(Μια παλιά ιστορία που αφιερώνω σε όσους δεν θα
απολαύσουν φέτος τον οβελία τους).
Εξήντα χρόνια πίσω. Είμαι στην Γερμανία. Ο φίλος μου Bodo B., σκηνοθέτης πολύ
επιτυχημένος στον τομέα των ντοκιμαντέρ και βιομηχανικών ταινιών, έχει
αποκτήσει την πρώτη του Πόρσε. Είναι το κλασικό πια μοντέλο 356 A, κάμπριο, αυστηρά διθέσιο
και θορυβώδες. Στην πραγματικότητα είναι ένα διασκευασμένος και «πουσαρισμένος»
αερόψυκτος Φολκσβάγκεν σκαραβαίος. (Κι αυτός δημιούργημα του δόκτορος Πόρσε).
Μια Κυριακή πρωί με παίρνει τηλέφωνο. Η φίλη του απουσιάζει
(λίγο καιρό αργότερα τους πάντρεψα) είναι ωραία ημέρα, έχει κέφι για βόλτα και
θέλει παρέα. Είμαι για μία περιήγηση στις Άλπεις;
Αν είμαι λέει! Πετάω την σκούφια μου!
«Πάρε μαζί και το διαβατήριό σου», μου λέει, «μπορεί να
μπούμε στην Αυστρία».
Η Αυστρία από το Μόναχο απέχει περίπου 90 χιλιόμετρα. Ωραίος
δρόμος, autobahn, η
περιοχή εκτός από γραφικά χωριά διαθέτει το υψηλότερο βουνό των Γερμανικών
Άλπεων (Zugspitze, τρεις
χιλιάδες μέτρα) και ένα περιώνυμο καζίνο στο Garmisch-Partenkirchen όπου μερικοί Έλληνες φοιτητές έχαναν τα δίδακτρα που με κόπο
τους έστελναν οι οικογένειες.
Φεύγουμε, ο καιρός είναι θαυμάσιος, μια ηλιόλουστη
ανοιξιάτικη μέρα, αλλά ψυχρός λόγω υψομέτρου (ήδη το Μόναχο είναι στα 520 μέτρα
και τα χωριά που λέμε να επισκεφθούμε είναι πάνω από 900 μέτρα). Ευτυχώς
πρόλαβα να πάρω ένα σκούφο διότι ο Bodo επιμένει να έχει το κάμπριο ανοιχτό
– και έχει δίκιο. Άμα κλείνεις την κουκούλα γίνεται αρκετά κλειστοφοβικό.
Συνειδητοποιώ ότι στην Ελλάδα είναι Κυριακή του Πάσχα και το
λέω στον συνοδηγό μου ο οποίος δεν έχει ιδέαν από γιορτές και δεν ξέρει αν το
δικό τους Πάσχα έχει ήδη περάσει ή έρχεται. (Έτσι κι αλλιώς το Πάσχα στην
Γερμανία περνάει σχεδόν απαρατήρητο, αντίθετα με τα Χριστούγεννα, που είναι η
μεγάλη γιορτή του χρόνου).
Φτάνουμε κάποτε στο ωραίο χωριό Ehrwald μέσα στο χιόνι, παρκάρουμε,
παίρνουμε το τελεφερίκ και ανεβαίνουμε στην ψηλότερη κορφή του βουνού. Υπέροχο
το πανόραμα όλων σχεδόν των Άλπεων.
Κατεβαίνουμε, είναι πια μεσημέρι, ψάχνουμε να βρούμε κάπου
να φάμε. Ο φίλος ξέρει ένα καλό μαγαζί λίγο έξω από το χωριό. Μπαίνουμε στο
αυτοκίνητο, αλλά το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. Βλάβη σε καινούργιο αμάξι;
Εγώ υποθέτω ότι επειδή μόνο δύο εβδομάδες το έχει ο Bodo, προφανώς δεν το ξέρει
καλά και κάνει κάποιο λάθος. Ξεχνάμε το εστιατόριο, (το στομάχι μου όχι) και
ψάχνουμε να βρούμε συνεργείο.
Ένα μόνο υπάρχει στο χωριό, όπως μαθαίνουμε, αλλά λόγω
Κυριακής είναι κλειστό. Ο Bodo είναι έξαλλος και πανικόβλητος.
Αρχίζουμε να ρωτάμε τους
περαστικούς αν ξέρουν από Porsche.
Αλλά πού να ξέρουν, είναι καινούργια μάρκα και νέο μοντέλο.
Προτείνω να τσιμπήσουμε κάτι και να συνεχίσουμε μετά την
έρευνα – αλλά ο δυστυχής κάτοχος του αυτοκινήτου δεν ακούει τίποτα. Έχει
περιπέσει σε βαθιά κατάθλιψη.
Κάπου στις πέντε το απόγευμα, ενώ αρχίζει να πέφτει το
σούρουπο, κάνει άλλη μία προσπάθεια – και ω! του θαύματος το αμάξι παίρνει
μπροστά. «Φεύγουμε» λέει ο οδηγός, «δεν ρισκάρω να το σβήσω, μπορεί πάλι να
μπλοκάρει». Κοντεύω να λιποθυμήσω από την πείνα.
Στον δρόμο, είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω, υπάρχει ένα μεγάλο
συγκρότημα με βενζινάδικο, μίνι μάρκετ, καφενείο και μικρό συνεργείο.
«Σταμάτα» του λέω, «εδώ έχει και συνεργείο αν χρειαστεί».
Σταματάει, κατεβαίνουμε και ψάχνουμε τι μπορούμε να φάμε. Κανονικά η κουζίνα
έχει κλείσει, αλλά ο Ιταλός σερβιτόρος μας προτείνει να μας φτιάξει μία πίτσα
μεγάλη, για δύο. «Τον φούρνο για τις πίτσες δεν τον σβήνουμε όλη μέρα» μας
λέει.
Κι έτσι έγινε, που εκείνο το Πάσχα, αντί για οβελία, έφαγα την
πρώτη μου πίτσα. (Στο Μόναχο σπάνιζε ακόμα τότε η ιταλική κουζίνα – ήταν
εξωτική και απρόσιτη για πτωχούς φοιτητές).
Ποτέ δεν μάθαμε γιατί μπλοκάρησε η Πόρσε… Ούτε το ξανάκανε.
Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου ελεύθεροι!