μου πραγματικότητα. Η οποία κάποια στιγμή με ενόχλησε, με εξόργισε και με ανάγκασε να τα γράψω. Μου τα επέβαλαν οι συνθήκες. Πρόκειται συνήθως γι άρθρα, σχόλια μελέτες αλλά και αφορισμούς.

Είναι φυσικό να είμαι πιο γνωστός για τα δεύτερα ενώ αγαπώ περισσότερο τα πρώτα. Είναι προϊόντα έρωτα – ενώ τα δεύτερα βιασμού.

Θα έγραφα π. χ. την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» αν δεν ζούσα στην Ελλάδα τα χρόνια της Χούντας; Ή την «Απολογία ενός Ανθέλληνα» αν δεν είχα υποστεί την έκρηξη του Ελληνικού εθνικισμού στην δεκαετία του 90;

Ενώ το «Ημερολόγιο του Καύσωνα», το «Βιβλίο των Γάτων», τις «Λίστες» και τις «Τολμηρές Ιστορίες», θα τα είχα γράψει όπου κι αν ζούσα. Το ίδιο και «Το Απόλυτο και το Τάβλι», μία φιλοσοφική κατάθεση που ωρίμαζε μέσα μου τριάντα χρόνια.

Γράφοντας τα λογοτεχνικά μου κείμενα νιώθω απόλαυση ή λύτρωση – ενώ η παραγωγή των κριτικών και σχολιαστικών παρέχει απλώς εκτόνωση.

Βέβαια ο διαχωρισμός δεν είναι απόλυτος. Πολλά από τα λογοτεχνικά έχουν και κριτικό περιεχόμενο (π. χ. η απελευθερωτική πλευρά στις «Τολμηρές Ιστορίες») ενώ και τα σχολιαστικά έχουν λογοτεχνικές πλευρές. Οι αφορισμοί είναι από τα πιο δύσκολα είδη του λόγου – όπως και το καλό χρονογράφημα.

(Κανείς δεν θα μπορούσε σήμερα να ισχυριστεί πως η «Πάπισσα Ιωάννα» – κλασικό προϊόν αντίδρασης – δεν έχει λογοτεχνική αξία).

Έτσι, πότε από εσωτερική ανάγκη, πότε από εξαναγκασμό, μου προέκυψαν εξήντα βιβλία. Κοιτάω πίσω την μακριά σειρά και ζαλίζομαι.

Μερικές φορές ενοχλούμαι που η σχολιαστική μου δουλειά επισκιάζει την καθαρά λογοτεχνική. Αλλά επειδή η λογοτεχνία είναι πιο διαχρονική από το σχόλιο, ελπίζω ότι ο χρόνος θα την αναδείξει.

..........................................................................

Δεν ξέρω πόσο σωστή είναι η παραβολή του Heinz και πόσο ταιριάζει σε μένα. Αν όμως την δεχθώ, θα προσθέσω ότι η διαδικασία που περιγράφει μπορεί να συμβαίνει και μέσα σε ένα άτομο. Που ταλαντεύεται ανάμεσα στην δημιουργική του έφεση και την κριτική του ανάγκη. Και που πότε γίνεται αποδομητής (των άλλων - αλλά και του εαυτού του) και πότε χτίστης.

Είμαι βέβαιος ότι «Το Βιβλίο των Γάτων» ή το «Παρόλα Αυτά» δεν τα έγραψε ο προβοκάστωρ…

Ακόμα και ο Μέγας Προβοκάστωρ Ροΐδης, έχει γράψει τρυφερά διηγήματα…

Και να πω ακόμα ότι επειδή η διαδικασία της αποδόμησης είναι αχάριστη, κοπιαστική και επικίνδυνη (συχνά σου πέφτουν τούβλα στο κεφάλι) θα προσπαθήσω του λοιπού να οικοδομώ περισσότερο.

Η Ελιά



Όταν συγκινούμαι, όταν χαίρομαι, θλίβομαι, θυμώνω, αγανακτώ – αντιδρώ με ποιήματα. Έχω περάσει όλη τη ζωή μου διαβάζοντας ποίηση και τελικά έχω γίνει ένα με αυτή. Για κάθε συναίσθημα έχω κι ένα ποίημα (καμιά φορά και περισσότερα). Ξεπηδάει αυτόματα από μέσα μου.

Θυμήθηκα ξαφνικά Παπαντωνίου:

άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο από την δική μου

και το πιστεύω. Και στη ζωή μου αλλά κι εδώ στο blog δεν έχω (συνειδητά) βλάψει κανένα. (Άθελα και ασυνείδητα, κανείς δεν ξέρει…). Μην συγχέετε τις διαμάχες για τις ιδέες με τις προσωπικές επιθέσεις. Μπορεί να αντέκρουσα απόψεις με μαχητικότητα, μπορεί ακόμα και να ειρωνεύτηκα μια γνώμη (σε 30.000 σχόλια, ίσως το 0,001%) αλλά προσωπική επίθεση, ποτέ.

Αντίθετα αυτές που δέχθηκα ήταν άπειρες: με είπαν γέρο, βλάκα, αμόρφωτο, παπαρολόγο, αποτυχημένο, ασυνάρτητο και αντιφάσκοντα, άσχετο, στείρο, επιδειξία, μωροφιλόδοξο (ανθολογώ). Μου επιτέθηκαν προσωπικά με τέτοια εμπάθεια, σαν να τους είχα σκοτώσει την μάνα. Και πάντα απορούσα, γιατί; Ωραία, διαφωνούν – αλλά γιατί πρέπει να βρίζουν;

Προσωποποιούν και τις γενικότερες ιδεολογικές διενέξεις: εγώ φταίω αν το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας δεν αποδέχεται τις θεωρίες του Φρόυντ, εγώ προσωπικά πρέπει να αποδείξω την εγκυρότητα του Δαρβίνου… Μια μικρή βόλτα στο Διαδίκτυο θα τους δείξει πως οι θέσεις που εκφράζω δεν είναι προσωπικές μου ιδεοληψίες – αλλά όχι. Εγώ ευθύνομαι για όλα.

Σε μία τελευταία συνέντευξη που έδωσα στο
webz με ρώτησαν:

Ποια θεωρείτε την μεγαλύτερη επιτυχία σας και ποια την μεγαλύτερη αποτυχία σας;

Η μεγαλύτερη επιτυχία μου είναι ότι κατάφερα να παραμείνω έντιμος και ειλικρινής. Η μεγαλύτερη αποτυχία μου είναι όταν δεν μου αναγνωρίστηκε.


Από όλα όσα μου έψαλλαν, ένα είναι (δυστυχώς) σίγουρη αλήθεια. Είμαι γέρος. Κι ας μην το νιώθω. Κι ας με πληγώνει.

Αλλά το ότι έχω γύρω μου όχι 470 αλλά μερικές χιλιάδες «βαρεμένους» νέους, (οπωσδήποτε πολύ νεότερους από μένα) μου κάνει καλό. Ακόμα κι όταν η νεανική τους ζωντάνια με πληγώνει. Ακόμα και όταν η (επίσης) νεανική τους ανασφάλεια τους κάνει υπερβολικά εύθικτους.

Ναι είναι ωραίο να γερνάς και να ακούς γύρω σου νεανικές φωνές. Θυμήθηκα ένα άλλο ποίημα, του Μαβίλη:

Η ΕΛΙΑ

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα νάθελε να σε νεκροστολίσει.

Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.

Ώ πόσο στη θανή θα σε γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες

που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν.
Ω να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου αδερφάδες.



Συνεχίζουμε!

Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

Τι κάνουμε εδώ;

Tolitsa said… Ειλικρινά έχω σοκαριστεί με τον τρόπο που αντιμετωπίζετε μια ολόκληρη νέα επιστημονική κοινότητα. Τι ισχύει εδώ? Ό,τι δεν καταλαβαίνω ή δεν συμφωνώ το κριτικάρω και το απορρίπτω? (Σαβ. Οκτ 21, 06:19:05 πμ).

Ακριβώς αυτό!

Η αμφισβήτηση είναι η κινητήρια δύναμη της επιστήμης. Ιδιαίτερα όταν η επιστήμη τείνει να γίνει δόγμα και σέχτα – όπως στην περίπτωση της ψυχανάλυσης. Μόνο χάρη σε αυτήν προχωράει. Αλλιώς θα είχαμε μείνει στον Ιπποκράτη και τον Πτολεμαίο.

Αλλά και στη ζωή έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Τα έχω απαριθμήσει πολλές φορές – θα τα επαναλάβω κι εδώ.

Σίγουρα είναι κουραστικό να ζεις σε διαρκή αναζήτηση και αμφισβήτηση. Πιστεύω όμως πως είναι η μόνη στάση που ταιριάζει στον πραγματικά σκεπτόμενο και ελεύθερο άνθρωπο. Η αμφιβολία, η απορία και η αντίρρηση είναι ο μόνος τρόπος για να φτάσουμε στην γνώση, στο ήθος και την πληρότητα.

Αυτό μπορεί να φανεί παραδοξολογία. Η γνώση δεν απαιτεί βεβαιότητα; Το ήθος δεν προϋποθέτει αναμφισβήτητες αξίες; Η πληρότητα, η ολοκλήρωση δεν είναι το αποτέλεσμα μίας απόλυτης πίστης; Πως είναι δυνατόν η αμφισβήτηση να οδηγεί στα αντίθετά της;

Αμφισβήτηση δεν είναι βέβαια η καταναγκαστική τάση για απόρριψη των πάντων. (Αυτή μπορεί να είναι μία αρρωστημένη της μορφή). Αμφισβήτηση είναι η έκφραση του ελεύθερου, του ζωντανού, του ανοικτού πνεύματος που δεν δέχεται τίποτα ως δεδομένο, απόλυτο, τελεσίδικο – αλλά κρίνει, εξετάζει, αναθεωρεί, ελέγχει διαρκώς και δεν επαναπαύεται σε δόγματα.

Είναι το κύριο γνώρισμα του επιστήμονα ερευνητή. Στην επιστήμη, δεν υπάρχουν δόγματα. (Κι όποτε υπήρξαν - καθυστέρησαν την γνώση για αιώνες!) Ο κάθε ερευνητής ξεκινάει από την αμφισβήτηση μίας θεωρίας (γιατί αν την αποδεχόταν, τι θα είχε να ερευνήσει;) και προσπαθεί να την υποκαταστήσει με μία πληρέστερη. Η ιστορία της επιστήμης είναι μία ιστορία διαψεύσεων - όχι επαληθεύσεων - διότι τίποτα δεν μπορεί να επαληθευθεί τελικά. Κάθε σειρά φαινομένων είναι άπειρη - και η στατιστική πιθανότητα, δεν είναι βεβαιότητα. Μία θεωρία παραμένει πάντα υπόθεση. Ισχύει μέχρις ότου διαψευσθεί.

Ας περάσουμε στον κοινωνικό, τον ηθικό χώρο. Πως ονομάζεται μία κοινωνία όπου δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση; Μία κοινωνία κλειστή, μονολιθική, όπου βασιλεύει το δόγμα και ο μονόλογος; (Μην ξεχνάμε ότι κι ο διάλογος είναι μία μορφή αμφισβήτησης!) Και η Δημοκρατία προϋποθέτει την αμφισβήτηση. Μόνο η Δικτατορία την φοβάται.

Όσο για την πίστη – αυτή δεν θίγεται από την αμφισβήτηση. Φτάνει να μην μεταβάλλεται σε δόγμα. (Δόγμα είναι η πίστη που θεωρεί ότι έχει γενική ισχύ, ότι είναι αναγκαστικά αληθής και υποχρεωτική για όλους). Όταν η πίστη περιορίζεται στον υποκειμενικό χώρο και αποδέχεται την ύπαρξη άλλων πεποιθήσεων - βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση.

Αντίθετα μάλιστα ο σκεπτικός (ας τον ονομάσω έτσι, σε αντίθεση με τον δογματικό) επειδή δεν πάσχει από ιδεολογικές η δογματικές αγκυλώσεις, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ομορφιά και το μυστήριο της ζωής. Δεν έχει ούτε μισαλλόδοξα συμπλέγματα, ούτε πουριτανικές αναστολές. Μπορεί να ζήσει την έκσταση της πίστης, την έξαρση του έρωτα, την απόλαυση της Τέχνης πιο έντονα και πιο άμεσα. Οι ιδέες και τα δόγματα δεν πλουτίζουν – φτωχαίνουν τη ζωή. Μπαίνουν ανάμεσα στους ανθρώπους και την πραγματικότητα.

Ο σκεπτικός είναι βέβαια ορθολογιστής – αλλά χρησιμοποιεί τον ορθό λόγο για να περιορίσει τον ορθό λόγο, δηλαδή για να καταδείξει τα όριά του. Έτσι ξανανοίγει τον δρόμο στα φαινόμενα, στην αμεσότητα της εμπειρίας. Ανοίγει όμως και τον δρόμο για τον συνάνθρωπο (οι μισαλλοδοξίες και τα δόγματα είναι που χωρίζουν τους ανθρώπους!) ελευθερώνει και την συνείδηση του καθενός για το επέκεινα.

«Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» έλεγε ένα παλιό ρητό. Κι όμως δεν είναι έτσι. Αρχή σοφίας δεν μπορεί να είναι ο φόβος. Αρχή σοφίας είναι ο, χωρίς φόβο και πάθος, έλεγχος των πάντων. Αρχή σοφίας είναι η κριτική στάση: το ερώτημα, η απορία, η αμφιβολία.

Βέβαια, μας έχει μείνει ένας εθισμός για το Απόλυτο. Φοβόμαστε το σχετικό – μας φαίνεται αφερέγγυο και ασταθές. Σαν το παιδί που κρατιέται από την φούστα της μάνας του, η ανθρωπότητα διστάζει να ενηλικιωθεί. Όμως το Απόλυτο είναι σκληρό ναρκωτικό. Έχει δολοφονήσει εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι σήμερα. Το σχετικό δεν σκότωσε ποτέ κανένα.

Είχα κάποτε γράψει - και πολλούς ενόχλησα – πως κάθε τι το απόλυτο θα έπρεπε να απαγορεύεται στον κοινωνικό χώρο – όπως τα ναρκωτικά. Ή τουλάχιστον να φέρει προειδοποίηση ότι «βλάπτει σοβαρά την υγεία» όπως τα τσιγάρα...

Αν νοσταλγούμε το απόλυτο, ας το αναζητήσουμε εκεί που πραγματικά υπάρχει: στα υποκειμενικά δεδομένα της εμπειρίας μας. Η γλύκα του μελιού είναι απόλυτη γι αυτόν που την νιώθει – όπως και η γλύκα του έρωτα.

Ούτε μας χρειάζονται απόλυτες ηθικές αξίες. Ο ορθός λόγος μπορεί να οδηγήσει σε κώδικες συμπεριφοράς που να βασίζονται στο σεβασμό της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του άλλου. Και οι οποίοι θα διαφοροποιούνται όταν αλλάζουν οι κοινωνικές συνθήκες. (Κάτι που ήταν αμαρτία – σαν τον ελεύθερο έρωτα – σήμερα είναι δικαίωμα, κάτι που ήταν κάποτε φυσικό – σαν την δουλεία – σήμερα είναι έγκλημα).

Η αμφιβολία είναι πράγμα σωτήριο. Όπως έγραψε ο ποιητής Ε. Fried:

Μην αμφιβάλλεις
γι αυτόν που σου λέει
πως φοβάται –

να φοβάσαι όμως
αυτόν που σου λέει
πως δεν αμφιβάλλει
.


Είκόνες: Πύρρων, Montaigne, Descartes, Hume - my heroes!

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

Το πρόβλημα με την ψυχανάλυση

Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μόνο μία μέθοδος παραγωγής γνώσης που έχει αποδείξει – και καθημερινά αποδεικνύει – την αξία και την εγκυρότητά της: Η επιστημονική.

Βασίζεται στην σαφή και ακριβή διατύπωση θεωριών ή υποθέσεων, στον συνεχή πειραματικό τους έλεγχο, που οδηγεί στη επιβεβαίωση ή την διάψευσή τους.

Και βέβαια η εφαρμογή των επιστημονικών θεωριών στην τεχνολογία, είναι η τελική καταξίωσή τους.

Παράλληλα με την επιστημονική μέθοδο υπάρχουν και άλλοι τρόποι να προσεγγίζει κανείς τη ζωή και το σύμπαν: η τέχνη, η θρησκεία, το συναίσθμα, η διαίσθηση, η φαντασία. Όλες αυτές είναι σημαντικές και πλουτίζουν τη ζωή μας, αλλά μένουν μέσα στον χώρο της ατομικής «επαλήθευσης» και γνώση δεν παράγουν.

Αγαπώ πολύ την επιστήμη (και το παιδί της την τεχνολογία). Ακόμα περισσότερο αγαπώ την τέχνη – που έρχεται από τον άλλο, τον υποκειμενικό, τον αντίθετο χώρο. Κι επειδή ακριβώς τις αγαπώ, προσπαθώ να τις κρατήσω χώρια. Να μην μπλέκουμε την φαντασία με την γνώση.

Το πρόβλημα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες είναι απλό: δεν έχουν ποτέ εκτεθεί με επιστημονικό τρόπο ούτε έχουν ελεγχθεί ανάλογα. Πρόκειται και μία σειρά από υποθέσεις που εκλαμβάνονται ως αληθείς, ενώ παραμένουν στον χώρο του έξω- (ή ψεύδο-) επιστημονικού.

Δεν υπάρχει καμία επιβεβαίωση για την ύπαρξη του ασυνείδητου (κι ακόμα περισσότερο του συλλογικού ασυνείδητου), ή για τον μηχανισμό της απώθησης, ή για την φροϋδική ερμηνεία των ονείρων. Το ότι η ζωή μας κυβερνάται από δύο αντίρροπες δυνάμεις την Libido και τον Thanatos (επιθυμία του θανάτου) μόνο σαν ποιητική παραβολή μπορεί να σταθεί. Το Οιδιπόδειο, ο φθόνος του πέους (για τις γυναίκες) η απόδοση της σχιζοφρένειας και της κατάθλιψης όχι σε διαταραχές του εγκεφάλου αλλά σε ναρκισσισμό… και άλλες πολλές θεωρίες, δεν έχουν ίχνος πειραματικής πιστοποίησης.

Αλλά το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει ούτε μέτρηση αποτελεσματικότητας της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Ο ίδιος ο Φρόυντ αναρωτιόταν αν είχε ποτέ θεραπεύσει κανένα. Κι ενώ έχουμε ακριβείς μετρήσεις για τα αποτελέσματα των ψυχοφαρμάκων – υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν ότι όχι μόνο η ψυχανάλυση δεν θεράπευσε κανένα, αλλά δημιουργεί πολύχρονες εξαρτήσεις ή και ψυχικά τραύματα (π. χ. από την εφεύρεση δήθεν απωθημένων παιδικών εμπειριών).


Άλλη μία δυσκολία όταν μελετάς την ψυχανάλυση είναι οι αντικρουόμενες και συχνά αντιφατικές και αυτοαναιρούμενες απόψεις των ιδρυτών και των συνεχιστών τους. Δεν υπάρχει βασικό αξίωμα της που να μην έχει απορριφθεί από κάποιον κορυφαίο ψυχαναλυτή. Έτσι που σήμερα ο όρος «ψυχανάλυση» να μην σημαίνει σχεδόν τίποτα.

Όμως η ψυχανάλυση είχε μία μεγάλη επιτυχία: κατάφερε να εισχωρήσει στην λαϊκή σκέψη και να γίνει ένας σύγχρονος μύθος. Ο τύπος που σου λέει: «κομπλεξικός είσαι, ρε;» δεν έχει ακούσει ποτέ για τον Άντλερ. Όλοι παίζουν με τις έννοιες που εισήγαγε ο Φρόυντ – και πόσες φορές δεν έχουμε συζητήσει για το Οιδιπόδειο της γειτόνισσας.

Ένα καλό που της χρωστάμε – έμμεσα- είναι η αποενοχοποίηση του σεξ και η απελευθέρωση των ηθών. Αν το σκεφθεί κανείς, η ψυχανάλυση είναι μία σαφέστατη αντίδραση στον Βικτοριανό πουριτανισμό του 19ου αιώνα. Δεν θα είχε προκύψει στον 18ο των λιμπερτίνων. Διαδίδοντας την ιδέα πως η καταπίεση του σεξ βλάπτει την υγεία, άνοιξε την πόρτα στην ελευθερία.

Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι οι θεωρίες του Φρόυντ και των μαθητών του είναι εντελώς άχρηστες. Θα ήταν εξίσου αντιεπιστημονικό με το να ισχυριστώ πως είναι σωστές. Αλλά αν δεν υπάρξει έλεγχος και επιβεβαίωση, η ψυχανάλυση θα παραμένει για μένα μία, αν όχι ψευδο-επιστημονική, τουλάχιστον έξω-επιστημονική θεωρία.

Υπάρχει και το άλλο ύποπτο στην ψυχανάλυση: είναι μία κλειστή σέχτα. Για να γίνεις π. χ. ψυχαναλυτής πρέπει (εκτός από τις όποιες σπουδές σου, έστω κι αν έχεις διδακτορικά στην Ψυχιατρική και την Ψυχολογία) να ψυχαναλυθείς ο ίδιος για πολλά χρόνια. Δηλαδή να αποδεχθείς έμπρακτα την αλήθεια για να μπορέσεις να την εφαρμόσεις. Αυτό δείχνει πως, πέρα από την γνώση, χρειάζεται και μύηση. Καμία επιστήμη δεν έχει ανάγκη από μία τέτοια πλύση εγκεφάλου. Και πώς να υπάρξει τότε ελεύθερη έρευνα, πιστοποίηση και έλεγχος από ανθρώπους που πρέπει να είναι ή να γίνουν «πιστοί»; Μιλώντας με ψυχαναλυτές άκουσα συχνά το επιχείρημα: «Μόνον όποιος έχει κάνει ψυχανάλυση έχει το δικαίωμα την να κρίνει». Αυτή και μόνο η θέση αρκεί για να της αμφισβητηθεί η επιστημοσύνη.


Συνήθως ομαδοποιούν τον Φρόυντ μαζί με τον Μαρξ, τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν ως ένα από τους μεγάλους επιστήμονες που άλλαξαν την αντίληψή μας για τον κόσμο και κατά συνέπεια την ζωή μας. Ότι την άλλαξαν είναι αναμφισβήτητο – αλλά με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Ο Αϊνστάιν και ο Δαρβίνος ήταν καθαρόαιμοι επιστήμονες και οι θεωρίες τους επιβεβαιώνονται όλο και περισσότερο. Ο Μαρξ ήταν και επιστήμονας και φιλόσοφος και επαναστάτης-οραματιστής. Ως επιστήμονας-οικονομολόγος επιβεβαιώθηκε σε αρκετά πράγματα – όχι σε όλα. (Αλλά σε αυτόν αξίζει να αφιερώσουμε ειδικό post). Ο Φρόυντ ήταν ο μεγάλος μυθολόγος αλλά και απελευθερωτής. Τα ψυχοφάρμακα απέδειξαν ότι μεγάλο μέρος από τα προβλήματα που ήθελε να λύσει, ήταν θέματα χημείας. Η πρακτική αξία της θεραπευτικής ψυχανάλυσης δεν επιβεβαιώθηκε. Οι θεωρίες του παραμένουν αιωρούμενες μεταξύ ποίησης και επιστήμης. Το μέλλον τους είναι αβέβαιο.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 16, 2006

Τα παρασκήνια της εκλογικής φιέστας.



TV Channel X: Έξω από κάθε στούντιο όπου γίνεται η μετάδοση των αποτελεσμάτων υπάρχει μία αίθουσα (συνήθως ένα άλλο στούντιο) που έχει μετατραπεί σε χώρο υποδοχής και δεξιώσεων. Πολυθρόνες, καναπέδες, μεγάλα τραπέζια, μπουφέδες (στην αρχή με γλυκά και μετά με φαγητά), μπαρ με ποτά οινοπνευματώδη και μη. Είναι το κέρασμα, η μικρή ανταμοιβή του καναλιού προς τους κάθε είδους ταλαιπωρημένους προσκεκλημένους.

Σε αυτή την αίθουσα περιμένουν την σειρά τους όσοι δεν βγήκαν ακόμα και παίρνουν ανάσα όσοι βγήκαν (εκτός κι αν είναι πιεσμένοι να φύγουν αμέσως για άλλο κανάλι). Στην πόρτα οι βοηθοί δημοσιογράφοι φτιάχνουν συνέχεια διαγράμματα. Έχουν το σχεδιάγραμμα του τραπεζιού με το seating order (τάξη καθίσματος) όπως το λένε στα επίσημα γεύματα. Και συνεχώς γεμίζουν νέα φύλλα με νέες συνθέσεις.

Σε κάθε σύνθεση πρέπει να υπάρχουν εκπρόσωποι των κομμάτων (δύο ή και τρεις για τα μεγάλα – από ένας για τα μικρά) δημοσιογράφοι σχολιαστές και οι απαραίτητοι μαϊντανοί: πνευματικοί άνθρωποι, ηθοποιοί, μοντέλες και άλλα celebrities. Όταν φεύγει κάποιος της Ν.Δ. αντικαθίσταται από έναν άλλο, του ιδίου κόμματος. Πρώτα οι ισορροπίες!

Κάθιδροι και λαχανιασμένοι, οι ταξινόμοι τραβάνε μεγάλο λούκι. Αργεί κάποιος και χαλάει το ισοζύγιο. Άλλος, καθισμένος στο στούντιο, δεν δέχεται να βγει. Αισθάνεται πως δεν μίλησε αρκετά και παρόλο που του κάνουν απεγνωσμένα νοήματα να σηκωθεί για να έρθει ο αντικαταστάτης του, αυτός δεν καταλαβαίνει Χριστό. Φυσικά δεν μπορούν να τον βγάλουν σηκωτό μπροστά στις κάμερες…

Στην διπλανή αίθουσα υποδοχής βλέπει κανείς την πραγματική όψη της πολιτικής. Άνθρωποι που σε λίγο θα σφαχτούνε μπροστά στην κάμερα, τα λένε αγκαλιασμένοι σαν φιλαράκια. Άλλοι που μόλις σφάχτηκαν, παραδέχονται πως είπαν υπερβολές και ψιλό-ψέματα. «Ναι μωρέ είχες δίκιο – αλλά τι ήθελες να πω;». «Α, καλά, σε καταλαβαίνω – κι εγώ το τράβηξα από την άλλη».

Όλοι είναι «επώνυμοι» - δηλαδή γνωστοί. Σε ξέρουν (ή κάνουν πως) και περιμένουν να τους ξέρεις. Κανείς δεν συστήνεται – θα ήταν προσβολή στην αίγλη του. Κι αν κάποιος το κάνει (έκανα εγώ το λάθος παλιότερα) αγανακτούν: «Μα τι λέτε κύριε Δήμου – δεν σας ξέρουμε;».

Κι εγώ, που έχω πρόβλημα με την αναγνώριση (άθλια μνήμη προσώπων – καλύτερη, αλλά όχι καλή, στα ονόματα) κυκλοφορώ ανάμεσα σε πρόσωπα που «κάπου τα ξέρω» αλλά δεν τα ξέρω. Με χαιρετούν και αντιχαιρετώ, χαμογελώντας αινιγματικά.

Αιφνιδιασμός: πασίγνωστη κυρία ηθοποιός (που την έχω δει μόνο επί σκηνής) ορμάει κατά πάνω μου, με αγκαλιάζει με πάθος, με βάφει κοκκινάδια, μάσκαρα και ρουζ, κραυγάζοντας σε στυλ Παξινού: «Δήμου, αγάπη μου!». Έντρομος, ψάχνω την πόρτα.

Σε καλούν για τις 7 («αλλά να είσαστε εκεί στις παρά τέταρτο») το επιβεβαιώνουν πέντε φορές στις δύο τελευταίες ημέρες, σου τηλεφωνούν στις 6 («ακόμα δεν ξεκινήσατε;») σε παίρνουν στο δρόμο κάθε δέκα λεπτά (ανάθεμα τα κινητά! κόντεψα να σκοτωθώ) κι όταν φτάνεις εκεί στις 6.25 σε στήνουν για μία ώρα και παίρνεις ένα κιλό μασουλώντας γλυκά από αμηχανία.

Μέσα στο στούντιο, αν δεν φωνάξεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσεις. Μόνος σου θα πάρεις τον λόγο και θα τον υπερασπιστείς μέχρι βραχνιάσματος. Η δική μου τακτική: λέω δύο ή τρεις φράσεις σύντομες, αλλά όσο γίνεται ανατρεπτικές και φεύγω πριν μου κάνουν νόημα..

Γιατί πάω; Μα για όλα τα παραπάνω. Είναι ένα ανθρώπινο τσίρκο. Τόσα ενδιαφέροντα δείγματα του είδους άνθρωπος συγκεντρωμένα, δεν θα τα βρεις πουθενά. Η δουλειά μου είναι να μελετώ την ανθρώπινη φύση – και εδώ μου παρέχεται πλουσιοπάροχα. Όσο για τις φράσεις μου, τις λέω για όποιον τις ακούσει. Και πάντα μερικοί τις ακούνε.

Την άλλη μέρα θα πληροφορηθώ από τις εφημερίδες πως όλοι νίκησαν (βλέπετε και τις φωτογραφίες). Και θα αισθανθώ πολύ ωραία που δεν νίκησα εγώ…

Σάββατο, Οκτωβρίου 14, 2006

Χαρχούδεεεες!



Πόσο σας καίνε οι Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές;

Εμένα καθόλου.

(Εδώ που τα λέμε ούτε οι βουλευτικές με παθιάζουν. Κι εκεί έχω να διαλέξω ανάμεσα σε δύο – ή και περισσότερα – κόμματα που δεν με εκφράζουν. Επιλέγω, με σφιγμένα δόντια, το μη χείρον).

Αλλά εδώ;

Όπως και πολλοί άλλοι ετεροδημότες αλλού μένω και αλλού ψηφίζω. (Βέβαια η απόσταση ανάμεσα στο αριστοκρατικό Ψυχικό και στην τριτοκοσμική Κυψέλη, όπου πρωτογράφτηκα, είναι ελάχιστη: η άλλη πλευρά των Τουρκοβουνίων).

Τριάντα πέντε χρόνια δεν μένω πια στην Αθήνα. Αλλά τα εκλογικά μου δικαιώματα βαρέθηκα να τα μεταφέρω. Είναι κι ένας λόγος να επισκέπτομαι κάθε τόσο την παλιά μου γειτονιά, όπως άλλοι, το χωριό τους.


Έτσι, άμεσο ενδιαφέρον από την ψηφοφορία δεν έχω. Αλλά ούτε έμμεσο. Τα τελευταία χρόνια η Τοπική Αυτοδιοίκηση με έχει απογοητεύσει περισσότερο κι από την Κεντρική Διακυβέρνηση. Διαφθορά, καιροσκοπισμός, ανικανότητα… στο μάξιμουμ. Βιαστικά, στο τέλος κάθε τετραετίας, γίνονται μερικά έργα βιτρίνας – και τίποτα άλλο. Ούτε το μέγιστο και πιο βασικό θέμα – αυτό των απορριμμάτων – δεν έχουν καταφέρει να διαχειριστούν. Ανακύκλωση μηδέν και οι χωματερές βασιλεύουν. Πάρκινγκ και πράσινο υπόσχονται κάθε φορά - αλλά ούτε στον ύπνο μας δεν τα είδαμε.

Εντάξει – γενικεύω. Υπάρχουν και καλοί δήμαρχοι. Αλλά οι περισσότεροι είναι Χαρχούδες!

Φέτος είναι η πρώτη φορά που δεν είμαι υποχρεωμένος να ψηφίσω, αφού πέρασα τα εβδομήντα. Θα ψηφίσω για το κέφι μου - όχι επειδή πρέπει.

Εξ ου και ανάλαφρος οδοιπορώ προς τις κάλπες, τραγουδώντας ένα ασμάτιον που δεν είναι στην Λιλιπούπολη:

Αλλού μένω – αλλού ψηφίζω,
Πουθενά δεν ελπίζω.





Τα σκίτσα είναι του Γιάννη Ιωάννου από "Το μεγάλο αφεντικό".

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Όλα στα άστρα!

Εσείς νομίζετε πως εχθές κερδίσαμε τέσσερα μηδέν την Βοσνία επειδή έπαιξαν καλά ο Κατσουράνης και ο Μπασινάς.

Η ότι οι Ιταλοί πήραν το Μουντιάλ λόγω του επεισοδίου με τον Ζιντάν.

Ή ότι ο Ρεχάγκελ μας έκανε πρωταθλητές Ευρώπης.

Τίποτα απο αυτά δεν ισχύει.

Ήταν όλα γραμμένα στα άστρα. Ποιος πότε θα σουτάρει και με τι αποτέλεσμα...


Την Δευτέρα μαζί με τα ΝΕΑ κυκλοφόρησε ως ένθετο ένα πολυτέλεστατο φυλλάδιο 24 σελίδων (κόστος εκτύπωσης και ένθεσης, υπέρογκο) που είχε αποσπάσματα από το βιβλίο "Αθλητική Αστρολογία" της κας Δέσποινας Γιαννακοπούλου. Εκεί λεπτομερείς χάρτες εξηγούσαν όλα τα αθλητικά συμβάντα. Η ίδια κυρία έχει γράψει και Χρηματιστηριακή Αστρολογία (Dow Jones, Nasdaq, κλπ) και άλλα συγγράματα που εικονίζονται στο οπισθόφυλλο του εντύπου.


Πολύ ωραία (αισθητικά) είναι και η Ερωτική Αστρολογία που είχε εκδόσει παλιότερα ο κύριος Κώστας Λεφάκης - ένα πολυτελεστατο λεύκωμα με ωραίες πρωτότυπες εικόνες. Δεν αμφιβάλλω ότι θα πούλησε πολύ. Όλοι θέλουμε να μάθουμε τις ερωτικές μας τύχες. Όπως πουλάνε δεκάδες περιοδικά και φυλλάδια που αραδιάζουν αστρολογικές προβλέψεις.

Είμαστε καλά;

Προφανώς όχι.

Πριν δύο χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο για το θέμα προσπαθώντας να καταλάβω. Επίσης δύο άρθρα στο RAM (1.1. και 1.2.2004) που θα βρείτε ΕΔΩ.


Τα ζώδια και τα ζώα.

Όταν κάποιος με ρωτάει: «Τι ζώδιο είστε;» με πιάνει απελπισία.

Ο άνθρωπος, σκέπτομαι, ζει στην εποχή των Σουμερίων και των Βαβυλωνίων! Είναι δυνατόν, μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια επιστημονική έρευνα, να πιστεύει ακόμα στην Αστρολογία!

Δυστυχώς δεν είναι ο μόνος. Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση της Gallup (1990, δείγμα 1232 ενήλικες Αμερικανοί) το 52% του συνόλου εμπιστεύεται την Αστρολογία. Δηλαδή η πλειοψηφία! Κι ας μην έχει αποδειχθεί ποτέ (πειραματικά και στατιστικά) ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση ανάμεσα στις κινήσεις των άστρων και των ανθρώπων. (Αντίθετα, ό,τι προσπάθειες έγιναν, απέδειξαν περίτρανα την έλλειψη κάθε αντιστοιχίας).

Κι όμως από καμία «σοβαρή» εφημερίδα μας δεν λείπει το ωροσκόπιο. Οι αστρολόγοι των ΜΜΕ γίνονται «μεντιατικές» προσωπικότητες, κι αντί να στιγματίζονται ως απατεώνες, πλουτίζουν χάρη στην ευπιστία των αφελών.

Ζούμε στην εποχή της επιστήμης και της τεχνολογίας. (Η δεύτερη δεν είναι άλλο από την εφαρμογή και υλοποίηση της πρώτης). Οι αποδείξεις για την εγκυρότητα της επιστημονικής μεθόδου είναι χειροπιαστές και καθημερινές – από τον διακόπτη που ανάβει το φως μέχρι το κινητό τηλέφωνο. Χάρη στην επιστήμη έχει διπλασιαστεί ο μέσος όρος της ζωής μας, έχουν καταργηθεί οι αποστάσεις, έχουν φωτιστεί μεγάλα μυστήρια του σύμπαντος, έχουν εξαφανιστεί φοβερές ασθένειες, έχουν βελτιωθεί οι καθημερινές συνθήκες της ζωής μας.

Από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, μόνο η επιστήμη προοδεύει. Μόνο αυτή ανακαλύπτει διαρκώς καινούργια «παραδείγματα» που είτε συμπληρώνουν είτε ανατρέπουν τα παλιά. Στις τέχνες, στην φιλοσοφία, στην ποίηση, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχει πρόοδος σε σχέση με τους αρχαίους Κινέζους, Ινδούς ή Έλληνες. Αλλά η επιστήμη καλπάζει. Στα τελευταία πενήντα χρόνια έχει προσθέσει περισσότερη γνώση από όση είχε μαζέψει η ανθρωπότητα σε όλη της την ιστορία.

Τείνουμε να σνομπάρουμε την «πρόοδο» κι αυτό το κάνουμε από τις άνετες κατοικίες μας (με κλιματισμό και θέρμανση), από τα σύγχρονα νοσοκομεία μας, τα γεμάτα ψυγεία μας και τα γρήγορα αυτοκίνητα και αεροπλάνα μας. Ας πάει να μιλήσει κανείς εναντίον της προόδου σε φτωχούς του Τρίτου Κόσμου και θα τον πάρουν με τα λεμόνια (αν έχουν…) Αυτοί ζουν σαν τους μακρινούς πρωτόγονους προγόνους μας, κυνηγημένοι από την στέρηση, τα καιρικά φαινόμενα, τις επιδημίες, τους λιμούς.

Κι όμως. Παρόλη την ορατή πρόοδο της επιστήμης, παρόλη την καθημερινή επιβεβαίωση της επιστημονικής μεθοδολογίας, έχουμε γεμίσει ψευδο-επιστήμες, παρα-επιστήμες, δεισιδαιμονίες, μυστικιστικά και αποκρυφιστικά δόγματα, παράλογες θεωρίες. Άνθρωποι υποφέρουν (και ενίοτε πεθαίνουν) επειδή, αντί για την ιατρική επιστήμη, εμπιστεύονται «εναλλακτικές» θεραπείες. Άλλοι πληρώνουν μεγάλα ποσά σε μέντιουμ και μάντεις για να τους αποκαλύψουν αυτά που κανείς δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει.

Γιατί υπάρχει αυτή η τόσο χτυπητή αντίθεση; Γιατί στην εποχή της επιστήμης θάλλουν τόσο πολύ οι αντι-επιστημονικές δοξασίες; (Τέτοιες ονομάζω όσες ισχυρίζονται ότι περιγράφουν και ερμηνεύουν φαινόμενα, χωρίς να καταθέτουν την μεθοδολογία τους και χωρίς να εκτίθενται στον συστηματικό πειραματικό έλεγχο της δοκιμής και του λάθους).

Μία εξήγηση λέει πως η εξέλιξη της νοοτροπίας των ανθρώπων δεν συμβαδίζει με την ανάπτυξη της επιστήμης. Αν σήμερα το 52% πιστεύει στην Αστρολογία, τον Μεσαίωνα πρέπει να ήταν το 99%. Κι ίσως χρειασθούν ακόμα μερικοί αιώνες για να αποκτήσει ο μέσος άνθρωπος μία νοητική θωράκιση εναντίον όλων όσοι προσπαθούν να του υποβάλουν διάφορες παράλογες (αλλά χρήσιμες για τις ανάγκες του) ψευτοθεωρίες. Η επιστήμη μπορεί να πέτυχε πολλά – αλλά δεν έλυσε βασικά προβλήματα της ζωής: από την γνώση του μέλλοντος, μέχρι το μυστήριο του θανάτου.

Εκεί λοιπόν εισχωρεί η παρα-επιστήμη που διατείνεται ότι συμπληρώνει τα κενά. Μερικοί μάλιστα έχουν τρομάξει με την ταχύτητα της εξέλιξης και τις αρνητικές της πλευρές. Έτσι γυρίζουν το βλέμμα προς τα πίσω, προς την αγνή και «φυσική» ζωή, τις αθώες και άδολες ρίζες. (Όλα αυτά ξεκινάνε από τον «ευγενή άγριο» του Ρουσσώ και τους Ρομαντικούς απογόνους του).

Η διάδοση των ψευδοεπιστημών έχει άμεση σχέση με την παρακμή των θρησκειών και του θρησκευτικού συναισθήματος. Ο άνθρωπος, χάνοντας την πίστη του στις ξεκάθαρες συντεταγμένες του θρησκευτικού δόγματος, αναζητεί εναλλακτικές λύσεις.

Βέβαια και οι θρησκείες δεν είναι άλλο παρά θεσμοποιημένες δεισιδαιμονίες. Απλώς τις έχουμε συνηθίσει. (Είναι πιο εύκολο να το καταλάβουμε αυτό αν δούμε τις θρησκείες των άλλων – ή προσπαθήσουμε να δούμε ψύχραιμα την δική μας με τα μάτια των άλλων: πως π. χ. τους φαίνεται η Άμωμη Σύλληψη ή το ομοιούσιον της Αγίας Τριάδος). Και είναι χαρακτηριστικό το πόσο συστηματικά και πεισματικά κυνηγάνε οι εκκλησίες τις λεγόμενες «αιρέσεις» αλλά και τις παραφυσικές πρακτικές, που δεν είναι άλλο από ανταγωνιστικά μαγαζιά.




Από τη στιγμή λοιπόν που ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μεταφυσική παρηγοριά (εκεί η επιστήμη δεν έχει να προσφέρει) και δεν την βρίσκει πια στην παραδοσιακή πίστη του, είναι φυσικό να καταφεύγει σε κάθε είδους δοξασίες οι οποίες εμφανίζονται πιο εκσυγχρονισμένες (π. χ. αστρολογία με ηλεκτρονικούς υπολογιστές!).

Φτάσαμε στην ρίζα του προβλήματος. Η ανασφάλεια και αδυναμία του ανθρώπου τροφοδοτούν όλες αυτές τις καταστάσεις. Το ανθρώπινο ον αργεί να ενηλικιωθεί. Δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τον κόσμο χωρίς Πατρική Προστασία ή Μεταφυσική Παραμυθία. Ακόμα κουβαλάει μέσα του το δέος του πρωτόγονου. Βαθιά του κρύβει ένα φοβισμένο ζώο.

Τον φόβο και το δέος εκμεταλλεύονται όλοι οι ψευδοπροφήτες. Πουλάνε ναρκωτικά του νου – συχνά πιο επικίνδυνα από την ηρωίνη.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2006

Ο Άσπρος




Ο Άσπρος είναι τεράστιος. Είναι φονιάς. Είναι ο τρομοκράτης της περιοχής. Είναι ο εφιάλτης του Κάλμαν. Τρία χρόνια τώρα τσακώνονται και κάθε φορά ο δικός μου επιστρέφει τραυματίας. Κουτσός, με σκισμένο αυτί, αίματα. Μία φορά του νύχιασε το μάτι και χρειάσθηκε μεγάλη θεραπεία για να σωθεί.

Τώρα το έχει πάρει απόφαση και έχει κλειστεί μέσα στο σπίτι. Μερικές φορές φωνάζει να βγει έξω, αλλά ο Άσπρος είναι πάντα εκεί. Σαν από διαίσθηση έρχεται και στήνεται ακριβώς απέναντι από την πόρτα από την οποία θέλει να βγει ο Κάλμαν. Μόλις τον δει, ο δικός μου κάνει στροφή επιτόπου. Εχθές αλλάξαμε τρεις πόρτες και μπροστά σε όλες ήταν ο Άσπρος. Λες και είχε κλωνοποιηθεί.

O καημένος ο Κάλμαν. Φυλακισμένος περνάει την ζωή του σε ένα καναπέ...



Ο Άσπρος είναι ένας ήμερος, τρυφερός και καλόβολος γάτος. Με τους ανθρώπους. Μπορείς να τον πάρεις αγκαλιά και να τον πας βόλτα – θα χουρχουρίσει. Όπου τον βάλεις, θα σταθεί. Όταν ταΐζω του απαγορεύω να πλησιάσει μέχρι να φάνε πρώτα τα μικρά και μετά οι υπόλοιποι. (Αν ορμήσει στο φαί θα το εξαφανίσει όλο). Παρόλη την πείνα του κάθεται υπομονετικός και περιμένει.

Πριν από πολλά χρόνια είχα περιγράψει ένα συνάδελφο του Άσπρου στο Βιβλίο των Γάτων. Τότε "δικός μας" γάτος ήταν ο Μούψης:


Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ


Ήταν στρατιώτης, λανσκενές, σολδάτος,
γερασμένος στον πόλεμο και τον καβγά
αφέντης της περιοχής, πριν έρθει ο Μούψης.

Ένα πρόσωπο σκληρό, σοβαρό, της ανάγκης.
Τον βάραινε κι αυτόν η μοίρα του,
να ζει πολεμώντας κάθε μέρα.

Δύο χρόνια βάσταξε ο καβγάς τους.
Νίκησε τελικά ο νεότερος.
Βοήθησε κι ο κτηνίατρος, τον δικό μας.

Χάθηκε τότε ο εγκληματίας.
Μια φορά τον είδα, στα όρια της περιοχής.
Το πόδι του φαγωμένο, γυμνό το κόκαλο,
ένα μάτι, προχωρούσε.

Λυπάμαι που τον είπαμε εγκληματία.
Τι φταίει ο μισθοφόρος για τον πόλεμο;














Στην τελευταία φωτό το μικρό της Τρυφερούλας κοιτάει έκπληκτο να περνάει μπροστά του ο Άσπρος. "Λανσκενές": μισθοφόρος από το Γερμανικό Landsknecht . Το ίδιο σημαίνει και ο σολδάτος (αμειβόμενος με soldi - Γαλλικά: soldat).

Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

Είμεθα ΄Εθνος Αδιόριστον

Στις 21 Ιουνίου του 1998 (κρατούσα τότε μία στήλη στο Κυριακάτικο Έθνος) είχα δημοσιεύσει ένα κείμενο με τίτλο «Είμεθα Έθνος Αδιόριστον». Τότε ήταν πάλι εποχή αναταραχής στην παιδεία, με απεργίες εκπαιδευτικών – κυρίως των αδιόριστων καθηγητών και των αναπληρωτών.

Ξαφνικά τις τελευταίες μέρες άρχισαν να μου έρχονται email από δασκάλους και καθηγητές με σχόλια και αντιδράσεις στο προ οκταετίας κείμενό μου. Προφανώς, κάποιος το ξέθαψε και το αναδημοσίευσε κάπου (δεν βρήκα ακόμα που και πότε).

Ε λοιπόν το ξέθαψα κι εγώ και σας το παραθέτω:


Αγαπητοί συνάδελφοι (θα δείτε γιατί σας αποκαλώ έτσι...)

Την έκφραση «αδιόριστοι καθηγητές» την έχω ακούσει γύρω στις δύο χιλιάδες φορές τον τελευταίο καιρό. Κάπου γύρω στην 1960στή φορά με έκανε να αναπηδήσω. Κατάλαβα πως, στις δύο αυτές λέξεις, κρύβεται η ταυτότητα όλων μας.

Φυσικά, «αδιόριστοι καθηγητές» δεν υπάρχουν. Πρόκειται απλά για πτυχιούχους Ανωτάτων Σχολών που θα ήθελαν να διοριστούν. Που ελπίζουν κάποτε να γίνουν καθηγητές. Αλλά σήμερα δεν είναι καθηγητές - ούτε διορισμένοι, ούτε αδιόριστοι.

Με την ίδια λογική και εγώ είμαι αδιόριστος Διοικητής Κρατικής Τράπεζας, Πρόεδρος Οργανισμού, Καθηγητής Πανεπιστημίου και ό,τι άλλο επιθυμήσω. (Έχω τα τυπικά προσόντα).

Με την ίδια λογική όλοι οι απόφοιτοι - Λυκείου μέχρι ΑΕΙ - είναι αδιόριστοι Δημόσιοι Υπάλληλοι. Οι πτυχιούχοι ιατρικής αδιόριστοι Επιμελητές του ΕΣΥ. Όλοι κατά βάθος ελπίζουν να προσληφθούν. Αλλά δεν μπορούν να αυτοαποκαλούνται «αδιόριστος τμηματάρχης Β'»!

Όταν οι νυν «αδιόριστοι καθηγητές» αποφάσισαν να σπουδάσουν φιλολογία, φυσική, θεολογία, είχαν άραγε την σιγουριά ότι θα διοριστούν; Είχαν κάνει κάποια προκαταρκτική συμφωνία; Τότε, πού θεμελιώνουν την απαίτηση και την ονομασία τους;

Μα που αλλού παρά στην ενδόμυχη πεποίθηση κάθε Έλληνα ότι το κράτος, η κοινωνία, ο κόσμος όλος, μας χρωστάει. Ότι και μόνο διότι υπάρχουμε, δικαιούμεθα να σιτιζόμαστε στο Πρυτανείο. Άσε πια αν έχουμε πάρει και ένα πτυχίο. Τότε το δικαίωμά μας είναι απαρασάλευτο.

O κόσμος όλος μας χρωστάει... Έτσι νιώθουμε και στις διεθνείς μας σχέσεις. Περιμένουμε κι από εκεί ένα «διορισμό», μία επιβεβαίωση. Περιμένουμε πάντα κάτι από τους άλλους – χωρίς να σκεπτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε εμείς. Κι επειδή κανείς δεν μας χαρίζεται, αισθανόμαστε αδικημένοι, ριγμένοι, προδομένοι.

Είμαστε όλοι, μόνιμα, υπαρξιακά, αθεράπευτα, αδιόριστοι. Να από που ξεκινάει η αξίωση του κάθε Έλληνα υπηκόου. Να γιατί δεν μας φαίνεται περίεργη η έκφραση «αδιόριστοι καθηγητές».

Και δεν μιλάω για τους αναπληρωτές (αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν δίκιο). Μιλάω για όλους τους άλλους, που ζώντας σε έθνος ανάδελφον, αδιόριστον (και αόριστον) μεταβάλλουν αδιαμαρτύρητα την επιθυμία τους σε αξίωση.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Computer Sickness

Όλοι εμείς που συχνάζουμε σε αυτό το blog έχουμε ένα κοινό σημείο. Μπορεί να διαφέρουμε σε όλα τα άλλα: ηλικία, φύλο, εμφάνιση, τόπο διαμονής, απασχόληση, σπουδές, πολιτική τοποθέτηση, χαρακτήρα, γούστα – αλλά ένα πράγμα μας συνδέει: Ο Υπολογιστής.

Πραγματικά, blogger χωρίς υπολογιστή δεν γίνεται. Όλοι συνεργαζόμαστε με αυτά τα «μηχανήματα του Σατανά», όπως τα λένε οι θρησκόληπτοι, τα οποία μερικές φορές αυτονομούνται και γίνονται πραγματικά διαβολικά.

Δέκα έξη χρόνια τώρα γράφω κάθε μήνα στο RAM ιστορίες με κομπιούτερ. Στην αρχή η στήλη μου ονομαζόταν «Alt+Ctrl+Del – από την σκοπιά του απλού χρήστη». Ήταν πολύ της μόδας το Alt+Ctrl+Del εκείνα τα χρόνια, που τα Windows έβγαζαν μπλε οθόνες πιο συχνά από ότι η καλοκαιρινή Ελλάδα μπλε ουρανό. Εκεί ιστορούσα την «πάλη με το θηρίο» γιατί, πραγματικά, πάλη σώμα με σώμα ήταν η σχέση με τους υπολογιστές εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι τον συμμαθητή, φίλο και μέγα γκουρού της Πληροφορικής Μιχάλη Δερτούζο, πως περιγράφει σε ένα βιβλίο του τον εαυτό του να πέφτει στα γόνατα μπροστά στο μηχάνημα, παρακαλώντας το να συνέλθει. Παρηγοριόμουν: αν ο επί δεκαετίες διευθυντής του MIT Laboratory for Computer Science πάθαινε τέτοια χουνέρια – πόσο μάλλον εγώ.

Αργότερα βέβαια η πληροφορική εξελίχθηκε, προχώρησα κι εγώ – σε γνώσεις και σε θέματα – και η στήλη διευρύνθηκε. Πάντα όμως με επίκεντρο την ψηφιακή τεχνολογία. Αρκετά από τα τελευταία κείμενα υπάρχουν στο site μου. Άλλα έχουν δημοσιευτεί στο βιβλίο μου «Ψηφιακή Ζωή».

Αλλά τα παθήματά μου αρχίζουν πολύ πριν από τις ιστορίες του RAM. Το 1985 αγόρασα τον πρώτο μου IBM PC XT με δύο τεράστια floppies των 5.25 και χωρίς σκληρό δίσκο. Έγινα DOS expert από ανάγκη. Μετά για να μπω στο Internet χρειάστηκε να μάθω λίγο UNIX. Ευτυχώς από το 1994 μπορούσαμε πια να σερφάρουμε χωρίς εντολές – με λίγα κλικ.

Τώρα γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Διότι την περασμένη νύχτα γύρισα πολλά χρόνια πίσω. Και να πως:

Το κεντρικό μου desktop computer είναι μία ιδιοκατασκευή (ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, συναρμολόγηση). Τις πιο πολλές δουλειές τις κάνω με τα φορητά (ένα μεγάλο και ένα πολύ μικρό) αλλά το κεντρικό είναι η βάση και η αποθήκη των πάντων. Όλα όσα συμβαίνουν στα φορητά καταλήγουν σε αυτό, για να υπάρχει ένα πλήρες αρχείο. Επίσης έχει όλες τις προεκτάσεις με τα περιφερειακά: εκτυπωτές, σκάνερ, κάμερες, κλπ.

Ο βασικός του σκληρός δίσκος, της Western Digital, είχε ένα ελάττωμα: ήταν πολύ θορυβώδης. Τον ονόμαζα «καβουρντιστήρι», διότι έτσι ακούγονταν. Έχοντας στήσει ένα πολύ αθόρυβο σύστημα (με τροφοδοτικό, ψήκτρες και ανεμιστήρες της Zalman) o ήχος του ακούγονταν πολύ και μου έσπαγε τα νεύρα. Υπήρχαν και μερικά προγράμματα όπως το Window Search (χρησιμότατο!) που συνεχώς ψάχνουν και αρχειοθετούν. Λόγω αυτών, ο δίσκος καβούρντιζε συνέχεια.

Βρήκα λοιπόν μετά από ψάξιμο και τεστ τον πιο αθόρυβο – έναν Seagate – και σκέφθηκα να τον αντικαταστήσω. Υπήρχε και ένα άλλος WD στο σύστημα για backup. Αποφάσισα να τον βγάλω, να αντιγράψω τον πρώτο στον καινούργιο και να τους αλλάξω θέση.

Η δουλειά έγινε με όλα τα σχετικά ειδικά προγράμματα: ο κλώνος του πρώτου δίσκου με το Norton Ghost, η αλλαγή σε active με το Partition Magic, η ταξινόμηση με τα jumper σε θέση Master + Slave, κλπ. Δεν θέλω να σας σκοτίσω με τεχνικές λεπτομέρειες. Πάντως το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας ήταν να …διαλυθεί ο υπολογιστής.

Εμφανίστηκαν προβλήματα σε θέσεις μνήμης (svchost.exe) σε mounting, τα πάντα κολλούσαν. Μάταια σκυμμένος μέσα στο κουτί (άλλο πράγμα και η σωματική ταλαιπωρία) άλλαζα και ξανα-άλλαζα όσα μπορούσα να αλλάξω.

Τελικά αναγκάστηκα να βγάλω τον καινούργιο δίσκο και να επαναφέρω το καβουρντιστήρι. Ο νέος δίσκος δεν είναι ανεκτός στο σύστημα ούτε ως δεύτερος – το ίδιο και ο παλιός δεύτερος. Έγινε σύστημα ενός δίσκου! Έχασα όλη την προστασία του Norton Internet Security – διότι αυτό το ηλίθιο λογισμικό, κάθε φορά που του αλλάζεις δίσκο νομίζει ότι το εγκατέστησες σε άλλον υπολογιστή – και με την δεύτερη αλλαγή σου λέει ότι πρέπει να το ξαναπληρώσεις (κι ήταν μόνο ενός μηνός!).

Βέβαια όλα αυτά σημαίνουν καμπανάκι για το παλιό σύστημα, το οποίο έτσι κι αλλιώς έχει μείνει αρκετά πίσω. Αλλά αυτή τη στυφή γεύση του να πολεμάς επί ώρες με ένα πεισματάρικο μηχάνημα που …σε γράφει, είχα καιρό να την νιώσω.

Και είναι ενδιαφέρον το σύμπτωμα μεταφοράς: με χαλασμένο υπολογιστή (ή αυτοκίνητο) νιώθω εγώ άρρωστος. Τελικά είναι κομμάτι του εαυτού μου;

Πέμπτη, Οκτωβρίου 05, 2006

Η Παρθένος



Καταιγίδα φοβερή έδερνε το σπίτι. Περασμένα μεσάνυχτα, αέρας και βροχή λυσσομανούσαν στα κλειστά παραθυρόφυλλα.

Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα.

Δεν περίμενα κανέναν — και δεν άνοιξα. Μα τα χτυπήματα συνεχίζονταν, ενώ άκουγα κάτι σαν λυγμό.

“Ποιος είναι;”, φώναξα.

“Ανοίξτε, για το όνομα του Θεού!”.

Η φωνή, μισοσβησμένη, έμοιαζε παιδική. Μόλις και ξεχώριζε μέσα στις βροντές. Ακουγόταν απελπισμένη κι ακίνδυνη. Άνοιξα.

Μια νέα κοπέλα στεκόταν στην πόρτα, ντυμένη με ελάχιστα κουρέλια, βρεμένη ως το κόκαλο, μελανιασμένη από το κρύο. Τα δόντια της χτυπούσαν.

Έτρεξα, έφερα δύο κουβέρτες, ένα κονιάκ, μια πετσέτα να στεγνώσει τα μαλλιά της. Θέρμανση δεν υπήρχε (δεν είχαμε ηλεκτρικό), αλλά άναψα μια παλιά σόμπα πετρελαίου. Σκέφθηκα να τηλεφωνήσω σε κανένα γιατρό — όμως δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο. Απεργίες!

Με το κονιάκ έδειξε κάπως να συνέρχεται. “Πεινάω”, ψιθύρισε. “Μια μπουκιά φαΐ, κάτι να βάλω στο στόμα μου. Τα δίνουν όλα στον άλλο...”.

Δεν ρώτησα ποιος ήταν ο άλλος — έμοιαζε να λιποθυμάει από πείνα. Έτρεξα στην κουζίνα, έφερα ψωμί, τυρί και λίγο από το βραδινό ψητό. Έφαγε με μεγάλη βουλιμία.

Τώρα, που είχε συνέλθει, θα μπορούσα να πω ότι ήταν όμορφη. Ταλαιπωρημένη βέβαια και παραμελημένη — σαν να ζούσε στους δρόμους. Όμως τα χαρακτηριστικά της ήταν ευγενικά και οι τρόποι της άριστοι. Παρά την πείνα της, χειριζόταν τα μαχαιροπήρουνα σαν μαρκησία.

Η σκηνή μου θύμιζε λαϊκό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα — έτσι μάλιστα που φωτιζόταν από το φως των κεριών.

“Με βίασε, κύριε”, μου είπε ξαφνικά με παράπονο. “Και με πέταξε στο δρόμο! Μες στη βροχή. Με μισεί! Με ζηλεύει. Και με δέρνει!”.
Την άφησα να ξεσπάσει, χωρίς να διακόπτω.

“Τα έχει όλα! Λεφτά, δύναμη, μέσα, τιμές, όλα! Εγώ δεν έχω τίποτα. Κι όμως με ζηλεύει — και με κακομεταχειρίζεται. Ενοχλείται που όλοι μιλάνε για μένα — έστω κι αν το ενδιαφέρον τους μένει στα λόγια”.

Τα μαγουλά της, κάτωχρα όταν μπήκε, είχαν ανάψει, τα μάτια της έλαμπαν. Μίλαγε γρήγορα, μπερδεμένα, σαν κυνηγημένη. Από ό,τι, κατάλαβα τη νέα την έλεγαν (παράξενο όνομα) Ιδιωτική Πρωτοβουλία. Ζούσε με κάποιον βάναυσο τύπο (συγγενής της ήταν, νταβατζής, σύζυγος — δεν κατάλαβα), που τον φώναζαν Δημόσιο Τομέα.

Ο τύπος αυτός, είχε αρπάξει την περιουσία της, την είχε σπαταλήσει σε ασωτίες, έπαιρνε όλα τα εισοδήματά της και τα έτρωγε — και το χειρότερο: επειδή αυτός δεν δούλευε, την υποχρέωνε να εργάζεται για να τον συντηρεί. Ό,τι λεφτά έβγαζε η ταλαίπωρη Ιδιωτική, της τα έπαιρνε σαν φόρους. Κι από πάνω της φώναζε: “Πρέπει να βελτιώσεις την παραγωγικότητα σου!”.

“Από παντού παίρνει δανεικά, κύριε! Από Έλληνες, από ξένους! Και με βάζει να πληρώνω τους τόκους εγώ ! Κάθεται, κάνει κάτι μπακάλικους λογαριασμούς — και μετά φωνάζει: Έχω έλλειμμα! Πήγαινε να δουλέψεις!”.

“Και γιατί ζηλεύει;”.

“Επειδή όλοι με φλερτάρουν. Πόσοι πολιτικοί, τα τελευταία χρόνια, δεν έπλεξαν το εγκώμιο της Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας; Λόγια, βέβαια, σκέτες κουβέντες. Μετά, δίνουν δέκα πιστώσεις σ' αυτόν — μία σε μένα. Που κι αυτή θα μου τη φάει! Αλλά η ζήλεια - ζήλεια! Προχθές, ο Πρωθυπουργός είπε πάλι τα καλύτερα λόγια. Τα άκουσε ο δικός μου και φρύαξε — να πως με κατάντησε...”.

Έκλαιγε σπαρακτικά. Ήταν να τη λυπάσαι.

“Μα κανείς δεν σ' αγαπάει;”, τη ρώτησα.

“Σ' αυτή τη χώρα, κανείς. Ακόμα και οι βιομήχανοι, που κάποτε έπιναν σαμπάνια στο γοβάκι μου, τώρα με συναντάνε και κάνουν πως δεν με βλέπουν. Είδα προχθές ένα παλιό μου φλερτ στο δρόμο, κι ήμουν τόσο απελπισμένη που του μίλησα ανοιχτά: "Πάρε με!", του λέω. "Δεν παίρνω Πρωτοβουλία", μου απαντάει. "Δεν θέλω μπλεξίματα με το Δημόσιο"”.

“Εδώ, κύριε μου, δεν με θέλει ούτε ο λαός. Πάει ο άλλος να κάνει ένα εργοστάσιο, με εγκρίσεις και με άδειες από Νομαρχία, ΥΠΕΧΩΔΕ, Υπουργείο Βιομηχανίας, με βεβαιώσεις ότι δεν οχλεί και δεν ρυπαίνει — και ξεσηκώνονται οι κάτοικοι να το διώξουν. Έγιναν όλοι οι Ρωμιοί οικολόγοι! Μπα! Καλοπερασάκηδες και βολεψίες γίνανε.

Τους έχει διαφθείρει ο δικός μου. Δύο πράγματα θέλουν: Ή θέση στον Δημόσιο, ή παραοικονομία — ματσωμένη κι αφορολόγητη. Είτε υπερσιγουριά, είτε υπερκέρδη. Α! και κάτι άλλο θέλουν: Να μη δουν τον άλλο να προκόβει. (Ισότης λέγεται αυτό!). Επενδύσεις είπατε; Γυμνή γυρίζω! Κατάντησα παρθένος και στείρα, να με βιάζει, κατ' επανάληψιν, ο Δημόσιος”.

“Παρθένος;”

“Μα ναι, κύριε ! Παραμένω παρθένος. Σας είπα: δεν υπάρχει πια Πρωτοβουλία σ' αυτή τη χώρα. Μόνον υστεροβουλία. Ή, για να είμαι σαφέστερη, οπισθοβουλία! Λέτε να έχω και AIDS;”.


Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2006

H Tσόχα στον Δίσκο

Γεννήθηκε σε λάθος χώρα και υπηρετεί λάθος θρησκεία. Θα του πήγαινε πολύ το καφτάνι και το τουρμπάνι των μουλάδων και γιατί όχι – των Αγιατολαχ. Έχει όλα τα προσόντα για Μεγάλος Αγιατολαχ – ύψιστος αρχηγός και κυβερνήτης των πάντων.

Η ρητορεία του, η νοοτροπία του, η λογική του – είναι η δική τους. Διαβάζοντας τα τελευταία συγγράμματα των I. Buruma & A. Margalit: Occidentalism, a Short History of Anti Westernism και Occidentalism, the West in the Eyes of its Enemies (Penguin), που πραγματεύονται την εικόνα της Δύσης στο νου των Μουσουλμάνων, ήταν σαν να τον άκουγα. Το ίδιο μίσος για τον Διαφωτισμό, την Νεοτερικότητα, τον Ορθολογισμό, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, την ίδια εμμονή στην ενότητα Κράτους-Εκκλησίας, στον εθνικό ρόλο της Θρησκείας. Όχι, ο άνθρωπος δεν ταιριάζει σε ευρωπαϊκό τοπίο. Εκτός αν η Ελλάδα δεν ανήκει και αυτή στον χώρο της σύγχρονης Ευρώπης.

Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, η Ελλάδα παλινδρόμησε. Εκεί που εξελισσόταν σε μία ανοιχτή κοινωνία, άρχισε να κλείνεται και να απομονώνεται. Συμπτώματα φανατισμού, φονταμενταλισμού, μισαλλοδοξίας, εθνικισμού και ρατσισμού έγιναν όλο και πιο εμφανή. Η πάλαι ποτέ «πηγή του Ευρωπαϊκού πνεύματος» και του ορθολογισμού, επέστρεψε στην Βαλκανική μήτρα της. Λες και θέλαμε να βγάλουμε αληθινό τον Samuel Huntington, αρχίσαμε να φερόμαστε ακριβώς όπως μας περιγράφει.


Αν αυτή η τάση συνεχιστεί, το μέλλον σκοτεινιάζει. Αν δεν απαλλαγούμε από την ανασφάλειά μας, το άγχος, το σύνδρομο του «ριγμένου» – που μας κάνουν να αντιδρούμε υπερβολικά και υστερικά (είτε πρόκειται για την Ιστορία του Duroselle, είτε για το Μακεδονικό) δεν μπορώ να μας φανταστώ σαν ανοιχτή, δημοκρατική και ελεύθερη κοινωνία. Θα παραμείνει ως κυρίαρχη ιδεολογία μας η μελό-λαϊκίστικη σοβινιστική ρητορική του Χριστόδουλου και το εθνικιστικό-σταλινιστικό πρόσωπο του ΚΚΕ.

Σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ο κ. Παρασκευαΐδης θα ήταν απλώς γραφικός. Εδώ, λόγω του Βαλκανικού μας υποσυνείδητου, μπορεί να γίνει και επικίνδυνος.

Τα τελευταία χρόνια αναγκάστηκα να ασχοληθώ συχνά με τον Προκαθήμενο. Δεν με ενδιαφέρουν, ούτε με αφορούν τα θρησκειολογικά και ενδοεκκλησιαστικά – αλλά φοβάμαι πως ελάχιστα τον ενδιαφέρουν και εκείνον. Ως θρησκευτικός ηγέτης είναι ανύπαρκτος – η παρουσία του σχεδόν εξαντλείται στο χώρο της πολιτικής. Έτσι ανήκει στην αρμοδιότητα κάθε σχολιαστή των κοινών.

Όταν ανέβηκε στον θρόνο δεν συμμερίστηκα τον αρχικό ενθουσιασμό μερικών διανοούμενων. Ίσως επειδή είχα διαβάσει μερικά από τα άρθρα του στο «Βήμα» και είχα σχηματίσει ήδη γνώμη. Ίσως γιατί η πρώτη – και τελευταία μου – επαφή μαζί του, μου είχε προκαλέσει αλγεινή εντύπωση. Ήμουν ομιλητής σε μία εκδήλωση στον Βόλο (εκείνος, τότε, Δημητριάδος) και μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους με αγκάλιασε, και με επαίνεσε υπερβολικά, ονομάζοντάς με «φίλο του». Δεν με είχε ξαναδεί στην ζωή του.

Έτσι, την επόμενη μέρα της εκλογής του, σε τηλεοπτική εκπομπή του Γιάννη Πρετεντέρη αντιμετώπισα με σκεπτικό τρόπο τον ενθουσιασμό του Χρήστου Γιανναρά (φαντάζομαι να τον έχει ξεχάσει) και των άλλων συνομιλητών μου. Λυπάμαι που οι ενστάσεις μου όχι μόνο δικαιώθηκαν αλλά ξεπεράστηκαν από τα πραγματικά γεγονότα.

Πολύ εύκολα θα μπορούσε κανείς να αντιπαρέλθει το «φαινόμενο Χριστόδουλος» ισχυριζόμενος ότι το κήρυγμά του είναι ελάχιστα χριστιανικό, η παρουσία του καθόλου πνευματική και το επίπεδο του λόγου του αφόρητα χαμηλό. Θα μπορούσε να πει, ότι το μόνο που απομένει από την μέχρι τώρα θητεία του είναι ένα συνονθύλευμα πατριωτικό-ανεκδοτολογικής ρητορείας και τα χειροκροτήματα, που αυτός πρώτος κόμισε στο χώρο των ναών.

Η εμφάνισή του δεν σηματοδότησε κάποια αναζωπύρωση της πνευματικότητας ή του θρησκευτικού συναισθήματος. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εξακολουθεί να ζει με τον απαράλλαχτο παγανιστικό της τρόπο, επισκεπτόμενη την εκκλησία μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα, παραβαίνοντας καθημερινά αρκετές από τις δέκα εντολές και αγνοώντας συστηματικά το κήρυγμα της Επί του Όρους Ομιλίας.

Πρόκειται για ένα τυπικό λαϊκιστή. Χαϊδεύει τα αυτιά των ακροατών του, μιλώντας για την ανωτερότητα και τον ανδρισμό των Ελλήνων και αναζωπυρώνοντας εθνικά όνειρα και Μεγάλες Ιδέες. Ακολουθεί την κλασική λαϊκίστικη πολιτική της «Αυριανής»: απαξιώνει όλους τους πολιτικούς και τους διανοούμενους και επαινεί τον «κοσμάκη».

Ιδεολογικά τρέφει το ακροατήριό του με ένα παρωχημένο εθνικιστικό και ενίοτε ρατσιστικό λόγο (κυρίως απέναντι στους «κατώτερους και θηλυπρεπείς» Δυτικούς – αλλά και την «βάρβαρη Ανατολή»). Ένα λόγο που έχει τόση σχέση με τον Χριστιανισμό όσο και ο περιώνυμος φάντης με το ρετσινόλαδο. Όταν δεν είναι ανεκδοτολογικός και διασκεδαστικός ο Αρχιεπίσκοπος είναι επικίνδυνος. Αντί να κηρύσσει την Αγάπη, καλλιεργεί στερεότυπα και προκαταλήψεις, καταδεικνύει διαφορές και διακρίσεις, σπέρνει διχασμό και μισαλλοδοξία.

Εκμεταλλεύεται μία ιστορική ιδιαιτερότητα των Ελλήνων: το γεγονός ότι δεν βλέπουν την θρησκεία τους σαν προσέγγιση στο Επέκεινα, ούτε καν σαν σύστημα ηθικών κανόνων. Την βλέπουν κυρίως ως στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας. Τα μεταφυσικά, θεολογικά, ηθικά στοιχεία υποχωρούν στην συνείδηση των περισσότερων, μπροστά στην παράδοση και την ιστορία. Όλες οι κοινωνιολογικές και δημοσκοπικές έρευνες δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αφενός δηλώνει ότι η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή της, ενώ, αφετέρου, ούτε ακολουθεί την χριστιανική διδασκαλία, ούτε καν εκκλησιάζεται τακτικά. Για τους ανθρώπους αυτούς, ορθοδοξία ισούται με ελληνικότητα.

Έτσι συμβαίνει να συναντά κανείς συχνά άτομα που υπερασπίζονται την ορθοδοξία ενώ στην προσωπική ζωή τους είναι άθεοι ή αγνωστικιστές. Ελληνικό φαινόμενο είναι και οι χριστιανο-κομμουνιστές, που συνταιριάζουν τα αντιφατικά: μία αθεϊστική υλιστική κοσμοθεωρία με (επιλεγμένα) αισθητικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά στοιχεία της ορθοδοξίας. (Φαίνεται όμως ότι στους Έλληνες αρέσουν οι αυτοαναιρούμενες αντιφάσεις – ας θυμηθούμε μόνο τον μηδέποτε υπάρξαντα «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό»).

Αυτή λοιπόν την «Εθνική» θρησκεία – και όχι την Χριστιανική – εκπροσωπεί ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος. Τα κηρύγματά του ασχολούνται πολύ περισσότερο με εθνικά παρά με θρησκευτικά θέματα. Είναι σαφές ότι υπόδειγμά του δεν είναι ο Ταπεινός Ποιμήν, αλλά ο Εθνάρχης.

Δεν γνωρίζω αν η πολιτεία του Αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου οδηγεί σε μία «εωσφορική αλλοίωση του μηνύματος της Εκκλησίας» όπως έγραψε ο Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμος. Για να το κρίνει κανείς αυτό θα χρειαζόταν εκκλησιολογική και θεολογική γνώση που δεν κατέχω. Θα συμφωνούσα όμως απόλυτα με μία άλλη κρίση του ίδιου Ιεράρχη: «...διακρίνεται και εφαρμόζεται μία έκπτωση του εκκλησιαστικού λόγου σε ιδεολόγημα, μία υποβάθμισή του σε έντεχνη άσκηση φτηνής και κακοαντιγραμμένης μικροπολιτικής, παράλληλα με την αδίστακτη υιοθέτηση του κανόνα ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Νομίζω ότι η λέξη-κλειδί στην προηγούμενη φράση είναι: «φτηνή». Από την ημέρα της εκλογής του νέου Αρχιεπισκόπου έχω μία έντονη αίσθηση φτήνιας, ευτέλειας και έκπτωσης. Νιώθω σαν να παρακολουθώ ένα από τα κλασικά σήριαλ της ελληνικής τηλεόρασης που μοναδικός τους σκοπός είναι η επίτευξη όσο γίνεται μεγαλύτερης θεαματικότητας, με κάθε μέσον.

Μετά από εκατοντάδες τηλεοπτικές εμφανίσεις, μετά από δεκάδες ανέκδοτα – τι μένει; Ποιος ο απολογισμός του στην κεφαλή της Ελληνικής Ορθοδοξίας; Έγινε η Εκκλησία μας πιο σύγχρονη; Αν κρίνουμε από τις ανακοινώσεις της Ιεράς Συνόδου για τις προγαμιαίες σχέσεις ή την εξομολόγηση στα σχολεία – μάλλον όχι. Έγινε το εκκλησίασμα πνευματικότερο ή πιο ενάρετο; Ήρθαν οι ιερείς πιο κοντά στον μέσο άνθρωπο και τα προβλήματά του; Απλώθηκε περισσότερο το κήρυγμα της αγάπης, της ταπεινοφροσύνης και της ανιδιοτέλειας;

Τίποτα από αυτά. Αυτό που χαρακτηρίζει καλύτερα όλη την θητεία του Αρχιεπισκόπου είναι η εντολή του να μπαίνει τσόχα στον δίσκο για να μην ακούγεται ο ήχος του χρήματος. Εκεί είναι το θέμα: να πέφτει το χρήμα, αλλά να μην ακούγεται ο ήχος.

Τέτοιος ήταν και ο «εκσυγχρονισμός» της εκκλησίας: μία εξωτερική επίφαση, ένα show λέξεων («σας πάω» κλπ.) και από μέσα ο Μεσαίωνας και ο Γιοσάκης....



Αποσπάσματα από τον πρόλογό μου στο βιβλίο του Μανώλη Βασιλάκη: "Η Μάστιγα του Θεού". Ολόκληρο το κείμενο στο βιβλίο μου "Ασκήσεις Ελευθερίας".

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Βραβείο Φαυλότητας;

Αυτές τις μέρες το Ίδρυμα Ωνάση βρίσκεται στην επικαιρότητα.

Πρώτα γιατί την Πέμπτη εγκαινιάζεται μία έκθεση αφιερωμένη κατά το ήμισυ στην δραστηριότητα του Ιδρύματος και κατά το άλλο μισό στον ίδιο τον Αριστοτέλη Ωνάση. Και δεύτερο γιατί μία μέρα πριν, την Τετάρτη, απονέμονται τα βραβεία Ωνάση.

Ελπίζω το Ίδρυμα να απονείμει ένα και στον εαυτό του. Ένα βραβείο φαυλότητας.

Διότι ο τρόπος με τον οποίο πέρυσι το καλοκαίρι έγινε η αλλαγή της ηγεσίας του Ιδρύματος είναι πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά.

Οι διοικούντες το Ίδρυμα όχι μόνο τροποποίησαν αυθαίρετα (δηλαδή παραποίησαν) την επιθυμία του δωρητή να προΐσταται αυτομάτως του Ιδρύματος όποιος απόγονός του είναι ενήλικος.

Αλλά διόρισαν στην διοίκησή του τους ...δικούς τους απογόνους. Στη θέση του προέδρου, ο γιος του προέδρου, του αντιπροέδρου το αυτό, και το ίδιο με τον γραμματέα.

Ας πούμε ότι ήθελαν να αποφύγουν την προεδρία της εγγονής του Ωνάση (παρόλο που η θέληση του νεκρού είναι νόμος). Δεν εμπιστεύθηκαν όμως την διοίκηση σε κάποια πρόσωπα κοινής αποδοχής και αξιοπιστίας (ανώτερους δικαστικούς, πρυτάνεις, ακαδημαϊκούς). Την ανέθεσαν στα παιδιά τους!

Κληρονομικώ δικαιώματι τοποθέτησαν στις θέσεις τους κάτι άγνωστους νεαρούς. Αντικατέστησαν τους κληρονόμους του Ωνάση, με τους δικούς τους!

Ιδού πως παρουσιάζεται αυτή η μοναδική διαδοχή στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος:

«Οι κ.κ. Στέλιος Α. Παπαδημητρίου, Παύλος Ι. Ιωαννίδης και Απόστολος Γ. Ζαμπέλας παρητήθησαν με ισχύ από της 1ης Ιουλίου 2005 από το αξίωμα του Προέδρου και Αντιπροέδρων αντιστοίχως των δύο Ιδρυμάτων. Η παραίτησή τους έγινε δεκτή από τα δύο Διοικητικά Συμβούλια, τα οποία εν συνεχεία προχώρησαν στην εκλογή νέου Προεδρείου και εξέλεξαν με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2005 παμψηφεί τους Αντώνιο Α. Παπαδημητρίου ως Πρόεδρο και Ταμία των δύο Ιδρυμάτων, Ιωάννη Π. Ιωαννίδη, ως Αντιπρόεδρο και των δύο Ιδρυμάτων και τον Γεώργιο Α. Ζαμπέλα, ως Γραμματέα και των δύο Ιδρυμάτων».

(Επεξήγηση: Τα δύο ιδρύματα είναι το «κοινωφελές» και το «επιχειρηματικό»).

Πέρα από την ίδια την αλλαγή, εντυπωσιακή ήταν η έλλειψη κριτικής και αντιδράσεων. Αυτό που έγινε ήταν πρωτοφανές – μείζον ηθικό ολίσθημα. Για πολύ μικρότερα πράγματα φρίττουν και αφρίζουν οι εφημεριδογράφοι και σχολιογράφοι. Ο Μάκης ωρύεται και τα παράθυρα στην τηλεόραση παίρνουν φωτιά. Όμως για το θέμα αυτό δεν ακούστηκε κουβέντα.

Εδώ έγινε πραξικόπημα. Ο Ωνάσης χάρισε ένα ίδρυμα στον Ελληνικό λαό κι όχι στους κληρονόμους των υπαλλήλων του.

Κανείς δεν βρέθηκε να κρίνει και να επικρίνει την νεποτική αυτή πράξη. (Πόσο άσχημα μυρίζει ετούτη η σιωπή...)

Αντίθετα μάλιστα, αυτή την εβδομάδα η φαυλότητα επιβραβεύεται. Τα βραβεία θα απονείμει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώ την έκθεση θα εγκαινιάσει ο Πρωθυπουργός. Επικυρώνοντας πανηγυρικά με την παρουσία τους μία – κατά τη γνώμη μου – αχαρακτήριστη πράξη.