Κυριακή, Μαΐου 03, 2020

«Για μας κελαηδούν τα πουλιά…»*


Προβλέπω, με το τέλος της «Καραντίνας» (δεν προφέρεται καραdiνα – κάποτε θα γράψω ένα μικρό δοκίμιο για προφορές όπως σαbάνια, στούndιο, κλπ. αφιερωμένο στην μνήμη του Τάκη Χορν, που ανατρίχιαζε στο άκουσμά τους) προβλέπω λοιπόν πως οι συζητήσεις θα έχουν το λάιτ-μοτίφ των διακοπών: «Εσείς, πώς τα περάσατε;»

Όπως και στις διακοπές, οι απαντήσεις θα είναι ως επί το πλείστον ανειλικρινείς. Ούτε για τους καυγάδες θα μιλάνε, ούτε για τα μαλλιοτραβήγματα. Ούτε για τον έξαλλο πατέρα ο οποίος κόντεψε να βιαιοπραγήσει στον γιό, που του έκλεβε την ευρυζωνική συχνότητα στο streaming, ούτε για την μητέρα που βρήκε τα καλλυντικά της ρημαγμένα από τις απόπειρες της κόρης να μεταμορφωθεί σε μακιγιέζ από τα έντεκα χρόνια της.

«Ωραία περάσαμε, διαβάζαμε βιβλία, παίζαμε παιχνίδια επιτραπέζια, πηγαίναμε περιπάτους…»  Στην πραγματικότητα έβλεπαν τηλεόραση από πολλές πηγές: κινητό, τάμπλετ, λάπτοπ – ενίοτε και τον δέκτη.... Περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν τον Τσιόδρα και το πολεμικό ανακοινωθέν (απολογισμό των θυμάτων της μάχης με το κορόνο-τέρας). Έχασαν αρκετά από τα πρώτα ανακοινωθέντα ψάχνοντας να βρουν την συχνότητα της ΕΤ1 που είχαν χρόνια να την ανοίξουν…

(Χρόνια είχε να δει η Κρατική Τηλεόραση τέτοιες μετρήσεις θεαματικότητας  - ίσως μόνο πριν ξεμυτίσουν τα ιδιωτικά κανάλια). Αλλά ο Τσιόδρας έγινε σούπερ-σταρ. Οι άνθρωποι όταν μιλάνε γι αυτόν νιώθουν δέος. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται σε ένα συνδυασμό κύρους, ικανότητας και σεμνότητας, που δεν έχει ξαναφανεί σε ελληνικό κανάλι.

Ίσως η γνωριμία με έναν τέτοιον άνθρωπο να αποτελεί το πιο σημαντικό μάθημα που θα μας αφήσει η πανδημία. Το δεύτερο είναι η αίσθηση της αβεβαιότητας και παροδικότητας, που θα μας κατέχει για καιρό. Γράφω αυτό το κείμενο την Τρίτη 28 Απριλίου και δεν ξέρω αν θα είμαι σε θέση και διάθεση να το διαβάσω την Κυριακή 3 Μαΐου, που θα δημοσιευθεί.

Κι όσο θα ελευθερώνονται οι άνθρωποι, κι όσο θα αποκαθίσταται η «κανονικότητα» (τι λέξη!) τόσο θα αυξάνει και η αβεβαιότητα. 

Μέσα στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού σου, περιβαλλόμενος από αντισηπτικά και άλλα προφυλακτικά, ένιωθες ασφαλής. Αλλά ο κόσμος έξω είναι γεμάτος μυριάδες ανθρώπους και κάθε ένας τους είναι ύποπτος. Η ονομασία «ασυμπτωματικός φορέας»  μου θυμίζει την Κατοχική φράση: «Συνεργάτης των Γερμανών». Δηλαδή κάποιος που μπορούσε να σε στείλει στον χαμό σου.

Τι θέλω να κρατήσω από την καραντίνα: το κελάηδημα των πουλιών. Κάθε μέρα περπατούσαμε  δύο με τρία χιλιόμετρα μέσα σε άλσος. (Λόγος εξόδου: Κωδικός 6). Τα πουλιά, όλη μέρα, τρελαμένα. Ποτέ δεν τα έχω ακούσει να κελαηδάνε τόσο πυκνά και τόσο δυνατά. Σε ζάλιζε αυτό το ξέφρενο κελάηδημα. 

Ναι, ήταν άνοιξη, ναι κάθε άνοιξη κελαηδούν τα πουλιά – αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Σαν κάτι να ήξεραν τα πουλιά, σαν κάτι να ήθελαν να μας πουν.

Σαν να μας έλεγαν: «Ακούστε μας καλά. Μπορεί αυτή να είναι η τελευταία σας άνοιξη. Στον άλλο κόσμο, μάλλον θα έχει μόνο σιωπή». Σιωπή και σκοτάδι – δηλαδή το μηδέν.

Α, ναι – διάβασα και κάτι βιβλία – ούτε τα μισά από όσο σκόπευα να διαβάσω. Άκουσα και μουσική – πολλή μουσική. Αλλά έχω (ελπίζω να έχω) καιρό. Δεν μας βλέπω να κάνουμε διακοπές φέτος. 

Τα ανίψια μας, για τα οποία είχαμε νοικιάσει μαζί ένα σπίτι σε νησί, δεν θα αποτολμήσουν να κάνουν το πιο μακρινό αεροπορικό ταξίδι.

Ελπίζω όμως τα πουλιά να τραγουδάνε ακόμα. Και να τα ξαναχαρώ κι άλλες χρονιές.

Ξέρετε: έχω ακούσει φέτος τόσες φορές πως είμαι "ευάλωτος και ευπαθής", που κοντεύω να το πιστέψω…

*(Το τραγούδαγε, όταν ήμουν παιδί, ο Νίκος Γούναρης. Στίχοι: Νίκος Φατσέας, Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ)