Για την «Ημέρα της ποίησης».
«Die im Dunkeln, sieht man nicht»
(αυτούς στο σκότος δεν τους βλέπει κανείς).
B. Brecht
Ξέρω, αυτές οι παγκόσμιες «ημέρες» δεν έχουν καμία σημασία – κι ίσως παραμένει η 21 Μαρτίου εαρινή ισημερία και έναρξη της άνοιξης. Ωστόσο οργανώνονται απαγγελίες, γράφονται άρθρα και κείμενα, γίνονται εκδηλώσεις. Οι μεγάλοι μας ποιητές δίνουν ολοσέλιδες συνεντεύξεις και όλοι θυμούνται την ποίηση.
Την ποίηση, ναι. Τους ποιητές;
Εκτός από τους ελάχιστους γνωστούς (ή διάσημους) υπάρχουν πάρα πολλοί ποιητές στο σκοτάδι ή στο ημίφως. Στο ημίφως είναι εκείνοι που αναγνωρίζονται από τους ομότεχνους, που βρίσκουν εκδότη για την δουλειά τους, που περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και εισπράττουν κριτικές. Το φως της μεγάλης δημοσιότητας δεν το απήλαυσαν ποτέ, αλλά νιώθουν πως η δουλειά τους διαβάζεται, έστω από λίγους και αξιολογείται. Είναι συνήθως καλοί ποιητές, μερικοί μάλιστα πολύ καλοί. Νομίζω πως σε αναλογία έχουμε περισσότερους καλούς ποιητές από πολλά έθνη με μεγαλύτερη λογοτεχνική παράδοση.
Στο σκοτάδι συνωστίζονται εκατοντάδες. Είναι όλοι αυτοί που δεν βρίσκουν εκδότη και προχωράνε σε αυτοέκδοση (υπάρχουν οίκοι που εξειδικεύονται). Μερικοί είναι νέοι και προσπαθούν να βγούνε στο φως. Δύσκολο, αλλά έχουν ελπίδες. Δεκάδες από αυτά τα βιβλία κατακλύζουν κάθε μήνα το γραφείο μου. Φυσικό: δεν έχουν άλλο τρόπο να κυκλοφορήσουν. Στα βιβλιοπωλεία δεν χωράει η ποίηση – άρα μένει το ταχυδρομείο.
Πιο βαθιά στο σκότος είναι αυτοί που δεν έχουν τα μέσα ούτε για αυτοέκδοση. Οι περισσότεροι γράφουν για χρόνια, δημοσιεύουν μόνο σε περιθωριακά έντυπα ή στον επαρχιακό τύπο και έχουν συσσωρεύσει πικρία δεκαετιών.
Υπάρχει ένα περιοδικό με τίτλο «Πνευματική Ζωή». Το είχε ιδρύσει το 1936 ο Μελής Νικολαΐδης, σήμερα το εκδίδει ο Μιχάλης Σταφυλάς. Μου κάνει τη χάρη να μου το στέλνει. Στις υπέρ-εκατό σελίδες του συμπυκνώνεται όλο το παράπονο των αγνοημένων. Στο τελευταίο τεύχος ο εκδότης γράφει μία ανοιχτή επιστολή στον υπουργό Πολιτισμού. Ανάμεσα σε άλλα αναφέρει ότι το Υπουργείο, είτε για τις βραβεύσεις είτε για τις συντάξεις, αγνοεί τους συγγραφείς που ζουν στην επαρχία ή που «βγάζουν με έξοδά τους βιβλία χωρίς αναγνωρισμένο εκδότη». (Και έτσι είναι). Αυτούς τους συγγραφείς και κυρίως τους ποιητές, φιλοξενεί το περιοδικό και η «Διαρκής Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» που δημοσιεύεται εκεί σε συνέχειες από χρόνια.
Διαβάζω και συναντώ δεκάδες εντελώς άγνωστα ονόματα. Βέβαια η ποιότητα του υλικού σπάνια είναι επαρκής – αλλά τι διάβολο! Κι ένας μέτριος ποιητής έχει τη στιγμή του και πρέπει να την εκφράσει.
Σκέπτομαι λοιπόν, για την ημέρα της ποίησης, όλους αυτούς τους άδοξους ποιητές και βέβαια ο νους μου πάει στον (καθόλου άδοξο, τώρα) Καρυωτάκη και την πολύ γνωστή Μπαλάντα του:
Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν• τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που' ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι κι ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που 'ναι;»