Τον πρώτο καιρό, η ευγένεια και η προθυμία των ανθρώπων με είχε κάνει καχύποπτο.
Ζητούσες μία πληροφορία για κάποιο δρόμο και επέμεναν, όχι μόνο να σου δείξουν, αλλά να σε πάνε εκεί. Ή έστω να σε ξεβγάλουν προς την κατεύθυνση.
Ρωτούσες για το πλησιέστερο ταχυδρομείο – και μόνο που δεν σου αγόραζαν το γραμματόσημο.
Με τις κοπέλες οι παρεξηγήσεις ήταν περισσότερες. Τόσο χαμογελαστές και συμπαθητικές, που εμείς τα αγόρια (ιδιαίτερα οι Έλληνες) νομίζαμε πως μας φλερτάρουν.
Τίποτα από όλα αυτά. Οι άνθρωποι ήταν απλώς ευγενικοί. Κάτι που – αλίμονο – μας ήταν εντελώς ξένο.
Ήμασταν σε χώρες του Βορρά, της Μεσευρώπης. Και όχι σε εύκολες εποχές – αμέσως μετά τον πόλεμο. Πόλεις μισογκρεμισμένες. Αλλά η ευγένεια ατσαλάκωτη.
Και η γκρίνια, το παράπονο, πουθενά.
«Υποκριτικά είναι όλα αυτά, έλεγε ο συμφοιτητής. Από μέσα σε βρίζουν».
Την τρίτη φορά, του απάντησα:
«Προτιμώ να με βρίζουν από μέσα τους – αλλά να μου χαμογελάνε απέξω – παρά το αντίστροφο. Έχω βαρεθεί στη Αθήνα κάθε πρωί να βλέπω κατεβασμένα μούτρα στο λεωφορείο – πένθιμα, σαν να
τους έχουν σκοτώσει τον πατέρα».
Ήταν αδιανόητη η διαφορά με την Ελλάδα.
Έχω διηγηθεί σε άλλο μέρος την ιστορία μου με τον περιπτερά. Αλλά είναι πολύ χαρακτηριστική και την επαναλαμβάνω.
Στο περίπτερο της γειτονιάς μου, ο περιπτεράς με ήξερε από μικρό – αγόραζα τσιγάρα και εφημερίδες για τον πατέρα μου. Μόνο που όταν γύρισα από το εξωτερικό, χωρίς να το καταλάβω, άλλαξα τρόπο προσφώνησης και προσέγγισης:
«Παρακαλώ, θα μπορούσατε να μου δώσετε ένα πακέτο Άσσο Φίλτρο;»
Με κοίταξε περίεργα. Και μετά από μέρες είπε σε ένα κολλητό μου: «Τι έπαθε ο Δήμου; «Αδελφή» έγινε και μιλάει με τσιριμόνιες;».
Οπότε την επόμενη φορά έχωσα το χέρι μου στο άνοιγμα σαν γροθιά και είπα, (πολύ αντρίκια): «Δώσε, ρε έναν Άσσο!».
Και αποκατέστησα την ανδροπρέπειά μου.
Από τότε δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Μόνο οι πωλήτριες στα μαγαζιά σε υποδέχονται με χαμόγελο. (Τις εκπαιδεύουν). Αλλά στο Μετρό και στα ασανσέρ, όταν ανοίγουν οι πόρτες, φαίνεται η εσώτερη φύση μας.
Για μας τους Έλληνες η ευγένεια έχει ακόμα παραμείνει μία «τσιριμόνια»: κάτι ψεύτικο, επίπλαστο και ξένο. Η απουσία της αποτελεί την σαφέστερη απόδειξη πως δεν αποκτήσαμε ποτέ αστική τάξη.
«Μικρό το κακό!» θα έλεγε ο Πολλάκης.
Ίσως όχι και τόσο μικρό. Γιατί αυτή η αναθεματισμένη αστική τάξη, η ελάχιστη, η καθ ημάς λοιδορούμενη, έφερνε μαζί της όλα τα πράγματα που μας λείπουν: διαφωτισμό, Κράτος Δικαίου, Ανθρώπινα Δικαιώματα και ελευθερίες, κοινωνία πολιτών, διάκριση των εξουσιών…
Η – ακόμα και ασθενής – πολιτική μας αρετή των τελευταίων δεκαετιών έχει δώσει την θέση της σε μία κοινωνία ανθρωποφάγων.
Η ευγένεια δεν είναι απλώς μία επίδειξη καλών τρόπων. Δείχνει τον σεβασμό που έχουμε προς τον συνάνθρωπο. Κι αυτό είναι το πιο σοβαρό θεμέλιο της κοινωνίας, που το έχουμε χάσει εντελώς τα τελευταία χρόνια. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη στον Άλλον είναι τα δύο στηρίγματα της κοινωνίας και της πολιτικής.
Όμως εδώ, η τελευταία επίφαση, το τελευταίο λούστρο έφυγε από πάνω μας και βλέπουμε τα ηγετικά στελέχη της κοινωνίας μας να βρίζονται και να τσακώνονται σαν παλιοί μαουνιέρηδες.
Δεν τα πιστεύω πια, αυτά που βλέπω και ακούω κάθε μέρα στην τηλεόραση ή στο YouTube. Λυπάμαι που δεν είμαι πιο νέος. Θα έφευγα τρέχοντας. Αυτή η κοινωνία δεν θεραπεύεται πια με τίποτα. Μόνον η φυγή μπορεί να σε γλυτώσει.