Κυριακή, Ιουλίου 28, 2019

Καλημέρα κύριε Ροΐδη!


Έχω μία πολύ μακρινή οικογενειακή συγγένεια με τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Η προσωπογραφία της μητέρας του, Κορνηλίας, το γένος Ροδοκανάκη, κρέμεται στην οικογενειακή πινακοθήκη. Η αδελφή της παντρεύτηκε έναν δικό μου πρόγονο.

Έχω μία πολύ στενή πνευματική συγγένεια με τον Εμμανουήλ Ροΐδη. Ήταν ο συγγραφέας «που με ξύπνησε από τον δογματικό μου ύπνο» όπως είπε ο Καντ για τον Χιουμ. Η βαθειά ευφυΐα του, η καλλιέργειά του και κυρίως το πνευματικό του ήθος, στάθηκαν πρότυπο για μένα. Του έχω αφιερώσει το πιο γνωστό μου βιβλίο, σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης.

Τελικά έχω καταλήξει ότι οι Έλληνες πνευματικοί άνθρωποι κατά βάθος ανήκουν σε δύο κατηγορίες: τους Ροϊδικούς και τους Παπαδιαμαντικούς – ή, αν θέλετε, τους Δυτικόφρονες και Παραδοσιακούς. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που χρειάζεται πολλή ανάπτυξη – το έχω αναπτύξει αλλού.

Πώς και θυμήθηκα ξαφνικά τον Ροΐδη;

Εδώ και εκατόν σαράντα πέντε χρόνια, στο περιοδικό 
«Ασμοδαίος» που εξέδιδε, ο  Ροΐδης είχε γράψει σε μία από τις πανέξυπνες «Σκνίπες» του:

«Καθ’ ήν ώραν πίπτει βροχή νομοσχεδίων, λαμβάνει και ο «Ασμοδαίος» το θάρρος να υποβάλλει το ακόλουθον: «Περί τηρήσεως των κειμένων νόμων».

Και άλλου είχε γράψει ο ίδιος: «Εν Ελλάδι, ενός νόμου χρείαν έχομεν: Περί τηρήσεως των κειμένων νόμων».

Ενάμιση αιώνα μετά, εξακολουθεί η πρόταση να ισχύει.

Θυμήθηκα λοιπόν τον  Ροΐδη και την πρότασή του, όταν ο νέος μας πρωθυπουργός μας δήλωσε στη Βουλή ότι: «θα τηρηθεί αυστηρά ο αντικαπνιστικός νόμος».

Μα καλά, θα μου πείτε, τόσα άλλα πιο σημαντικά πράγματα είπε ο πρωθυπουργός, εσύ στον αντικαπνιστικό κόλλησες;

Δεν καταλαβαίνετε, αγαπητοί αναγνώστες. Αν καταφέρει να τηρήσει τον αντικαπνιστικό νόμο, θα έχει κάνει την μεγαλύτερη επανάσταση στην Ελληνική ιστορία μετά το 1821.

Όχι μόνο γιατί είναι σημαντικός νόμος επειδή βασίζεται στον σεβασμό των άλλων. Όχι μόνο γιατί τον τηρούν αυστηρά Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι  – ως και οι ατίθασοι Ιταλοί και οι θεριακλήδες Τούρκοι!

Αλλά διότι το πρόβλημα της χώρας αυτής είναι αυτό που επισήμανε ο Ροΐδης. Νόμοι υπάρχουν, πολλοί σωστοί, μελετημένοι, σοβαροί. Αλλά δεν τηρούνται!

Όλοι περνάνε με κόκκινο.

Ε, λοιπόν, αυτό θέλω να το δω, πριν πεθάνω. Να τηρηθεί στην Ελλάδα ένας νόμος, αυστηρά, απαρέγκλιτα, χωρίς παραθυράκια και εξαιρέσεις.

Και να δικαιωθεί ο Ροΐδης – όπου κι αν βρίσκεται.

Διότι αν (το λέω και τρέμω) μάθουμε να ακολουθούμε τους νόμους, δηλαδή να σκεπτόμαστε και να πράττουμε ορθολογικά και με τάξη, θα έχουμε λύσει το πιο βασικό πρόβλημα της Ελλάδας.

Διακόσια χρόνια τώρα παλεύουμε παρανομώντας και εξαπατώντας ο ένας τον άλλον. Με το κράτος συχνά να κλείνει τα μάτια.

Και ξαφνικά θα τηρήσουμε ένα δύσκολο νόμο; (Δύσκολο, γιατί θίγει το κυρίαρχο θυμικό μας).

Ίσως και μόνο γι αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να μείνει στην ιστορία…

Κυριακή, Ιουλίου 21, 2019

Υπέρ της αρνητικής κριτικής



Αναφέρομαι στην κριτική της τέχνης και ιδιαίτερα της δικής μου – των λόγων.

Είμαι βέβαιος πως ο αναγνώστης θα έχει προσέξει το γεγονός πως στις στήλες για το βιβλίο που δημοσιεύονται κυρίως στις κυριακάτικες εφημερίδες, το 90% των βιβλιοκριτικών είναι επαινετικές για τα κείμενα που παρουσιάζουν. 

Όταν πριν πολλά χρόνια είχα κάνει αυτή την παρατήρηση σε ένα γνωστό – τότε – κριτικό, είχα εισπράξει την εξής απάντηση: «Εδώ δεν έχουμε αρκετό χώρο για να κρίνουμε τα καλά βιβλία – θα σπαταλάμε χώρο και χρόνο για τα σκάρτα;»

Η αντίρρηση φαινόταν λογική – αλλά δεν με έπεισε. Γιατί πίστευα – και πιστεύω – πως η αρνητική κριτική βοηθάει περισσότερο, τόσο τους συγγραφείς να γράφουν καλύτερα, όσο και τους αναγνώστες να διαμορφώνουν κριτήρια αξιολόγησης.

Αλλά για ποια κριτική μιλάμε; Στη χώρα μας τα περισσότερα έντυπα δεν ασκούν καν κριτική – κάνουν απλώς παρουσίαση βιβλίων. Άλλωστε, η κριτική, ιδιαίτερα στη χώρα μας, είναι δύσκολη και απαιτητική δουλειά. Να πως την ορίζει ο (εν αποστρατεία) κορυφαίος μας κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, στο νέο του βιβλίο: «Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας»:

«Στην Ελλάδα η δημοσιευμένη κριτική θεωρείται κατά παράδοση εξυπηρέτηση φίλων ή διαπόμπευση εχθρών. Η κριτική βάσει αρχών είναι τόσο ξένη προς τα πνευματικά ήθη μας, ώστε μας φαίνεται ότι έχει κάτι το απάνθρωπο, αφού της λείπουν τα προσωπικά κίνητρα».

Τέτοια ήταν και η δική μου πρώτη εντύπωση από την ελληνική πιάτσα. Έβλεπα με έκπληξη να γίνεται ανοιχτή συναλλαγή. «Γράψε μου και θα ανταποδώσω».  Όταν κάποιος έγραψε αρνητικά για ένα κείμενό μου, η αντίδραση που άκουσα από όλους δεν αφορούσε το κείμενο, αλλά την σχέση μας: «Τι του έχεις κάνει αυτού;»

Όχι, ο Έλληνας Μπιελίνσκυ, ο σοφός κριτικός που επάνω του στηρίχτηκε όλος ο λαμπρός ρωσικός 19ος αιώνας, δεν φάνηκε ακόμα εδώ.

Οι Έλληνες έχουν κάνει το ad hominem τρόπο ζωής. Δεν έχει σημασία το ΤΙ κάνει κάποιος – αλλά ΠΟΙΟΣ. Έτσι απονέμονται οι έπαινοι, μοιράζονται τα βραβεία, καταξιώνονται οι αξίες. Όπως γράφει ο Κούρτοβικ, εδώ βασιλεύει η παρεοκρατία. Οι παρέες κάνουν ιστορία. «Λιγότερο γράφοντας… και περισσότερο σβήνοντας».

Η ζημιά που προκύπτει από αυτή τη μέθοδο είναι μεγάλη. Η κριτική χάνει έτσι την αξία της μια και δεν πατάει σε αξιολογικά θεμέλια αλλά σε κοινωνικές σχέσεις. Ο νέος ταλαντούχος συγγραφέας ή ποιητής δεν βοηθιέται καθόλου. Αν τον επαινέσουν θα εφησυχάσει (και θα επαναλαμβάνεται εσαεί) κι αν τον κατακρίνουν μπορεί να απογοητευθεί και να αποσυρθεί.

Η ελληνική λογοτεχνική σκηνή είναι γεμάτη από παρ΄ ολίγον ιδιοφυίες. Η σωστή κριτική θα μπορούσε να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Ακόμα και δόκιμοι, βραβευμένοι συγγραφείς μας θα μπορούσαν να ωφεληθούν. Κυκλοφορούν αρκετά «παρ’ ολίγον αριστουργήματα». Με μία σωστή κριτική θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε «Το Μεγάλο Ελληνικό Μυθιστόρημα» (κατά το “Great American Novel” που κυνηγούν οι Αμερικανοί).

Πέρα από όλα αυτά, μια οξεία αρνητική κριτική είναι και αναγνωστική απόλαυση. Ούτε επαινετικές παπάρες, ούτε μάταιες κοινοτοπίες – αλλά ξέσκισμα: αιχμές και πνεύμα. Η ειρωνεία μπορεί να γίνει καλός παιδαγωγός – ακόμα και ο σαρκασμός.

Σπάνιο πρόσφατο παράδειγμα: στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 13.7.19, ο πρύτανης της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, Δημήτρης Ραυτόπουλος, γράφει ένα υπόδειγμα αρνητικής κριτικής, αναλύοντας μία δίτομη «Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος» που (περιέργως) εξέδωσε σοβαρός πανεπιστημιακός εκδοτικός οίκος. Μετά την ανάγνωση της κριτικής δεν έχει μείνει παρά μόνον απορία: καλά ο μεταφραστής και ανθολόγος, μάλλον δεν ήξερε καλά ρωσικά. Αλλά ούτε και ελληνικά; Και ο υπεύθυνος της έκδοσης, ούτε καν ανάγνωση;

Κυριακή, Ιουλίου 14, 2019

Να λοιπόν και η ομάδα!


Δεν φαντάζομαι ο Πρωθυπουργός να διάβασε το blog μου της 13ης Ιουλίου… 

Πάντως, κι αν δεν το διάβασε, μου απάντησε με τον καλύτερο τρόπο.

Εν όψει μίας ριζικής αναδιάρθρωσης και μεταρρύθμισης των πάντων, ρωτούσα πώς, με ποια ομάδα, θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Γιατί εγώ έβλεπα τους γνωστούς, παλαιούς, συνήθεις ύποπτους, που δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις ούτε με την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση ούτε με τις νέες οικονομοτεχνικές μεθόδους.

Η απάντησή του ήταν αποστομωτική: 21 νέοι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί που τα βιογραφικά τους μπορούσαν να πείσουν και τον πιο απαιτητικό διευθύνοντα σύμβουλο. Τέλεια εργαλεία για την ριζική ανατροπή που χρειαζόμαστε.

Τους καμάρωσα λοιπόν στην ορκωμοσία – αν και με ενόχλησε η μαυρίλα του παπαδαριού (ίσως η μερική ελάττωσή του να ήταν η μόνη προοδευτική προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ).

Όμως, και το τελειότερο εργαλείο είναι άχρηστο – αν όχι και επιζήμιο – αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά. Έχω ζήσει την περιπέτεια εξωκοινοβουλευτικού υπουργού που τον καλούσαν μόνο για να υπογράφει αποφάσεις (και μάλιστα της αρμοδιότητάς του!) τις 
οποίες ούτε καν γνώριζε.

Φυσικά παραιτήθηκε πολύ σύντομα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η γραφειοκρατία για να προστατεύσει τα δικά της προνόμια, κάνει ένα προστατευτικό κλοιό γύρω στον υπουργό που τον αποξενώνει από τους συμβούλους του.

Δεν αρκεί να φέρεις μερικά ανοιχτά μυαλά σε μία κρατική 
υπηρεσία. Πρέπει να ανοίξεις και τα μυαλά των μονίμων, για να καταλαβαίνουν και να επικοινωνούν. Συνήθως ζουν σε διαφορετικούς κόσμους.

Θυμάμαι πάντα τι μου είχε εξομολογηθεί ένα χουντικός συνταγματάρχης: «Εμείς θέλαμε να κάνουμε μία πραγματική επανάσταση. Είχαμε αποφασίσει ως και την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων!» (Την είχαν αναγγείλει κι όλας – στην αρχή). «Αλλά οι γραφειοκράτες μας τύλιξαν σε μία κόλλα χαρτί».

(Η «αντιστασιακή» γραφειοκρατία…).

Είκοσι ένας εξωκοινοβουλευτικοί, από δέκα προτάσεις ο καθένας (τουλάχιστον) και άλλες τόσες αντιπροτάσεις και παραλλαγές, κάνουν έναν ωραίο κυκεώνα. Χαρά στον μαέστρο που θα συντονίσει μία τέτοια ορχήστρα!

Τώρα θα με πούνε αχάριστο. Ζήτησα μία ομάδα, μου έφεραν μία διπλή εθνική επιλέκτων, και πάλι γκρινιάζω!

Λάθος. Δεν γκρινιάζω. Προσπαθώ να προβλέψω προβλήματα και να προτείνω λύσεις. Μια πιο σοβαρή είναι να οργανωθούν ταχύρρυθμα αλλά υποχρεωτικά σεμινάρια εκπαίδευσης στις νέες τεχνολογίες. Με κάτι τέτοια, τα κρατίδια της Βαλτικής ψηφιοποιήθηκαν 100% μέσα σε 2-3 χρόνια.

Ανάμεσα στους εξωκοινοβουλευτικούς και το υπαλληλικό προσωπικό, υπάρχει χάος. Είναι πολύ δύσκολο να το δρασκελίσεις. 

Το Ελληνικό Κράτος ζει και εργάζεται στο 19ο αιώνα. Τέτοιο είναι το σύστημα που ακολουθούν. Έχουν υπολογιστές αλλά τους χρησιμοποιούν  σαν εργαλεία καταλόγων για το πρωτόκολλο και το αρχείο των φακέλων. Ψάχνουν στην οθόνη και μετά πάνε και φέρνουν ένα φάκελο – τρία κιλά χειρόγραφα. Με ρωτούν συχνά αν έχω …φαξ. (Υπάρχει και στις φόρμες των αιτήσεων). Προσπαθώ να εξηγήσω ότι το φαξ έχει πεθάνει εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον. 

Ναι μεν ζούμε στο εικοστό πρώτο αιώνα, αλλά η ταχύτητα των εξελίξεων είναι τέτοια που κάθε χρόνο πηδάμε μία δεκαετία.

Οι ρίζες ξεκινάνε από την πρωτοβάθμια παιδεία (Αχ κυρία Κεραμέως μου, τι πάθατε! Εκτός από τα παιδιά πρέπει να εκπαιδεύσετε και δασκάλους…).

Τέλος πάντων – ας ελπίσουμε πως όλα θα πάνε καλά γιατί διαθέτουμε τον Ρεχάγκελ των πρωθυπουργών!

(Υ. Γ. Μία τρελή ιδέα θα ήταν να υποχρεωθούν όλα τα στελέχη των υπουργείων – αλλά και οι εξωκοινοβουλευτικοί – να παρακολουθήσουν μία σειρά από τις κλασικές πια εκπομπές του BBC: “Yes Minister!”. Όπου φαίνεται πώς η γραφειοκρατία τυλίγει και δένει χειροπόδαρα τους υπουργούς).

Σάββατο, Ιουλίου 06, 2019

Διακοπή – διακοπών!

Αυτό που δεν έκανα ποτέ νεότερος – όταν ήταν πιο εύκολο – έχω την πρόθεση να το κάνω τώρα.

Δεν μπορώ να αναβάλω τις διακοπές μου (υπάρχουν ανειλημμένες υποχρεώσεις, από πολύ παλαιότερα – όταν οι εκλογές ήταν να γίνουν τον Οκτώβριο) και οι άνθρωποί μου, που συμμετέχουν, έχουν έρθει από τους Αντίποδες, για να είμαστε μαζί.

Αλλά αν δεν μπορώ να τις αναβάλλω, μπορώ πάντα να τις διακόψω. 

Αυτό κοστίζει σε χρήματα και σε κόπο. Πρέπει να σηκωθώ χαράματα, να ταξιδέψω ώρες αλέ-ρετούρ, να ταλαιπωρηθώ στα 84 χρόνια μου, αλλά ακριβώς γι αυτό πρέπει να γίνει.

Ακριβώς επειδή είμαι 84 ετών (σε δύο μήνες 85) και μπορεί αυτή η ψηφοφορία να είναι η τελευταία μου.

Θέλω, πριν να πεθάνω, να δω την Ελλάδα να ελευθερώνεται από την παράνοια.

Δεν έχω ψευδαισθήσεις. Δεν πιστεύω ότι η Νέα Δημοκρατία θα επιτελέσει θαύματα, θα λύσει όλα τα προβλήματα της χώρας. Είναι μία εν πολλαίς αμαρτίαις γηράσασα παράταξη που σέρνει μαζί της πολλά βαρίδια. Και έχει σοβαρές ευθύνες και για την δημιουργία της κρίσης και την αρχική αντιμετώπισή της. Ποιος δεν θυμάται τα «Ζάππεια» του Σαμαρά και τον «Αντιμνημονιακό Αγώνα»;

Πιστεύω όμως ότι έμαθε πολλά. Ότι η νέα της ηγεσία έχει διδαχθεί από τα σφάλματα των παλαιότερων. Και ότι βρε αδερφέ, είναι μία παράταξη αξιοπρεπής, σοβαρή, αστική (ναι – όχι «ελιτ»!).

Ο ίδιος ο τρόπος που διεξάγει τον προεκλογικό αγώνα, χωρίς υπερσυγκεντρώσεις, λαοθάλασσες, εμβατήρια και «Κάρμινα Μπουράνα» (καημένε Όρφ!) δείχνει πως προέρχεται από έναν άλλο, πιο πολιτισμένο κόσμο.

Δεν αντέχω άλλους «Γερμανοτσολιάδες», «αγανακτισμενους», «Κουίσλινγκ», ούτε  βέβαια ένδοξα πρότυπα σφαγέων: (Μάο, Στάλιν, Πολ Ποτ). Ούτε υποσχέσεις Θεσσαλονίκης μη πραγματοποιήσιμες α priori. Και δημοψηφίσματα ακατάληπτα που οδηγούν σε δεκαεπτάωρες διαπραγματεύσεις και colotoumbes.

Οι «Ρουβίκωνες» που διάλεξαν το πιο λάθος όνομα για την παρέα τους, ας πάνε να κολυμπήσουν στα ρηχά κόκκινα νερά του – αλλά να μην ξεχάσουν την πιο ένδοξη συνέχεια: Βγαίνοντας, να αναφωνήσουν εν χορώ: «Alea jacta est!» (Ας ανοίξουν και κανένα Λατινικό λεξικό!).

Βλέπω αυτές τις εκλογές σαν μία διαδικασία κάθαρσης: από το συστηματικό ψεύδος, την φτηνή προπαγάνδα, την χυδαία ύβρη. Όχι, σε εκατόν εξήντα χρόνια κοινοβουλευτικού βίου, άλλον Πολλάκη δεν βγάλαμε.

Γι αυτά – και όχι μόνο – θα διακόψω τις διακοπές μου. Το τι θα γίνει μετά, είναι μία άλλη ιστορία που δεν με απασχολεί ακόμα. 

Τώρα δεν ψηφίζω – καταψηφίζω.