Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2006

H Αυγή

Γράφει η Gravoura

Μακρινή η εποχή της διάνοιξης του ασφαλτόστρωτου δρόμου στο νησί της Σάμου, γύρω στο 1930, στα χρόνια του Θεμιστοκλή Σοφούλη, όπου είχε και την καταγωγή του. Λίγοι μείνανε στη ζωή που θυμούνται το σημαντικό, για τα χρόνια εκείνα, γεγονός.

Κι όμως, για όσους τα φέρνουν στη μνήμη, μοιάζει τόσο κοντά. Μεταφέρω αφηγήσεις από τα γεροντάκια του χωριού μου, όπου μεταξύ μιας σούμας πολλά λέγονται και ιστορούνται. Γεγονότα που ακούω πάντα με ενδιαφέρον και καταγράφω.



Σαν χτες λοιπόν θυμούνται, που τα πρωινά τους ξυπνούσαν οι μακαπιές και οι φωνές των ανθρώπων από τα νταμάρια που φώναζαν «βάαααρδααα…». Και έσπαζαν τις μεγάλες και γερές πέτρες για να χτίσουνε τις σκάρπες και τα γεφύρια, σωστά αριστουργήματα. Μένουν μέχρι σήμερα, να μας θυμίζουν το μόχθο και την τέχνη τους.

Οι αγωγιάτες με τα πετροσάνιδα φορτωμένα στα ζώα κουβαλούσαν τις μεγάλες πέτρες κοντά στο δρόμο. Κανένα μηχανοκίνητο εργαλείο, μόνο τα γερά και έμπειρα χέρια των εργατών. Τα εργοτάξια με πολυάριθμους εργάτες, έσκαβαν και φτυάριζαν βουνά το χώμα. Και οι γυναίκες συμμετείχαν, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Κρατώντας σφυριά, σπάζανε σε πετράδι τους ογκόλιθους και μετά περνούσε ο οδοστρωτήρας και ακολουθούσε η πισσόστρωση. ΄Ολοι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Οι μηχανικοί που σχεδίαζαν το δρόμο γεμάτοι υπεροψία, καβάλα σε άλογα με σέλα, έδιναν εντολές στους επιστάτες. Δεν είχαν πολλά λόγια, να μην παίρνουν θάρρος οι εργάτες. ΄Ετσι ξεκίνησε ο δρόμος και ολοκληρώθηκε ο γύρος της Σάμου με αυτοκινητόδρομο.

Το πρώτο αυτοκίνητο που έκανε το δρομολόγιο στην πρωτεύουσα από το χωριό μας, ήταν ένα μικρό μαύρο, πού έγραφε καλλιγραφικά στο τζάμι «Η αυγή». Η καημένη η Αυγή, δεινοπαθούσε στον ανήφορο. Το φορτίο της αντί για πέντε επιβάτες ήταν πάντα διπλάσιο. Η πίσω θέση χωρούσε κανονικά τρεις, μα σπάνια την έβλεπες με λιγότερους από έξι και ο βοηθός να είναι όρθιος έξω από την πόρτα του συνοδηγού, στο φτερό! Σχεδόν κρεμότανε.




Κάθε πρωί για να πάρει μπρος η μηχανή έπρεπε ο βοηθός να γυρίζει αμέτρητες φορές τη μανιβέλα και καμιά φορά, ροχαλίζοντας η μηχανή, έπαιρνε μπροστά. Σταυροκοπιόταν τότε οδηγός και βοηθός ν’ αντέξει στον ανήφορο. Το απόγευμα όλα τα παιδιά περιμένανε την Αυγή να γυρίσει. Η κόρνα της ξεσήκωνε τα πιτσιρίκια που έτρεχαν να την προϋπαντήσουν. Εκεί στον ανήφορο, πολλές φορές σταματούσε. Τότε κατέβαιναν οι επιβάτες και την σπρώχνανε αστειευόμενοι: «ε, καλά μας έφερε μέχρι εδώ, τώρα ας την πάμε κι εμείς μέχρι το τέρμα!»

Από τα πολλά ταξίδια, κάποτε προτίμησε από το να ταλαιπωρείται πέρα-δώθε, να…πηδήξει μια σκάρπη, να πέσει ανάποδα στον κήπο κάποιου χωρικού και να ξεκουραστεί πια. Ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς σοβαρά. Τα παλικάρια του χωριού την σήκωσαν στα χέρια μια μέρα και την κύλησαν πίσω από το σχολείο. Τώρα η Αυγή γίνεται παιχνίδι. Τα παιδιά αφήσανε κατά μέρος όλα τ’ άλλα, το τσέρκι, τη σβούρα, την πανένια κούκλα ή τα πετράδια και της αφιερωθήκανε ολοκληρωτικά.

Συναρπαστική και ξεμυαλίστρα για όλο τον παιδόκοσμο. Ποιος δεν οδήγησε κρατώντας το τιμόνι και γυρίζοντας το τρελά στις υποτιθέμενες στροφές. Συνοδεύανε όλοι με αντίστοιχους ήχους τις δυσκολίες της μηχανής. Σκοτωμός για τη θέση του οδηγού και του εισπράκτορα. Ήταν οι προνομιούχες που πάντα κάλυπταν οι πιο μεγάλοι και οι πιο δυνατοί. Και πίσω οι επιβάτες, παιδιά στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο καμιά δεκαριά.

Τα πιο μικρά έπρεπε να πληρώσουνε και εισιτήριο στον «εισπράκτορα», αλλιώς τα κατέβαζαν. Μια δεκάρα κόστιζε η …βόλτα, στα ονειρικά ταξίδια τους. Με τη δεκάρα αυτή κερδίζανε μια θέση στον παράδεισο. Κι όπου θέλανε τα πήγαινε. Φτερά αποκτούσε και υπερφυσική γινότανε η Αυγή τους. Σεργιάνι στον κόσμο τους έκανε, τα έβαζε με θηρία και τέρατα, ανέβαινε ψηλά στα σύννεφα και γινότανε ένα μαζί τους. Περνούσε πάνω από βουνά, ποτάμια, θάλασσες, ξεμάκραινε σ’ άλλες χώρες και τα ξεναγούσε σε μαγικούς κι άγνωστους κόσμους. Όλα τα ήξερε κι όλα τα κατάφερνε. Αρκεί να της τραγουδούσανε. Δεν ήθελε μπενζίνα και ρόδες και γρανάζια. Μόνο τραγούδι. Κι εκείνα της το προσφέρανε απλόχερα. Πάντα γεμάτο το ρεζερβουάρ της. Τα παιδιά ποτέ δεν κουραζότανε. ΄Οσο πιο μακριά τα πήγαινε, τόσο δυνάμωνε και το τραγούδι τους.



Μόνο η προσγείωση ήτανε απότομη και άγρια. Η κυρά-Γιασεμώ από ένα διπλανό σπίτι, ζαλισμένη απ’ τις φωνές, άρπαχνε μια κλάρα και με τις πλατιές της παντούφλες τα κυνηγούσε, για να μπορέσει να κλείσει μάτι το μεσημέρι.

Σιγά-σιγά δεν έμεινε ούτε βίδα από την Αυγή. Κάθε παιδί ξεβίδωνε και κάτι. Την ξυπόλησαν όμως πρώτα οι συγχωριανοί παίρνοντας τις ρόδες για να βάλουν…σόλες στα παπούτσια τους. Μετά, όποιος περνούσε αφαιρούσε ότι έβρισκε χρήσιμο για τη δουλειά του. ΄Ισως να είναι η πρώτη δότρια οργάνων σώματος! Τα μοίρασε όλα. Τη ψυχή και τα όνειρά της μόνο κράτησε για τα παιδιά. Κι εκείνα το καταλαβαίνανε, το ήξεραν. Καθένας από το τσούρμο της, είχε αμπωλιαστεί μ’ ένα δικό της κομμάτι.

Και με τη σκέψη, ακόμα και τώρα, όσοι ζουν, καταφέρνει να τους ανεβάζει ψηλά, όπως τότε. Σωστό ερείπιο η Αυγή, έμεινε εκεί για χρόνια θυμίζοντας σε πολλούς την αθωότητα των παιδικών χρόνων και τις χαρές που γευτήκανε μαζί της. Και τα ανεπανάληπτα ταξίδια, που μόνο εκείνη ήξερε να τους πηγαίνει.

Αλήθεια, έχουμε μνήμες από τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων ή η υπερπροσφορά και αφθονία των παιχνιδιών, τα μετέτρεψαν σε είδος ευτελούς αξίας για να τα κουβαλάμε μαζί μας?

71 σχόλια:

  1. Λοιπόν, προσπαθώ να ξανακάνω κεφτέ (κανείς δεν ξέρει με το moderation), για να πάει καλά το κείμενο της Gravoura, που είναι μια απ’ τις πιο γλυκές διαδικτυακές φιγούρες. Τώρα έχω να πάω εφορία όμως κι ίσα-ίσα που προλαβαίνω. Θα το διαβάσω μετά. Φιλάκια, Gravoura!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το διάβασα και δηλώνω παρόν! Μπας και κάνω και 'γω κεφτέ καμμιά φορά!
    Αργότερα οι δικές μου αναμνήσεις!
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μικρούλα, οταν πηγαίνα γιά διακοπές στην γιαγιά μου στο χωριό,δεν κουβαλούσα παιχνίδια.Δέν θυμαμαι να ειχα άλλωστε παρά, ενα λούτρινο αρκουδάκι με λαμπάκια στά μάτια που άναβαν με την βοήθεια μιάς μπαταρίας κρυμμένης μέσα στήν πλάτη ανάμεσα στα άχυρα με ενα φερμουάρ και μιά κοκκάλινη κούκλα δώρο της νονάς μου.
    Επαιζα ομως πολύ και συνήθως μόνη.Το πιό αγαπημένο μου ηταν το μπακάλικο.
    Διάφορα χρώματα χώμα, από τον δρόμο, από τον κηπο την αυλή, ηταν τα μπαχαρικά.Τα φύλλα των δένδρων τα χαρτιά, τα πέταλα των λουλουδιων τα χρήματα.Ακόμα θυμαμαι τίς κατσάδες που έτρωγα για τούς ανεξίτηλους λεκέδες από τα κόκκινα και μωβ πέταλα στις τσέπες των καλοκαιρινων μου ρούχων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Nομίζω ότι θα πρέπει να παραιτηθείτε από τον "κεφτέ" - το σύστημα της moderation δεν τον σηκώνει.

    Βλέπω ότι το όμορφο κείμενο της Gravoura (θερμές ευχαριστίες!) σας έβαλε στο σωστό δρόμο... στην αναπόληση αυτού του απέραντου τοπίου που λέγεται παιδική ηλικία.

    Λέει ο Ρίλκε στα "Γράμματα σε ένα νέο ποιητή" ότι κι αν ακόμα σε κλείσουν στην φυλακή με ισόβια, θα έχεις άφθονο υλικό για ποιήματα φτάνει να επιστρέφεις στα παιδικά σου χρόνια.

    Εκεί επέστρεψα κι εγώ κι έκανα τα σκίτσα του post...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Σήμερα έχω την...τιμητική μου!!! Γιατί τέτοια είναι η "φιλοξενία" του Νίκου Δήμου.
    Οι ευχαριστίες δικές μου και για τα τόσο χιουμοριστικά και εναρμονησμένα με το κείμενο σκίτσα του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ο Νιόνιος ήταν ο αρχηγός της παρέας, ο άρχοντας της γειτονιάς. Ήξερε πώς να πιάνει τα φίδια ζωντανά με τα χέρια του· γνώριζε πού βρισκόταν η απύθμενη τρύπα της αλεπούς (εκεί που αν έμπαινες δεν ήταν σίγουρο αν θα μπορούσες να επιστρέψεις)· είχε ανακαλύψει τον τρόπο να φυλακίζει ζωντανούς σερσέλους μέσα στα άνθη της μολόχας.
    Κάθε μέρα ανακάλυπτε ένα καινούργιο παιχνίδι, με ευφάνταστο περιεχόμενο, στόχο, ρόλους και κανόνες (όπου ήταν απαραίτητοι). Ήμασταν τυχεροί που μεγαλώναμε μαζί με έναν εφευρέτη παιχνιδιών.
    Άλλα παιχνίδια είχαν θεατρικό χαρακτήρα. Δεν παίζαμε κλέφτες και αστυνόμους, παίζαμε καουμπόηδες και ινδιάνους· και στα δικά μας παιχνίδια νικούσαν πάντα οι ινδιάνοι. Οι αναπαραστάσεις των μαχών ήταν πάντα αληθινές και βίαιες. Κανείς δεν έπαιζε εκ του ασφαλούς. Ακόμα και οι φωτιές ήταν αληθινές.
    Υπήρχαν νόμοι. Τα μικρότερα παιδιά ήταν οι «υπηρέτες» των μεγάλων. Όταν η μπάλα κυλούσε στον δρόμο, εμείς τα πιτσιρίκια έπρεπε να τρέξουμε να τη φέρουμε.
    Τα περισσότερα φυτά είχαν μαγικές ιδιότητες. Αν ήξερες τη συνταγή μπορούσες να φτιάξεις από αυτά, μαγικά φίλτρα που πρόσφεραν υπεράνθρωπες ιδιότητες. Εννοείται ότι δεν επαληθεύτηκε ποτέ αν υπήρχαν ή όχι αυτές οι μαγικές ιδιότητες, γιατί δεν πέρασε από κανενός το μυαλό να τις αμφισβητήσει.
    Υπάρχουν άραγε ακόμα εφευρέτες παιχνιδιών δράσης;
    Ευχαριστούμε για την αφορμή.
    Ποιά καλύτερη εποχή για αναπόληση από το καλοκαίρι και ποιά καλύτερη ώρα από το μεσημέρι…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Νίκο το μεράκι του σκιτσογραφείν
    δεν κρύβεται..
    Μου θυμισατε Σχολικα Βιβλία........
    ....


    Gravoura sagte
    Αλήθεια, έχουμε μνήμες από τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων ή η υπερπροσφορά και αφθονία των παιχνιδιών, τα μετέτρεψαν σε είδος ευτελούς αξίας για να τα κουβαλάμε μαζί μας?


    Η Ερωτηση σου που αγγίζει το Χασμα των Γενεών μου θυμισε το κειμενο
    που κυκλοφόρησε προσφατα στο Internet
    Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1985…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Γράφουμε δηλ. παιδικές αναμνήσεις; Ουουουου… χιλιάδες!
    Κάποια φορά, οι γονείς μου με είχαν αφήσει για κανά μήνα στο χωριό του παππού μου. Τι γέλιο…
    Ξύπναγα στις 5.00 το πρωί, έτρωγα πατσά!, ρουφούσα τ’ αυγό μου και πήγαινα με τους άλλους ν’ αρμέξω τις αγελάδες. Μετά πίναμε το γάλα καυτό-καυτό και βρωμερό.
    Το υπόλοιπο πρωινό μου το πέρναγα μες στο κοτέτσι, προσπαθώντας να τραβήξω τ’ αυγά μες απ’ το … των κοτών, πριν έρθει η ώρα τους να βγουν. Οι κότες καθόλου δεν γούσταραν και κακάριζαν και προσπαθούσαν με τα αδύναμα φτερά τους να φύγουν. Πού να πάνε όμως; Πρέπει να σας πω, πως εκεί μέσα είναι πολύ… καυτά! Όσα δεν προλάβαινα τα μάζευα μεσ’ από τ’ άχυρα και τα πίτουρα και τα -πώς τα λένε- και τα πήγαινα περήφανη στη θεια.
    Η θεια ήταν γύρω στα 40, αλλά φαινότανε ίσαμε 80! Σκαμμένο πρόσωπο, μαντήλα, καμία σχέση με τις «κυρίες», που έβλεπα μέχρι τότε. Μετά πηγαίναμε στα χωράφια. Οι γυναίκες. Οι άντρες κατά τις 12.00 την έκαναν για τον καφενέ.
    Το βράδυ κοιμόμουν σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, που παλιά ήταν ο στάβλος κι απ’ το πατάρι του άκουγα τα ποδοβολητά των ποντικών.
    Κι η «τουαλέτα» –τούρκικη τρύπα- ήταν έξω απ’ το σπίτι, ένα σπιτάκι από ελενίτ, βρωμερή και τρισάθλια. Πού να τρέχεις νυχτιάτικα, τα κράταγες…
    Αυτές ήταν οι βουκολικές μου αναμνήσεις. Έχω κι άλλες. Αλλά αυτές μού ‘χουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό, γιατί ήτανε… άλλες!
    Υ.Γ. Ακόμα μου αρέσει ο πατσάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Καλοκαίρια στο εξοχικό, με τα 3 ξαδέρφια και όλο το παιδομάνι της γειτονιάς. Όλη μέρα κάτω από ντάλα ήλιο, να παίζουμε στην αλάνα της κυρα-Λουκίας (που την τρέμαμε αλλά τελικά δεν ήταν και τόσο κακός άνθρωπος). Ποδόσφαιρο μες τα χαλίκια, με πόδια μες το χώμα και το αίμα. Δεν μας καιγόταν καρφί!
    Και το μεσημέρι ξάπλα όλοι με κολλητά τα κρεβάτια να διαβάζουμε Μίκυ Μάους και να νιώθουμε απόλυτα ευτυχισμένοι.
    Καυγάδες και ξύλο αλύπητο όταν θυμώναμε, αγκαλιές και ξεκαρδιστικά γέλια όταν μονιάζαμε.
    Όλα στο έπακρο. Συναισθήματα κι αισθήσεις.

    Θυμάμαι κι αυτή την ταλαίπωρη μικρή ασπρόμαυρη τηλεορασούλα που την είχαμε ακουμπισμένη στα σκαλιά και καθόμασταν χάμο να δούμε ελληνικές ταινίες και... Δυναστεία, με τα "φιδάκια"(κατόλ)γύρω μας να καίνε την αναπνοή μας.
    Όποτε μυρίζω κατόλ, αυτόματα θυμάμαι τα παιδικά μου καλοκαίρια(α ρε Pavlov!!!)

    Να'σαι καλά gravoura! Χίλες αναμνήσεις μου θύμισες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Το καλύτερο σε αυτό το κείμενο, είναι οι διαδοχικές ‘ζωές’ της Αυγής. Από μεταφορικό μέσο (που για να φτάσει υπήρξε πολύς κόπος), κατέληξε παιχνίδι, μετά ‘δότης’ όπως όμορφα είπε η γκραβούρα χρηστικών υλών (π.χ. ανταλλακτικό για σόλες) αλλά και επαγγελματικών εργαλείων, μέχρι να καταλήξει, εντελώς παροπλισμένη, πηγή αναμνήσεων. Από την Αυγή μέχρι τη Δύση της, κάτι πρόσφερε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Καταπληκτικό κείμενο γκραβούρα. Συγχαρητήρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Tελικά έχω άδικο που λατρεύω τις γυναίκες; Αφροδίτη, Παράγραφος, Γκραβούρα, τι δώρα μας χάρισαν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. ‘Από την Αυγή μέχρι τη Δύση της, κάτι πρόσφερε.’ Δεύτερες σκέψεις. Από τη μια, θυμίζει όλα τα πράγματα τα παλιά χρόνια: έσφαζαν ένα γουρούνι και χρησίμευε μέχρι και η ουρά (έφτιαχναν καβουρμά, ένα ‘ποταπό’ μεζέ από το λίπος της), ή οι οπλές. Μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς κάτι, έβρισκαν κάποια χρησιμότητα.

    Από την άλλη, αυτές οι πολλαπλές χρήσεις… πόσο χαρακτηριστικές των παιδιών. «Από το τι είναι (κάτι άχρηστο, ίσως σκουπίδι) στο τι μπορεί να είναι». Το κείμενο στο πανέμορφο σημείο του παιχνιδιού, μου θύμισε το τραγούδι: ‘δυο κουτιά σπίρτα γίνανε / ο σταθμός και τα τρένα του / που μπορούν να φτάσουνε ως την άκρη της γης’. (Νομίζω της Νένας Βενετσάνου.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Παιχνίδια της παιδικής μας ηλικίας...Θυμάμαι το ποδόσφαιρο με 2 πέτρες στο δρόμο για τέρμα και που και που να σταματάμε για περάσει αυτοκίνητο. Επίσης τα "κάστρα" που φτιάχναμε μέσα σε χωράφια με θάμνους και πεύκα και τα κουκουνάρια που μαζεύαμε για πολεμοφόδια σε περίπτωση επίθεσης! (εχθροί δεν υπήρχαν, αλλά just in case;)) Φυσικά είχαμε και τόξα που είχαμε φτιάξει απο κλαδιά δέντρων.
    Και βέβαια κάτι παλιά ποδήλατα για αγώνες, όπου οι μικρότεροι ξεκινούσαν πρώτοι! Aνακαλύψαμε το fair play πριν την UEFA! :)
    Σε εξοχές της Αττική αυτά, πριν 20 περίπου χρόνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Εργοτελίνα said...
    Νίκο το μεράκι του σκιτσογραφείν
    δεν κρύβεται..
    Μου θυμισατε Σχολικα Βιβλία.."

    Δεν ήμουν εγώ - ήταν ο πεντάχρονος εαυτός μου (τον κρύβω επιμελώς).
    ....


    "Μου θυμισε το κειμενο
    που κυκλοφόρησε προσφατα στο Internet
    Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πριν το 1985…"

    Α - και ποιος θα γράψει γι αυτούς που γεννήθηκαν το 1935...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Αν για κάτι αισθάνομαι τυχερός ,είναι επειδή βρίσκομαι στη θέση να μπορώ να καταλάβω ,να αναπολήσω και να συλλάβω κάθε συναίσθημα που απορέει απο αυτο το μήνυμα.
    Οι μυρωδιές απο τα νυχτολούλουδα στην σπιανάδα ,οι ουρές στην βρύση του χωριού ,τα "τορκιά" που γυρίζαμε ξυπόλυτοι όλο το χωριό ,μου ήρθαν αμέσως στο νού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. @ΝΔ
    Νομίζω περιλαμβανει και εσάς..
    βεβαια εσεις ζησατε και
    την κατοχή..

    Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση.

    Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να
    βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό,
    κρυφτό, αμπάριζα… μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα.
    Χάσαμε χιλιάδες μπάλλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση.
    Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!....


    Αυτο το κείμενο το σατίρισε ο Φουτουριστής
    Azrael...Αμάν πια με τα παιδιά του 1985 !!
    Σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση "τα παιδιά του 2085"!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. ΠΑΙΔΙΚΟ

    Τώρα η βραδιά,
    γλυκιά που φτάνει,
    θα μου γλυκάνει
    και την καρδιά.

    Τ' αστέρια εκεί
    θα δω, θα νιώσω
    οι άνθρωποι πόσο
    είναι κακοί.

    Κλαίοντας θα πω:
    "Άστρα μου, αστράκια
    τ' άλλα παιδάκια
    θα τ' αγαπώ.

    Άς με χτυπούν
    πάντα κι ακόμα.
    Θα 'μαι το χώμα
    που το πατούν.

    Άστρα, καθώς
    άστρο και κρίνο,
    έτσι θα γίνω
    τώρα καλός."



    Κώστας Καρυωτάκης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Μαζί με τον μουσαφίρη καλοπερνάει κι ο νοικοκύρης.
    Τα σχέδια δίνουν χρώμα.

    -> gravoura ευχαριστώ για το παιδικό σαμιώτικο post σου μου θύμισε δυό ευχάριστες εποχές.

    Παιδική. Το τρίκυκλο-μηχανάκι με την πενηντάρα Ζούνταπ, το πρώτο όχημα παιδικής ψυχαγωγίας στα τέσσερα μου χρόνια. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς σκαρφαλώναμε πίσω στην τετράγωνη μεταλλική καρότσα του, με προορισμό το καλοκαιρινό θέατρο με τον Καραγκιόζη. Τι περιπέτεια το ταξίδι, η μισή διαδρομή να χοροπηδάμε σε κάθε λακούβα και εξόγκωμα, τα σώματα στον αέρα, μια τρελλή κούρσα στο σκοτάδι.
    Εμείς χαχανητά και φωνές προς τον νεαρό οδηγό, κόντρα στον αέρα , για "πιο γρήγορα".
    Αυτός να προσπαθούσε να μην μας χαλάσει το χατήρι, άλλο που δεν ήθελε, αλλά δεν ήθελε αυτή η άτιμη η μονοκύλινδρη η Ζούνταπ που στριγγλίζε σαν να ανέβαζε νότες όπερας στην Σκάλα του Μιλάνου.
    Τι κόλλημα έφαγε το πιστόνι της!

    Η δεύτερη μνήμη εφηβική, απο την Σαμιώτισσα φιλόλογο της Α' Λυκείου, μια απο τους δύο καθηγητές ή καθηγήτριες που δεν έσπρωξε τα απωθημένα της πάνω μας, είτε να δείξει σαδισμό, είτε "ανωτερότητά", είτε το κουτσομπολιό της προσωπικής ζωής, είτε να περάσει την προσωπική ή πολιτική γραμμή με το στανιό, να μαζέψει νεαρά βλαστάρια για την κομματική ή την δογματική σούπα.

    Εκείνη ζούσε για να διδάσκει στα παιδιά της, εμάς, και η λογοτεχνία ήταν η αγάπη της.
    Όλοι μας στην τάξη, ξεφτέρια και μπούφοι, της ανταποδίδαμε με αγνότητα την αγάπη της.
    Όχι, δεν ήταν σαν την ωραία Ελένη της προηγούμενης χρονιάς που έγκυος ξέσπαγε με χαρακιές όταν οι ορμόνες και η κούραση της εγκυμοσύνης της θόλωναν το μυαλό.
    Η δικιά μας ήταν μεσήλικας με τα δικά της παιδιά, μεγαλύτερα απο μας, με λιγοστά κάλλη αλλά περίσσια καρδιά.

    Κατάφερε και έψησε την λυκειάρχισσα, άλλη ιστορία αυτή, να μου δανείσει απο την απαγορευμένη για τους μαθητές βιβλιοθήκη του σχολείου το "Τάδε έφη Ζαρατούστρας".

    Μεγάλη στεναχώρια έπεσε σ' όλους όταν πήρε μετάθεση...εκτός απο την "λύκαινα".

    Υ.Γ.
    -> Εργοτελίνα εμείς που γεννηθήκαμε πριν το ΄85 (μόνο;) ευχαριστούμε για το link.

    -> synas, Πατσάς γλιάχ με τα πάχη να επιπλέουν, σούπα φιδέ, και μουρουνέλαιο, παιδικά μαρτύρια.

    -> Nikos Dimou said...
    "Tελικά έχω άδικο που λατρεύω τις γυναίκες; Αφροδίτη, Παράγραφος, Γκραβούρα, τι δώρα μας χάρισαν..."

    Πραγματικές Πανδώρες για τους αρσενικούς. Μας πήραν όλα τα συγγραφικά δώρα και μας έμεινε λατρεία κα ελπίδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  21. με συγκινήσατε και με το κείμενο της Γκραβούρας και με τα σκίτσα του κ. ΝΔ και με τα ποιηματάκια που επέλεξε και την αναφορά του στο Ρίλκε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  22. Κατοχή. Επικίνδυνα παιχνίδια. "Μακαρόνια" διαφανή για δυναμίτιδα. Τα πατούσαμε απότομα με τα (πεταλωμένα) τακούνια και έφευγαν σαν φίδια σφυρίζοντας βγάζοντας σπίθες.

    Εφηβος στο Μάτι. Μαύρο ποδήλατο Hercules με χρυσό διακοσμητικό σειρήτι και άσπρα λάστιχα. Το καμάρι μου. Στην ψιλή σκόνη του δρόμου τα λάστιχα άφηναν αποτυπώματα σαν δαντέλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  23. Ο πατέρας μου ειχε μιά θεριζοαλωνιστική μηχανη ΤΙΤΑΝ.Εκεινες της μεγάλες με το φουγάρο απ'οπου έβγαινε το άχυρο.Την κίνηση την έδινε ενα αλυσοφόρο τρακτέρ ΚΛΕΚΤΡΑΚ.Μ΄αυτά και ενα μικρο φορτηγό,γύριζε τους καμπους της Μακεδονίας και οχι μόνο. Η πληρωμή γινόταν σε είδος.Την λέγαν το δικαίωμα.Χαρά μεγαλη οταν βλέπαμε το φορτηγό να ερχεται.Το σταρι στιβάζονταν στην απόθήκη και η πιο μεγαλη χαρα ηταν το παιχνίδι και οι τούμπες που κάναμε επάνω του.
    Τι έκανες gravoura!Ανοιξες τον ασκό των αναμνήσεων και αντε να τον συμμαζέψω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  24. Όμορφη, ειλικρινής αφήγηση.

    Ευχαριστώ πολύ για αυτό το ταξίδι του νου.

    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  25. Ζητώ συγνώμη το κείμενο δεν είναι δικό μου, μου το έστειλε μια φίλη χωρίς να μου πει ποιανού είναι.Ζητώ συγνώμη για τους μετά το 1960
    ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΠΡΟΝ ΤΟ 1960
    H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια
    γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να
    περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό
    ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο
    το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.

    Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.
    Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε
    ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το
    «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια
    και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα
    χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες
    χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές
    γωνίες.

    Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια.
    Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες
    κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε
    ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε «μακριά γαϊδούρα» και κανείς μας δεν
    έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε
    όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα
    φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν
    κινητά. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος
    για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους» Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με
    πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και
    όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να
    κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο
    ένας στον άλλος και μάθαμε να το ξεπερνάμε.

    Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως
    κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια
    νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα.
    Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν
    πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.

    Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες
    με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να
    βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά
    βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό,
    κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας
    έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα.
    Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση,
    όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση.
    Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν
    ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!

    Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους
    φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους
    γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν
    υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;

    Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε
    να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο
    άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να
    περάσουν όλοι. Τι φρίκη!

    Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες
    στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς
    μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην
    άμμο και ψαρεύαμε με ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια
    κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο
    chat room και γράφοντας ; ) : D : P

    Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά
    μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά
    παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.

    Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να
    μεγαλώσεις σαν παιδί...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  26. Αχ, georgia m. στα μέρη μου τη χρονιά που γεννήθηκα. άραγε ήταν φλογερό καλοκαίρι τότε; Ήμουν μόλις λίγων μηνών και δεν θυμάμαι...
    Λοιπόν, η καλύτερή μου παιδική περιπέτεια-παιχνίδι. Το 'σκασα από το σπίτι κρυφά -αν και καλό και φρόνιμο παιδί- και πήγα με ένα συρφετό πιτσιρίκια σαν κι έμενα της πάνω γειτονιάς, σε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού γεμάτο από παπαρούνες και άγρια χόρτα που ξεπερνούσαν το ύψος μου. έχω ακόμη την αίσθηση εκεί χωμένη κάτω από τον ίσκιο τους. μαζέψαμε μπουμπούκια από παπαρούνες -παραισθησιογόνα φαντασία είχα από μικρή, κυνηγώντας ψευδαισθήσεις- με κίνδυνο να μας φάνε τα φίδια και τα ζουζούνια και καταλύσαμε μετά σε μια τσιμεντένια αυλή βρεγμένη για δροσιά, όπου απλώσαμε τα μπουμπούκια έξω από τις πλαστικές σακούλες και τα ανοίξαμε ένα προς ένα. τα ροζ λουλούδια και τα άσπρα ήταν οι νυφούλες και τα κόκκινα οι γαμπρούληδες -όποιος θυμάται το σλόγκαν από τις ΚΟΚΟΥΡΟΥΚΟΥ τότε θα καταλάβει, "κουκουρουκουδες, νυφούλες και γαμπρούληδες"- και κάναμε αυτοκρατορικούς γάμους εκεί ανάμεσα στα άψυχα πια άνθη. Είχε τέλος ελληνικής ταινίας δηλαδή το παιχνίδι.
    δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την έξαψη από την περιήγηση με αποστολή σε κείνο το έρημο χωράφι. θυμάστε ένα εξώφυλλο από το Γεωτρόπιο με ένα κοριτσάκι μέσα στα λουλούδια; έτσι ήταν... δεν το ξεχνάω εκείνο το κοριτσάκι που ήμουν και είμαι, μην ξεχάσετε ποτέ το παιδί που ήσασταν και είστε ακόμη. έχετε το νου σας στο παιδί...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  27. Καλοκαίρια στα χρόνια του '70. Ήταν στα φότρε τους οι πόλεμοι των γειτονιών στη μικρή τότε πόλη μας.Αυτοσχέδια όπλα, ποδήλατα (το ιππικό) και χαρτόκουτα γιά πανοπλίες.Πως δε βγάλαμε μάτια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  28. Εχμμμ ...
    kolasass δεν μπορεί , μας κάνεις πλάκα έτσι? ;P :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  29. @alexandra
    Αυτό το κείμενο είναι στο blog του Φιντεία και αναφέρεται σ’ αυτούς που γεννήθηκαν πριν το ’85.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  30. Α ναι, υπήρχαν και άσκημα παιδικά καλοκαίρια. Οι πρώτες μου διακοπές στη θάλασσα... 11 χρόνων (στην Κατοχή ήταν σχεδόν αδύνατο να κατέβεις από την Αθήνα στις ακτές). Μέσα στον Δεκαπεντάυγουστο έπαθα ένα υψηλό πυρετό, 40 με σπασμούς και η μητέρα μου να ψάχνει μάταια για γιατρό. Θυμάμαι να ψήνομαι μέσα στον καύσωνα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  31. Αλλαξα την ημερομηνία στο κείμενο και έβαλα 1960,νομίζω ότι όσοι είναι πριν το 1960 και ειδικά πριν το 1950 έχουν ζήσει αλλάγες που όυτε τις φανταζόντουσαν ποτέ.Ξέρεις τι είναι να βλεπεις την μητέρα σου να μαγειρεύει στην γκαζιέρα και καθε τόσο να σου φωνάζει να πας να τρομπάρεις και τώρα να εχεις τον μικροκυματων,να πλένει στην σκάφη στην οποία σκάφη να σε κάνει μπάνιο κάθε βράδι όταν γύρναγες απο το παιχνίδι και τώρα έχεις το πλυντήριο με τα 3550 προγράμματα και εάν κοβότανε το ρεύμα δεν τέλειωνε ο πολιτισμός απλώς ανάβαμε την λάμπα πετρελαίου,μερικοί θα πρόλαβαν και τις πλάκες στο σχολείο και την πέννα και το μελάνι στο μελανοδοχείο και τώρα να κάθεσαι μπροστά στο laptop να μιλάς και να γράφει.Ο ΝΔ ασφαλώς τα έχει προλάβει,συγνώμη δεν μαρτυράω τα χρόνια σου.Για τηλέφωνο τρέχαμε στο περίπτερο.Γιαυτό όλα αυτά μας φαίνονται μαγικά..Γεννηθηκα στούς Αμπελοκήπους ,Κηφισίας και Πανόρμου μετά στήν Κατεχάκη τέλος η Αθήνα άρχιζε το Ψυχικό με λίγες βίλες,η Κατεχάκη ήταν αλάνες και πέζαμε μπάλα,το σπίτι στο βάθος του οικοπέδου,μπροστά αυλή λουλούδια δέντρα και στα κάγκελα ενα τεράστιο αγιόκλημα και πάνω ξαπλωμένος ο Μπιλι ,ο γάτος μας, να μας περιμέναι πάντα όταν λείπαμε,στη γωνία το κοτετσι με τις κοτες για φρέσκο αυγό,το καλοκαίρι σινεμά στην Ανεση ,υπαρχει ακόμα,όχι όμως με κισσους και αγιόκλημα και στο
    Φλερύ,ο μπακαλης ,ο μαναβης ,ο φούρναρης ουφ!!!κλείνω γιατί έχω να πάω και στο SUPER MARKET.!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  32. @mihalis,a dreamer
    Συμφωνω μιχαλη,πολυ με αυτα που λες


    Και μιας και μιλαμε για την παιδικη ηλικια και την αθωοτητα ένα ποιημα του William Blake


    ΜΙΚΡΗ ΕΥΤΥΧΙΑ

    << Ονομα δεν εχω
    ειμαι μια σταλια >>

    << Πως να σε φωνάζω ? >>

    << Ειμαι όλο χαρα
    Λεγε με χαρα! >>

    << Να ' σαι πάντα μια χαρα,
    όμορφη χαρουλα
    που εισαι μια σταλια !
    Γλυκα θα σε λέω,
    θα σε λεω χαρα.
    Γελα μου γλυκα,
    να'σαι πάντα μια χαρα! >>


    Gravoura ήδη οταν είδα το ονομα σου ήξερα πως θα είναι υπέροχο το κειμενο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  33. @kolassas
    Ελληνική ταινία. Της σκάει η γκαζιέρα στη μούρη και μένει τυφλή. Τυφλή πλην πλούσια. Και ο γκόμενός της -φτωχός πλην τίμιος- της λέει: «Τι να μας πεις εσύ, κακομαθημένη! Πού τά ‘χεις όλα και παραπονιέσαι»!! (Αυτά είναι από πραγματική ταινία των ‘50s, δεν είναι δικά μου)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  34. Πάντως για μένα, οι ωραιότερες «αναμνήσεις» απ’ την κατοχή ως παιδί ήταν στο «Όταν ο ήλιος…» της Ζωρζ Σαρρή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  35. Στο μυαλό μου έχει μείνει έντονα ένα καυτό καλοκαίρι συνεχούς παιχνιδιού στην ίσως-πιο-ζεστή-πόλη-που-υπάρχει. Τη Λάρισα. Μέναμε σε συγγενικό σπίτι που ήταν μέρος μιας συστάδας σπιτιών, χτισμένων κολλητά το ένα με το άλλο, γύρω από μια κοινή αυλή. Αρκετά μεγάλη απ’όσο τη θυμάμαι. Με μεγάλη καγκελόπορτα, πάντα κλειδωμένη, που εμπόδιζε τη θέα από το δρόμο και τούμπαλιν.

    Όλα τα σπίτια κατοικούνταν από συγγενείς. Με παιδιά. Δυο, τρία τουλάχιστον το καθένα. Και όλα αυτά τα παιδιά ξυπνούσαν την ίδια ώρα - νωρίς - και κοιμούνταν όλα την ίδια ώρα - αργά. Στο ενδιάμεσο έπαιζαν. Και φώναζαν. Ομάδες παιδιών έτρεχαν αλαλάζοντας οι μεν ενάντια στους δε. Ξύλο… Χα! Η λέξη ξύλο δεν είναι αρκετή.

    Έμαθα ένα φριχτό παιχνίδι εκείνο το καλοκαίρι. Πώς να λιώνεις γυμνοσάλιαγκες. Δεν θα το περιγράψω. Η απόλυτη φρίκη. Ήταν δημοφιλές πάντως και εξίσου δημοφιλής ήταν και ο ξάδερφος που μας το έμαθε. Ήταν ο Ωραίος της παρέας. Τα παιδιά έχουν μια σκληρότητα που συχνά δε συμβαδίζει με την ταυτόχρονη αθωότητά τους. Ή μήπως ακριβώς επειδή είναι τόσο αθώα μπορούν με τόση άνεση και αδιαντροπιά να γίνονται σκληρά. Δεν ξέρω. Παράξενος συνδυασμός.

    Μας έκαναν μπάνιο όλους μαζί στο πλυσταριό. Και οφείλω να ομολογήσω πως κάτι έτρεχε εκεί αν και δεν ξέραμε τι. Από έξι έως δέκα οι ηλικίες μας άλλωστε.

    Λαμπρές στιγμές.

    Θεία που έμενε αλλού φέρνει ένα απόγευμα τα δυο δίδυμα αγοράκια της. Μπλουζάκι λευκό, περασμένο σφιχτά μέσα στη ζώνη του μπλε φουσκωτού κοντού παντελονιού. Κάτι ποδαράκια κλαράκια με άσπρη κάλτσα και σκαρπίνι από κάτω. Χτενισμένο μαλλί, βρεγμένο, με χωρίστρα ψιλή στο πλάι, λες με χάρακα ίσια… Βραδάκι… Γόνατα μες στα αίματα, παντελόνια σκισμένα, μπλουζάκια μαύρα να κρέμονται ξεχειλωμένα και πιο μαύρα ακόμα τα ιδρωμένα πρόσωπα με τη γλώσσα να βγαίνει κάθε τόσο να γλείφει μύξες και μουτζουρωμένα δάκρυα. Κάλτσες άστα να πάνε και παπούτσια άφαντα. Έγιναν ανακρίσεις, βρέθηκαν τα παπούτσια και η θεία με τα δίδυμα δεν ξαναφάνηκε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  36. ΑΣΧΕΤΟ ΑΛΛΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ:

    Ζήτω ο Jens Lehmann!

    (Για όσους δεν έβλεπαν το ματς - ο τερματοφύλακας της Γερμανίας πού έπιασε ΔΥΟ πέναλτι!

    Δεν μπορώ να μην υποστηρίζω την δεύτερη πατρίδα μου...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  37. @synas,
    Ευχαριστώ, αλλά μπορείτε να εξηγήσετε γιατί μόνο σε μένα η διευκρίνηση?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  38. Gravoura συγχαρητήρια! Το έκανες το θαύμα σου! Μας έχωσες στη μαγική κάψουλα και βουρ στο παιδί που ήμασταν, terra magnifica (sic) με όλα πιο αθώα.

    Πιο μικρουλάκια τα υλικά, πιο μεγάαααλα τα άλλα, αυτά που δεν ακουμπάγαμε με τα λερωμένα μας δάχτυλα. Παρά μόνο τα βλέπαμε, τα νοιώθαμε, τα μυρίζαμε, τα επεξεργαζόμασταν, τα ρουφάγαμε σα γάλα, για να ψηλώσουμε στα μάτια μας!

    Ασπρος σκαραβαίος, η πολυαγαπημένη μας κυρία Ζακελίνα μας πήγαινε όλη την πιτσιρικαρία για μπάνιο στον Μπάτη. Κυρίες με σκούφιες-λεμονανθούς σε έκρηξη και τα παιδάκια να μας πετάνε άμμο όταν εμείς τους χαλάγαμε τα κάστρα τρέχοντας ανάμεσα στους πάντες....

    Είχε και ραδιόφωνο (WOW!) και σταματούσε στα φανάρια πατώντας το φρένο με ρυθμό, χτυπάγαμε τα μούτρα μας στα μπροστινά καθίσματα, ξεραινόμασταν στα γέλια, τραγουδούσαμε μέχρι να κλείσει ο λαιμός μας και μετά καρπούζι μέχρι να κολλάνε κι οι πατούσες μας!

    Αλλες φορές, από πολύ μικρή, κατακαλόκαιρο, μπαούλιασμα στο αεροπλάνο, να μας παίρνει ο πατέρας μου παντού μαζί. Εγώ να λυσσάω να πάω Θεσσαλονίκη που είχε γειτονιά με παιδομάνι η γιαγιά μου. Αααχ, να παίξω μέχρι να είναι νύχτα εντελώς, να βγουν όλοι να μας ψάχνουν κι εμείς, σκασμένοι στα γέλια, να κρυβόμαστε σε όλο και καλύτερες κρυψώνες...

    Αντ’αυτού όμως, βαλίτσες - αεροδρόμια και όλο καινούρια ξενοδοχεία. «Θέλω τους φίλους μου!» «Θα κάνεις καινούριους» «Σε 3 μερες?» «Ε, παιδιά είστε, θα πάμε μετά στη γιαγιά...»

    Και συμπυκνώναμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε 1 βδομάδα το πολύ... Το σπιτάκι της, θαύμα ολόκληρο στα μάτια ενός παιδιού της πόλης. Με τις πασχαλιές, τον κήπο με όλα τα λουλούδια και τα σαλατικά του Θεού (ακόμη θυμάμαι τους ιστούς αράχνης στην πάχνη πάνω από τους μαϊντανούς και τα καρπουζάκια που μεγάλωναν σε μια μέρα...

    Τα παιδιά που κάθε χρόνο μεγάλωναν και μιλούσαν όλο και πιο διαφορετικά. Στην αρχή, μικρά, παίζαμε και μοιραζόμασταν τα πάντα, σε λίγα χρόνια όμως ήμουν πια η «ξένη», κι ολόκληρο το καλοκαίρι δεν θα έφτανε να κάνει τη γέφυρα...

    Μονον τα ποδήλατα μας ένωναν όλες τις ώρες κι όλα τα χρόνια. Να παίρνω (πώς μ’άφηναν?) απ’τα μεγάλα τ’αγόρια τα δικά τους, να μην πατάνε τα πόδια μου, κι έτσι και σταματούσα, αφού δεν μπορούσα να στηριχτώ, να μου έρχεται καπάκι στο πόδι όλο το ποδήλατο – ανοιχτοί αστράγαλοι συνεχώς...

    Λασπόπιτες, νεογέννητα γατάκια, μελιτζανοσαλάτες, τηγανητές πατάτες, γέλια, χώματα, κατεργαριές...

    Πρωί στην Αγία Τριάδα (όταν ακόμη ήταν κι αυτή αγνή) που είχε ξεβράσει η θάλασσα τόννους κοχυλιών, ένα απίστευτο σκηνικό, λευκό, ξεπλυμένο, μα με κομμάτια να γυαλίζουν σαν φίλντισι, αμέτρητα κελύφη από νεκρά ζούδια... Κράτσα-κρούτσα κάτω από τα πόδια μας και δε λέγαμε να φύγουμε ποτέ, ποτέ, ποτέ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  39. Και μετά με τον Μάριο, το γειτονόπουλο εδώ, πίσω, που μου έμαθε τον γιατρό... Για την ακρίβεια, ήθελε να μου μάθει, αλλά όπως ήμουν πολύ μικρότερη δεν πήγαινε καν το μυαλό μου στο πονηρό (ευτυχώς, εκείνος άντρας σωστός, μπούφος μέχρι βλακείας!!!). Ε, στο τέλος δείχναμε ο ένας στον άλλον τα σημάδια και τις γρατζουνιές στα πόδια μας...

    Κι ακόμη θυμάμαι ένα ποτήρι νερό που μου κουβάλησε από το σπίτι του, με το που είπα «διψάω», κρατώντας το από πάνω, απ’τα χείλη, με χέρια από επισκευή κάποιου μικρού αυτοκινήτου, μες το γράσσο και τη μουτζούρα.. Ηταν τόσο βρώμικο που ντρεπόταν να μου το δώσει, ήμουν όμως τόσο φίλη του που όφειλα να πιω (Μπλιαχ! Αντιτετανικό, αντιλυσσικό, νομίζω σ’αγαπώ!).

    Και το πρώτο μου «μεγαλίστικο» φιλί, στόχευε στόμα, πήρε μάγουλο, μια και νόμιζα ότι έπρεπε να κουνάω το πρόσωπό μου από... πάθος, όπως στις ασπρόμαυρες ταινίες της τιβι, που τις έβλεπα κρυμμένη πίσω από τον καναπέ, μέχρι να με πάρουν χαμπάρι... Σκάσαμε στα γέλια κι οι δύο, και είπαμε «μπα, δεν αξίζει τον κόπο, οι μεγάλοι κανουν όλο βλακείες!» και δως του ξανά ποδήλατα...

    Και βιβλία, Μανίνα, περιοδικά όλου του κόσμου, κόμικς & «αλληλογραφία»...

    Ααααχ, μελαγχόλησα τώρα....

    Αξιοι όλοι οι έπαινοι gravoura μου, εύχομαι να χαίρεσαι με όλα αυτά που σου αφιερώνουμε, έστω το μισό απ’ό,τι χαρήκαμε εμείς με τα δικά σου...

    Στά’λεγα, δε στά’λεγα? Υπέροχό μου, ζεστό, αιώνιο κορίτσι!

    Αντε κι άλλα, άντε κι άλλα!

    Με πολλή αγάπη,

    Αφροδίτη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  40. Υπάρχει ένα απολαυστικό κείμενο στο βλογ του Azrael, δημοσιευμένο στις 7 Ιουνίου, 2006 (μη μου ζητάτε να βάλω λινκ! δεν έχω ιδέα πώς!) σχετικά με τη μαγεία των παλιών καλών εποχών, ειδωμένο από την οπτική γωνία του μέλλοντος.
    Ζητάω συγγνώμη από όλους για τη διαφήμιση αλλά νομίζω ότι είναι τέλειο! Ασε που θα αρέσει και στον harry!

    Από τα παιδικά μου χρόνια έχω κάτι αόριστες μνήμες (όπως γενικά οι μνήμες από παρελθόν μου είναι κάπως συγκεχυμένες). Θυμάμαι όμως κάτι τέλεια μπάνια στην Αρβανιτιά, κάτι τέλειες βόλτες στο μονοπάτι από Αρβανιτιά για Καραθώνα, κάτι τρομακτικές βόλτες στο βάλτο της Κίου το σούρουπο, κάτι ατελείωτες ποδηλατάδες με τις φιλενάδες. Το άλλο που θυμάμαι με νοσταλγία είναι ο ενθουσιασμός μαζί με μια ανησυχία που ένιωθα όταν κατά τα τέλη Αυγούστου επιαναν εκείνες οι καλοκαιρινές μπόρες. Ναι, νομίζω ότι ο Αύγουστος του εκτυφλωτικού ήλιου μ' έχει σημαδέψει.Η φύση μεταξύ ζωής και θανάτου περιμένει λίγο νερό για να ξαναγεννηθεί. Ο Αύγουστος είναι ενας ζωντανός νεκρός.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  41. Ημουνα 7 χρονών. Είχα μια μικρή μοτοσυκλέττα κουρδιστή, made in Germany. Ηταν αγωνιστική. Ο αριθμός για τους αγώνες ήταν τυπωμένος στην πλάτη του μοτοσυκλεττιστή και τον θυμάμαι ακόμα, ήταν 6. Η κίνηση δινόταν στον πίσω τροχό. Στην μέση της μοτοσυκλέττας υπήρχε ένας κρυφός μικρός τροχός κάθετος στην κίνηση της μοτοσυκλέττας. Οταν η μοτό έφτανε στην άκρη ενός «γκρεμού» και τον περνούσε η μπροστινή ρόδα, ακουμπούσε στο έδαφος ο κρυφός τροχός και η μοτοσυκλέττα έστριβε και απέφευγε την πτώση.
    Εκανε πολύ εντύπωση στους φίλους μου!

    Ελπίζω να μην σας σοκκάρω με το επόμενο.
    Συγγενής μου, προηγούμενης γεννιάς, επειδή δεν υπήρχαν στην εποχή του παιχνίδια, (δεν υπήρχαν τα απαραίτητα πόσο μάλλον τα θεωρούμενα περιττά), είχε για παιχνίδι μια ...σκυλλοκεφαλή.
    Ενα κρανίο σκύλλου... Θύμιζε αυτοκίνητο...
    Το capot ήταν η μουσούδα και το pare brise ήταν οι τρύπες για τα μάτια.
    (Στα αυτοκίνητα της εποχής του το pare brise ήταν χωρισμένο σε αριστερό και δεξί.
    Ετσι ταίριαζε!)

    Το έσπρωχνε με το χέρι πάνω στο χώμα και βββ...βββ το αυτοκίνητο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  42. Καλοκαίρι στο Χαϊδάρι, μόλις είχα τελειώσει το δημοτικό, το 19…, όχι το μετάνιωσα, μην επιμένετε δεν θα το συμπληρώσω!!!!

    Καμιά δεκαπενταριά παιδιά της γειτονιάς παίζουμε. Μαζί και το γειτονόπουλο, ο συμμαθητής μου Τιμόθεος. Αρχηγός της μιας ομάδας μαζί με κάποιον άλλον που ούτε καν θυμάμαι. Μόνο εκείνον φέρνω στο νου. Πως αλλιώς, αφού ήταν η πρώτη μου αγάπη. Μας έλεγαν στο αυτί του καθενός δύο φράσεις και έπρεπε να διαλέξουμε ποια μας άρεσε. ΄Ετσι θα μοιραζόμασταν σε δύο ομάδες. Μετά πιασμένοι πίσω τους από τη μέση θα τραβιόμασταν για να βγει η νικήτρια ομάδα. Σπρώχνοντας μπαίνω πρώτη στην διαδικασία επιλογής. Είχα το λόγο μου. Ακούω τις φράσεις και διαλέγω. ΄Ημουνα σίγουρη πως έκανα την επιλογή που ήθελα. Ο Τιμόθεος, ένα παράξενο παιδί σε όλα του, ήξερα με βεβαιότητα τα κριτήρια που θα με έφερναν στη δική του ομάδα. ΄Ηταν η πιο ακαταλαβίστικη φράση. Κι αυτή διάλεξα. Αφού τελείωσε η διαδικασία με όλα τα παιδιά, τον πιάνω από τη μέση σφιχτά και πίσω μου λίγοι ακόμα. Ο άλλος «αρχηγός» είχε συγκεντρώσει περισσότερους. Μα εμένα δεν με ένοιαζε. ΄Ημουνα μαζί του, τον κρατούσα σφιχτά και τον είχα επιλέξει. Χάσαμε, κέρδισαν οι άλλοι. Εκτός από εμένα που είχα κερδίσει με το να δείξω την προτίμησή μου. Τον κρατούσα και αγκαλιά. Τι άλλο να ήθελα?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  43. @Alexandra
    Γιατί έκανα λάθος στ’ όνομα; Στον kolassa πήγαινε. Sorry, Alexandra!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  44. Συνταξιδιώτες στη χρονομηχανή, στη μαγική κάψουλα, αγαπητοί μου bloggers, γίναμε για λίγο παιδιά. Ας είναι το εισιτήριο διαρκείας και το ταξίδι χωρίς τέλος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  45. με δυο κασόνια, ένα χαλάκι, και δυο καρέκλες φτιάχναμε ελέφαντες και παίζαμε τη 'μάγια'.. η βεράντα μας γινόταν τροπικό δάσος.. κι εμείς χανόμασταν στα σενάρια μας για ώρες κάθε απόγευμα..

    πολύ γλυκό το κομμάτι σου gravoura..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  46. Ax!κύριε Νίκο μου τι σκαλίζετε!
    Τα ταξίδια μου εκείνα τα χρόνια ήταν στο κτήμα με το γαιδουράκι και αργότερα με το μουλάρι του θείου μου. Ανακάλυπτα νέα βλαστάρια και χόρταινα φύση.
    Παιγνίδια μου ήταν το θέατρο στην αυλή ή στο κρεβάτι με βοηθό το σεντόνι για κουρτίνα και παλιά ρούχα για στολή. Ήταν και το χειρονακτικό θέατρο με τη σκιά της λάμπας στο ταβάνι...
    Όμορφα χρόνια! Να γύριζαν πίσω!
    Να είμαστε καλά να τα θυμόμαστε και να τα γράφουμε. Καλό σας βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  47. ΝΔ είπε "Δεν μπορώ να μην υποστηρίζω την δεύτερη πατρίδα μου...)"


    ΑΣΧΕΤΟ ΑΛΛΑ ΑΝΑΓΚΑΙΟ:

    Ξέρετε ποιός είναι ο πραγματικός πατριώτης;

    Αυτός που υποστηρίζει ανιδιοτελώς τις ομάδες της 1ης, 2ης, 3ης... πατρίδας του.

    Για παράδειγμα, ο φανατικός ελληναράς και τουρκοφάγος (ως είθισται) Παοκτσής (ή οτιδήποτε άλλο)που υποστηρίζει τη Γαλατασαράι αντί του Ολυμπιακού, δεν είναι περισσότερο πατριώτης απο το ΝΔ, ο οποίος έχει περάσει στο "εθνικό μας υποσυνείδητο" ως ανθέλληνας (;), επειδή ασκεί έντονη κριτική στην πρώτη του πατρίδα! Δε θέλω να κολακέψω, απλώς τυχαίνει να είμαι σοβαρός αυτή τη στιγμή! Νομίζω ότι έτσι είναι τα πράγματα...

    Στη "μπασταρδεμένη" Βρετανία πχ. ο ασφαλέστερος τρόπος για να καταλάβεις τί εθνική συνείδηση έχει ο κάθε άνθρωπος, είναι να τον ρωτήσεις ποιά εθνικη ομάδα υποστηρίζει. Στην Ιρλανδία, οποία δεν πολύ-γουστάρει το ποδόσφαιρο, αίζουνε παίχτες, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αγγλία, δεν έζησαν ή ισως δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Ιρλανδία, αλλά παρόλα αυτά -αν και μπορεί να θεωρούν τους εαυτούς τους και Βρετανούς- προτιμούν να εκπροσωπούν την πατρίδα των προγόνων τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και ο Ουαλός Γκιγκς, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να διακριθεί και να δοξαστεί με τα χρώματα τις εθνικής Αγγλίας, αλλά παρόλα αυτά προτίμησε να παίξει με την ποδοσφαιρικά ταπεινή Ουαλία! Ήτανε θέμα επιλογής και προτίμησε την καταγωγή από την καταξίωση.

    Οι φανατισμένοι, τυφλοί ελληναράδες (εκθειαστές των περασμένων "μεγαλείων") είναι οι μεγαλύτεροι πολέμιοι της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία υποτίθεται, λόγω της διεθνούς συνομωσία, έχει πάρει το στραβό δρόμο. Στην πραγματικότητα δεν υπερασπίζονται τίποτα άλλο από τα ανόητα συμφέροντα των μικρών και περιχαρακωμένων κοινωνικο-ιδεολογικο-οικονομικών κυκλωμάτων που εκπροσωπούν.

    Ξαναφορώ το γελοίο μου προσωπείο:

    Σε τελική ανάλυση, ο ΝΔ είναι πιο "καραεθνικισταράς" και από των Ψωμιάδη και από τον αρχιεπισκοπίξ"

    Ας μη με παρεξηγήσει... τον προτιμώ έτσι παρά γιουβέτσι!

    Πιθανολογώ ότι ο ίδιος, ως Αεκάκιας (ομολογώ ότι δε μου έδινε την εντύπωση, μέχρι πρόσφατα, ότι ασχολείται με τα ποδοσφαιρικά) δεν υποστηρίζει της ξένες ομάδες που παίζουν εναντίον των βαζελο-γαύρων! (Ίσως να κάνω και λάθος – I don’t know!)

    (Γαύρος οπαδός ρώτησε: «τώρα που η Γιουβέντους, λόγω των σκανδάλων, θα τις αφαιρεθούν δύο πρωταθλήματα, θα μας επιστρέψει πίσω την εφτάρα;»)

    @ Αφροδιτάρα

    Δε μου έχεις πει τι ομάδα είσαι!

    Μήπως ως Ζμυρνιά είσαι σαν το zoro Mπεονιώνιος;

    (Λυπήθηκα πολύ για το χαμό του Γιάνκοβιτς. Έβλεπα το μάτς ζωντανά όπου χτυπώντας ανοήτως το κεφάλι του –ελέω διαιτητικού σφάλματος για φάουλ εις βάρος του Γκάλη- στη μπασκέτα έμενε για πάντα τετραπληγικός)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  48. To πολύ γλυκό κείμενο της gravoura ξύπνησε πολλές παιδικές αναμνήσεις.
    Όχι νοσταλγία, πολύχρωμες αναμνήσεις μόνο.

    Ήταν ένα καλοκαίρι κυριολεκτικά πύρινο,
    χιλιάδες στρέμματα δάσους που μετατρέπονται σε νεκροταφεία σε δυο ώρες.
    Στη «δική» μας πυρκαγιά, παραθερίζαμε με ξαδέλφια, θείες, γιαγιά, παππού, καμιά δεκαριά όλοι μαζί.

    Τη νύχτα της φωτιάς κοιμηθήκαμε όλοι στρωματσάδα στην ταράτσα,
    με σκέπαστρο τ’ αστέρια.
    Κοιμηθήκαμε, που λέει ο λόγος.
    Γέλια, χαχανητά, πειράγματα, μαξιλαροπόλεμος, μαλλιοτραβήγματα
    μέχρι να ξημερώσει.

    Απ’ το σεισμό του ’81 είχαμε να περάσουμε τόσο καλά!...


    Το ίδιο σκέπαστρο έχω και τώρα που σας γράφω.

    Σας στέλνω ανταπόκριση, δίπλα απ’ το κύμα, μακριά απ’ τα φώτα της πόλης, κάτω απ’ τ’ αστέρια.

    Μπορείτε να κοιμάστε ήσυχοι, όλα είναι στη θέση τους.

    Η Μεγάλη Άρκτος είναι στη θέση της,
    τα νεφελώματα επίσης.
    Αστέρια εξακολουθούν να πέφτουνε
    και μετεωρίτη δε βλέπω να πλησιάζει.

    Αισθάνομαι ότι είμαι
    ένα ευτυχισμένο Τίποτα.


    Καλή σας μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  49. Νομίζω ότι το μεγαλύτερο βήμα που έχει γίνει με τα μπλογκς είναι ότι κάποιοι άνθρωποι γράφουν χύμα τους φόβους τους. Τους ζεστούς φόβους τους, ή έστω, ποικιλμένους με στολίδια για να γίνουν ανεκτοί. Είναι ένα βήμα που πρέπει όλοι να το σεβαστούμε: άγνωστοι άνθρωποι μιλούν για το μέσα τους. Τι πιο σεβαστό από αυτό! Κάντε κράτει συνσχολιαστές: σεβαστείτε την ψυχή του Άλλου περισσότερο απ’ όσο σέβεστε όσα πυρώνουν τις δικές σας πίστεις: τις μπαντιέρες που σηκώνετε κυνηγώντας την αλήθεια σας, αυτήν που νοιώθετε πως πρέπει να την «κατραπακιάσετε» πάνω στα αλλόπιστα κεφάλια. Ανοιχτείτε στο άλλο, ρε γαμώτο, στο «Διαφορετικό». Ακούστε. Ακούστε χωρίς τα τείχη της αλήθειας σας. Ακούστε αντέχοντας το Άλλο. Ακούστε αντέχοντας να σωπάσετε για λίγο τους δικούς σας, τους ολόδικούς σας πόνους. Σιγάζοντας το μέσα σας και κάνοντας χώρο για το ΑΛΛΟ: το διαφορετικό. Αυτό που έρχεται από κάπου αλλού: χωρίς να επιζητείτε δικαίωση από κάθε κουβέντα που θα ακούσετε στα σχόλια. Και, ενδεχομένως, δεν θα είναι αυτή που περιμένατε. Υπάρχουν κουβέντες που μπορεί, αν τους το επιτρέψετε, να σας ανοίξουν καινούργιους δρόμους στη σκέψη σας, στη σκέψη του κάθε ανθρωπάκου από εμάς, που ακουμπάει τις πίστεις του, τις προκαταλήψεις του, τους προσωπικούς του πόνους σε κάθε τυχαίο σχόλιο. Ανοιχτείτε στο «Άλλο», ρε γαμώτο.... Ακούστε, αντί να προσπαθείτε να σκεπάσετε την άλλη φωνή με την εγκυρότητα της δικής σας φωνής. Ακούστε... ’Οσο δύσκολο κι αν είναι... Καιρό τώρα διαβάζω στο μπλογκ του Νίκου Δήμου σεντόνια με την αλήθεια του καθενός. Και την σέβομαι. Αλήθεια.... Αλλά, ρε γαμώτο, βάλτε την αλήθεια σας σε δοκιμασία, στον προσωπικό σας καθρέφτη, αντί να την διακυρήττετε χτυπώντας ανελέητα τον οποιονδήποτε διαφορετικό...
    Ρε φίλε, πες το δικό σου και άκου το διαφορετικό ως απάντηση. Κι ας μην σ’ αρέσει. Και κατάλαβε πως δεν υπάρχει κάποιο «Σωστό που πρέπει να λέγεται» σε κάθε περίπτωση. Ρε φίλε, και κακομοίρη, αυτό είναι το δικό σου, το ολόδικό σου πρόβλημα! Μπορείς, ρε φίλε (και κακομοίρη), να κυνηγήσεις στη ζωή σου, αν το θες, το σωστό που δεν ανέχεται την Διαφορά (ρώτα και τους παλιούς Κουκουέδες, τι πιστεύουν για τους Τροτσκιστές...!)
    Κι αν το έχεις ανάγκη, και απ’ ό,τι φαίνεται το έχεις παραγματικά ανάγκη, επίτρεψέ μου να σου ευχηθώ (μαζί με τον «1-0») να βρείτε τον κόσμο που είναι ίδιος με τον δικό σας. Και να τον αντέξετε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  50. Αγαπημένη μου Gravoura,

    Από το να θυμηθώ γεγονότα στενάχωρα για μένα και για άλλους, προτίμησα να αφεθώ ολοκληρωτικά στη νοσταλγική αφήγηση της "Αυγής" σου! Δοκίμασα μάλιστα να παίξω κι εγώ μαζί με τα άλλα τα παιδάκια, κάνοντας πότε τον αυστηρό οδηγό και πότε τον βιαστικό επιβάτη.

    Τώρα ξέρω πως κάθε φορά που θα αγωνίζομαι να δραπευτεύσω (έστω για λίγο) από τη κατάθλιψη τού κυπριακού καλοκαιριού (μαύρες επέτειοι και οικογενειακά μνημόσυνα) θα ταξιδεύω με τις γοργόνες τής παιδικής σου φαντασίας στην καταγάλανη αγκαλιά της ανέμελης "Αυγής" των παιδικών σου χρόνων.

    Και πότε σαν κοπελίτσα, θα γοητεύομαι παρακολουθώντας άπληστα τον περήφανο καλπασμό των αλόγων και την σιγουριά των νεαρών μηχανικών με το ερωτεύσιμο παράστημα και τις αυστηρές διάτες,

    πότε, σαν άτακτη έφηβη, θα κρυφοκοιτώ με πονηριά και θαυμασμό τα ρωμαλέα και γυμνά μπράτσα των σκληραγωγημένων εργατών, που με το πείσμα τού αντρίκιου θώρακά τους τσακίζουν τις κροκάλες των βουνών για ν΄ ανοίξει διάπλατα ο δρόμος της χαράς και της συγκοινωνίας των ψυχών,

    και πότε, σαν ξέγνοιαστη παιδούλα, θα γίνομαι ένα με το σμάρι τών παιδιών που φτερουγίζουν μέσα έξω και πάνω από την αεικίνητη παραμυθένια "Αυγή" τής παιδικής σου μνήμης, που τώρα πια γίνηκε απάγκειο τρυφερό, μέσα από σένα, και για μας.

    Με αγάπη

    Παράγραφος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  51. Καλημέρα!

    Μεγάλη δραστηριότητα στο blog. Έρχονται ταυτόχρονα σχόλια για τρια και τέσσερα ποστ - το Hummer έφτασε τα 131 και ο Δαρβίνος τα 157. Στο τελευταίο σημειώθηκαν και επιθετικές επισκέψεις φονταμενταλιστών χριστιανών. Όταν τα σχόλια διαφωνούν (έστω και φανατικά ή ειρωνικά) δημοσιεύονται. Όταν βρίζουν, κόβονται. Ελπίζω οι γράφοντες κάποτε να καταλάβουν τη διαφορά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  52. Απ΄τη μια μακροσκελείς, εξαντλητικές σαχλίτσες κι απ΄ την άλλη το κείμενο της Gravoura. Μας θύμισε πως είναι να συνδυάζεις το νοσταλγικό συναίσθημα με διατυπώσεις ευφυίας ελεγχόμενης αποδέσμευσης -καθότι η υπερβολή οδηγεί στον εξυπνακισμό. Συγχαρητήρια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  53. @badlydrawnboy
    "Λυπήθηκα πολύ για το χαμό του Γιάνκοβιτς. Έβλεπα το μάτς ζωντανά όπου χτυπώντας ανοήτως το κεφάλι του –ελέω διαιτητικού σφάλματος για φάουλ εις βάρος του Γκάλη- στη μπασκέτα έμενε για πάντα τετραπληγικός"

    Εις βάρος του Αλβέρτη φίλε μου, όχι του Γκάλη. Το έβλεπα κι εγώ μαρμαρωμένος στην TV και τελευταία στιγμή αποφάσισα να μην πάω γήπεδο... Όλοι οι Πανιώνιοι θρηνούμε για τον Μπόμπαν μας. (Sorry για το off-topic)

    Πολύ ωραίο το κείμενο της Gravoura.
    Νιώθω ότι είμαι στη γενιά που ήταν στα όρια της ηλεκτρονικής αλλαγής: γεννημένος το ’74 (και μεγαλωμένος στο Χαλάνδρι, βλ. χώρος για παιχνίδι) έχω αναμνήσεις και από καλοκαιρινά «κρυφτό» και «κυνηγητό», αλλά και από συναντήσεις με φίλους για τουρνουά kick off στην αγαπημένη μου Amiga 500. Επίσης είμαι στη γενιά της εθνικής του ’87 (λατρεία για το μπάσκετ, παίκτης της τοπικής ομάδας), αλλά και στη γενιά του internet από το ’93. Θυμάμαι το θαυμασμό μου για το IRC με ταυτόχρονο chat ευρωπαϊκής παρέας 40 ατόμων κάθε Τρίτη βράδυ! Όλες οι παιδικές/εφηβικές αναμνήσεις έχουν τη γλύκα τους τελικά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  54. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  55. Αγαπητή gravoura έγραψες ένα πολύ ωραίο κείμενο αλλά το πιο σημαντικό νομίζω είναι διαφορά ύφους. Το κείμενό σου είναι πολύ διαφορετικό από όσα έχουν γραφτεί. Πολλά μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  56. Είμαι ( όχι τόσο παλιός .)

    Αλλά είμαι από την εποχή

    Που ο ερχομός των χελιδονιών, ήταν ένα γεγονός που συζητούσαν όλοι.

    Που ο κορυδαλλός είχε φωλιά στο διπλανό χωράφι

    Που τα παιγνίδια δεν ήταν πλαστικά

    Που ο ουρανός είχε ακόμα αστέρια
    και τον Ιορδάνη ποταμό ( Γαλαξία )
    στη μέση

    Που μπορούσες να πιεις νερό από το ποτάμι

    Που το παραμύθι το έλεγε ακόμα η γιαγιά

    Που η καμπάνα της εκκλησίας ειδοποιούσε ότι είναι η ώρα για το σχολείο

    Που ξέραμε ακόμα και τα σκυλιά και τα γατιά με τα ονόματα τους

    Που αφού είχες φως και κουδούνι στο ποδήλατο σου,( ή στο ποδήλατο του αδελφού σου )
    τι άλλο ήθελες

    Που τα λαχανικά και τα φρούτα σου τάπαιρνες από το περιβόλι και τάπλαινες με το κρύο νερό του αλακατιού

    Που μύριζαν, τα αγριολούλουδα, τα αγριόχορτα ακόμα και το χώμα

    Που οι άνθρωποι περπατούσαν

    Που το αεράκι φυσούσε και δρόσιζε

    Που νύκτωνε νωρίς και ξημέρωνε νωρίς

    Που ο κάματος (από το παιγνίδι στη φύση ή από την δουλειά ) σε αποζημίωνε με ύπνο γλυκό

    Που υπήρχε ένα όλο και όλο τηλέφωνο

    Που το σινεμά ήταν απίστευτη μαγεία

    Που το αυτοκίνητο ήταν αξιοθέατο και είχε όνομα και όχι μάρκα

    και πολλά άλλα "που"

    Από εκείνο τον καιρό είμαι
    ( και δεν είμαι τόσο παλιός )

    Τι μας θύμισες Γκραβούρα με την όμορφη ιστορία σου

    Πόσα πολλά χάσαμε αλήθεια
    σε τόσο λίγο χρόνο

    Με αγάπη Κκαϊ - Λι

    Υ.Γ. Και τώρα διακοπές.

    Από το ένα νησί στο άλλο νησί.

    Λίγο πιο κοντά σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  57. Τι να πρωτοθυμηθείς αλήθεια από τα παιδικά χρόνια?
    Γυρίζω αρκετά πίσω.
    Χαλκιδική.
    Σήμαντρα.
    Απέναντι από το σπίτι της γιαγιάς χτίζεται μια μεγάλη μονοκατοικία. Αποτελώ τη μασκοτ της οικοδομής!
    Ο πιο πιστός εργάτης έλεγε ο εργολάβος.
    Κάθε πρωί το πιτσιρικάκι 5 χρονών τότε με φρεσκοπλυμμένα ρουχαλάκια πήγαινα για το μεροκάματο. Οι εργάτες μ'έκαναν χάζι. Είχα την δική μου γωνίτσα στον πρώτο όροφο της μονοκατοικίας όπου ένας σωρός από τούβλα και παιχνίδια αποτελούσαν τον κόσμο μου.
    Κατά τις 11 η γιαγιά έφερνε το κολατσιό. Έπαιρνα ύφος αρχιμάστορα και έκανα πως είχα πολλή δουλειά και έπρεπε να φάω γρήγορα!
    Πολλή δουλειά βρε γιαγιά!
    Κρυφογελούσαν οι υπόλοιποι. Δεν μου χαλούσαν χατήτι όμως και 'γω ένιωθα πράγματι σπουδαίος.Το μεσημέρι η φωνή της γιαγιάς ήταν σάλπισαμ λήξης.
    Πέρναγα απέναντι, μπανάκι φρεσκοπλυμμένα ρούχα και στο τραπέζι για φαγητό.
    Το απόγευμα θάλασσα! Ε κουρασμένος άνθρωπος να μην κάνω το μπανάκι μου? Να τα λεω και να τα πιστεύω και οι άλλοι να καμαρώνουν με την παιδική μου αθωότητα!
    Και όταν φτάναμε στη θάλασσα είχα ένα ακουστικό ( είναι απίστευτο 5 χρονών είχα εφεύρει το κινητό τηλέφωνο) και μίλαγα.
    Το μεγάλο μυστικό. Η θεία μου ηταν ερωτευμένη με έναν ναυτικό. Τον είχα γνωρίσει. Μου είχε πάρει τσίχλες,γλυφιτζούρια, σοκολάτες αλλά με έναν όρο. Να μην πω τίποτα της γιαγιάς. Έκανα λοιπόν οτι μιλούσα με έναν ναυτικό που όταν αργότερα έμαθαν πως ήταν πραγματικό πρόσωπο απορούσαν πως ένα παιδί 5 χρονών κρατούσε ένα τέτοιο μυστικό. Και έτσι ήμουν πάντα.
    Όμορφα χρόνια! gravoura να είσαι καλά! Γύρισα πάλι πίσω σήμερα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  58. -> kapsokalyvas said...

    Είπε και είπε και τελειωμό δεν είχε. Μόνο για την δική του "Αυγή" δεν είπε.

    Αγαπητέ Μάριε δεν νομίζετε ότι 05:38:45 πμ είναι ταυτόχρονα πολύ αργά και πολύ νωρίς να προσπαθείτε να κάνετε κήρυγμα "ανοχής" στις ιδέες του άλλου όταν μάλιστα εσείς ο ίδιος παραβιάζετε τους κανόνες που εσείς θέλετε να υπακούσουμε;

    Λοιπόν με όλη την καλή διάθεση θα επαναλάβω οτι "το σωστό να λέγεται" έχει σαν σκοπό την προτροπή των νέων bloggers να γράφουν ότι πιστεύουν "ότι είναι το σωστό" χωρίς να αποθαρρύνονται απο προσωπικές προσβολές ωρισμένων δογματικών βετεράνων, καλό παράδειγμα, σαν την δική σου.
    Σε παρακαλώ κάνε την κριτική σου στις ιδέες μου όχι σε αυτό που νομίζεις ότι αντιπροσωπεύω.
    Μην με καλουπώνεις στα δικά σου φαντάσματα!
    Είναι αδύνατο να βρεις ικανοποίηση ρίχνοντας την ευθύνη σε κάποιον που δεν γνωρίζεις ούτε το μικρό του όνομα, για την δυστυχία της παιδικής σου ηλικίας.
    Όλοι μας έχουμε κάτι ευχάριστο να γράψουμε για την παιδική μας ηλικία, ε μα την ΑΘηνά θεά της Σοφίας, κάτι ευχάριστο πρέπει να θυμάστε κι εσείς απο την δική σας παιδική ηλικία.
    Μήπως δεν έχει περάσει ακόμη στο παρελθόν;

    Στην ταινία Dogville, ο Δανός δημιουργός της Lars von Trier δείχνει τι κακό μπορεί να κάνει σ΄ένα άτομο και σε μιά κοινότητα, σε πολύ λίγο χρόνο, η αποφυγή της δικαιοσύνης και της άμυνας των πιστεύω του αδικημένου.

    Αγαπητέ Μάριε,
    "Σεβαστείτε την ψυχή του Άλλου περισσότερο απ’ όσο σέβεστε όσα πυρώνουν τις δικές σας πίστεις".
    Σεβαστείτε επιτέλους την δική μου Αλήθεια!

    Με αγάπη για το συγγραφικό σας ταλέντο, ευλογία Θεού.
    ΤΣΝΛ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  59. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  60. kkai-lee,

    γέμισες τα μάτια μου με δάκρια
    και την ψυχή μου με αγαλλίαση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  61. @ΤΣΝΛ
    ...δεν νομίζετε ότι 05:38:45 πμ είναι ταυτόχρονα πολύ αργά και πολύ νωρίς να προσπαθείτε να κάνετε κήρυγμα "ανοχής" στις ιδέες του άλλου...

    Τραβάτε ζόρι και με τις ώρες που γράφουμε τώρα; Είναι κι αυτές λάθος; Πείτε μας τι ώρα είναι σωστό να γράφουμε, να γράφουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  62. Νομίζω λοιπόν πως αυτό το αμάξι εγώ το είχα δει κάποτε. Παλεύω από χθες με τη μνήμη μου. Αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη. Ημουν τριών ετών στη Σάμο και πήγαμε με ταξί στους Βουρλιώτες. Ισως όμως κάνω λάθος. Μεγάλο βάσανο. Εχει όμως τόση σημασία? Ολοι έχουν δει κάποτε την Αυγή, με κάποιον τρόπο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  63. -> synas said...

    "Τραβάτε ζόρι και με τις ώρες που γράφουμε τώρα; Είναι κι αυτές λάθος; Πείτε μας τι ώρα είναι σωστό να γράφουμε, να γράφουμε!"

    Μάριο σας λένε;
    Συγγνώμη δεν γνώριζα την συνωνυμία. Μήπως σας λένε και σας στο χωριό σας καψοκαλύβα;

    Τελοσπάντων synas δεν είναι ανάγκη ο πατσας που σας σερβίρουν στις 5 το πρωί να είναι ίδιος με εκείνον που σερβίρουν εμένα!
    Εσάς μπορεί να σας αρέσει ο πατσάς σας, επιτρέψτε μου όμως να αρνηθώ αυτόν που μας σέρβιραν στις 5 το πρωί και να τον επιστρέψω απο εκεί πούρθε.
    "Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά".
    Αφήστε τον πατσατζή να φτιάξει σήμερα κάτι καλύτερο.

    Υ.Γ.
    Το πολύ αργά και το πολύ νωρίς που έγραψα είχε άλλη διπλή σημασία που σας διέφυγε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  64. @ΤΣΝΛ
    Είστε πολύ επιθετικός.
    Όλα τ' άλλα περισσεύουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  65. Σας ευχαριστώ όλους για τη συμμετοχή σας στο ταξίδι στις παιδικές αναμνήσεις. Ας αφήσουμε τις κακές και ας κάνουμε "βουτιά" μόνο στις όμορφες. Είναι ένα καταφύγιο στην απομόνωση της "φυλακής" του καθενός. Η επιστροφή θα μας βρει ανανεωμένους και χαμογελαστούς.
    Φιλιά πολλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  66. synas said...
    "@ΤΣΝΛ
    Είστε πολύ επιθετικός.
    Όλα τ' άλλα περισσεύουν."

    Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση...γνωμικό και εμπειρία ζωής.

    Δες και το Dogville. Τι συμβαίνει όταν αγνοείς τα επιθετικά μηνύματα και την αδικία.


    -> καψοκαλύβα

    Ο πατσάς απόκτησε και blog! Γιατί όμως αισθάνομαι ότι του λείπει η νοστιμιά;

    Υ.Γ.
    Φίλοι θα τα πούμε την Τετάρτη. Είμαι καλεσμένος για την εθνική γιορτή ανεξαρτησίας των Αμερικανών και ξέρετε πόσο Άγγλοι είναι με την ώρα τους.
    Δεν μπορώ να καθυστερήσω άλλο. Πρέπει να πάω για ύπνο.
    Καληνύχτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  67. @eleni63
    Αποκλείεται να την έχεις δει. Πάνε πάνω από 70 χρόνια που δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι της, συγγνώμη ούτε λαμαρίνα ήθελα να πω.
    Το χωριό μου είναι ο Πύργος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  68. Υπέροχο κείμενο, gravoura. Γεμάτο μνήμες, ταξίδι πίσω στο χρόνο, συγκινητικό... Μου θύμισες το σπίτι της κυρά-Ζαχάρως στη Λευκάδα...

    Κάναμε διακοπές με τους γονείς μου εκεί, δύο συνεχόμενες χρονιές, το '81 και το '82, όταν είχαμε πάρει σβάρνα τα νησιά του Ιονίου. Ειδικά στη Λευκάδα ωστόσο, αναπτύξαμε δεσμούς με κατοίκους του νησιού και ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε αίφνης, που διαρκεί ακόμη... Τελευταία φορά πήγα πριν από 2 χρόνια, αλλά η ιστορία της κυρά-Ζαχάρως είναι έτσι κι αλλιώς κλεισμένη για τα καλά στο χρονοντούλαπο...

    Ηταν χήρα και ζούσε σε ένα σπίτι δίπατο, που στα μάτια μου φάνταζε πολύ μεγάλο τότε. Γύρω-γύρω κήπος και στην πίσω πλευρά του, ένα κοτέτσι. Θες που αν είχαμε να εμφανιστούμε για παιχνίδι κάμποσες μέρες της λείπαμε, θες που ήταν και λίγο τρελοκαμπέρω, μια φορά, με το που μας είδε, χάρηκε τόσο που άρπαξε έναν κόκκορα από το λαιμό και τον έσφαξε στα γόνατά της, μπροστά στα έντρομα παιδάκια της παρέας. Στο δεύτερο όροφο, που είχε και χαγιάτι, όπως τα σπίτια στο χωριό των γιαγιάδων μου, την Καλογωνιά της Σπάρτης, είχε την τηλεόραση η Ζαχάρω. Αλλά ήταν πάντα σκοτεινά. Ένα βράδυ μας παρακάλεσε να της κάνουμε παρέα. Εγώ, ως η μεγαλύτερη της ομήγυρης, και απ' ό,τι υποψιάστηκα εκ των υστέρων, και η αδυναμία της, είχα αναλάβει να της γράψω τα ονόματα των δικών της ανθρώπων, για το Ψυχοσάββατο. Αυτό, για κάποιο λόγο, ως διαδικασία, και σε συνδυασμό με την περίεργη, μαυριδερή φάτσα της κυρά-Ζαχάρως, με είχε φοβίσει υποσυνείδητα. Μπα, λάθος λέξη, δέος ήταν αυτό που ένιωθα μάλλον, μπροστά σε κάτι άγνωστο και μυστήριο, που αδυνατούσα να εξηγήσω... Μετά, κάτσαμε οι τρεις μας, εκείνη, εγώ κι η μικρότερη αδελφή μου, η Ιωάννα, να δούμε τηλεόραση. Και πέσαμε πάνω στο Twilight Zone, τη θυμάστε εκείνη τη σειρά που παιζόταν στις αρχές της δεκαετίας του '80... Ε, λοιπόν, τα κομμάτια του παζλ, μέσα στο κατακυριευμένο από μύθους και δοξασίες παιδικό μου μυαλό, είχαν μπει όλα στη θέση τους... Η κυρά-Ζαχάρω δεν ήταν κανονικός άνθρωπος, αλλά εξωγήινη, που είχε επαφή με τα πνεύματα και τους νεκρούς. Ο σφαγμένος κόκκορας, το αίμα που έσταζε από το λαιμό του, το σκοτάδι του δεύτερου ορόφου, το θρίλερ στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση, το Ψυχοσάββατο κι εκείνη η υποβλητική φάτσα της γριάς γυναίκας, στροβιλίζονταν μέσα στο μυαλό μου σαν σε δίνη!

    Εφυγα τρέχοντας, αρπάζοντας την αδελφή μου από το χέρι, αφού πρώτα είχα τσεκάρει την ντουλάπα του δωματίου για φαντάσματα (η Ζαχάρω είχε κατέβει για λίγο κάτω, να φέρει ένα λουκούμι; Ούτε που θυμάμαι πια...).

    Δεν θυμάμαι αν ξαναπήγα. Μπορεί να ξαναπήγα, και να έπαιξα μια χαρά στον κήπο της, αλλά εκεί πάνω, στον σκοτεινό δεύτερο όροφο δεν ξαναπάτησα...

    Και τώρα, που πέρασαν τα χρόνια, θα ήθελα να γυρίσω πίσω, να βρω την κυρά-Ζαχάρω, που κάτι μου λέει πως δεν ζει πια, να της κρατήσω τα χέρια, να την αγκαλιάσω και να την ευχαριστήσω, που τόσο ακόνισε την οργιώδη φαντασία μου τότε, χαρίζοντάς μου έναν από τους πρώτους μύθους της παιδικής μου ηλικίας.

    Κυρά-Ζαχάρω, όπου κι αν είσαι, αν είσαι δηλαδή κάπου κι ακούς, σ'ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.