Κυρίως βέβαια, λογαριασμούς. Αν και τελευταία έχουν γίνει
και αυτοί ηλεκτρονικοί. Όμως φέρνει και άλλα πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα.
Φέρνει βιβλία. Κυρίως ποιητών, άγνωστων, ή ελάχιστα γνωστών.
Τι να κάνουν οι καημένοι ποιητές; Τα βιβλιοπωλεία δεν
δέχονται τις συλλογές τους. Δίκιο έχουν και αυτά, χιλιάδες βιβλία κυκλοφορούν
κάθε μήνα, δεν έχουν χώρο στους πάγκους και στα ράφια ούτε καν για τα ευπώλητα.
Έτσι η ποίηση καταφεύγει στο ταχυδρομείο.
Με τα χρόνια βελτιώνονται τα ποιήματα των νέων ποιητών. Αρχίζουν
και σπανίζουν οι απόστρατοι χωροφύλακες ή συνταξιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι που
σκάρωναν στιχάκια με ομοιοκαταληξίες: «τραγούδια – λουλούδια». Η παραδοσιακή
ποίηση βέβαια επανέρχεται – αλλά με τελείως άλλο τρόπο, σχεδόν επαναστατικό.
Όχι μόνο μέτρο και ρίμα αλλά και μορφές (όπως σονέτο) φυτρώνουν στους
ποιητικούς μας κήπους. Η ποιητική παράδοση στην Ελλάδα θάλλει. (Προγραμματιστές
δεν έχουμε…).
Κι όπου βέβαια άνθη ποιητικά – να και οι ανθολογίες. Ο καθηγητής
της Ψυχιατρικής Νίκος Τζαβάρας εξέδωσε, στις εκδόσεις «‘Ινδικτος», μία
«προσωπική» ανθολογία με τίτλο «Μαζεύοντας ποιήματα». Μου θύμισε μία
επίσης προσωπική ανθολογία που είχε
κάνει ο Γάλλος ποιητής Πωλ Ελυάρ με τίτλο: «Η καλύτερη επιλογή ποιημάτων είναι
αυτή που κάνεις για τον εαυτό σου».
Η ανθολογία του Νίκου Τζαβάρα είναι μια καλαίσθητη έκδοση,
διακοσίων περίπου σελίδων. Σημαντικό: στην ανθολογία δεν περιλαμβάνονται μόνο
ποιήματα (συνήθως γνωστών - όπως και λιγότερο - ποιητών) αλλά και στίχοι τραγουδιών.
Πρώτη φορά οι στιχουργοί μας ανθολογούνται σαν ποιητές – και πολύ δίκαια. Όχι
μόνο ο (έτσι κι αλλιώς ποιητής) Νίκος Γκάτσος, αλλά και ο Λευτέρης
Παπαδόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο Γιάννης
Νεγρεπόντης, κ.α.
Τελευταία ήρθε ένα μικρό και κομψό βιβλίο γραμμένο από τον
φίλο και γείτονα της στήλης Νάσο Βαγενά. Όσοι έχουν υποπέσει στην γοητεία του
Μπόρχες θα το λατρέψουν. Όσοι δεν τον γνωρίζουν, ας προμηθευτούν τον τίτλο: «Η
Λογοτεχνία στο τετράγωνο» (εκδ. Πόλις). Είναι μία άριστη εισαγωγή. Και όπως
σωστά γράφει ο Βαγενάς: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες αναγνωστών των μεγάλων
συγγραφέων: εκείνοι που διαβάζουν τους μεγάλους συγγραφείς και εκείνοι που
διαβάζουν τον Μπόρχες». Μάθετε γιατί.
Ο Νικόλαος Κυριαζής έστειλε την δίγλωσση συλλογή «Della Speranza – της ελπίδας».
Δείγμα: «…άλλο δεν θα μιλήσω πια / δεν άκουσαν τα λόγια μου / Ίσως ακούσουν την
σιωπή μου».
Ο Διονύσης Σέρρας από τη Ζάκυνθο, μου στέλνει τον «Άκλειστο
Κύκλο» μία συλλογή με «ταξιδιωτικά ποιήματα». Μια ποιητική περιήγηση στην
Αίγυπτο, τη Ρωσία, τη Σικελία, μέχρι την Αγγλία.
Μια και μιλάμε για ταξίδια: Διάβασα ένα τόμο 600 σελίδων από
τον κ. Στέλιο Βαρβαρέσο με τίτλο «Η χαμένη τέχνη του ταξιδιού» και υπότιτλο
«Από τον Ταξιδιώτη στον Τουρίστα». (Εκδ. Παπαζήση). Μια σε βάθος ανάλυση της «σημαντικότερης
βιομηχανίας του πλανήτη: του τουρισμού». Ένα βιβλίο που υμνεί την τέχνη του
ταξιδιού αλλά ξεγυμνώνει την βιομηχανία του τουρισμού. Εξαιρετικά πλούσιο σε
ύλη και προβληματισμό.
Όλα αυτά (πλην ενός) ήρθαν στα χέρια μου μέσα σε λίγες μέρες
χάρη στον ακούραστο ταχυδρόμο. Που όμως ΔΕΝ φέρνει πια το TLS, το αρχαιότερο και πιο έγκυρο
εβδομαδιαίο αγγλικό λογοτεχνικό περιοδικό του οποίου είμαι συνδρομητής επί
δεκαετίες. Πάντα υπήρχε μία μικρή καθυστέρηση αλλά τώρα είμαστε τρεις μήνες πίσω. Ή φταίει το Brexit ή
το ότι έκλεισε το ταχυδρομείο του Παλιού Ψυχικού.
Με αποζημίωσε όμως η πιο ωραία κάρτα που έχω πάρει τα
τελευταία χρόνια.
Μια υπέροχη style nouveau παλιά γκραβούρα, διαφήμιση του καταστήματος Ivens & Co από το Νijmegen (Ολλανδία).
Στο πίσω μέρος γράφει «Το βιβλιοπωλείο σηματολόγιον εύχεται η καινούργια χρονιά
να σας επιφυλάσσει χαρές, επιτυχίες και παράφορες αναγνώσεις». Και μία καρτούλα
συμπληρώνει: «σηματολόγιον, βιβλιοπωλείον», Κάστρο Σικίνου 840 10, Σίκινος.
Σίκινος; ΣΙΚΙΝΟΣ; Δεν την γνωρίζω και αμφιβάλλω αν θα αξιωθώ
πια να την επισκεφθώ. Να σκαρφαλώσω και στο
Κάστρο. Καλές δουλειές στο βιβλιοπωλείο!
Υ. Γ. Ένα μήνα πριν το θάνατό της, σε μια εκδήλωση του Public, συμμετείχα σε ένα στρογγυλό
τραπέζι, δίπλα στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Μας έφεραν ένα ωραίο γλυκό. Η
Κατερίνα το έσπρωξε μακριά της. Μετά το ξανασκέφθηκε και το τράβηξε κοντά
μουρμουρίζοντας: «Πόσα θα φάω ακόμα;»
Ελπίζω, Κατερίνα να πρόλαβες κι άλλα…