Τρεις από τους πιο σημαντικούς Έλληνες πολιτικούς ηγέτες, μας κληροδότησαν τρεις από τους χειρότερους διαδόχους. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε πίσω του τον γιό του Σοφοκλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον συνονόματο ανεψιό του. Και ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Γιώργο ή Γεωργάκη.
Είχα την ατυχία να τους ζήσω και τους τρεις. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος θα σταδιοδρομούσε λαμπρά ως υπνωτικόν. Τον άκουγα έφηβος και με έπαιρνε πάντα ο ύπνος. Ως κυβερνήτης δεν μπορεί να κριθεί, διότι παρόλο που έλαβε μέρος σε αρκετούς κυβερνητικούς συνδυασμούς (από εκείνους τους μπερδεμένους του μεταπολέμου,) δεν πρόλαβε ουσιαστικά να κυβερνήσει.
Για τον Γιώργο junior Παπανδρέου δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μόλις ανέλαβε την εξουσία σε μια ήδη χρεοκοπημένη χώρα (γι αυτό είχε φροντίσει ο Καραμανλής junior με εκτελεστή τον Παυλόπουλο) άρχισε να μοιράζει επιδόματα («λεφτά υπάρχουν!»). Και χρειάστηκε να πάει στο Davos και να του επιτεθούν οι ξένοι δημοσιογράφοι για να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε στην Ελλάδα.
Η μόνη περίπτωση όπου ο γιός βγήκε καλύτερος από τον πατέρα, ήταν οι Τρικούπηδες. Ήδη ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν καλός ηγέτης – αλλά βέβαια ο Χαρίλαος τον ξεπέρασε.
Αυτή η υπόθεση με τα «βαλκανικά» τζάκια είναι λαμπρό δείγμα υπανάπτυξης. Η βουλευτική έδρα κληρονομιέται σαν το ακίνητο. Άσχετο αν ο κληρονόμος έχει ή όχι τα προσόντα που χρειάζεται μία βουλευτική (και αργότερα ενδεχομένως υπουργική) σταδιοδρομία.
Εκκρεμεί (και θα εκκρεμεί για χρόνια) η τελική κρίση για την οικογένεια Μητσοτάκη. Έχει ήδη δώσει στην πολιτική τέσσερα αξιόλογα στελέχη. Ο πατέρας ήταν ένας αναμφίβολα ικανός πολιτικός, ο οποίος όμως, άτυχος, δεν κυβέρνησε παρά μόνο τρία χρόνια και μάλιστα με την θηλειά στο λαιμό (πλειοψηφία του ενός…). Ωστόσο στα χρόνια αυτά έγιναν αρκετά πράγματα, αλλά δεν ολοκληρώθηκε τίποτα.
Ίσως το καλύτερο μυαλό στο σόι να ήταν (και παραμένει) η κόρη. Η οποία παραμέρισε για να δώσει τόπο στον αδελφό της.
Εκεί φάνηκε σε όλη της την μεγαλοπρέπεια η ατυχία της δυναστείας. Ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης ετοιμαζόταν να υλοποιήσει το πολύ ενδιαφέρον και δυναμικό πρόγραμμά του, ενέσκηψε η πανδημία. Γκαντεμιά παγκόσμια αυτή τη φορά. Μια φοβερή επιδημία που κλόνισε κραταιά κράτη σαν τις ΗΠΑ και την Γερμανία. Η Ελλάδα, που μόλις έβγαινε από την χρεωκοπία και τα μνημόνια, δέχθηκε ένα πλήγμα που θα μπορούσε να την διαλύσει τελείως.
Το ότι μέχρι τώρα κατορθώνει να επιβιώνει και να σημειώνει επιδόσεις αντίστασης, που την κρατάνε σε καλή θέση μέσα στον παγκόσμιο κατάλογο, είναι παρήγορο. (Ξέρω πως η αντιπολίτευση μιλάει για παταγώδη αποτυχία – αλλά, ιδιαίτερα αυτή η αντιπολίτευση, έχει σαν βασικό χαρακτηριστικό της την υπερβολή. Την είχε και σαν κυβέρνηση – όπου καταργούσε όλα τα μνημόνια «με ένα άρθρο» - για να υπογράψει μετά το επαχθέστερο. Ούτε αποτυχία – ούτε θριαμβευτική επιτυχία είναι η επίδοση της Νέας Δημοκρατίας στον πόλεμο κατά του κορονοϊού. Ακόμα η αναμέτρηση δεν έχει κριθεί και το τελικό συμπέρασμα θα αργήσει να προκύψει).
Το τέταρτο μέλος της δυναστείας, μετά από μία εντυπωσιακή επίδοση στην Ευρυτανία και την Κεντρική Ελλάδα, έχει αναλάβει το βαρύ φορτίο της Αθήνας. Ύστερα από ένα αρχικό νοικοκύρεμα πλατειών και δρόμων, ήρθε η περίεργη ιδέα του «Μεγάλου Περιπάτου», την οποία δεν μπορώ να κρίνω, γιατί απλούστατα δεν την κατάλαβα (και δεν είμαι ο μόνος…). Πάντως, ακόμα και έτσι, είναι καλύτερος δήμαρχος από τους προκατόχους του (όχι πως εκείνοι ήταν άριστοι – η Αθήνα είναι το πιο σκληρό καρύδι σε όλη την επικράτεια).
Περιμένουμε ακόμα πολλά, τόσο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη όσο και από τον Κώστα Μπακογιάννη. Πάντως ο άλλος Κυριάκος της κυβέρνησης, έχει ήδη ξεπεράσει τις προσδοκίες μας – και συνεπώς περιμένουμε από αυτόν και άλλα μικρά και μεγάλα θαύματα.