Έχω φάει σε εστιατόρια διάσημα και πανάκριβα (συνήθως πλήρωναν άλλοι) με πολλά αστέρια του οδηγού της Michelin ή σκούφους των Gault-Millau. Έχω δοκιμάσει φαγητά εξωτικά που μου έκαψαν τον οισοφάγο ή το στομάχι, έχω εξερευνήσει παράξενες γεύσεις που οι περισσότεροι δεν τολμούν ούτε να τις αναφέρουν.Στα νιάτα μου, που είχα γερό στομάχι, η κουζίνα ήταν ένα από τα πρώτα «αξιοθέατα» της κάθε περιοχής που επισκεπτόμουν. Αλλά και όταν δεν ταξίδευα, δοκίμαζα τις γεύσεις στα διάφορα έθνικ εστιατόρια. Υπάρχουν χώρες που τις ξέρω μόνο από το φαγητό τους. Δεν έχω πάει στο Μεξικό, ούτε στην Ιαπωνία, αλλά πόσα τάκος και σούσι δεν έχω κατεβάσει.

Κι όμως… κι όμως. Παραμένω αθεράπευτος εραστής των απλών γεύσεων. Μία αυγοκομμένη κοτόσουπα, μία καραβίσια μακαρονάδα, μερικά παϊδάκια στα κάρβουνα, φρέσκο ψάρι στην σχάρα, μία χωριάτικη σαλάτα… Και ωραία, απλά γλυκά, για τα οποία δίνω την ψυχή μου.
Ποιος μπορεί ακόμα και σήμερα να αντισταθεί στην παιδική μας επιβράβευση, στις τότε ανώτατες ηδονές: δύο αυγά μάτια και (χειροποίητες) τηγανιτές πατάτες;
Όταν ζούσα στην ξενιτιά, αυτές οι γεύσεις μου έλειπαν. Έγραψα σε ένα κείμενο με τίτλο «Φυστίκια και Ραδίκια»:Η νοσταλγία του ξενιτεμένου για την πατρίδα παίρνει διάφορες μορφές. Η δική μου ήταν γευστική.
Άλλοι μπορεί να αποζητούσαν τον ήλιο, άλλοι τους ανθρώπους – εγώ δεν είχα τέτοιες προσκολλήσεις. Οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν εδώ, μαζί μου – όσο για τους γονείς μου, τους αγαπούσα καλύτερα από μακριά. Αλλιώς κινδύνευα, τόσο από την ασφυκτική αγάπη της μητέρας, όσο και από την άτεγκτη αυστηρότητα του πατέρα.
Τον ήλιο πάλι τον έβρισκα και σε άλλες Μεσογειακές χώρες. Όσο κι αν δεν φορούσε εθνόσημο, ήταν ο ίδιος ήλιος.
Αλλά την πίκρα από τα χόρτα του βουνού, δεν την έβρισκα πουθενά.
Παρόλο που ανήκω στους κοσμοπολίτες της γαστρονομίας και χαίρομαι να δοκιμάζω διαφορετικά και εξωτικά φαγητά, οι γεύσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι η δική μου μυστική πατρίδα. (Ίσως πρόκειται για την βαθύτερη σχέση με την μητέρα, που εκφραζόταν άλλωστε μόνο μαγειρικά…) Το ρίγος της συγκίνησης που άλλοι νιώθουν στην επαφή τους με εθνικά σύμβολα, εγώ το ένιωσα όταν η μητέρα μου έστειλε, με ένα πιλότο της ΤΑΕ, τηγανητά μπαρμπούνια και ραδίκια άγρια.
Κι όταν γύριζα στην Ελλάδα η εθνική επανένταξή μου γινόταν με λαχανοντολμάδες, κάθε είδους λαδερά (αν ήταν καλοκαίρι) και απαρέγκλιτα μαντανοσάλτσα. Το εθνικό φαγητό του σπιτιού μου, οριστικά πια χαμένο, μαζί με το ξύλινο γουδί όπου δουλεύονταν ώρες ολόκληρες ο μαϊντανός.Ένα άλλο γευστικό ορόσημο ήταν το Αιγινίτικο φυστίκι. Φρέσκο και (κυρίως) ψημένο ήταν μία γεύση στην οποία αδυνατούσα (και αδυνατώ) να αντισταθώ. Την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να τα βρεις στην Γερμανία και ή αποστολή τους γινόταν αφορμή για γευστικό όργιο.
Θυμάμαι ακόμα πόσο κλειστή και επαρχιώτικη ήταν τότε η αγορά τροφίμων. Σε κάθε χώρα έβρισκες μόνο τα δικά της προϊόντα. Τα εισαγόμενα ήταν ελάχιστα, παράξενα και πανάκριβα. Ούτε τουρισμός υπήρχε, ούτε η μετανάστευση, που πλούτισαν τους γευστικούς ορίζοντες.Στο Μόναχο δεν έβρισκες ντομάτες - μόνο ντοματάκια (από αυτά που κάνουμε γλασέ). Έγραψα στους δικούς μου και μου έστειλαν μερικές μεγάλες. Το μισό πανεπιστήμιο πέρασε από το δωμάτιό μου να τις χαζέψει. Τα ροδάκινα ήταν μικρά και πράσινα, τα μήλα το ίδιο, τα πορτοκάλια εξωτικό φρούτο πολυτελείας.
Τώρα βέβαια υπάρχουν παντού τα πάντα. Εκτός από τα άγρια ραδίκια. Γι αυτό, κάθε φορά που ξαναγυρίζω στην Ελλάδα, επιστρέφω στην πίκρα τους.














































