Κυριακή, Απριλίου 26, 2020

Η αμηχανία των πιστών


Όλες αυτές τις μέρες της πανδημίας και της καραντίνας σκέπτομαι τους πιστούς των διαφόρων θρησκειών. Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν ότι ζούνε μέσα σε ένα οργανωμένο σύμπαν το οποίο δημιούργησε και κυβερνάει ένα υπέρτατο όν. Που έχει πολλά διαφορετικά ονόματα, αλλά ορισμένες σαφείς ιδιότητες: είναι παντοδύναμο, είναι πάνσοφο, και, στις περισσότερες περιπτώσεις, πανάγαθο.

Τώρα, πώς συμβιβάζεται ένα τέτοιο σύμπαν, με τον κορωνοϊό; Ο οποίος σκοτώνει, με φρικτό τρόπο, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη. Μία τέτοια κατάσταση μας επιστρέφει στα θρανία του γυμνασίου όπου το βασικό ερώτημα στον καθηγητή της Θεολογίας ήταν τα απλοϊκό αλλά άλυτο: «Αφού ο Θεός είναι παντοδύναμος και πανάγαθος, πώς επιτρέπει την ύπαρξη του Κακού στον κόσμο; Είτε δεν μπορεί να το καταργήσει (οπότε δεν είναι παντοδύναμος) είτε δε θέλει (οπότε δεν είναι πανάγαθος)».

Φιλοσοφία σπούδασα, και άρα ξέρω τις περισσότερες απαντήσεις που έχουν δώσει σοφοί θεολόγοι και φιλόσοφοι για πολλούς αιώνες. («Για να μας δοκιμάσει», «για να μας τιμωρήσει», κλπ.). 

Ολόκληρος κλάδος της φιλοσοφίας ονομάζεται «Θεοδικία» (Δίκη του Θεού) με κορυφαίο το ομώνυμο σύγγραμμα του Leibnitz (1710) που κορόιδευε ο Βολταίρος. Εκεί ο Leibnitz υποστηρίζει ότι ο Θεός έφτιαξε «τον καλύτερο των δυνατών κόσμων» όπου τα Δεινά ήταν απαραίτητα για την ανάδειξη του Καλού. Καμία από αυτές τις θεωρίες δεν με έχει πείσει – ιδιαίτερα εκείνη που μιλάει για τιμωρία στις αμαρτίες μας. Δεν καταλαβαίνω καν την έννοια της αμαρτίας. Είναι μία εφεύρεση Ιουδαϊκή (ειδικά το «προπατορικό αμάρτημα», που υποδουλώνει όλους τους ανθρώπους). Οι αρχαίοι έλληνες δεν γνώριζαν την λέξη με αυτή την έννοια.

Γι αυτό και το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να αμφιβάλλω. Δεν με πείθει η ιδέα ενός σύμπαντος που δημιουργήθηκε από ένα υπέρτατο ον, το οποίο και ευθύνεται για την (καλή ή κακή) λειτουργία του. Είμαι άθεος; Όχι, απαραιτήτως. Είμαι αγνωστικιστής: δηλαδή ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, που έχει μόνο ερωτήματα για τα μυστήρια της ζωής και του σύμπαντος. Όχι τα επιστημονικά (αυτά σιγά σιγά τα απαντάμε) αλλά τα ερωτήματα περί του νοήματος. Αυτά για τα οποία ο Camus γράφει: «Ο άνθρωπος ρωτάει, το σύμπαν δεν απαντάει».

Ποιο είναι το νόημα μια ζωής που, όπως κι αν την ζήσεις, θα τελειώσει απαρέγκλιτα με θάνατο. («Καμιά ζωή δεν έχει Happy End»). Ποιο είναι το νόημα ενός σεισμού,  ενός τσουνάμι, ενός καρκίνου, μιας πανδημίας;

Πώς είναι δυνατόν οι ίδιες οι θρησκείες να αποτελούν κίνητρο πολέμων και σφαγών, όταν όλοι οι θεοί τους διδάσκουν την καλοσύνη. Και ακόμα χειρότερα: πώς γίνεται οι οπαδοί της ίδιας θρησκείας να αντιμάχονται μεταξύ τους (Μουσουλμάνοι: Σιίτες και Σουνίτες, Χριστιανοί: Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι – ποιος ξεχνά την «Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου;») Ακόμα και οι πιο ειρηνόφιλοι πιστοί, οι Βουδιστές, πήραν όπλα και διαπράττουν γενοκτονίες!

Και οι τρεις θρησκείες οι συγγενικές, που μοιράζονται τους Αγίους Τόπους τους,  ερίζουν και πολεμάνε; (Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Άσπονδοι Αδελφοί»!)

Κάτι δεν πάει καλά με την ανθρωπότητα. Σίγουρα φταίμε κι εμείς, που δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συμφωνήσουμε σε βασικά θέματα όπως η κλιματική αλλαγή. Αλλά ο κόσμος είναι σε άθλια κατάσταση, πέρα από τις δικές μας διαφωνίες. Κι ενώ χάρη στην επιστήμη και την τεχνολογία έχουμε νικήσει δεκάδες αρρώστιες, έχουμε διπλασιάσει το προσδόκιμο επιβίωσης του ανθρώπου, προχωρούμε προς την εξάλειψη της πείνας και της απόλυτης φτώχειας – η τύχη (ή ο Θεός;) μας στέλνουν μία πανδημία που όμοιά της δεν έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Προσπαθώ να μπω στη θέση ενός πιστού Χριστιανού που προσεύχεται στον Θεό του. Τι του ζητάει; Να τον προστατέψει από την πανούκλα; Αλλά από πού και γιατί προέκυψε αυτή;

Γι αυτό και συμπάσχω, εγώ ο άπιστος, με όλους τους πιστούς, στην εναγώνιά τους αμηχανία.

Σάββατο, Απριλίου 18, 2020

Το Πάσχα, η Πόρσε και η πρώτη πίτσα


(Μια παλιά ιστορία που αφιερώνω σε όσους δεν θα απολαύσουν φέτος τον οβελία τους).

Εξήντα χρόνια πίσω. Είμαι στην Γερμανία. Ο φίλος μου Bodo B., σκηνοθέτης πολύ επιτυχημένος στον τομέα των ντοκιμαντέρ και βιομηχανικών ταινιών, έχει αποκτήσει την πρώτη του Πόρσε. Είναι το κλασικό πια μοντέλο 356 A, κάμπριο, αυστηρά διθέσιο και θορυβώδες. Στην πραγματικότητα είναι ένα διασκευασμένος και «πουσαρισμένος» αερόψυκτος Φολκσβάγκεν σκαραβαίος. (Κι αυτός δημιούργημα του δόκτορος Πόρσε).

Μια Κυριακή πρωί με παίρνει τηλέφωνο. Η φίλη του απουσιάζει (λίγο καιρό αργότερα τους πάντρεψα) είναι ωραία ημέρα, έχει κέφι για βόλτα και θέλει παρέα. Είμαι για μία περιήγηση στις Άλπεις;

Αν είμαι λέει! Πετάω την σκούφια μου!

«Πάρε μαζί και το διαβατήριό σου», μου λέει, «μπορεί να μπούμε στην Αυστρία».

Η Αυστρία από το Μόναχο απέχει περίπου 90 χιλιόμετρα. Ωραίος δρόμος, autobahn, η περιοχή εκτός από γραφικά χωριά διαθέτει το υψηλότερο βουνό των Γερμανικών Άλπεων (Zugspitze, τρεις χιλιάδες μέτρα) και ένα περιώνυμο καζίνο στο Garmisch-Partenkirchen όπου μερικοί Έλληνες φοιτητές έχαναν τα δίδακτρα που με κόπο τους έστελναν οι οικογένειες.

Φεύγουμε, ο καιρός είναι θαυμάσιος, μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα, αλλά ψυχρός λόγω υψομέτρου (ήδη το Μόναχο είναι στα 520 μέτρα και τα χωριά που λέμε να επισκεφθούμε είναι πάνω από 900 μέτρα). Ευτυχώς πρόλαβα να πάρω ένα σκούφο διότι ο Bodo επιμένει να έχει το κάμπριο ανοιχτό – και έχει δίκιο. Άμα κλείνεις την κουκούλα γίνεται αρκετά κλειστοφοβικό.

Συνειδητοποιώ ότι στην Ελλάδα είναι Κυριακή του Πάσχα και το λέω στον συνοδηγό μου ο οποίος δεν έχει ιδέαν από γιορτές και δεν ξέρει αν το δικό τους Πάσχα έχει ήδη περάσει ή έρχεται. (Έτσι κι αλλιώς το Πάσχα στην Γερμανία περνάει σχεδόν απαρατήρητο, αντίθετα με τα Χριστούγεννα, που είναι η μεγάλη γιορτή του χρόνου).

Φτάνουμε κάποτε στο ωραίο χωριό Ehrwald μέσα στο χιόνι, παρκάρουμε, παίρνουμε το τελεφερίκ και ανεβαίνουμε στην ψηλότερη κορφή του βουνού. Υπέροχο το πανόραμα όλων σχεδόν των Άλπεων.

Κατεβαίνουμε, είναι πια μεσημέρι, ψάχνουμε να βρούμε κάπου να φάμε. Ο φίλος ξέρει ένα καλό μαγαζί λίγο έξω από το χωριό. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, αλλά το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. Βλάβη σε καινούργιο αμάξι;

Εγώ υποθέτω ότι επειδή μόνο δύο εβδομάδες το έχει ο Bodo, προφανώς δεν το ξέρει καλά και κάνει κάποιο λάθος. Ξεχνάμε το εστιατόριο, (το στομάχι μου όχι) και ψάχνουμε να βρούμε συνεργείο.

Ένα μόνο υπάρχει στο χωριό, όπως μαθαίνουμε, αλλά λόγω Κυριακής είναι κλειστό. Ο Bodo είναι έξαλλος και πανικόβλητος. 

Αρχίζουμε να ρωτάμε τους περαστικούς αν ξέρουν από Porsche. Αλλά πού να ξέρουν, είναι καινούργια μάρκα και νέο μοντέλο.

Προτείνω να τσιμπήσουμε κάτι και να συνεχίσουμε μετά την έρευνα – αλλά ο δυστυχής κάτοχος του αυτοκινήτου δεν ακούει τίποτα. Έχει περιπέσει σε βαθιά κατάθλιψη.

Κάπου στις πέντε το απόγευμα, ενώ αρχίζει να πέφτει το σούρουπο, κάνει άλλη μία προσπάθεια – και ω! του θαύματος το αμάξι παίρνει μπροστά. «Φεύγουμε» λέει ο οδηγός, «δεν ρισκάρω να το σβήσω, μπορεί πάλι να μπλοκάρει». Κοντεύω να λιποθυμήσω από την πείνα.

Στον δρόμο, είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω, υπάρχει ένα μεγάλο συγκρότημα με βενζινάδικο, μίνι μάρκετ, καφενείο και μικρό συνεργείο.

«Σταμάτα» του λέω, «εδώ έχει και συνεργείο αν χρειαστεί». Σταματάει, κατεβαίνουμε και ψάχνουμε τι μπορούμε να φάμε. Κανονικά η κουζίνα έχει κλείσει, αλλά ο Ιταλός σερβιτόρος μας προτείνει να μας φτιάξει μία πίτσα μεγάλη, για δύο. «Τον φούρνο για τις πίτσες δεν τον σβήνουμε όλη μέρα» μας λέει.

Κι έτσι έγινε, που εκείνο το Πάσχα, αντί για οβελία, έφαγα την πρώτη μου πίτσα. (Στο Μόναχο σπάνιζε ακόμα τότε η ιταλική κουζίνα – ήταν εξωτική και απρόσιτη για πτωχούς φοιτητές).

Ποτέ δεν μάθαμε γιατί μπλοκάρησε η Πόρσε… Ούτε το ξανάκανε.

Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου ελεύθεροι!

Κυριακή, Απριλίου 12, 2020

Ο ταχυδρόμος πέθανε;


Δεν πρόκειται για το ωραίο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι (που έγραψε ειδικά για την παράσταση του έργου «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» - Πιραντέλλο, από τον θίασο Μυράτ) αλλά για τον ταχυδρομικό διανομέα της περιοχής μου, που έχω πολύ καιρό να τον δω.

Γνωρίζω πως τα ΕΛΤΑ βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, πως τα χρέη τους είναι υπέρογκα και πως – θεωρητικά – περνάνε μία περίοδο εξυγίανσης και αναδιοργάνωσης. Αλλά μάλλον βρίσκονται σε φάση διάλυσης. Τραγικό βέβαια αυτό, γιατί ακριβώς αυτή η περίοδος του αποκλεισμού θα τους έδινε μία λαμπρή ευκαιρία να ανακάμψουν και να ανακτήσουν την παλιά τους αίγλη.

Σχεδόν οι μόνες εταιρίες που σήμερα προσλαμβάνουν προσωπικό και ανοίγονται είναι τα ιδιωτικά ταχυδρομεία. Έχω μήνες να συναντήσω ταχυδρόμο αλλά σχεδόν κάθε μέρα χτυπάει το κουδούνι ένας κούριερ – καμιά φορά και δύο. Εντελώς φυσικό, μία και σήμερα το μόνο εμπόριο που δουλεύει (εκτός από τα σούπερ-μάρκετ και τα φαρμακεία) είναι το ηλεκτρονικό. «Διπλασιάστηκαν οι αγορές μέσω Διαδικτύου» γράφουν οι εφημερίδες.

Αντίθετα τα ΕΛΤΑ κλείνουν τα καταστήματά τους και υπολειτουργούν. Εκεί που έπαιρνα 4-5 φακέλους την ημέρα, τώρα παίρνω ένα την εβδομάδα. Επιπλέον, ξαφνικά τριπλασίασαν τις τιμές τους! (Το απλό γράμμα που κόστιζε 0,72 λεπτά, ανέβηκε στα 2 ευρώ!). Στην περιοχή μου έκλεισε το κύριο κατάστημα χωρίς καμία ανακοίνωση και χωρίς να μας παραπέμψουν αλλού.  

Δύο παραδείγματα εξωφρενικά. Στις τρεις Μαρτίου ο φίλος νευρολόγος (αλλά και λογοτέχνης) Νώντας Τσίγκας μου έστειλε από την Θεσσαλονίκη ένα μικρό δέμα με ένα βιβλίο. Το χαρακτήρισε μάλιστα ως «επείγον». Σήμερα που γράφω είναι 7 Απριλίου και το δέμα… μόλις ήρθε. Σκεφθείτε να μην ήταν επείγον! Και με ταχυδρομική χελώνα να έφευγε από την Θεσσαλονίκη, θα είχε φτάσει πιο γρήγορα.

Σε ερώτησή μου γιατί άργησε τόσο πολύ πήρα την απάντηση: «απέλυσαν τον ταχυδρόμο» (εξ ου και η ερώτησή μου, μήπως πέθανε).

Όλο αυτό το μήνα το ταχυδρομείο Θεσσαλονίκης έλεγε πως το δέμα βρίσκεται στον προορισμό του – στο Ταχυδρομείο Ψυχικού. Το Ταχυδρομείο Ψυχικού έχει κλείσει. Το Ταχυδρομείο Νέου 
Ψυχικού δεν απαντούσε.

Άλλο παράδειγμα: Είμαι εδώ και 40 χρόνια συνδρομητής του αιωνόβιου εβδομαδιαίου Αγγλικού Περιοδικού TLS (Times Literary Supplement). Μέχρι πριν από πέντε μήνες ερχόταν τακτικά, με καθυστέρηση μιας εβδομάδος. Ξαφνικά έπαψε να έρχεται. Εντελώς. Μετά από δύο μήνες απουσίας έγραψα στην Αγγλία όπου με διαβεβαίωσαν ότι η αποστολή συνεχίζεται κανονικά. Εδώ, όταν ρώτησα, δεν ήξεραν τίποτα.

Ευγενέστατοι οι Άγγλοι μου ξανάστειλαν σε πακέτο όλα τα τεύχη που είχα χάσει. Και μετά, πάλι, δύο μήνες σιωπή. Ντρέπομαι να ξαναγράψω στην Αγγλία.

Μαζί με το TLS εξαφανίστηκαν και όλα τα άλλα περιοδικά. Αναρωτιέμαι: τι τα κάνουν; Τα πετάνε;

Ήδη πριν τον κορωνοϊό, φίλος γιατρός μου έλεγε πως όταν χρειάστηκε να στείλει  παραπεμπτικά του ΕΟΠΥ στους ασθενείς του μέσω ταχυδρομείου, μέχρι να φτάσουν είχε παρέλθει η προθεσμία εκτέλεσής τους.

Όταν συζητάω το θέμα με γνωστούς και φίλους, χαμογελάνε ειρωνικά. «Μα καλά, περιμένεις ο,τιδήποτε από τα ΕΛΤΑ;» είναι η συνηθισμένη τους αντίδραση.

Όχι πια, σκέπτομαι. Ο ταχυδρόμος τέλειωσε. Και φυσικά ποτέ δεν θα μάθεις ποια και πόσα γράμματα ΔΕΝ έλαβες.

Θα μου πείτε: εδώ έχουμε τόσα φλέγοντα προβλήματα – με τα ΕΛΤΑ ασχολείσαι; Ναι, αλλά ένα κράτος χωρίς ταχυδρομείο, είναι χωλό. Και θυμώνω όταν σκέπτομαι ότι χάνεται μία μοναδική ευκαιρία να επωφεληθούν από τον COVID-19 και να διαπρέψουν στο ηλεκτρονικό εμπόριο.

Μόλις λήξει (ελπίζω σύντομα) η πανδημία, θα πρέπει να βοηθηθούν όλες τις επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από το κλείσιμο, για να ανακάμψουν. Ε, τα ΕΛΤΑ πραγματικά δεν θα δικαιούνται καμία βοήθεια. Δεν ξέρω αν φταίει η διοίκηση, η διαχείριση, ή ο συνδικαλισμός, (είχαν και κάτι απεργίες) αλλά το ότι απέτυχαν εκεί που όλος ο κλάδος τους άνθισε, είναι μοναδικό κατόρθωμα!

Κυριακή, Απριλίου 05, 2020

Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Ζωής


Σε όλη μου τη ζωή, χωρίς να το ξέρω, ετοιμαζόμουνα για αυτό το σημαντικό και έκτακτο γεγονός. Βέβαια όταν μάζευα μυριάδες βιβλία, δίσκους, ταινίες, δεν το έκανα για να αντιμετωπίσω μία …πανδημία. Ούτε μου πέρασε από το νου, κι ας είχα δει τόσες ταινίες επιστημονική φαντασίας.

Το έκανα για μία άλλη ανημπόρια, που ήξερα πως θα με επισκεπτόταν σίγουρα. Τα γηρατειά. Κάποια εποχή (σκεπτόμουνα) που θα γεράσεις και δεν θα κυκλοφορείς πια πολύ, να έχεις γύρω σου τα έργα που αγάπησες και να μπορείς κάθε στιγμή να ξαναδείς (για δέκατη φορά) την «Καζαμπλάνκα» ή να ακούσεις (για πολλοστή φορά) τις σουίτες για σόλο βιολοντσέλο του Μπαχ με τον Καζάλς. Και να μπορείς να το κάνεις αμέσως.

Έτσι το σπίτι (και το μεγάλο του υπόγειο) έγινε αποθήκη έργων τέχνης. Χιλιάδες κομμάτια που κάποια στιγμή άρχισαν να ασφυκτιούν. Βρήκα μία λύση για τα βιβλία, που ήδη ξεκίνησαν να μεταναστεύουν προς την Εθνική Βιβλιοθήκη, με βάση μία δωρεά που θα ολοκληρωθεί μετά από μένα. Αλλά και πάλι δύσκολα κυκλοφορείς ανάμεσα στις συλλογές. Κινδυνεύεις να γκρεμίσεις πυραμίδες από  CD και DVD ή κρεμαστά και αιωρούμενα ράφια με τόμους.

Εντωμεταξύ πέρναγαν τα χρόνια και εγώ …δεν γερνούσα. Ηλικιακά σίγουρα είχα φτάσει στις ευπαθείς κατηγορίες, που αναφέρει ο καθηγητής Τσιόδρας, μια και περπατούσα στα 85. Αλλά δεν ένιωθα ότι είχα φτάσει στην φάση όπου ήθελα να κλειστώ στο σπίτι και να ξαναδώ παλιές αγαπημένες ταινίες ή να ξαναδιαβάσω τα μυθιστορήματα που πρόχειρα και βιαστικά είχα καταναλώσει στην εφηβεία μου. Αντίθετα ακόμα κυνηγούσα το καινούριο, το πρωτότυπο, το επαναστατικό.

Μέχρι που ήρθε ο Κορονοϊός και τα αναποδογύρισε όλα. Μπορεί να μην ένιωθα γέρος αλλά ή φύση αυτής της αρρώστιας που οδηγεί σε ασφυξία, με τρόμαζε. Δεν με φόβιζε τόσο η προοπτική του θανάτου, όσο οι διαδικασίες που προηγούνται προσπαθώντας να σε σώσουν από αυτού του είδους την τελευτή – αναπνευστήρες, μονάδες εντατικής, διασωληνώσεις… Είχα οραματιστεί έναν ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο, σαν ελαφρό ύπνο, σε βαθιά γεράματα. Όπως βλέπουμε σε κάτι πίνακες παλιούς, με όλη την οικογένεια γύρω από το μεγάλο οικογενειακό κρεβάτι, να αποχαιρετάει.

Ας ελπίσουμε πως τελικά δεν θα με μολύνει ο κορονοϊός και θα αξιωθώ ένα θάνατο σαν αυτόν που οραματιζόμουνα. (Πριν πενήντα χρόνια ένας ζητιάνος στην Κρήτη που τον ελέησα, μου τον ευχήθηκε: «Να έχεις έναν ωραίο θάνατο, παλληκάρι μου!»). 

Αλλά για να μην με μολύνει ο οξαποδώ, πρέπει να κάτσω σπίτι. Θα έλεγε κανείς ότι οι συνθήκες είναι ιδανικές. Υπάρχει όλος αυτός ο θησαυρός που μάζευα από παιδί, αλλά υπάρχουν και φρέσκα πράγματα. Παραδείγματος χάρη το Netflix (ήμουν από τους πρώτους Έλληνες συνδρομητές του – πριν καν αρχίσει να εμφανίζει υποτίτλους).

Έλα όμως που μέσα μου αντιδρούσα. Και βέβαια ήθελα κάποτε να ξαναδώ την «Καζαμπλάνκα», αλλά όχι αναγκαστικά. Σίγουρα ήθελα να ξανακούσω τις σουίτες του Μπαχ – αλλά όταν μου ερχόταν το κέφι. Και τώρα το κέφι μου ήταν να πάρω το αυτοκίνητό μου και να κάνω μερικές «Ειδικές Διαδρομές» του κλασικού Ράλι Ακρόπολις. Και για αυτό δεν υπάρχει πρόβλεψη στο 13033.

Ας είναι. Οι άλλοι αντιδρούν κάνοντας παράνομο περίπατο σε παραλίες και προβλήτες. Τους καταλαβαίνω. «Αεί παίδες», αιώνια παιδιά οι Έλληνες, όπως μας αποκάλεσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ιερείς. Και τι κάνουν τα παιδιά; Αντιδρούν σε όλα τα κελεύσματα των μεγάλων. Ακόμα κι όταν είναι πιο μεγάλα από τους μεγάλους.

Από ότι κατάλαβα όμως – με τον ιό αυτό δεν παίζεις. Θα κάτσω σπίτι (πού είσαι Λουκιανέ!) και θα ακολουθήσω όλες τις εντολές του μειλίχιου καθηγητή Τσιόδρα και του αυστηρού υφυπουργού Χαρδαλιά. Και σας παροτρύνω, αγαπητοί αναγνώστες, να κάνετε το ίδιο.

Ακόμα και για εθνικούς λόγους. Λίγο είναι να βλέπεις τις ολέθριες καμπύλες των άλλων να ανεβαίνουν και την δική μας να μένει χαμηλή; Σε αυτούς τους ιδιότυπους Ολυμπιακούς Αγώνες Ζωής, θα ήταν σπουδαίο να παίρναμε ένα μετάλλιο!