Γράφει η AphroditeΚάποια στιγμή, ήρθε το πρώτο καλοκαίρι που θα πήγαινα διακοπές για πρώτη φορά χωρίς γονείς / οικογενειακούς μας φίλους με παιδιά. Αύγουστος, με τον φίλο μου και την παρέα μας, βουτιά στα βαθειά της πρώτης ενηλικίωσης. Ετσι το έβλεπα εκείνο το 4-ήμερο που θα περνούσαμε στη Σαντορίνη, με τα εικοσάχρονά μου μάτια.
*********************************
Μέρα 1: Ξεκινήσαμε μια παρέα, 3 κορίτσια, 3 αγόρια. Το μόνο ζευγάρι, ο φίλος μου (κιθαρίστας, look Duran-όβιου) κι εγώ (Madonna meets Miss Tsixlofouska). Οι άλλοι μες το πνεύμα των διακοπών, πήγαιναν να τα φτιάξουν μεταξύ τους & με όποιον άλλον τους γυάλιζε στο νησί. «Ο,τι κινείται, εκτελείται...». Είχαν δε πείρα από νησιά, το μόνο ούφο ήμουν εγώ: ζαλίζομαι και που ανακατεύω τον καφέ μου, όχι να μπω ψύχραιμη σ’ενα σαπιοκάραβο, μέρα με σφοδρή θαλασσοταραχή... Δραμαμίνες πολλές, αλλά συνεχώς γραπωμένη στην κουπαστή, πράσινη, να μου εύχομαι σύντομο θάνατο...
Φτάνουμε (μαγευτική η θέα όταν πλησιάζεις στο νησί, μοναδική!), ακόμη μέρα, κουνιόμουν και ζαλιζόμουν οικτρά. Στο ψάξιμο ταξί για τα Φηρά, μας τσιμπάει ένας κραχτης room-let-άς (!) & μας μπαγλαρώνει σ’ένα παμπάλαιο, βρωμερό αυτοκίνητο. Επειδή όμως ο δικός μου ο σάκος δεν χώραγε πουθενά (κουβαλούσα πλήρη γκαρνταρόμπα, νόμιζα η ηλίθια ότι θα αλλάζω σετάκι τσόκαρο- παρεό – μαγιώ δεκάκις ημερησίως, στα βράχια και την άμμο την... κινούμενη!) τον δένει στη σπασμένη σχάρα κι αρχίζει την ανηφόρα («σακούλααα...»!). Στην πρώτη ανάποδη στροφή, ντελαπάρουμε από το βάρος του σάκου, σπάει το σχοινί & ξεχύνονται τα ρούχα μου σε ακτίνα 20 μ., αφού πρόλαβε και πάτησε μπόλικα η σακαράκα μέχρι να σταματήσει... ΓΜΤ!!!
Τα μαζεύουμε τσάτρα-πάτρα, μας πηγαίνει τελικά στη μέση του πουθενά, σε κάτι δωμάτια εντελώς αυθαίρετα, μες τις κότες & τις κατσίκες (πιιιιφ!). Ξεφορτώνουμε, μοιράζουμε δωμάτια, μας παραχωρούν το μόνο με διπλό κρεβάτι, το αμόρε μου ζητοκραύγασε- όλο δικό μας, με θόλο χτιστό και παράθυρο στη θάλασσα, κι εγώ να χαπακώνομαι αντιεμετικά... Η χαρά του έμεινε! («σακούλααα...»!) Πιο βραδάκι, άντε να βγούμε όλοι στην πόλη, οι κοπέλλες έτοιμες, βαμένες, κυριλέ, κι οι άντρες με... βερμούδες & μακώ! Γκρινιάξαμε, άλλαξαν, ντύθηκαν τελικά σα φλωρέττες (μεταξωτά πουκάμισα που ήταν της μόδας, κι ο δικός μου με χαβανέζικο fluo πουκάμισο!). Τους ξαναστείλαμε για βερμούδες, κι άντε ταξί να κατεβούμε μπαρότσαρκα...
Αχόρταγα μάτια, να βλέπουμε τα μπαράκια χτιστά σαν ψεύτικα, ή μάλλον, σαν αληθινά, τα φωτάκια τους γιρλάντα στο γκρεμό, έρωτες και γαλάζιο στα σκοτεινά... Και κόσμοοος, Πανεπιστημίου ώρα αιχμής να μοιράζουν χιλιάρικα, κι εμείς εκεί, με τα μάτια να πετάν αστράκια («σακούλααα!»). Να κόβουμε κίνηση, ποιοί –ξένοι, δικοί- περνούν τα standards της κρεβατοκάμαρας του καθενός μας, πλάθαμε ιστορίες για το τι κρύβει ο καθένας που άρεσε σε κάποιον μας (εγώ γκαζόζα κι αντιεμετικά...) Τριγυρίσαμε σε μπόλικα (κούραση μηδέν τότε...), μετά για ύπνο όλοι, ο φίλος μου πάλι με τη χαρά έμεινε, όσο εγώ έβγαζα τ’άντερα μου...
********************************
Μέρα 2: Πρωί στην αυλή με τις κότες να τσιμπολογάνε εμάς και το πρωινό μας, συν γάτες, σκύλοι και μύγες – πολλή πανίδα για τόσα λίγα τετραγωνικά, όλα να μποχίζουν τριγύρω, αλλά οι φίλοι μας φλερτ γκαζωμένο. Η μια φίλη –κολλητή μου, αστραφτερή, πανέξυπνη, ανέβαζε μόνη της show ολόκληρο. Η άλλη φίλη-γέμισμα, για να είμαστε συμμετρικοί ντάμες-καβαλιέροι: άχρωμη, άοσμη, αόρατη. Ο ένας φίλος-κολλητός του αμόρε μου, καρακόμματος, εύστροφος, αστείος, τι να λέμε! Ο άλλος ξάδερφός του, καλούλης, ησυχούλης, η θεία Λένα σε ανδρικό! Φαινόταν οτι θα κατέληγαν οι δυο λαμπεροί μαζί, κι οι δύο «αδιάφοροι» μαζί, κι ας διασταυρώνονταν τα πειράγματα προς πάσα κατεύθυνση & φαινόταν η κάψα να οπλίζει στο βάθος...
Ξεκινήσαμε να βρούμε παραλία προδιαγραφών ΑΑ, μηδέν κόσμο, όχι μαύρη να μας καίει τις πατούσες, με κάποια σκιά (στη Σαντορίνη? Πώωως!), χωρίς πελώριο κύμα... Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε λιμανάκι, νοικιάσαμε κάτι γαιδούρια να μας ανεβάσουν πάνω & μαντέψτε ποιάν έριξε ο αρχι-γάιδαρος σε κάτι σκαλοπάτια δίπλα... Αουτς! Τα παΐδια μου! Τα μηχανάκια που πήραμε τα έφτυσαν, φορτωθήκαμε σε κάτι ποδήλατα και βρήκαμε μέρος για μπάνιο, μια παραλία καρτ-ποστάλ, ονειρική και απλωτή... Αλλά πού να το χαρώ, είχα πάθει ΚΑΙ ηλίαση (μα οι άλλοι τέτοια ανοσία στο λιοπύρι?), πονοκέφαλος & πυρετικά ρίγη... Οι υπόλοιποι μέχρι έπαιζαν τους γυμνιστές τρομάρα τους, να τους ακούσει το ηφαίστειο να ξυπνήσει μες τη ντίρλα!
Αργότερα ντους με την κολλητή μου («χμμμ... με ποιόν ψήνεται φάση, ε?»), ντους με το αμόρε («κράτα τη χαρά γι’αργότερα, να με πιάσουν τα παυσίπονα!»), ντους μόνη μου (στα προηγούμενα ήμουν με το μαγιώ μου – ντρεπόμουν καλέ!). Φάε και μια πούντα, ρίγη ξανά, 38.9 ακατέβατα, λαιμός χάλι, αλλά εκεί, να βγούμε. Μέχρι να ετοιμαστώ, οι άλλοι σημαιοστολισμένοι, εγώ μουλιασμένη σα προχτεσινό κολλυβόζουμο...
Στα καλντερίμια με υπόκρουση τρελλής μουσικής («το κεφάλι μουυυυ!»), έσπασα ένα τακούνι, παραλίγο και γοφό, ξέρασε πάνω μου μια μεθυσμένη, μου πάτησε το πόδι (ναι!) μηχανάκι με ατζαμή οδηγό, με έλουσε το αμόρε με bloody Μary κατά λάθος (κολλάειιιι!), και μπραφ! Μου την πέφτει κι ο κολλητός του έτσι ξαφνικά, (δεν είχε πιεί!) & να προσπαθώ όλο το βράδυ να τον κάνω πάσα στην κολλητή μου να γλυτώσουμε όλοι...
Ηταν εκείνη η ωραία αίσθηση διακοπών, αρκετά ασφαλής με την παρέα, ώστε και πατάτα να πεις ή να κάνεις, θα τη δουν με κατανόηση, και μαζί κι αστάθεια γιατί όλα παίζονται: ό,τι χαραχτεί στο νησί μπορεί να σε ακολουθήσει στην πόλη. Ρίσκο, ξεφουσκώνει ή φουντώνει...
Ξημερώματα, χαλάει το ταξί και γυρνάμε με τα πόδια, από τις φούσκες βγάζουμε παπούτσια, εγώ φυσικά πατάω καρφί κι άντε να βρούμε αντιτετανικό... Ευτυχώς βοήθησε ένας συνταξιούχος φαρμακοποιός μετά από τις γκαρίκλες μας... Ο φίλος μου πάλι με... τη χαρά έμεινε. Εγώ πάλι με γάζες, νάρθηκα, τσιρότα, αντισηπτικά, αντιβίωση, παυσίπονα, μια μελανιά στον πισινό από το «ελαφρύ» χέρι του σκιτζή & μια μυγοσκοτώστρα για τα μιλούνια κουνούπια......
********************************
Μέρα 3, αυτιστικό ψάξιμο παραλίας, εγώ άλλαζα παγοκύστες κάτω από το καπέλλο-αντίσκηνο για την ίωση & τη θερμοπληξία, ξεπεζεύουμε σε μία, οι κοπέλλες πήγαν να φέρουν φαγώσιμα για πικ-νικ αργότερα, ο φίλος μου πήγε να φέρει μια άλλη παρέα από πιο πέρα. Με το που απομακρύνεται λίγο, να «κίνηση» ο κολλητός του... «Βρε καλώς το το καράτεκνο, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα?» από μέσα, αλλά απ’έξω φιλικά εντελώς... Το ήξερα ότι έρωτας-ξε-έρωτας, δε θα έμενα με το αμόρε (όλες οι γυναίκες ξέρουν από την πρώτη ώρα πού θα πάει η σχέση!). Μέχρι να έρθουν όμως τα πράγματα έτσι που να το δει κι εκείνος, δεν χώραγε τρίτος... Βολική ηθική ε?... «Πέσιμο» γενναίο, αν και άτιμο στον κολλητό του. Εγώ εκεί, βράχος ηθικής (τρομάρα μου!). Τα απιστώ/απατώ/κερατώνω και τα συναφή ήταν (ακόμα) terra icognita...
Με το που έρχεται ο φίλος μου με την καινούρια παρέα, ο καράτεκνος με... μασχαλιάζει & με πετάει μέσα, μου κάνει κι απανωτές πατητές και κόντεψε να με πνίξει το ζώον! (He wouldn’t take no for an answer!). Μετά πέταξε και τον φίλο μου μέσα και σιγα-σιγά όλη την παρέα, με αποκορύφωμα ένα γομάρι που το πέταξε πάνω μου- και από το βάρος του, σε νερό βάθους μηρού, κατάφερα να χτυπήσω σε προεξοχή βράχου & ν’ανοίξει το κεφάλι μου...
Βουρ στο νοσοκομείο (το ποιό?) για ράμματα, τελικά μου τα έκανε ένας καρατσαπατσούλης γιατρός σπίτι του, ούτε αναισθησίες ούτε τίποτε, εκτός απο την αναισθησία του καράτεκνου, που σφύριζε αδιάφορα...
Απόγευμα πια, τις άλλες δεν τις είχαμε ειδοποιήσει, ο «αόρατος» φίλος εξαφανιζόλ επίσης, (ούτε κινητά τότε ούτε τίποτε), κι έφυγαν οι δυό τους με τα μηχανάκια να πάνε να τις μαζέψουν. Εγλυφα τις πληγές μου μέχρι που γύρισε το αμόρε μου, «σκαστός» από τον άλλον, να βρει τη... χαρά του! Πάνω στη «διαπραγμάτευση» (τα παΐδια μουουου!) μπούκαρε η ιδιοκτήτρια της πανσιόν με δυο μπάτσους που έψαχναν για ναρκωτικά & μόνο που δε μας έκαναν προσαγωγή! Οι Ολλανδοί που είχαν έρθει πριν από μας, είχαν κάνει το δωμάτιο τεκέ!
Τεσπα, τις κοπέλλες δεν τις βρήκαμε αλλά δεν ανησυχούσαμε (Επαρση της νιότης? Βλακεία? Εμπιστοσύνη?) Ξανανεβήκαμε στα μηχανάκια για βόλτα, και σε μια απότομη στροφή, του φεύγει του αμόρε το μηχανάκι με μένα πάνω (εκείνος γλύστρισε αριστοτεχνικά την ώρα που έπεφτε το combo μηχανάκι-εγώ στο βράχο με φυγόκεντρο για ελέφαντες). Αουτς! Εκτός του ότι σκίστηκα σ’όλη την αριστερή πλευρά, κόλλησε η εξάτμιση πάνω μου με το πέσιμο & έπαθα το κλασσικό έγκαυμα-σαλαμάκι στο εσωτερικό της γάμπας... Το τι καντήλια κατέβασα, να τους πετάω ό,τι έβρισκα, σκασμένοι στα γέλια αμόρε, κολλητός & φίλος, εγώ αλοιφές & γάζες, ένα βράδυ μαγεία...
*******************************
Μέρα 4 : Το πρωΐ που τα μαζεύαμε να φύγουμε, ήρθαν ξάγρυπνες, ξεχτένιστες & καταευτυχισμένες οι δυο φίλες μας: τα είχαν φτιάξει μεταξύ τους (Ντόϊονγκ!). Προσωπικά ένοιωθα τέτοια ανακούφιση που ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα φεύγαμε, που δε μ’ένοιαζε το ότι γυρνούσα... σαπακιασμένη! Στο καράβι βέβαια, νύχτα, τα κλασσικά, κατάστρωμα, εγώ πράσινη, ναυτία, ρίγος & λαιμός χάλια, ίωση σίγουρα... Ο 3ος της παρέας εξαφανίστηκε κάπου στο πλοίο και να τον ψάχνουμε ανάμεσα σε μπόγους (άνθρωποι? μπαγκάζια?) & λίγο πριν να βγάλουμε ντουντούκα, εμφανίστηκε & μας είπε ότι το έκανε λέει με κάποια στις τουαλέττες και με κάποιον σε ένα από τα σαλόνια (Ξανα-Ντόϊονγκ!).
Προς το ξημέρωμα, ενώσαμε υπνόσακους και στριμωχτήκαμε 6 άνθρωποι δίπλα-δίπλα, με μηδέν απόσταση στις καρδιές μας, να ανταλλάσσουμε ανέκδοτα & να μετράμε πεφταστέρια... Ο καρακαλλόνος σηκώθηκε, πήγε στα κάγγελα απέναντί μου, ζύγιζε τ’αστέρια προφανώς, και τότε με «χτύπησε»: Αυτός ήταν ο άντρας με τον οποίον ήθελα να είμαι μαζί, από τον Σεπτέμβρη και μετά. Αυτός ακριβώς! Το αμόρε ακόμη κι εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν μήπως του κλήρωνε η... χαρά του με bonus μες τους υπνόσακκους, ανίδεος του τι παιζόταν μέσα μου. Στην αγκαλιά του, πριν διαλέξω λέξεις για το τελικό ανακοινωθέν, η καρδιά μου είχε ενσωματώσει ήδη τον «επόμενο», κι όχι επειδή μου έκανα κόρτε γορίλλα, αλλά παρ’όλ’αυτό. Είδα στη στάση του Αντρα, όταν μέχρι τότε ήμουν με εφήβους διαφόρων ηλικιών... Τη μάζεψα τη σκέψη, πακετάκι, και είπα όχι ακόμη. Ηθική με περικεφαλαία!
Ξημερώνοντας μπαίναμε Πειραιά (επιτέλους! στεριά!), τι ωραία αίσθηση, επιστροφή κι η μέρα μπουμπούκι ακόμη... Πήραμε τα πράγματά & βγαίνοντας από το πλοίο, τρεκλίζω και μου πέφτει ο σάκος στο λιμάνι, στα βρωμόνερα μέσα! Με τη φωτογραφική μηχανή & όλα τα φιλμς από το θεσπέσιο αυτό νησί (πριν την επέλαση των βαρβάρων & τις φωτογραφίες όλο χέρια-πόδια τουρίστα στο κάδρο & ελληνάρες μπροστά σε κάθε ηλιοβασίλεμα...)
Ε, όπως τον ψάρευαν οι λιμενικοί τον σάκκο, έμπηξα πια τα κλάμματα... Τι σόϊ διακοπές ήταν αυτές?!
Μπου-χου-χουυυυυ!
Οι καλύτερες της ζωής μου!
Απλώς τότε δεν το ήξερα. Το ξέρω όμως τώρα!
Οι φίλες «επανήλθαν» μετά το «πείραμα». Το ταπεινό χαμομηλάκι όχι. Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια, ο τύπος του από το κατάστρωμα... Το αμόρε το ξεπλήρωσα σε... χαρά με τόκο & πανωτόκι, barrage πληρωμών! Με τον καρακαλλόνο τραβήχτηκα για πολύ περισσότερο απ’ό,τι άντεχε το νευρικό μου σύστημα, η καρδιά & το μυαλό μου- όσο καταλυτικός, τόσο και πλήγμα τύπος...
Αφού σε φάση πρώτου φτιαξίματος, σ’εκείνες τις υπέροχες στιγμές που εκμυστηρεύονται οι –εραστές πια- τι πρωτοένοιωσαν και τι κόλπα έπαιζαν, του εξομολογήθηκα: «Εκείνο το ξημέρωμα στο καράβι είχα πει νοερά για σένα «ραντεβού τον Σεπτέμβρη» έτσι όπως σε κοίταζα ν’αγναντεύεις τ’αστέρια & να είσαι τόσο όμορφος και τόσο... αρσενικό!». Εκείνος με κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια κι απήντησε βραχνά: «Βασικά ήθελα να κατουρήσω, και σκεφτόμουν αν στόχευα τη θάλασσα, πόσους από κάτω θα πιτσίλαγα έτσι που φύσαγε!»...
Επρεπε να το είχα μυριστεί το φυρίκι που έκρυβε μέσα του, αλλά ας όψεται η allure της Σαντορίνης!
******************************
Επιμύθιον: Αν το όνομά σας αρχίζει από Α., το αμόρε σας έχει ωραίους κολλητούς-φελλούς κι έχετε ευαίσθητη υγεία, μακρυά απ’τα Φηρά!
******************************
Εσείς? Ποιες ήταν οι πιο αξέχαστες σας διακοπές? Η οι πιο.. ξεχασμένες? Κράτησε κανένα ειδύλλιο από τότε? Η μήπως φέρατε ένα... καινούριο, σπίτι? Ωριμάσατε στις διακοπές σας, ηρεμήσατε ή... ξεσαλώσατε εντελώς για να καλύψετε το χαμένο έδαφος του χειμώνα?
Ε?
Εεε?
ΕΕΕΕ?????