Από τότε που κατάλαβα την δύναμή της, κυνηγάω την ομορφιά. Στους ανθρώπους, τα βιβλία, τα τοπία, τους πίνακες ζωγραφικής, τα γλυπτά, τις μουσικές συνθέσεις. Είναι η καθημερινή τροφή μου, αυτό που με κρατάει στη ζωή.
Έχω κάνει πολλά ταξίδια για να δω ένα ημίφως του Ρέμπραντ, την γαλήνη του Βερμέερ, την οργή του Γκόγια, τα σκοτάδια του Καραβάτζιο, τους ήλιους του Βαν Γκογκ. Έχω τοίχους γεμάτους βιβλία με ωραίες ή και φρικτές στην ομορφιά τους λέξεις. Και δίσκους βινυλίου, CD, DVD, Blue Ray με μουσικές για εικόνες και εικόνες για μουσικές.
Όλα αυτά και άλλα πολλά με κράτησαν στην ζωή ογδόντα τόσα χρόνια. Όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ομορφιά της ανθρώπινης καλοσύνης, όποτε (αλίμονο σπάνια) έτυχε να την συναντήσω.
Δεν αναφέρομαι στις ελάχιστες δικές μου καλές πράξεις – τις θεωρώ αυτονόητες και πολύ λίγες.
Αλλά όταν μαθαίνω για πολύτεκνες οικογένειες που υιοθέτησαν ένα πεντάρφανο νεγράκι, για τον άστεγο που μοιράζεται το προσφάι του με τον αδέσποτο σκύλο, για την γιαγιά που μαγειρεύει ζεστή σούπα για τους διπλανούς πρόσφυγες, εκεί ξεχνάω τον Σαίξπηρ και τον Μπετόβεν και λιώνω.
Πιστεύω πως η ανταμοιβή μιας καλής πράξης είναι η ευτυχία που σου χαρίζει. Θα έλεγα μάλιστα πως η ευτυχία αυτή είναι τόσο δυνατή που εξαφανίζει την ίδια την πράξη. Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους, να παθαίνουν εθισμό στην καλοσύνη. Μπορεί να γίνει σαν ισχυρό ναρκωτικό.
Κι αν κάποτε ονειρεύομαι να κέρδιζα ένα μεγάλο λαχείο (όχι το κακομοίρικο το Τζόκερ – αλλά εκείνα τα αμερικάνικα που σωρεύουν δισεκατομμύρια) θα ήταν για να αποκτήσω την άφατη ηδονή να τα μοιράσω.
Και προσοχή: δεν μιλάω για φιλανθρωπίες. Τις μισώ. Ντρέπομαι να θεωρηθώ φιλάνθρωπος – δηλαδή κάποιος ανώτερος από άνθρωπος που σκύβει να ελεήσει τον φτωχό. Εγώ δεν θα ελεήσω αυτόν – αλλά εμένα.
Πρόλαβα ζωντανή την ενσάρκωση μιας τέτοιας παραμυθένιας καλοσύνης. Η θεία Ιουλία – θεία της μητέρας μου – ήταν πάμπλουτη. (Αχ – όλοι οι πρόγονοί μου ήταν πάμπλουτοι κι εμένα μου κληροδότησαν μόνον ένα …μαυσωλείο). Είχε κληρονομήσει και από τον πατέρα της, και από τον άντρα της, και στα γεράματα κληρονόμησε την περιουσία ενός Ωνάση εκείνης της εποχής – του τραπεζίτη (και για λίγο πρωθυπουργού) Στέφανου Σκουλούδη. (Πολύ αργότερα μάθαμε πως ήταν νόθος κόρη του).
Απογοητευμένη από τα παιδιά της, αποφάσισε να μοιράσει το βιός της αλλιώς. Σε βαθύ γήρας περνούσε όλη την ημέρα στο κρεβάτι. Κάτω από το κρεβάτι ήταν ένα μεγάλο σεντούκι γεμάτο χρυσές λίρες. Κάθε μέρα άδειαζε και το πρωί το έπαιρναν δύο έμπιστα μέλη του προσωπικού, το πήγαιναν στην τράπεζα και το γέμιζαν ξέχειλο.
Όλη μέρα η θεία Ιουλία μοίραζε λίρες. Όποιος την επισκεπτόταν, έφευγε με ένα σακουλάκι. «Καλημέρα» έλεγε η θεία, «πως νιώθεις σήμερα;» Αν ήσουνα κακόκεφος, είχες πονοκέφαλο ή δυσπεψία, ένα ήταν το φάρμακο που τα γιάτρευε όλα. Συχνά έρχονταν φίλοι φίλων, άγνωστοι εντελώς και έφευγαν πλουσιότεροι.
Το μόνο που ήθελε η θεία, ήταν να ξέρει τι θα κάνεις τα λεφτά. Κι αυτό όχι για να σε ελέγξει – αλλά για να χαρεί μαζί σου. «Θα αγοράσω ένα ωραίο αυτοκίνητο» της έλεγε κάποιος. «Αχ, πες μου πώς θα είναι; Ανοιχτό ή κλειστό; Τι χρώμα;» Και μετά έλεγε στους υπόλοιπους: «Είδατε πώς χάρηκε! Πώς έλαμπαν τα μάτια του!»
Η θεία Ιουλία τελείωσε μαζί με τις λίρες της. Λίγες μέρες μετά μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Επιτάξανε το ωραίο μέγαρο, εξαφάνισαν τους Ρέμπραντ του Σκουλούδη (χρόνια τους ψάχναμε, μάταια). Όλοι όσοι την είχαν υπηρετήσει βρέθηκαν με μέγαρα και πολυκατοικίες.
Αυτή είναι μία αληθινή ιστορία που κάποτε ήθελα να την κάνω σενάριο. Αλλά πού θα έβρισκα ηθοποιό, με την γλύκα και την τρυφερότητα της θείας Ιουλίας, που έλαμπε πραγματικά όταν χάριζε.
Το γερασμένο πρόσωπό της μεταμορφωνόταν κυριολεκτικά σε αγγελικό από την ομορφιά της καλοσύνης.
Έχω κάνει πολλά ταξίδια για να δω ένα ημίφως του Ρέμπραντ, την γαλήνη του Βερμέερ, την οργή του Γκόγια, τα σκοτάδια του Καραβάτζιο, τους ήλιους του Βαν Γκογκ. Έχω τοίχους γεμάτους βιβλία με ωραίες ή και φρικτές στην ομορφιά τους λέξεις. Και δίσκους βινυλίου, CD, DVD, Blue Ray με μουσικές για εικόνες και εικόνες για μουσικές.
Όλα αυτά και άλλα πολλά με κράτησαν στην ζωή ογδόντα τόσα χρόνια. Όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ομορφιά της ανθρώπινης καλοσύνης, όποτε (αλίμονο σπάνια) έτυχε να την συναντήσω.
Δεν αναφέρομαι στις ελάχιστες δικές μου καλές πράξεις – τις θεωρώ αυτονόητες και πολύ λίγες.
Αλλά όταν μαθαίνω για πολύτεκνες οικογένειες που υιοθέτησαν ένα πεντάρφανο νεγράκι, για τον άστεγο που μοιράζεται το προσφάι του με τον αδέσποτο σκύλο, για την γιαγιά που μαγειρεύει ζεστή σούπα για τους διπλανούς πρόσφυγες, εκεί ξεχνάω τον Σαίξπηρ και τον Μπετόβεν και λιώνω.
Πιστεύω πως η ανταμοιβή μιας καλής πράξης είναι η ευτυχία που σου χαρίζει. Θα έλεγα μάλιστα πως η ευτυχία αυτή είναι τόσο δυνατή που εξαφανίζει την ίδια την πράξη. Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους, να παθαίνουν εθισμό στην καλοσύνη. Μπορεί να γίνει σαν ισχυρό ναρκωτικό.
Κι αν κάποτε ονειρεύομαι να κέρδιζα ένα μεγάλο λαχείο (όχι το κακομοίρικο το Τζόκερ – αλλά εκείνα τα αμερικάνικα που σωρεύουν δισεκατομμύρια) θα ήταν για να αποκτήσω την άφατη ηδονή να τα μοιράσω.
Και προσοχή: δεν μιλάω για φιλανθρωπίες. Τις μισώ. Ντρέπομαι να θεωρηθώ φιλάνθρωπος – δηλαδή κάποιος ανώτερος από άνθρωπος που σκύβει να ελεήσει τον φτωχό. Εγώ δεν θα ελεήσω αυτόν – αλλά εμένα.
Πρόλαβα ζωντανή την ενσάρκωση μιας τέτοιας παραμυθένιας καλοσύνης. Η θεία Ιουλία – θεία της μητέρας μου – ήταν πάμπλουτη. (Αχ – όλοι οι πρόγονοί μου ήταν πάμπλουτοι κι εμένα μου κληροδότησαν μόνον ένα …μαυσωλείο). Είχε κληρονομήσει και από τον πατέρα της, και από τον άντρα της, και στα γεράματα κληρονόμησε την περιουσία ενός Ωνάση εκείνης της εποχής – του τραπεζίτη (και για λίγο πρωθυπουργού) Στέφανου Σκουλούδη. (Πολύ αργότερα μάθαμε πως ήταν νόθος κόρη του).
Απογοητευμένη από τα παιδιά της, αποφάσισε να μοιράσει το βιός της αλλιώς. Σε βαθύ γήρας περνούσε όλη την ημέρα στο κρεβάτι. Κάτω από το κρεβάτι ήταν ένα μεγάλο σεντούκι γεμάτο χρυσές λίρες. Κάθε μέρα άδειαζε και το πρωί το έπαιρναν δύο έμπιστα μέλη του προσωπικού, το πήγαιναν στην τράπεζα και το γέμιζαν ξέχειλο.
Όλη μέρα η θεία Ιουλία μοίραζε λίρες. Όποιος την επισκεπτόταν, έφευγε με ένα σακουλάκι. «Καλημέρα» έλεγε η θεία, «πως νιώθεις σήμερα;» Αν ήσουνα κακόκεφος, είχες πονοκέφαλο ή δυσπεψία, ένα ήταν το φάρμακο που τα γιάτρευε όλα. Συχνά έρχονταν φίλοι φίλων, άγνωστοι εντελώς και έφευγαν πλουσιότεροι.
Το μόνο που ήθελε η θεία, ήταν να ξέρει τι θα κάνεις τα λεφτά. Κι αυτό όχι για να σε ελέγξει – αλλά για να χαρεί μαζί σου. «Θα αγοράσω ένα ωραίο αυτοκίνητο» της έλεγε κάποιος. «Αχ, πες μου πώς θα είναι; Ανοιχτό ή κλειστό; Τι χρώμα;» Και μετά έλεγε στους υπόλοιπους: «Είδατε πώς χάρηκε! Πώς έλαμπαν τα μάτια του!»
Η θεία Ιουλία τελείωσε μαζί με τις λίρες της. Λίγες μέρες μετά μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Επιτάξανε το ωραίο μέγαρο, εξαφάνισαν τους Ρέμπραντ του Σκουλούδη (χρόνια τους ψάχναμε, μάταια). Όλοι όσοι την είχαν υπηρετήσει βρέθηκαν με μέγαρα και πολυκατοικίες.
Αυτή είναι μία αληθινή ιστορία που κάποτε ήθελα να την κάνω σενάριο. Αλλά πού θα έβρισκα ηθοποιό, με την γλύκα και την τρυφερότητα της θείας Ιουλίας, που έλαμπε πραγματικά όταν χάριζε.
Το γερασμένο πρόσωπό της μεταμορφωνόταν κυριολεκτικά σε αγγελικό από την ομορφιά της καλοσύνης.