Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2011

Η χιονοστιβάδα και το γαϊδούρι























(Ημερολόγιο μη-ανάγνωσης)

Πριν από επτά μήνες έγραψα ένα κείμενο που επειδή δεν ήταν βιβλιοκριτική αλλά ούτε απλή βιβλιοπαρουσίαση (ξέρετε, διασκευασμένο Δελτίο Τύπου) το ονόμασα «Ημερολόγιο Ανάγνωσης». Το έκανα αυθόρμητα, για να σχολιάσω κάτι βιβλία που είχα διαβάσει και μου άρεσαν.


Ακολούθησαν και άλλα έξη ή επτά «Ημερολόγια»  σε άτακτα χρονικά διαστήματα, που όλα εμφανίστηκαν  στις σελίδες βιβλίου, τους Book Lovers της LiFO.
Πριν να δημοσιεύσω αυτά τα κείμενα έπαιρνα 3-4 βιβλία την εβδομάδα, συνήθως ποιητικές συλλογές. Δύο φορές το μήνα καθόμουν και απαντούσα, ευχαριστώντας για την αποστολή ή προσθέτοντας και δύο καλά λόγια όπου, κατά τη γνώμη μου, άξιζε. Απαντούσα σε όλα. Το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πριν πενήντα χρόνια, όταν νέος ποιητής έστελνα βιβλία και δεν έπαιρνα ποτέ απάντηση. «Τι γαϊδούρια!», σκεπτόμουν, «ούτε ένα τυπικό ευχαριστώ;». Κι έλεγα πως, αν κάποτε βρεθώ εγώ στη θέση τους, θα απαντούσα σε όλους.
Τώρα έγινα κι εγώ γαϊδούρι. Διότι, μετά την δημοσίευση των «Ημερολογίων Ανάγνωσης» ήρθε η Χιονοστιβάδα. Τα τέσσερα εβδομαδιαία βιβλία έγιναν δεκατέσσερα και περισσότερα. Ο ταχυδρόμος στέναξε. Αυτή τη στιγμή το γραφείο μου είναι χτισμένο με χοντρούς  φακέλους που δεν προλαβαίνω ούτε να τους ανοίξω. Πόσο μάλλον να απαντήσω!
Καταλαβαίνω την ανάγκη των συγγραφέων να σχολιαστεί το έργο τους. (Την έχω κι εγώ – το μόνιμο παράπονό μου είναι ότι αποσιωπώνται τα βιβλία μου). Και να τώρα που βρέθηκα στην άλλη άκρη και είμαι εγώ αυτός που δεν γράφει.
Αλλά αν άρχιζα να το κάνω θα έπρεπε να γίνει επαγγελματική πλήρης απασχόληση. Δεν μπορώ να σχολιάσω βιβλίο που δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο (εκτός αν είναι πολύ χάλια, οπότε λίγες σελίδες αρκούν). Η LiFO θα έπρεπε να μου παραχωρήσει σελίδα (ή και σελίδες) με ελάχιστη ή καθόλου αμοιβή (ποιος πληρώνει τέτοιες πολυτέλειες;). Δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε τις δυνάμεις για τέτοιο έργο.
Βέβαια θα εκπλήρωνα την επιθυμία του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επί χρόνια προσπαθούσε να με στρέψει προς την κριτική, ισχυριζόμενος ότι θα γινόμουν ο Έλληνας Ταιν ή Μπελίνσκυ.
Νιώθω άσκημα. Συγγραφείς γνωστοί και καταξιωμένοι, που ποτέ δεν μου είχαν στείλει βιβλίο, μου γράφουν τώρα θερμές αφιερώσεις. Κι εγώ να διαπράττω το αμάρτημα για το οποίο χρόνια κατηγορούσα τους άλλους;
Η ζωή παίζει άσκημες φάρσες.