Παρασκευή, Δεκεμβρίου 25, 2020

Φάλτσα Χριστούγεννα

Τώρα οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν. Εμείς επίσης.

Γράφω στις 21 Δεκεμβρίου – χειμερινό ηλιοστάσιο. Στο πλανητικό μας σύστημα γίνονται παράξενα πράγματα – μόνο που αυτά είναι προβλέψιμα.

Εξηγεί ο σύγχρονος παντογνώστης, η Google: «Την επίσημη έναρξη του χειμώνα και το σπάνιο «πάντρεμα» των Δία και Κρόνου στον ουρανό της Γης τιμά η Google με το σημερινό της doodle.

Η εβδομάδα ξεκινάει με δύο αστρονομικά φαινόμενα, το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και τη Μεγάλη Σύζευξη του Δία και του Κρόνου που θα φαίνονται σαν ένα μεγάλο αστέρι στο νυχτερινό ουρανό».

Αυτό που δεν ήταν προβλέψιμο είναι πως ο κορωνοϊός μεταλλάχθηκε και τώρα μεταδίδεται πιο εύκολα. Δεν ξέρουμε αν είναι και πιο επικίνδυνος – οι ειδικοί στην Μεγάλη Βρετανία, όπου πρωτοεμφανίστηκε, το ψάχνουν.

Εμείς, lockdown στην Αγγλία.

Από τα πολλά lockdown έχει γεμίσει απαγορευτικές πινακίδες το κεφάλι μας. Μόνο στο πλανητικό μας σύστημα ισχύουν πάντα, χωρίς πινακίδες, οι νόμοι του Νεύτωνα. Αλλά και αυτοί μία απάτη είναι, γιατί πίσω τους, στο αχανές σύμπαν, ισχύουν οι νόμοι του Αϊνστάιν.

Λοιπόν οι μέρες θα αρχίσουν να μεγαλώνουν, όπως κάθε χρόνο. Γι αυτό και τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στο χειμερινό ηλιοστάσιο, ακριβώς επάνω στην γιορτή του «Ανίκητου Θεού Ήλιου» (Sol Invictus) ή του Μίθρα, που ήταν θεότητα ηλιακή. Γιατί αλλιώς μας τα λένε οι Ευαγγελιστές για την Γέννηση. «Ποιμένες αγραυλούντες… κλπ.» Άλλωστε και την Παναγία την θυμήθηκαν τριακόσια χρόνια μετά – όταν ο «ανταγωνισμός» παρουσίασε μία μητρική θεότητα.

Νέα θρησκεία τότε ο Χριστιανισμός, έπρεπε να εξουδετερώσει τα αντίπαλα δόγματα. Πάντως φέτος, με την «Μεγάλη Σύζευξη», έχει ένα περίλαμπρο «Αστέρι των Μάγων». 

Μπορεί κάτι να σημαίνει αυτό – για όσους πιστεύουν. Εγώ πιστεύω περισσότερο στο εμβόλιο και ελπίζω να έρθει σύντομα – και κυρίως να μοιραστεί σωστά.

Όσο για το Τραπέζι των Χριστουγέννων τελικά αποφασίσαμε, παρόλο που θα είμαστε μόνο τρεις, να γεμίσουμε μία μικρή γαλοπούλα. Δεδομένου ότι το ενδιαφέρον στο έδεσμα, είναι η γέμιση. 

Αχ, το Τραπέζι των Χριστουγέννων… Κάποτε, θυμάμαι, φτάσαμε τους δέκα οκτώ – κι έπρεπε να ανοίξουμε τις πρόσθετες συρόμενες τάβλες και να φέρουμε καρέκλες από την κουζίνα για να καθίσουμε όλοι.

Με τα χρόνια λιγοστεύαμε. Άλλοι έφυγαν, ή πέθαναν, άλλοι χώρισαν, άλλοι μετανάστευσαν…

Χθες είδα, στην «Καθημερινή» μία υπέροχη «γελοιογραφία» του Χαντζόπουλου. Μία ηλικιωμένη γυναίκα στο παράθυρο μιλάει στο τηλέφωνο και ρωτάει: «Για πόσα άτομα λένε;» «Εννέα». «Ωχ Παναγία μου. Και πού θα βρω άλλους οκτώ;».

Κάποτε πλημμυρίζαμε από ευχετήριες κάρτες. Τόσο που για χρόνια τις χρησιμοποιούσαμε σαν διακόσμηση για το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο, που το ονομάζαμε «Καρτόδεντρο». Φέτος ευχετήρια κάρτα ήρθε μόνο μία. Από μακρινούς συγγενείς στην Αγγλία, που τηρούνε πάντα το έθιμο.

Να δούμε, θα έρθουν παιδιά για τα κάλαντα; Lockdown και εκεί… Πέρυσι, θυμάμαι, ήρθε μόνον ένα ζευγάρι. Και ήταν απίθανα φάλτσοι. 

Φάλτσα Χριστούγεννα, φέτος… Να είμαστε του χρόνου ζωντανοί και να τα γιορτάσουμε όπως πρέπει.

Χρόνια πολλά, αναγνώστες!


Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020

85 + 1 Χριστούγεννα

Από τα Χριστούγεννα της ζωής μου, τρία έχουν αποτυπωθεί στην μνήμη μου. Αυτά τα τρία είναι σχεδόν ίδια και συμπυκνώνουν όλη την ουσία της γιορτής, όπως την είχα φανταστεί κι όπως ήθελα να τη ζήσω. Τα υπόλοιπα ήταν από συμπαθητικά ως αδιάφορα.

Φυσικά τα πρώτα δέκα δεν τα συζητάμε. Βρέφος ήμουν όταν πέρασε η  πρώτη πενταετία και το μόνο που θυμάμαι, στο τέλος της, ήταν ένα δώρο του νονού μου (που ποτέ δεν γνώρισα): ένα τεράστιο φρούριο (που το έλεγα «φλούριο») με πύργους και πυργίσκους, τείχη και κανόνια, τάφρο και γέφυρα που σηκωνόταν με τροχαλίες. Όλη η γειτονιά στην Κατοχή έπαιζε με αυτό το οχυρό. Τα γειτονόπουλα έφερναν τα στρατιωτάκια τους και οι μάχες ήταν σφοδρές. Περίεργο, μέσα στον πόλεμο να παίζουμε πόλεμο… Ακόμα και στα Δεκεμβριανά, όταν σφύριζαν οι όλμοι πάνω από τα κεφάλια μας.

Η Κατοχή πέρασε, αλλά τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν. Μια οικογένεια τριών ατόμων  όπου η μητέρα ήταν διαρκώς άρρωστη και ο πατέρας απών, πώς και τι να γιορτάσει;

Δεκαοκτώ χρόνων έφυγα για την Γερμανία. Ούτε κι εκεί βέβαια στην αρχή έκανα Χριστούγεννα. Αντίθετα με τους Γάλλους, που συνηθίζουν να γλεντάνε στα «ρεβεγιόν» οι Γερμανοί κλείνονται οικογενειακά στα σπίτια τους. (Το γλέντι τους – τρικούβερτο – το κάνουν την Πρωτοχρονιά). Μάλιστα τον πρώτο χρόνο έμεινα και νηστικός. Δεν ήξερα πως την παραμονή το βράδυ κλείνουν τα πάντα.

Για να γιορτάσω στην Γερμανία Χριστούγεννα, έπρεπε να αποκτήσω οικογένεια, έστω και …δανεική. Την απέκτησα αργότερα. Και τα τρία Χριστούγεννα που πέρασα μαζί της, έμοιαζαν υπερβατικά. Όσα έζησα μετά, μου φαίνονταν απλώς …γήινα.

Δεν ήταν μεγάλη η οικογένεια: η φίλη μου, με την οποία συζούσαμε τρία χρόνια, η μητέρα της (ο πατέρας είχε χαθεί στον πόλεμο) και ένας εξάδελφος.

Το τελετουργικό περιλάμβανε συγκέντρωση γύρω από το ωραίο δέντρο (κάθε χρόνο διαφορετικό – η μητέρα ήταν καλλιτέχνης) άνοιγμα των δώρων (σε πακέτα κάτω από το δέντρο), ρεσιτάλ παλιών Χριστουγεννιάτικων τραγουδιών (όλοι καλλίφωνοι) ένα ελαφρό δείπνο με κρασί και μετά – το καλύτερο: περπάτημα μέσα στο χιόνι προς κάποιο ναό, για να ακούσουμε την μεσονύκτια λειτουργία των Χριστουγέννων.

Το χιόνι ήταν πάντα βαθύ (το Μόναχο έχει υψόμετρο 730 μέτρα και οι Άλπεις του κλείνουν τον Νοτιά και τους Μεσογειακούς ανέμους) και το περπάτημα επίπονο. Χρατς – χρουτς τα βήματα και οι γαλότσες να βυθίζονται ως το γόνατο.

Αλλά στο τέλος του μας περίμενε ένα ορατόριο του Μπαχ, μία λειτουργία του Σούμπερτ ή του Μότσαρτ… Οι εκκλησίες έβαζαν τα δυνατά τους, οι χορωδίες τους προβάρανε πολλούς μήνες και ως σολίστες είχανε τους καλύτερους λυρικούς καλλιτέχνες από τις τρεις όπερες της πόλης.

Ναι εκεί, στις μπαρόκ εκκλησίες με τα αγγελάκια-συννεφάκια στην οροφή και την Παρθένο να κρατάει το Θείο Βρέφος αγκαλιά στον θόλο, ένιωσα πιστός, ανοιχτός στα θαύματα. Ήταν το χιόνι, το κρασί, η μουσική;

Μετά από αυτά τα Χριστούγεννα, δεν κατάφερα ποτέ πια να ανέβω στα επουράνια. Γιόρτασα Χριστούγεννα και στο Λονδίνο, με σημαιοστολισμένη την Regent Street και στο Παρίσι με φωταγωγημένα τα Ηλύσια Πεδία.  Αλλά όλες οι υπόλοιπες Χριστουγεννιάτικες γιορτές τις ζωής μου, με γεμιστές γαλοπούλες και ωραία κρασιά, απλώς με γεμίζανε με οδυνηρή νοσταλγία. Για χιόνι και Μπαχ…

Έστω: αν περάσουν χωρίς μεγάλες αβαρίες οι φετινές γιορτές, μπούμε σε ένα νέο έτος πιο φωτεινό, η επιστήμη κάνει το καθήκον της, τα εμβόλια λειτουργήσουν με προοπτική ένα εκτυφλωτικά λαμπρό καλοκαίρι – τότε ίσως τα φτωχικά εφετινά Χριστούγεννα (τέσσερεις άνθρωποι με ένα κοτόπουλο) να κλέψουν την δόξα των παλιών, με ένα τίτλο: Πώς γλυτώσαμε την πανδημία…

Υ.Γ. Κατά λάθος δημοσιεύτηκε εδώ το κείμενο που είχα γράψει για την άλλη Κυριακή με θέμα το εμβόλιο. Όσοι πρόλαβαν να το διαβάσουν θα το συναντήσουν την άλλη Κυριακή - ίσως χάσουν αυτό.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2020

Το γρουσούζικο 2020

Τι να το γράψω εγώ – με πρόλαβαν πολλοί άλλοι: Το 2020 ήταν η χειρότερη χρονιά των τελευταίων αιώνων. Ίσως η χειρότερη χρονιά της ανθρώπινης ιστορίας, αν μετρήσουμε ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες.

Μήπως προτρέχω; Έχει ακόμα ημέρες αυτός ο χρόνος. Μπορεί να γίνει και χειρότερος. Καλύτερος, δεν φαντάζομαι... Το εμβόλιο θα ανήκει στο 2021.

Άντε μετά να γιορτάσεις εθνική επέτειο. Το έθνος, σαν πληγωμένο ζώο, θα γλύφει τις πληγές του.

Δεν χάσαμε μόνο ανθρώπους και αγαθά. Χάσαμε κάτι πιο ουσιαστικό. Την εμπιστοσύνη στη ζωή. Την προοπτική του μέλλοντος. Η ανθρωπότητα προόδευε, προόδευε, πλούτιζε, βελτίωνε το προσδόκιμο επιβίωσης, νικούσε επιδημίες και αρρώστιες, πήγαινε βόλτες στο διάστημα – και ξαφνικά χάνει τα πάντα. Ο καθένας μας δεν ξέρει αν θα έχει αύριο.

Θα μου πείτε: η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μας πρόδωσαν. Κατάφεραν, σε χρόνο ρεκόρ, να νικήσουν τον κορωνοϊό.

Ναι – αυτό είναι το μόνο φωτεινό σημάδι. Αλλά δεν βιάζομαι. Το ματς τώρα αρχίζει. Σε δύο ημίχρονα απεριόριστου χρόνου. Θα περάσουν μήνες για να χαλαρώσει ο φόβος μέσα μας. Και χρόνια για να ξεπεράσουμε το σοκ.

Λέγανε για τον Κώστα Μητσοτάκη πως ήταν άτυχος. Και πραγματικά, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τις αναμφισβήτητες ικανότητές του. Όμως η μεγάλη ατυχία – κοτζάμ πανδημία – έπληξε τον γιό του.

Ωστόσο για μας είναι ευτύχημα που βρέθηκε στο τιμόνι, μέσα την θύελλα, ένας λογικός και συνεπής άνθρωπος. Που έχει τις προϋποθέσεις να πολεμήσει, ακόμα και να αντιστρέψει την κακοτυχία. Σκέπτομαι με φρίκη τι θα είχε συμβεί αν μας είχε χτυπήσει δύο χρόνια νωρίτερα κι έπρεπε να την αντιμετωπίσει το ποικιλόχρωμο «ρεμπέτ ασκέρι» του ΣΥΡΙΖΑ.

Λάθη έκανε κι ο Κυριάκος – ποιος δεν θα έκανε – αλλά πολύ λιγότερα από άλλους καπετάνιους. 

Όμως, χάρη σε αυτόν,  έχουμε – πραγματική Συνείδηση του Έθνους – την εκπληκτική μας νέα πρόεδρο, η οποία έχει ανεβάσει το επίπεδο και την ποιότητα της ελληνικής φωνής, σε υψίπεδα ως τώρα άγνωστα.

Για την Ελλάδα η πανδημία, εκτός από τραγωδία είναι και μία ευκαιρία. Ένα έθνος φοβικό μπροστά σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση, συντηρητικό και οπισθοδρομικό, αναγκάζεται να ανοιχτεί, να τολμήσει, να καινοτομήσει.

Τριάντα χρόνια αγωνίζομαι για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους. Το έτος 2000 είχα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο: «Ψηφιακή Ζωή». Ήταν μία εισαγωγή στο μέλλον, μία περιήγηση στα θαύματα της νέας τεχνολογίας. Η αποτυχία του υπήρξε παταγώδης. Οι βιβλιοπώλες μου έλεγαν ότι κανένας πελάτης δεν έδειχνε ενδιαφέρον. «Τι μας νοιάζει εμάς η ψηφιακή τεχνολογία;» έλεγαν.

Τώρα, την εφαρμόζουν. Ακόμα και για να βγουν από το σπίτι τους. Και, αναγκαστικά, θα την εφαρμόσουν πολύ περισσότερο στους μήνες που έρχονται. «Ουδέν κακόν αμιγές…».

Αν φερθούμε έξυπνα (και ευτυχώς υπάρχουν ευφυείς και γνώστες άνθρωποι στην κυβέρνηση) θα χρησιμοποιήσουμε την θύελλα της πανδημίας σαν προωθητική δύναμη. Για να ταράξουμε τον νήδυμον ύπνον της αυταρέσκειας του έθνους.

Η πανδημία μας έμαθε πολλά θετικά: Την σημασία της πειθαρχίας. Την σημασία της κρατικής περίθαλψης (η ώρα του ΕΣΥ). Την ποιότητα των επιστημόνων μας. Την αξία και τις δυνατότητες της τεχνολογίας. Και ένα αρνητικό: Την υστέρηση, την μούχλα και τον συντηρητισμό της Ελληνορθόδοξης εκκλησίας. 

Ας ευχηθούμε πως θα έρθει σύντομα το τέλος της επώδυνης αυτής περιπέτειας, για να δώσει τη θέση της σε ένα καινούργιο και λαμπερό ξεκίνημα. Έτσι που να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από το 1821, με μία νέα επανάσταση. 


Κυριακή, Δεκεμβρίου 06, 2020

Η ιστορία μιας γάτας

Μπήκαμε στον Δεκέμβριο. Καιρός να ξεχάσουμε κρίσεις και πανδημίες και να αφηγηθούμε ιστορίες. Ο τελευταίος μήνας του χρόνου, που ταυτίζεται με το μεγάλο αφήγημα του Χριστιανισμού, είναι εποχή για παραμύθια και διηγήσεις. Πάντα  φαντάζομαι τον Δεκέμβριο σαν ένα μεγάλο αναμμένο τζάκι, με ένα παππού που ξετυλίγει την  «κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε της μπάτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινίσει».

Παππούς δεν έγινα, παρά μόνο στην ηλικία και το παραμύθι που θα πω είναι μία εντελώς αληθινή ιστορία. Δανείστηκα τον τίτλο από τον μακρινό μου πρόγονο τον Ροΐδη (το μεγάλο πορτραίτο στο πατρικό μου λένε πως απεικονίζει την μητέρα του: «Νόνα Κορηώ» μας την έλεγαν παιδιά – Κοραλία ήταν το πραγματικό της όνομα).

Αντίθετα με την γάτα του Ροΐδη, που είχε ωραία ζωή και κακό τέλος, η γάτα της δικής μου ιστορίας ήταν άτυχη και πολύ δυστυχισμένη.

Εμφανίστηκε μία μέρα, ξαφνικά, ανάμεσα στις αδέσποτες που τάιζα στο εξοχικό μας. Δεν την είχα ξαναδεί ως τότε. Ήταν κάτασπρη, με λίγο καφέ στα πίσω πόδια και την ουρά και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Αυτά τα μάτια της χάρισαν και το όνομά της. Μία φίλη μας, Ιταλίδα,  όταν τα είδε έμεινε έκπληκτη από το χρώμα τους και το προσδιόρισε στην δική της γλώσσα: «Azzurro!» που πάει να πει Ιταλικά «γαλάζιο». Έτσι η γατούλα βαφτίστηκε «Ατσούρο». 

Το Ατσούρο είχε τελείως άλλη συμπεριφορά από τις αδέσποτες που τριγύριζαν στον κήπο περιμένοντας το συσσίτιο. Ενώ οι άλλες, αν τύχαινε κατά λάθος να βρεθούν μέσα στο σπίτι, πάθαιναν πανικό και άρχιζαν να σκαρφαλώνουν στους τοίχους ή να πηδάνε στα κλειστά παράθυρα, το Ατσούρο, από την πρώτη μέρα μπήκε μέσα στο σπίτι, πήδηξε επάνω στο πάσο της κουζίνας και περίμενε να το σερβίρουν. Και μάλιστα όχι με ότι και ότι. Δεν γύρισε ούτε να μυρίσει τις φτηνές κονσέρβες των αδέσποτων και τελικά, με αρκετή συγκατάβαση δέχθηκε να φάει ένα ακριβό πατέ.

Στην αρχή νόμισα πως το είχε σκάσει από κάποιο κοντινό σπίτι όπου ήταν επίσημη γάτα του σπιτιού και σύντομα θα ξαναγύριζε. Όμως ούτε τυπική σπιτόγατα ήταν. Ένιωθε άνετα μέσα στο σπίτι αλλά ποτέ, σε όλη της τη ζωή, δεν πήδηξε στα γόνατά μου. Αν την χάιδευες δεχόταν με συγκατάβαση το χάδι, γουργούριζε πολύ διακριτικά, αλλά φαινόταν ότι δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνουν οι πολλές οικειότητες. 

Ξαφνικά μια μέρα το Ατσούρο χάθηκε. Δεν ήρθε ούτε για φαί. Ούτε την επόμενη   . Τελικά το ανακάλυψε η γυναίκα μου, μισοπεθαμένο, έξω από το σπίτι. Είχε πιαστεί το δεξί μπροστινό της πόδι σε δόκανο (είναι δρυμός η περιοχή και κυκλοφορούν αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες). Στην προσπάθειά της να το ελευθερώσει διέλυσε όλους τους μυς και είχε μείνει το κόκκαλο. Από την αιμορραγία είχε πια χάσει τις αισθήσεις της και ήταν ετοιμοθάνατη.

Την κουβαλήσαμε στον κτηνίατρο, περισσότερο για ευθανασία. Όμως εκείνος δεν ήθελε να καταθέσει τα όπλα. «Το πόδι δεν σώζεται με τίποτα» μας είπε, «αλλά αν το ακρωτηριάσω από την άρθρωση θα μάθει να κινείται μια χαρά».

Κατά την διάρκεια της επέμβασης, η γάτα πέθανε δύο φορές και χρειάστηκε να γίνει ανάνηψη. Τελικά επέζησε και ως ΑΜΕΑ κέρδισε μία θέση στο σπίτι της πόλης όπου δεν υπάρχουν δόκανα και άγρια ζώα.

Έζησε έτσι τρίποδη δώδεκα χρόνια ακόμα. (Δεν ξέρουμε πόσων ετών ήταν όταν πρωτοεμφανίστηκε – πάντως ήταν πλήρως ανεπτυγμένη – έστω και μικρόσωμη). Εξακολουθούσε να είναι μία ιδιότυπη προσωπικότητα. Ήξερε πάντα τι ώρα τρώμε και έπαιρνε εγκαίρως θέση δίπλα στην καρέκλα μου. Αν της άρεσε το φαΐ έτρωγε περισσότερο από μένα. Όλα τα χρόνια που έζησε κοντά μας ήταν άρρωστη: υπέφερε από χρόνια βρογχίτιδα (φοβερές κρίσεις που κάθε φορά νόμιζα πως ήρθε το τέλος) πεπτικά, έντερικά. Το πόδι που της έλειπε δεν την ενοχλούσε καθόλου και μπορούσε να γίνει πολύ επιθετική, παρά την αναπηρία της. Χάδια πολλά δεν δεχόταν – αλλά βλέπαμε μαζί τηλεόραση (έπρεπε να της κάνω οπωσδήποτε δίπλα μου θέση). Στο τέλος είχε πάθει άνοια και ακράτεια. Όταν την πήγαμε στον κτηνίατρο να την κοιμίσουμε, πέθανε σχεδόν πριν από την ένεση.

Ήταν μία γενναία γάτα.