Σάββατο, Απριλίου 27, 2019

Πάσχα της ζωής μου


Αυτά που θυμάμαι είναι βέβαια πολύ λιγότερα από τα χρόνια μου. Αφαιρούμε την παιδική ηλικία, την Κατοχή, τις πολύχρονες σπουδές και τα ταξίδια στο εξωτερικό – και είναι ζήτημα αν τα μισά μου χρόνια γιόρτασα ελληνικό Πάσχα. (Κι εδώ που τα λέμε, μόνο Ελληνικό Πάσχα υπάρχει – οπουδήποτε αλλού, είναι άνοστο και ανύπαρκτο).

Αλλά και από τους Ελληνικούς εορτασμούς, πόσους θυμάμαι.; 

Έπειτα μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους… Ίσως μόνο η παρουσία ή απουσία κάποιου προσώπου να τους διαφοροποιεί. Πόσο περισσότεροι ήμασταν στην αρχή και πόσο λίγοι μείναμε τώρα... Ένα αρνί δεν έφτανε και τώρα μισό περισσεύει…

Ο τόπος και ο χώρος – ναι, κι αυτά παίζουν ρόλο. Τα πρώτα χρόνια στο (δύστυχο, τώρα πια) Μάτι. Μετά στο σπίτι της Αθήνας (στενάχωρο για πασχαλινό τσιμπούσι). Κάποια ευτυχισμένα χρόνια στην Κέρκυρα. (Έχοντας απολαύσει μια μέρα πριν την μυσταγωγία του «Αμλέτου» στην Σπιανάδα.  Και τελικά στο δικό μας εξοχικό.

Όλα αυτά τα χρόνια ένα πράγμα έμενε σταθερό. Έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου μία παλαιά έκδοση: Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη «Πασχαλινά Διηγήματα», Εκδότης Ηλ. Ν. Δικαίος, εν Αθήναις, 1918. (Μόλις επτά χρόνια μετά τον θάνατό του). «Εικόνες Φρίξου Αριστέως, Τύποις: Παρασκευά Λεώνη, Περικλέους 30». Φυσικά αργότερα αγόρασα τα άπαντα του κυρ Αλέξανδρου, πρώτα στην έκδοση Βαλέτα και μετά στην οριστική του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Όμως αυτή η παλιά, όλες κι όλες 96 σελίδες, με συνόδευε σχεδόν σε κάθε Πάσχα. Και δεν ένιωθα Πασχαλινή διάθεση αν δεν διάβαζα ένα τουλάχιστον διήγημα. Πέντε είναι όλα κι όλα  σε αυτό το τομίδιο – και κοντεύω να τα μάθω απέξω. (Συνολικά, τα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι έντεκα, με το πρώτο να δημοσιεύεται το Πάσχα του 1888, στην «Εφημερίδα» και το τελευταίο, στο αλεξανδρινό περιοδικό «Νέα Ζωή», το 1907).

Αργότερα, επειδή το βιβλιαράκι γέρασε και έδειχνε την φθορά του, παρακάλεσα τον φίλο, μακαρίτη τώρα, Ανδρέα Γανιάρη να του χαρίσει μία λιτή αλλά όμορφη βιβλιοδεσία.  

Δεν είμαι πιστός, αλλά όταν μπαίνω στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, γίνομαι. Κάθε χρόνο λοιπόν, ενώ οι άλλοι διαβάζουν ή ακούνε τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, εγώ διαβάζω ένα (τουλάχιστον) από τα διηγήματα. Και μεταφέρομαι σε αυτή την κοινωνία των απλών ανθρώπων που αγωνίζονταν με πολύ μόχθο να οργανώσουν μία – έστω και στοιχειώδη – Ανάσταση, για να μην μείνουν «αλειτούργητοι» - κρίμα βαρύ που με δυσκολία θα το άντεχαν. 

«Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, neige odorante du printemps». (Αχ, ο φοβερός Σκιαθίτης: δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό, μιλώντας για τους αγράμματους χωρικούς, να  αναφερθεί γαλλιστί στο «ευωδιαστό χιόνι της άνοιξης»). Που δείχνει ότι ο «ηθογράφος» (όπως τον αποκαλούν) Παπαδιαμάντης, ήταν ενήμερος και άλλων ηθών… Αλλά παραμένει φανατικός έλληνας κοσμοκαλόγερος.

Σε ένα από αυτά τα διηγήματα, τον «Λαμπριάτικο Ψάλτη», εκφράζει το πιστεύω του. «Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός, ή άθεος ή ο,τιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έχτισε μεγάλη πατρίδα.  [ ] Το Ελληνικόν έθνος , το δούλον, αλλά ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχη δια παντός ανάγκην την θρησκείαν του.

Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείει η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ».

Καλό σας Πάσχα, αναγνώστες!